Οδοιπορικό στο  Ρέθεμνος του  1740

 

Rethymno1717.

“Αφού πέφτει και ο Χάνδακας στα 1669, η Κρητική γη μοιράζεται ανάμεσα στα θρησκευτικά ιδρύματα, τους διάφορους αξιωματούχους και το τουρκικό Δημόσιο, ενώ ο ντόπιος πληθυσμός δουλεύει σε αυτήν σαν δουλοπάροικος, παίρνοντας από τη σοδειά ένα ποσοστό καθορισμένο, που ποτέ όμως δεν τηρήθηκε σεβαστό από την αρπαχτική ασυδοσία του κατακτητή.

Εκτός δε τις καταστροφές του Τουρκικου ασκεριού κατά το Βενετοτουρκικο πόλεμο, στα 1717 ένας μεγάλος σεισμός ερειπώνει κυριολεκτικά το νησί ενώ τον επόμενο χρόνο 1718 μια επιδημία πανούκλας ολοκληρώνει τις συμφορές…

Μόνο μετά τη συνθήκη του Βελιγραδίου του 1739 θα σταματήσουν οι πολεμικές συγκρούσεις και θα επικρατήσει για αρκετά χρόνια μια φαινομενική ηρεμία σε ολάκερο τον Ελλαδικό χώρο και φυσικά και στην Κρήτη.

Σιγά σιγά η ζωή αρχίζει να ξανακυλά για τους Μωαμεθανούς ήρεμη κι ευχάριστη, για τους Χριστιανούς τυραννισμένη κι επικίνδυνη.

Οι περισσότεροι μουσουλμάνοι προτιμούνε την ασφάλεια των μεγάλων αστικών κέντρων, που αρχίζουν διστακτικά να δέχονται κατοίκους και από άλλες εθνότητες.

Στην απογραφή του 1647 στο Ρέθυμνο, υπάρχουν μόνο 54 σπίτια ραγιάδων που είναι υποχρεωμένα να πληρώνουν από 4 γρόσια κεφαλικό φόρο το καθένα, ενώ στη διανομή τον φορολογικών δελτίων του 1694 καταγράφονται σε όλη την επαρχία Ρεθύμνου μαζί με τους κατοίκους της Φορτετζας, Εύποροι 326, Μεσαίας τάξης 981 και Άποροι 326, σύνολο 1663. Από κάποιο στιχούργημα όμως που θα εξετάσουμε και τον αυτόπτη Αρμένη ποιητή του, μαθαίνουμε πως υπήρχανε στην πόλη Τούρκοι, Έλληνες, Αρμένιοι, Εβραίοι και Αφρικανοί.

Συμπληρωματικά θα πρέπει να αναφέρουμε πως πολλοί από τους μαγαζάτορες στο κείμενο χαρακτηρίζονται με επίθετα που δηλώνουνε τον τόπο καταγωγής τους, Κρητικό η ξένο. Υπάρχουν, ένας καπνοκοπτης Χανιώτης, ένας Αλη Γερανιώτης (από το χωριό Γεράνι), ο Γιουσούφ Σκεντερ (ο Αλεξανδρινός), ο Σταμπολης (ο Κων/λιτης), ο Σεφέρης, ο Κανιαλης (ο Ικονιατης), μαζί με τον Αρτιν τον Εβραίο και έναν μανζιζι (άπιστο). Εκείνο τον καιρό στην Κρήτη όλοι μιλάνε Ελληνικά, τόσο οι υπόδουλοι όσο και οι τουρκοκλητικοι που παρά τον εξισλαμισμό τους πολλοί παραμένανε κρυφοχρισιανοι, γνωρίζουνε και χρησιμοποιούνε μόνο την ελληνική γλώσσα.

Ακόμα και οι ολίγοι πραγματικοί Τούρκοι, οι εγκατασταθεντες εν Κρήτη μετά την αλωσιν, λαβοντε οι πλειστοι γυναίκας Κρησσας και ανατρεφόμενοι καθημερινός εν μέσο Ελληνικού πληθυσμού, αφηκαν απογόνους Ελληνόφωνους.

Μα οι ξένοι που μένουνε στο νησί όπως ο Αρμένης ποιητάρης μας, όχι μόνον μιλούν μα στιχουργούν κιόλας στην καινούργια τους γλώσσα απόδειξη μιας καθολικής της παραδοχής.

Να πιης καββε στου Χακκαλη σε φαρφουρί φλιτζάνι,

στου Βενετσιάνου το Τσεσμέ, ίσκιο πολύ που κάνει,

Μπακλα Σμυρλη, νοχουτ φασουλ, θα βρεις εις του Τοπαλη.

