ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟ ΜΠΟΥΟΝΤΕΛΜΟΝΤΙ
• Άλλαξαν πολλά αλλά η φιλοξενία παραμένει
|
26/07/2018 της Εύας Λαδιά
Πώς να ήταν άραγε η Αξός και τα γύρω χωριά, εκεί στα 1415; Εύκολο να μάθουμε αν ακολουθήσουμε τον περίφημο περιηγητή Χριστόφορο Μπουοντελμόντι στο γύρο του νησιού μας που έκανε εκείνη τη χρονιά. Ναι στα 1415!
Και θα είναι απόλυτη ακριβής η περιγραφή αν κρίνουμε πως το θέμα που ευτυχώς για τους μεταγενέστερους μας έδωσε σε μια συμπαθητική έκδοση ο Σύλλογος Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου το 1983, προλογίζει ο Στυλιανός Αλεξίου, ενώ η μετάφραση και η εισαγωγή είναι της Μάρθας Αποσκίτου.
Πόσα και πόσα αλήθεια ενδιαφέροντα δεν μας κληροδότησε μέσα από τις εντυπώσεις του ο παλαιότερος Κρητολόγος από τη Φλωρεντία. Και οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ελπίζουμε κι εσείς σε λίγο, ότι πρόκειται για ένα από τα πιο ζωντανά ρεπορτάζ που θα ζήλευε κάθε σύγχρονος ρεπόρτερ.
Για όσους δεν γνωρίζουν ο Μπουοντελμόντι έγινε καλόγερος στην Φλωρεντία. Εκεί μαθήτευσε, ίσως στον Γκουαρίνο Βερονέζε, και γνωρίστηκε με τον χορηγό Νικκολό Νικκολί που ασχολούνταν με την κλασική φιλολογία και γεωγραφία. Από το 1414 ως το 1430 διέμεινε στην Ρόδο, Κρήτη, Κύπρο και Κωνσταντινούπολη. Έμαθε ελληνικά και συνέταξε διάφορες περιγραφές των Ενετικών αποικιών στο Αιγαίο, και τις αφιέρωσε στον Νικκολό Νικκολί και Τζιορντάνο Ορσίνι. Στην Κρήτη διέμεινε δύο φορές. Το 1419 ανέλαβε την μετάφραση ενός χειρόγραφου που βρίσκονταν στην Άνδρο κάποιου Αιγυπτίου «Απόλλωνα Ώρου» που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από κάποιον Φίλιππο με τον τίτλο «Ιερογλυφικά». Το χειρόγραφο μεταφέρθηκε το 1422 στην Φλωρεντία και εκδόθηκε το 1505 στα ελληνικά και το 1515 στα ιταλικά.
Ο Μπουοντελμόντι γράφει στο πρώτο πρόσωπο και απευθύνεται στο Νικκολό Νικκολί εξιστορώντας τα του ταξιδίου του, στην Κρήτη από τη βόρεια έως και τη νότια πλευρά. Αναφέρεται σε αρχαίες πόλεις, φαίνεται πως ξέρει καλά την ιστορία γιατί κάνει ενδιαφέροντα σχόλια και δεν παραλείπει να υμνεί την κρητική φιλοξενία.
Λέει για παράδειγμα σε κάποιο σημείο ότι εκεί στα δυτικά της Κρήτης, εκεί που ξεκουραζόταν με τους συντρόφους του κάποιοι πλησίασαν και αφού έμαθαν τα ονόματά τους πήραν κοντά τους και τους πρόσφεραν αλησμόνητη φιλοξενία.
Ο Buondelmonti χωρίζει την περιήγηση της Κρήτης, για διευκόλυνση των αναγνωστών του, σε τρία μέρη: στο πρώτο διηγείται πώς παρέπλευσε τη νότια και τη δυτική ακτή της Κρήτης, αρχίζοντας από τα ανατολικά, από την περιοχή της Ιεράπετρας, ως το ακρωτήριο Κώρυκος (Γραμπούσα). Στο δεύτερο μέρος, περιγράφει τη βόρεια ακτή από το Καστέλι Κισάμου ως τη Σητεία. Στο τμήμα αυτό μιλεί και για τις τρεις κύριες πόλεις, Χανιά, Ρέθυμνο και Χάνδακα, καθώς και για τις αρχαιότητες στο Γιούκτα, στο Μακρυτοίχο (Κνωσό), στη Χερσόνησο κ.ά. Το τρίτο μέρος του βιβλίου, είναι αφιερωμένο στο εσωτερικό της Κρήτης. Ξεκινώντας από το μοναστήρι του Αγίου Ισιδώρου (Σητείας), ο περιηγητής μας προχωρεί και ανεβαίνει στο έρημο οροπέδιο του Λασιθιού. Από εκεί, διασχίζοντας την Πεδιάδα, πέρασε στη Μεσαρά και είδε τη Γόρτυνα. Έπειτα ανέβηκε στον ορεινό όγκο της Ίδης και επισκέφθηκε την Αξό και δυτικότερα την Ελεύθερνα και άλλα χωριά, ώσπου έφθασε ακόμη πιο πέρα, στην Αργυρούπολη και στα Μυριοκέφαλα.
