ΕΝΩΣΗ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ Ν. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ
Κείμενα: Μανόλης Δουλγεράκης
Copyright 1997 Μανόλης Δουλγεράκης
Μακέτα – Φωτογραφίες αρχείου: Ρουσσέτος Παναγιωτάκης – Φωτογραφίες: Ρουσογιώργης
Διαχωρισμοί – Ηλεκτρονική Ένθεση – Εκτύπωση : Γ. Δετοράκης Α.Ε.Β.Ε. – Ηράκλειο Κρήτης – Τηλ.: 380931-5
Έκδοση: Ένωση Ξενοδόχων Ν. Ηρακλείου – Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ν. Ηρακλείου
Ένα συναρπαστικό παραμύθι
Στην Κρήτη, τη χώρα που ρέει μέλι και γάλα, τη γη που βρίσκεται κατάμεσα του μελανού πελάγου, την ώρια, την παχειά και τριγυρολουσμένη (Όμηρος), ο παιδοφάγος Κρόνος, Θεός τον καιρού και πατέρας του Δία, έφερε πρώτος το αμπέλι και δίδαξε στους Κρητικούς την αμπελουργία.
Έτσι αρχίζει η μακραίωνη ιστορία τον υγρού χρυσού της ανέκαθεν οινοτόκου και πολυοινοτάτης Κρήτης. Μια ιστορία που μοιάζει με συναρπαστικό παραμύθι, καθώς βυθίζεται στους μυστηριώδεις κόσμους της προϊστορίας, μπλέκει με τον μύθο και το θρύλο, διατρέχει δυναμικά τους αιώνες και φτάνει ως τις μέρες μας, γεμάτη γεύσεις απολαυστικές, πλήρης εγκωμίων και δόξας. Κατά τον Ησύχιο η λέξη ΟΙΝΟΣ είναι κρητική και ο Διόδωρος θέλει την Κρήτη πατρίδα του πότη, γλεντζέ και πρώτου οινογνώστη και οινοπαραγωγού Θεού, του Διονύσου. Αυτός μάλιστα ο ερωτομανής και σκανδαλιάρης θεός πήρε γυναίκα του την καλλιπλόκαμη πριγκίπισσα Αριάδνη, την πανέμορφη κόρη τον Μίνωα και έκαμε μαζί της δυο γιους, το Στάφυλο και τον Οινοπίωνα, που βέβαια συνδέονται άμεσα με το κρασί.
Σύγχρονοι Αμερικανοί επιστήμονες ανακοίνωσαν στα Χανιά το 1992, σε διεθνές επιστημονικό Συνέδριο, ότι οι ρίζες τον κρασιού βρίσκονται στην Κρήτη, όπου υπήρξε το παλαιότερο, οινοποιείο στον κόσμο. Αυτή η σπουδαία ανακοίνωση – πόρισμα των μακροχρόνιων ερευνών τους δημοσιεύτηκε στο διεθνούς κύρους περιοδικό GOURMET.