Τζονακ μπουγιουκ τουρλου τουρλου, θα βρεις εις του Καραλη.

Πιπερ καννελλα τζεντζεφιλ ντεβιζ μοσχου, σακκιζι

εις το Γιαλι μαχαλεσι θα βρεης στου Ιμαντζιζι.

Από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες είναι ο εντοπισμός στο κείμενο, πολλών ονομάτων συνοικιών και τοποθεσιών όπως ακούγονταν το 1740 στο Ρεζιμε, καθώς το έλεγαν οι Τούρκοι την πιότερο αγαπημένη τους πόλη στο Νησί.

Στου Βενετσιάνου το Τσεσμε, ίσκιο πολύ που κάνει, ήταν ένα καφενείο του Χακκα-λη. Ο Παντελής Πρεβελακης αναστορει πως ακόμα <<στον Πλάτανο… και στο λιμάνι κοντά στον Ταρσανά, βρίσκονταν οι δυο μεγάλοι καφενέδες, που σαν ετούτους δύσκολο να έχεις άλλους ιδωμένους>>.

( Παντελή Πρεβελάκη. Το χρονικό μιας πολιτείας). Είναι η κρήνη RIMONDI η βρύση του Βενετσιάνου η βρύση στον Πλάτανο η Μεγάλη βρύση.

Στο κουμ καπι είναι η γνωστή σε όλους, Άμμος Πόρτα Εδώ βρίσκονταν το αχτάρικο κάποιου Τούρκου. Συνοικία γνωστή από τι 1658.

Στο Σειταν τσαρσί ήταν ένα μπουγατσατζίδικο. <Η αγορά του διαολου>. Την θυμούνται οι παλιότεροι Ρεθυμνιώτες. Στενός δρόμος γύρο στα 3 μέτρα παράλληλος με τα μπιτσακσιδικα (μαχαιραδικα). Στο χρονικό μιας πολιτείας ξαναδιαβάζουμε πως ήταν ένας Τούρκος αχτάρης πουχε το μαγαζί του στη λιμανοχωρα κάτω στο Σειταν τσαρσί.

Εις το Τσιτου μαχαλεσι ήταν κάποιος βαρελάς. Συνοικία από το σπίτι Α. Σαουνατσου μέχρι το Καμαράκι.

Στο Μασταμπα μαχαλεσι. Ο σημερινός Μασταμπας. Εδώ φτιάχνανε παστέλια.

Εις την μπουγιουτ πηγάδα ήταν ο φούρνος. Στο Μεγάλο Πηγάδι πιθανότατα κοινής χρήσης. Άγνωστη σήμερα τοποθεσία.

Στο Μειντανι υπάρχει και το χρυσοχοείο. Στην πλατεία, μάλλον η ίδια περιοχή με τη Μεγάλη Βρύση. Από τον Πλάτανο πούνε πλατεία και σταυροδρόμι… καθώς γράφει πάλι ο Πρεβελακης.

Εις το Ισσαρ, στη Φορτετζα (στραγαλαδικο).

Στο Καρακόλι. Στο σταθμό Χωροφυλακής (είχε ένα φούρνο). Άγνωστη περιοχή. Μόνο αν ταυτίζεται με το Καραούλι, το σταθμό Γενίτσαρων της πόλης του 1658, τούτες συνορεύει με τη συνοικία Γιαλι-Μαχαλεσι.

Στο Τοπ-Αλτι. Τοποθεσία σε απόσταση βολής κανονιού από τη Φορτετζα έξω από τα σύνορα της παλιάς πόλης προς τα Ανώγεια. Σε έγγραφο της 2ας Ιουνίου 1672, τα όρια του καθορίζονται ακριβός εις το επί τούτης καταρτισθεν οροθεσιακον έγγραφων. Τοπωνύμια Αλτι, Κουμ- Καπι και Μειντανι, υπήρχανε τότες και στον Χάνδακα.

Στην αγορά του Ρεθύμνου κυκλοφορούνε τότες και αρκετά ξενόφερτα εμπορεύματα.

Μερικά από αυτά δεν υπάρχουν καθόλου στο νησί ενώ άλλων είναι μειωμένη η παραγωγή.

Ο δεύτερος λόγος είναι χαρακτηριστικός της εποχής που η παραμέληση της καλλιέργειας της γης στον Χριστιανικό πληθυσμό γινότανε συνειδητά για να γλιτώσουν από την απληστία του Τούρκου φοροεισπρακτορα-αφεντικού.