Τι αναφέρει άραγε για τα μέρη μας και ποιες περιοχές επισκέφτηκε;
Γιατί να δοκιμάζω την υπομονή σας με περιγραφές και δικές μου παρατηρήσεις; Σταματώ στη σελίδα 54 και απλά αντιγράφω όσα αναφέρει ο τολμηρός για την εποχή του περιηγητής:
Ρέθυμνο: Μια ωραία πόλη
«Περνούμε έπειτα χαμηλούς λόφους έως ότου ερχόμαστε στη Ρίθυμνα. Μόλις φθάνουμε συμφωνούμε όλοι ότι είναι μια ωραία πόλη.
Ξανανεβαίνουμε στο καράβι μας γιατί είμαστε κουρασμένοι και παραπλέομε την ακτή προσπαθώντας να εξετάσουμε την πεδιάδα. Θαυμάζουμε σε μικρή σχετικά απόσταση το ρεύμα του Πλατανιά με τα περιβόλια του.
Έπειτα βλέπομε γρήγορα το ποτάμι του Αρίου (Αρκαδιώτη). Αφήνω δεξιά μου μικρά υψώματα, τα οποία διαπερνά ο Μυλοπόταμος: το όνομά του ετυμολογείται από τις ελληνικές λέξεις μύλος και ποταμός. Με το ίδιο όνομα διακρίνομε ένα κάστρο που κυριαρχεί στη θάλασσα (Πάνορμος). Πολύ κοντά, προς το νότο, είδα μια μεγάλη εύφορη πεδιάδα, η οποία από τα ανατολικά προς τα δυτικά έχει σημαντικό μήκος.
Από εκεί ο αγαπητός μου φίλος Rinuccio (d’ Arezzo) πήρε το θέμα του βιβλίου του για την «Πενία» και διηγήθηκε διάφορα πράγματα γ’ αυτή την πεδιάδα.
Βλέπομε τώρα το ακρωτήριο Ατάλη (Μπαλή) και πιο πέρα προσκυνούμε την Αγία Πελαγία.
Λέγεται ότι σ’ αυτή την ακτή, άρρωστοι άνθρωποι που έχουν πόνους χώνονται γυμνοί στην άμμο και γίνονται καλά. Βλέπομε επίσης το βουνό Κουλούκουνας, που είναι πολύ ψηλό. Όχι μακριά φαίνεται το ακρωτήρι Άγιος Σώστης…».
Το πλοίο όμως φτάνει στα Ηρακλειώτικα γι’ αυτό θα γυρίσουμε σελίδες μέχρι να ξαναγυρίσουμε στα δικά μας όσο ο περίπλους συνεχίζεται από τη νότια πλευρά πλέον.
Εδώ ο Μπουντελμόντι με τους συντρόφους του επιχειρεί μια επίσκεψη στα ηπειρωτικά του νομού και μας προσφέρει μια εξαιρετική περιγραφή. Ας την απολαύσουμε:
Η Αξός του 1415
«Στα βόρεια, στη ρίζα της Ίδης, βρίσκεται το μεγαλύτερο χωριό της νήσου η Αξός. Είναι χτισμένη κοντά στην αρχή ενός ποταμού και διέκρινα εκεί σπηλιές, άλλες μικρές και άλλες μεγάλες, οι οποίες είναι κατοικήσιμες. Παραδίδεται ότι η Ρέα έφερε το γιο της Δία σ’ αυτές τις σπηλιές και τον έδωσε στους Κουρήτες για να τον αναθρέψουν κρυφά. Αυτός ο λαός ζει ακόμα και σήμερα, όπως μου φαίνεται και κατοικεί σ’ αυτό το χωριό. Οι κάτοικοι της Αξού κατάγονται από αυτούς. Ζουν αγαπητοί σε όλους και είναι ελεύθεροι και τραχείς στον πόλεμο.