Ευρήματα και μαρτυρίες
Άπειρα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τους αμερικανούς ερευνητές και αποδεικνύουν ότι η Κρήτη από τα προϊστορικά ακόμα χρόνια ήταν οινοφόρος, παρήγε άφθονο, άριστης ποιότητας κρασί, που κυριαρχούσε στο εκτεταμένο εξαγωγικό της εμπόριο. Από επιγραφές της Γραμμικής Γραφής Ά (1450 π.Χ.), που καταγράφουν ποσότητες κρασιού της πολυοινοτάτης Κρήτης, μαθαίνομε ότι στ’ αμπέλια, τα δοσμένα δώρο εκλεκτό, κατευθείαν από τον γιο του Δία και της Σεμέλης στον βασιλιά Μίνωα, το κρητικό κρασί γινόταν σύμφωνα με την συνταγή που, καθώς θέλει η παράδοση, έδωσε ο Απόλλων στον ίδιο τον βασιλιά. Ο Μίνως λοιπόν, ο ευλογημένος από τους θεούς άρχοντας της Κνωσού, μπορεί να ήταν ο πρώτος θνητός αμπελουργός και οινογνώστης αλλά δεν συμπαθούσε καθόλου τους μπεκρήδες και με νόμο του απαγόρευσε τις κρασοκατανύξεις στην Κρήτη ή τουλάχιστον τα μεθύσια: εν Κρήτη δε εις ούτος εστί των άλλων νόμων ους Μίνως έθηκε, μη συμπίνειν αλλήλοις εις μέθην (να μη μεθοκοπούν στα συμπόσια). Μετά όμως τον πανάρχαιο και μυθικό βασιλιά φαίνεται πως ο νόμος ατόνησε ή και ακυρώθηκε. Ο Δοσιάδης, που έγραψε για τα περίφημα κρητικά συμπόσια, αναφέρει ότι σε κάθε μεγάλο τραπέζι προσφερόταν κρασί από το οποίο έπιναν όλοι και μάλιστα η οινοποσία συνεχιζόταν και μετά το δείπνο. Κρατήρα με νερομένο όμως κρασί πρόσφεραν και στα παιδιά. Οι δε γεροντότεροι είχαν δικαίωμα να πιουν όσο θέλουν και μάλιστα ανέρωτο.
Και η παράδοση έμεινε… οι Κρητικοί, αντίθετα προς τους άλλους Έλληνες, αρνούνται, εδώ και πολλούς αιώνες, να ρίχνουν νερό στο κρασί τους.
Οινοποιεία – πατητήρια βρέθηκαν πολλά στην μεγαλόνησο, για να πιστοποιήσουν την ευφορία της αμπέλου και την πλουσιώτατη παραγωγή ποικιλιών κρασιών, ήδη στα προϊστορικά της χρόνια. Στο Βαθύπετρο των Αρχανών βρέθηκε το πρώτο γνωστό στον κόσμο οινοποιείο και στην ίδια περιοχή στο Φουρνί το πληρέστερο και τελειότερο πατητήρι της απώτερης αρχαιότητας. Στη Ζάκρο, στη Κνωστό, στη Φαιστό, στη Μύρτο, στα Μάλια, στα Γουρνιά και σ’ όλους σχεδόν τους αρχαιολογικούς χώρους της Κρήτης σώζονται πατητήρια και εργαστήρια μαζικής παραγωγής αμφορέων, κυπέλλων, περίτεχνων αγγείων, που χρησιμοποιούσαν στην εμφιάλωση και το κέρασμα των κρασιών τους οι Μινωίτες και οι απόγονοί τους. Γεμάτα τα μουσεία μας με Οινοχόες, Ρυτά, Κρατήρες, Αμφορείς, Κύλικες όλων των εποχών της αρχαιότητας.
Στη δυτική Κρήτη ήταν οι αμπελώνες της Κισσάμου, της Κυδωνίας, του Αποκόρωνα. Στο Ρέθυμνο απλωμένοι στις πλαγιές της Ίδης. Στη βασιλεύουσα Κνωσό, στις πλουσιώτατες Γόρτυνα και Φαιστό της Μεσαράς, στα πλουτοφόρα Μάλια, την αναπτυγμένη Τύλισο και στις εμπορικές Λύττο και Ζάκρο υπήρχαν εκτεταμένοι αμπελώνες. Οι κοιλάδες, οι λαγκαδιές, οι μικρόλοφοι και οι πεδιάδες της πάντα καρπερής Κρήτης έτρεφαν το κλήμα του Διόνυσου και οι Κρητικοί πατούσαν στις αρχές του φθινοπώρου με ξέφρενα γλέντια και διονυσιακή ορμή τους ζουμερούς καρπούς του στα πατητήρια τους, για να βγάλουν τον υπέροχο χυμό τους, μια και η ελαφρότητα καθώς και η γλυκειά θερμότητα του εδάφους, που το δροσίζουν τα μελτέμια, δίδουν στο κρητικό κρασί το γλυκό του άρωμα, το κρασί που όζει ίων, όζει ρόδων, έχει κι αυτό τη μυρωδιά του μενεξέ και του τριαντάφυλλου (Ερμιππος). …Και ο Solinus θ’ αποδώσει την υπέροχη γεύση του κρητικού κρασιού στο πλούσιο αμπέλι και την θαυμαστή εύνοια τον ήλιου της Κρήτης.