Παρόλο που είχαν απαγορευτεί σε όλη την Οθωμανική επικράτεια οι συναλλαγές και το εμπόριο με τους Ενετους για να επέλθει μοιραίος εξασθένιση και παρακμή της ισχύος των, φαίνεται πως οι σχετικές διαταγές εφαρμοζότανε ανάλογα με τη διάθεση του τοπικού διοικητή που εισέπραττε τους φόρους εισαγωγής και από το μέγεθος των συνηθισμένων δωροδοκιών των Τούρκων από τους παμπόνηρους Βενετούς εμπόρους.

Άλλωστε η τεράστια έκταση και πόροι της Υψηλής Πύλης, είχαν τη δυνατότητα να αναπληρώσουν οποιαδήποτε ζήτηση στις αγορές της Κρήτης.

Παντος στο στιχούργημα μας, βρίσκουμε καταχωρημένες έμμεσα πληροφορίες για τροφοδοσία του ντόπιου εμπορίου με Αιγυπτιακό ρύζι, Περσικό καπνό, κουκιά Σμύρνης, κριθαράκι Βεγγαζης, βούτυρο Δερνας, σιτάρι Κομοτηνής, ζώνες από τη Δαμασκό, φέσια απο την Τυνιδα και δέρματα από το Αξαρι.

Ουζουν Σοκακ Ραμαζαν τσαους, το σημερινό Μακρύ Στενό.

Χοντεκ-μαχαλεσι. Η συνοικία του χαντακιού του φρουρίου.

Υπάρχει ένας σεβαστός αριθμός 32 εμπορικών η μαγαζιών που προσφέρουνε υπηρεσίες και καλύπτουνε όλο σχεδόν το κύκλωμα των αναγκών της μικρής πόλης.

Στην αγορά δουλεύουν μόνο άνδρες εκτός από μια Φεριντα που πουλάει στραγάλια και τη Νενέ κάποιου τυφλού αράπη που έφτιαχνε παστέλια.

Ένας κάτοικος η επισκέπτης του Ρέθυμνου στα 1740, θα μπορούσε να βρει για να φάει σε εστιατόρια (ατζιδικα), πιλάφι, κεμπάπ και μουχλιγε μαγειρεμένα με βούτυρο η σμυρναίικα κουκιά και ρεβίθια ενώ στα σπίτια συνηθιζότανε πολύ το γιουβέτσι.

Ακόμα σε μπουγατσατζιδικο θα έβρισκε μπουγάτσα με ντόπιο τυρί και μπουρέκια με κιμά. Ψωμί άσπρο η μαύρο θα αγόραζε από το φουρνάρικο μαζί με μικρά φραντζολάκια και παξιμάδια ενώ υπήρχε και ξέχωρος φούρναρης (μπουρεξης) που έψηνε μόνο φαγητά.

Αν ήθελες ένα δροσιστικό σερμπέτι μπορούσες να το απολαύσεις μέσα σε ένα ασημένιο κύπελλο. Αλλού θα έβρισκες νόστιμο παστέλι με μέλι, ενώ στραγάλια (λεμπλεμπί) πουλούσε κάποια Φεριντα στην πλατεία, ξεμετρωντας τα με ένα μπρούτζινο ποτήρι.

Καφενεία υπήρχανε φαίνεται αρκετά, εφοδιασμένα με όλα τα αγαπημένα σύνεργα που αποζητούσε ένας μερακλής και ράθυμος Ανατολίτης.

Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή του Γάλλου περιηγητή TOURNEFORT που στα 1700 επισκέπτεται την Ελλάδα και την Κρήτη. Οι Τούρκοι γράφει περνούν όλη τους τη ζωή στο τέλμα της οκνηρίας, Τρώνε πιλάφι, πίνουν καφέ, καπνίζουν…

Τον καββε τον προσφέρουν σε φλιτζάνια από Κινέζικη πορσελάνη (φαρφουρί) ενώ μπορούσες να καπνίσεις ανάλογα με τη διάθεση πίπα (μακρύ τσιμπούκι) με κεχριμπαρένιο στόμα, άλλοτε με βαρύ καπνό κι άλλοτε με ελαφρύ που διαθέτανε ειδικά μαγαζιά. Θα έβρισκες ακόμα Περσικό καπνό (τουμπεκί), καθώς και θαυμάσιους ναργιλέδες σε κάποιου Σεφκη. Άφθονα μυρωδάτο μπαχαρικά πουλούσε ένα μαγαζί, πιπέρι, κανέλα, τζερτζεφυλλι (πιπερόριζα), μοσχοκάρυδο, μαστίχα κλπ. ενώ από ενός άλλου αχτάρικου την πραγματεία μας σώθηκε μόνο, από ποιητική οικονομία –το χαβλιζαν (φυτό – το ακορον) χόρτο για τον πονόδοντο.