Χίλιοι και περισσότεροι με τόξα και βέλη μπορούν να παραταχθούν έξω από το χωριό. Όμως ζουν ειρηνικά με όλο τον κόσμο και έχουν φιλικές σχέσεις με τους κυρίους της νήσου. Φθάνει κανείς στο χωριό τους από μονοπάτια δύσβατα μεγάλου μήκους. Οι μέλισσες αφήνουν το μέλι τους μέσα στις κοιλότητες των βράχων και τα νερά πέφτουν από ψηλούς απότομους βράχους με μεγάλο παφλασμό.
Κοντά στον τόπο τους, τέσσερα μίλια προς το βορρά, στο βουνό, είναι το χωριό Καμαριώτης, όπου την ημέρα του Αγίου Γεωργίου αναρίθμητο πλήθος γιορτάζει με αδιάκοπους χορούς.
Αφήνουμε το Καστρί και φθάνουμε σε ένα μεγάλο χωριό που λέγεται Μαργαρίτες. Εδώ κοντά ήταν η αρχαία και ένδοξη πόλη Πάννονα, στην οποία δεν σώζεται κανένα μνημείο. Τα άγρια δέντρα έχουν τόσο αναπτυχθεί, ώστε με δυσκολία φαίνεται το γενικό διάγραμμα. Όχι μακριά, προς τα ανατολικά, ανάμεσα σε κήπους και ευχάριστα τοπία είναι χτισμένη η Επισκοπή Μυλοποτάμου, όπως την ονομάζουν σήμερα.
Οκτώ μίλια προς τα δυτικά, βρήκα την αρχαία και μεγάλη πόλη Ελεύθερνα. Είναι χτισμένη σ’ ένα τραχύ βουνό και κανείς δεν τολμά να κατοικήσει εκεί, γιατί αν το κάμει, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου. Την εποχή της προηγούμενης επανάστασης κατά των Ενετών, η Ελεύθερνα αντιστεκόταν ως το τέλος και χρειάστηκαν στους Βενετούς δυο χρόνια για να την ξαναπάρουν. Φθάνει κανείς εκεί με κίνδυνο, από ένα ανηφορικό δρόμο σχεδόν σαν σκάλα και βλέπει δυο μεγάλες δεξαμενές λαξευμένες μέσα στο βράχο. Η μια φαίνεται τόσο εκτεταμένη όσο η δική μου εκκλησία της Σάντα Μαρία στο Άρνο της Φλωρεντίας. Ή άλλη είναι όπως ο Άγιος Στέφανος. Οι Βενετοί πάντα στην οργή τους ερείπωσαν όλα τα πολύ μεγάλα μνημεία, ακόμη και τα μάρμαρα. Στην πεδιάδα, κοντά στην ίδια πόλη, είναι η Επισκοπή, στην οποία ο λατίνος επίσκοπος λόγω της αλαζονείας των Ελλήνων δεν τολμά ούτε να μαζέψει τα εισοδήματά του ούτε να κατοικήσει».
Κι έφθασαν στο Μέρωνα
Ένας δύσβατος δρόμος μας έφερε στην άλλη πλευρά του βουνού Ίδη, στο χωριό Μέρωνας. Είναι χτισμένο σ’ ένα ύψωμα σε μια ευχάριστη θέση. Στη πλαγιά ψηλών βουνών διακρίναμε πολλές καρυδιές και καρποφόρα δέντρα σε ένα αρχοντικό σπίτι. Ετοιμαζόμουν να θαυμάσω το τοπίο όταν ένας καλόγερος άρχισε να μου λέει (…).
Ο καλόγερος που αναφέρει ο Μπουοντελμόντι είναι ο περίφημος Ματθαίος Καλλέργης. Επειδή η συνάντησή τους έχει μεγάλο ενδιαφέρον και όσα συζήτησαν φυσικά, θα τα αφήσουμε για επόμενο σημείωμα προκειμένου να ολοκληρωθεί η περιήγηση.