…Και η μαγευτική γεύση του γίνεται αιτία να καθυστερήσει ακόμα και ο απόπλους του εμπορικού πλοίου, μια και ο ναύκληρος κάθεται ξέγνοιαστος και πίνει καθυστερώντας την αναχώρηση. Κατά τον Juvenal ο ναύκληρος επιτιμάται, ίσως από τα αφεντικά του, που του λένε: «Εσύ που πάντοτε καθυστερείς στην Κωρυκία (πόλη της Δυτικής Κρήτης), που χαίρεσαι με τ’ αρωματικό κρασί, απ’ την ακτή της αρχαίας Κρήτης και μεταφέρεις τα ισοπολίτικα φλασκιά του Δία».
Ο Χρυσός Χυμός της Κρήτης ήταν και μονάδα πληρωμής στις συναλλαγές των Γορτυνίων του 5ου π.Χ. αιώνα «και γλεύκιος προκόους εκατόν» (εκατό πρόχους – δοχεία – γεμάτους μούστο – γλεύκος).
Στο Ονομαστικό βρίσκομε τον θηραίον οίνον τον εκ Κρήτης.
Στον Νόνο αναφέρεται ο Αστέριος Δικταίος που φέρνει «Κνώσιο αμφικύπελλο ποτήρι με μυρωδάτο γλυκό κρασί». Ο Πλίνιος μας μιλάει για το φημισμένο κρητικό σταφιδόκρασο Passum, που θεωρείται το καλύτερο κρασί της Μεσογείου.
Στην Ιεράπετρα δίδεται εντολή, προφανώς από την Πολιτεία, να δοθεί «τω κοινώ οίνου τριετούς κεράμιον» στους πολίτες ένα κεράμιο τρίχρονο κρασί. Φαντάζεται τώρα κανείς πόσο ωραίο δώρο μπορούσε να είναι για τους αρχαίους Ιεραπετρίτες οινόφιλους μια υδρία, ένα μπουκάλι τρίχρονο μάλιστα κρασί.
Οι Ρωμαίες απαγορευόταν να πίνουν κρασί του σταφυλιού αλλά επιτρεπόταν να απολαμβάνουν τον λεγόμενο Πάσσο, τον περίφημο κρητικό οίνο, τον γλυκό χυμό, που έβγαινε από την σύνθλιψη της σταφίδας και πινόταν, για να σβήσει την δίψα «το κατεπείγον του δίψους χρώνται αυτώ».
Πάσσον κρητικόν αναφέρει και ο Γιουβενάλης στα Σατυρικά του, για να δείξει την μεγάλη ανάπτυξη του εξαγωγικού εμπορίου του κρασιού στα χρόνια του.
Στο Ονειροκριτικό του Αρτεμιδώρου αναφέρεται ο Κρητικός έμπορος που το πρόσωπον «οίνω νίπτεται» πλυνόταν με κρητικό κρασί, έτσι όπως σήμερα πολλοί, χάριν πλούτου και παιδιάς πλένονται με ακριβές σαμπάνιες! Σε εμπορικό γράμμα των ρωμαϊκών χρόνων φαίνεται πως το κρητικό κρασί ήταν πασίγνωστο και περιζήτητο στην αγορά της Ρώμης.
Και ο Κλήμης ο Αλεξάνδρειος βρίσκει πως στην μεγάλη Αλεξάνδρεια υπάρχει «κρής τις γλυκύς οίνος».