Πρακτικότερα είδη πρώτης ανάγκης κριθάρι Βεγγαζης και σιτάρι Κομοτηνής, θα αγόραζες από του Αλεξανδρινού Γιουσουφ του γιου της Αραπίνας και πιατικά κάθε λογής και μεγέθους από ένα υαλοπωλείο.

Εκτός το φαγητό όμως και τη διασκέδαση, ήτανε χρειαζούμενα και τα ρούχα, που προσφέρουνε αρκετά εμπορικά, με μονοπώλιο καθώς φαίνεται σε ορισμένα είδη.

Ο Εφεντ Σαλη, διαθέτει αποκλειστικά τσόχες σε όλες τις ποιότητες και χρωματισμούς ενώ στα μεταξωτά ειδικευότανε δυο άλλοι, μαντίλια, σάλια και φερετζέδες ο ένας και ζώνες από τη Δαμασκό και φέσια από την Τυνιδα ο άλλος.

Φτωχικό μα απαραίτητο ήταν του σχοινοπλεχτη Μουταφη ντρουβαδες και τρίχινα σκοινιά από κατσικίσιο μαλλί πράγματα γνωστά σε όλους μας μέχρι τα τελευταία χρόνια.

Το ελκυστικότερο πάντως από τα καταστήματα της αγοράς πρέπει να ήτανε το χρυσοχοείο που είχανε συνεταιρικά στην πλατεία ο Αρμένιος Αρτιν με τον Εβραίο Σαμαληκ.

Εδώ μπορούσες να βρεις δακτυλίδια χρυσά, ασημένια η κοκάλινα στολισμένα με πολύτιμες πέτρες, ζαφείρια και διαμάντια η με μισοπολιτιμο αχάτη.

Επίσης διαθέτουνε ασημένια γιαταγάνια, τσιμπούκια με κεχριμπάρι και κομπολόγια από γιούσουρι. Υπάρχουν ακόμα ένας πεταλωτής, ένας σαμαράς και ομορφοστολισμενα χάμουρα από βακέτα με δώδεκα σειρές σειρητια, ενώ έξω απο την πόλη, στο Τοπ- αλτι κάποιος Κεριμ είχε ένα διαλεχτό μπεγιρι που ο στιχοπλόκος μας συμβουλεύει να πάνε όλοι τις φοράδες τους αν θελουν να αποκτήσουν άλογα από ράτσα.

Εδώ θα πρέπει να τονιστεί η μεγάλη αγάπη που έτρεφαν οι Τούρκοι της Κρήτης μα και όσοι από τα ντόπια αρχοντοσογα, μπορούσαν να συντηρούνε κάποιο φαρί.

Χωρίς ράφτη δεν μπορούσε βέβαια να έμενε το Ρεθεμνος. Τούτος ήταν ο Μουλα- Τερζής που έραβε σαλβάρια, μεϊντάνια, κάλτσες (τουσλούκ) και αράβικα σαρίκια με περίσσια τέχνη.

Το ίδιο ξεχωριστός για την μαστοριά του ήτανε και ο παπουτσής, που έφτιαχνε μάλιστα δίχως να πάρει μέτρο (ξαμαρι) κίτρινα κοντά μποτίνια (τσισμεδες) για τις χανούμισσες από δέρμα Αξαριωτικο.(Κίτρινο χρώμα παπούτσια φορούσαν μόνο οι Τουρκοι,στους Έλληνες επιτρεπόταν μόνο το κόκκινο χρώμα και φυσικά μαύρο).

Τελευταίο αφήσαμε κάποιον που δεν καταλάβαμε ποια ακριβός ήταν η δουλειά που έκανε .Μάλλον βαρελάς και μαραγκός . Για αυτό  μεταφέρουμε ολάκερους τους στίχους που τον αφορούν…

<Εις το Τσιτου- μαχαλεσι Μαρίνος ο Κουτσάφτης κάνει βουτσιά, ντινελ-σιγλια στόφες, του μύλου αδράχτι>.

Ύστερα από τις παραπάνω πληροφορίες μπορούμε θαρρώ αρκετά καθαρά να ξαναζωντανέψουμε με λίγη φαντασία τη ζωή και την κίνηση στο Ρέθεμνος του 1740…

 

Πηγη:  “Προμηθεύς ο Πυρφόρος” 1983 Άρθρο  του   Μανόλη Α. Παπαδογιάννη.

 

Αφήστε μια απάντηση