Η συνέχεια των ταξιδιωτικών εντυπώσεων εστιάζεται στον Άγιο Κωνσταντίνο. Αναφέρει σχετικά:
«Ύστερα από μια σύντομη διαδρομή φθάνομε σε μια πεδιάδα, απ’ όπου διακρίνομε το χωριό του Αγίου Κωνσταντίνου. Περνούμε εκεί τη νύχτα για να μπορέσουμε να παρευρεθούμε στην εορτή της επομένης. Είμαστε έτοιμοι να κοιμηθούμε, όταν μέσα στη νύχτα ερχόμενοι από τις κατοικίες τους με τις γυναίκες τους φθάνουν όλοι οι χωρικοί. Κατεβαίνουν στη πεδιάδα ο ένας πίσω από τον άλλο, κρατώντας πυρσούς και τραγουδώντας. Φθάνουν με θόρυβο στον Άγιο Κωνσταντίνο και πριν να μπουν στην εκκλησία κάνουν τρεις ή τέσσερις φορές το γύρο της με τα ζώα τους και τα πράγματά τους. Έπειτα κατασταλάζουν σε μια άκρη του ιδιώματος αυτοί που έρχονται από την Πάνω Σύβριτο. Μετά την ομιλία του ιερέα τους βρίσκουν ένα πιο άνετο μέρος. Από την άλλη πλευρά όσοι ήρθαν από την Κάτω Σύβριτο κατασκηνώνουν κάτω από τα πλατάνια. Ενώ όλος ο κόσμος χαίρεται οι νέοι βάζουν τα δυνατά τους να ξεπεράσουν τους συντρόφους των στην παλαίστρα και στο τόξο με τον ήχο των τυμπάνων, κάτω από τα βλέμματα των γερόντων. Αυτοί ασκώντας την εξουσία, τιμούν τον νικητή και θέτουν στο κεφάλι του ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα ελιάς. Στεφανώνουν επίσης τις γυναίκες που διακρίθηκαν στο χορό με στεφάνι καμωμένο από όλων των ειδών τα λουλούδια. Οι γέροι αυτοί Ρωμαίοι είναι ντυμένοι όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι του νησιού. Οι οικογένειές τους παντρεύονται μεταξύ τους για να μην αναμιχθεί το αίμα αυτής της παλιάς αρχοντιάς με το αίμα ανθρώπων ξένων προ τα γενιά τους. Κι όταν ένας άνθρωπος γεννιέται σ’ αυτές τις οικογένειες μιλούν γι’ αυτόν μόνο με λόγια τιμητικά και δεν παύουν να τον αποκαλούν ως τα θάνατό του «Κύριος Τάδε».
Παρευρισκόταν σ’ αυτή τη γιορτή μεγάλο πλήθος Χριστιανών, που έπειτα επέστρεψαν στα σπίτια τους τραγουδώντας όλοι μαζί.
Η τύχη το έφερε να γυρίζουμε με μερικούς απ’ αυτούς προς βουνά σκεπασμένα με πράσινα και μακρινά λιβάδια. Καθώς προχωρούμε ένας άνθρωπος από τη συντροφιά πιο σοφός από τους άλλους μας δείχνει μια φλέβα αργύρου, χρυσού και κασσίτερου. Έπειτα φθάνομε στην αρχαία πόλη Άπτερα που σήμερα λέγεται στην Πόλη (Αργυρούπολη). Είναι χτισμένη στο βουνό. Προς τ’ ανατολικά έξω από το τείχος παρατηρεί κανείς μια κρήνη που έχει είκοσι βήματα πλάτος και σαράντα μήκος και είναι στολισμένη με ανάγλυφα. Πιο κοντά, εκατό βήματα πιο πέρα κάτω απ’ αυτά τα νερά υπάρχει ένα εκκλησάκι. Κοντά του βλέπει κανείς πέντε τάφους ανοικτούς και γεμάτους νερό. Οι άρρωστοι που σέβονται τις Πέντε Παρθένες τις οποίες πιστεύουν θαμμένες εκεί, λούζονται, σ’ αυτό το νερό. Φαίνεται ότι η ευσέβειά τους, τους γιατρεύει.
Προς τα δυτικά αρχίζει ένα πολύ ψηλό βουνό όπου ζουν πολύ τραχείς άνθρωποι. Δεν έχουν πάει ποτέ σε άλλα χωριά ή σ’ άλλα μέρη. Μένουν με τις γυναίκες τους σε καλύβες ή σε σπηλιές και είναι ντυμένοι με δέρματα. Σχεδόν όλο το χρόνο τρέφονται με κρίθινο ψωμί και με κυνήγι ή με κρέας ξεραμένο στον ήλιο και το οποίο δοκίμασα πολλές φορές. Διακρίνομε μπροστά μας ένα δρόμο ψηλά. Αριστερά βλέπομε πολλά και ψηλά κυπαρίσσια και στα δεξιά φαίνονται τα Μυριοκέφαλα και τα Λευκά Όρη…».
Ο Χριστόφορος Μπουοντελμόντι όπως αναφέρει στο τέλος για τρεις μήνες έκανε την περιοδεία του στο νησί και μας άφησε έναν τουριστικό οδηγό πιο γλαφυρό σίγουρα από τους σημερινούς, αφού βασίζεται στις προσωπικές του εντυπώσεις και μόνο.