Πατούσε λοιπόν τα ζουμερά σταφύλια του ο Μινωίτης αμπελουργός στους άρτιους – εκλεπτυσμένους πήλινους ληνούς των μινωικών χρόνων, καθώς και στις φυσικές ή σκαλισμένες κοιλότητες των βράχων και ο χρυσός χυμός περνούσε στα πιθάρια. «Υπήρχαν πολλά πιθάρια εκεί γεμάτα κρασί» λέει ο Όμηρος, τα περίφημα μεγάλα μινωικά πιθάρια, που φύλασαν επί αιώνες τους εύχυμους καρπούς της Κρήτης. Αυτά τα μεγάλα πιθάρια, όταν ο γλυκός χυμός του σταφυλιού «είχε βράσει, είχε ψηθεί και ωριμάσει» αποσφράγιζαν κάθε Νοέμβρη οι Μινωίτες, έβγαζαν το νέο κρασί τους κι άρχιζαν οι σπονδές στο θεό του κρασιού, οι ατέλειωτες οινοποσίες, οι γιορτές, οι πομπές και τελετές, η μουσική, οι χοροί και τα τραγούδια.
Πλήθος και οι απεικονίσεις του αμπελιού, του σταφυλιού, του κρασιού στα αρχαιολογικά ευρήματα. Στο μεγάλο γεωγραφικό, ιστορικό και κριτικό λεξικό τον Μ. Βρουζέν ντε λα Μαρτινιέρ αναφέρεται: «Δεν είναι παράδοξον να βλέπει τις παλαιά νομίσματα, εκτυπωμένα εις όνομα των παλαιών κατοίκων ταύτης της νήσου, επί των οποίων παρασταίνονται στέφανα από κισσόν περιπεπλεγμένα με βότρυας σταφυλής. Μ’ όλον ότι οι οίνοι ούτοι εισί πνευματωδέστατοι, ο Γαληνός τους εύρισκε τόσον συγκερασμένους ώστε επέτρεπε την χρήσιν αυτών εις τους θερμαινομένους».
Σε νομίσματα της αρχαίας Κυδωνίας ήταν χαραγμένα άλλοτε ένα τσαμπί σταφύλι, άλλοτε το κεφάλι του Διονύσου και άλλοτε το όμορφο κεφάλι της θεάς με ένα στεφάνι από κληματόφυλλα. Σε άλλο νόμισμα της ίδιας πολιτείας ένα στεφάνι με κληματόφυλλα στόλιζε την κεφαλή του Βάκχου.
Τέσσερις λυγερόκορμες Μινωίτισσες, με ακάλυπτα τα στήθη χορεύουν σαν ελαφίνες με τα χέρια ψηλά, κρατώντας τα ιερά σύμβολα η μιά, πλατύστομο κρατήρα, που φέρνει στα χείλη της, για να πιει κρασί η άλλη, τισαμπιά σταφύλια οι άλλες. Αυτή η Διονυσιακή εικόνα είναι χαραγμένη σε χρυσό δακτυλίδι Μεσομινωικής περιόδου (1600 π.Χ. περίπου).
Μια εύγλωττη αναφορά στο κρητικό κρασί την αρχαιότητα βρίσκομε στο περίφημο Σκόλιο του Υβρία, όπου ο Κρητικός πολεμιστής τραγουδεί:
«Σκάφτω, τρυγώ τ’ αμπέλι μου
και σπέρνω και θερίζω
τα σταφυλάκια μου πατώ
με το κρασί μου το γλυκό
τα χείλη μου δροσίζω».
Τα ταξίδια του Κρητικού κρασιού
Οι Αργείοι πολεμιστές της Τροίας αναπαυόταν στα μακρόπρωρα καράβια τους, απολαμβάνοντας, όπως λέει ο ποιητής, τον γλυκό οίνο, που πρόσφερε φιλόξενα ο ανδρείος και σεβάσμιος Κρητικός βασιλιάς Ιδομενέας, φέρνοντάς τον από την Κρήτη, με τα καράβια του, που περνούσαν τον πολυκύμαντο Πόντο.
Από τα μεγάλα πιθάρια – βαρέλια τους μετάγγιζαν τα ώριμα πια κρασιά τους σε κομψά και καλλιτεχνημένα πήλινα δοχεία, πραγματοποιώντας ίσως την πρώτη εμφιάλωση στον κόσμο.
Έτσι παραγωγοί και έμποροι του κρασιού στην αρχαία Κρήτη συσκεύαζαν και τυποποιούσαν το κοσμαγάπητο προϊόν τους, εμφιαλώνοντάς το σε περίτεχνους αμφορείς, στους οποίους χάραζαν, εν είδει ετικέτας, τα στοιχεία του, κυρίως την ποιότητα και τον τόπο παραγωγής του. Έτσι έδιναν, πρώτοι αυτοί ίσως, την ονομασία προέλευσης τον εξαιρετικού προϊόντος τους. Γνωστή ήταν στους Ρωμαίους οινόφιλους η επιγραφή VΙΝUΜ CRETICUM EXCELLENS -ΟΙΝΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟΣ που βρέθηκε χαραγμένη σε Κρητικούς αμφορείς της αρχαιότητας.
Τέτοιοι αμφορείς βρέθηκαν στην περίφημη Πομπηία των ρωμαϊκών χρόνων, που τιμωρήθηκε από τους Θεούς για τον αμαρτωλό βίο, την έκλυση των ηθών και τις ακολασίες της. Αυτή τη ρωμαϊκή κοσμόπολη επισκεπτόταν οι αριστοκράτες και αξιωματούχοι της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας, να γλεντήσουν, να απολαύσουν τους παράνομους έρωτες και τα οργιαστικά συμπόσιά της και φυσικά για να δοκιμάσουν, να χαρούν τις υπέροχες γεύσεις των αγαθών, που παρείχαν άφθονα οι καρπερές χώρες της Μεσογείου. Εκεί μεθοκοπούσαν και με τον Οίνο τον Κρητικό τον Εξαιρετικό, το χρυσό χυμό της από καταβολής κόσμου οινοτόκου Κρήτης.
Αρχαίοι κρητικοί αμφορείς -δοχεία κρασιού- βρέθηκαν στη Λυόν και σε ναυάγια της νότιας Γαλλίας, στη Βιντόνισσα της Ελβετίας, σε δεκάδες ιταλικές πόλεις, μεταξύ των οποίων οι πιο σημαντικές ήταν η Πομπηία και η Όστια, λιμάνι της Ρώμης. Ένα ναυάγιο φορτωμένο κρητικούς αμφορείς βρέθηκε κοντά στις Αιολικές Νήσους. Δεκάδες αμφορείς κατασκευασμένοι στα κεραμεία της Κρήτης ανακαλύφτηκαν επίσης στη Ρωμαϊκή Αγορά των Αθηνών, στην Κόρινθο και στην Ερέτρια. Τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Βερενίκη της Κυρηναϊκής, στη Leptis Magna και στην Αίγυπτο μαρτυρούν πως το κρητικό κρασί ταξίδευε και μέχρι τις ακτές της βόρειας Αφρικής.
Νέκταρ και γιατρικό
Φαίνεται πως η μεγάλη επιτυχία και ζήτηση του Κρητικού κρασιού στις αγορές τον αρχαίου κόσμου δεν οφειλόταν μόνο στην εξαιρετική ποιότητα – την μαγευτική γεύση του. Πλήθος γιατροί όλων των εποχών της αρχαιότητας θεωρούσε το κρασί της Κρήτης γιατρικό, που θεραπεύει αρρώστιες και χαρίζει στους πότες δυνάμεις, ζωή και μακροβιότητα. Και το σπουδαίο είναι ότι έρχεται, μετά από πολλές εκατοντάδες χρόνια, σήμερα η προχωρημένη πια Επιστήμη, η σύγχρονη έρευνα να επιβεβαιώσει όσα οι γιατροί της αρχαιότητας εγνώριζαν, για τις μοναδικές ευεργετικές επιδράσεις τον κρητικού κρασιού στην υγεία τον ανθρώπου.
Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της Ιατρικής, συνιστούσε στους ασθενείς με πυρετό, αδύναμους και ιδρωμένους και σ’ όσους είχαν δυσκολίες στη λειτουργία τον ουροποιητικού τους συστήματος «πίνειν οίνον κρητικόν οινώδεα και άλητον εφθόν εσθίειν» (να πίνει -ο ασθενής- βαθυκόκκινο κρητικό κρασί και να τρώει βραστό χυλό).
Κι ο Διοσκουρίδης δίνει συνταγή κρασιού «εκ της θειλοπευθείσης (ηλιασμένης) σταφυλής η επί κλημάτων οπτηθείσης και τριβομένης, γινόμενος γλυκύς οίνος καλούμενος δε κρητικός».
Στο Corpus των Ελλήνων Γιατρών αναφέρεται άλλη συνταγή «ξυν οίνω κρητί κυάθων δύο» (με δύο ποτήρια κρητικό κρασί).
Ο Scribonius Largus αναφέρει τρεις συνταγές με το πασίγνωστο στην αρχαιότητα κρητικό κρασί Πάσσο (Passum Creticum).
Μισό τέταρτο ποτηριού γλυκέος κρητικού οίνου σε συνταγή τον Gabien και το ίδιο κρασί θεραπεύει και την Maladie des Fammes (νόσο των γυναικών).
Σε στήλη της Λεβήνας (Λέντας) αναφέρεται ότι ο Πόπλιος Γράνιος Ρούφος είχε αφόρητο πόνο και: ο Θεός εκέλευσέν με και έδωκε θεραπείαν άλευρον κρίθινον μετά παλαιού οίνου. Σε άλλη στήλη, πάλι της Λεβήνας, γράφεται: πήρε πιπέρι με κρασί και βρήκε την υγειά του.
Κρασάτα γλυκίσματα
Όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα, το κρητικό κρασί ήταν και στα αρχαία χρόνια άριστο γλυκαντικό. Στους Δειπνοσοφιστές, το περίφημο βιβλίο των συμποσίων και των γεύσεων, αναφέρεται: «ο Γλυκίνας, ο δια γλυκέος οίνου και ελαίου πλακούς, παρά κρησίν ώς φησίν Σέλευκος εν Γλώσσαις» (Γλυκίνας, η μουστόπιττα που γίνεται με γλυκό κρασί και λάδι από τους Κρητικούς, όπως λέει και ο Σέλευκος στις Γλώσσες). Σήμερα στα Χανιά φτιάχνουν την κρασοκουλούρα, με λάδι, κρασί, αλεύρι, σησάμι, λεμόνι, ζάχαρη ή μέλι.
Από τον μούστο γίνεται ένα εύγευστο και μυρωδάτο γλυκό, η περίφημη μουσταλευριά ή κεφτέρι, όπως ονομάζεται στην Κρήτη, κι ακόμη το πετιμέζι, ο γλυκός χυμός που περιχύνεται σε πλήθος επιδόρπια των κρητικών και ιδίως στους τηγανίτες (είδος γλυκίσματος εκ χυλού αλευρού).
Κρασιά για όλα τα γούστα
Μεγάλη η ποικιλία των κρητικών αμπελώνων και κρασοστάφυλων στα αρχαία χρόνια και ήταν φυσικό να ‘ναι και πολλά τα ονόματα των κρασιών της Κρήτης, που άλλοτε αποτελούσαν ονομασίες προελεύσεως και άλλοτε χαρακτηρισμούς της ποιότητάς τους. Τα πιο γνωστά από τα ονόματα αυτά ήταν: Κοντανίτης και Καντανίτης – Λύττιος -Μυρτείτης – Αθάλασσος (αταξίδευτος-ανόθευτος) – Λικίνιος Ειρηναίου – Κρητικός – Θηραίος ή Θηραίος Κρητικός – Πάσσον – Γορτυνικός -Πράμιος ή Πράμνιος- Θεναίος ή Θηναίος – Θρηνία, Τεθρηνία, Τεθρήνιος – Αριούσιος ή Αριώτικος. Και τα σταφύλια Ασταφίδες, Φοινικοβάλανος, Ψιθία, Κρήσσα, Θρηνέα.
Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΔΟΞΑ
Αν στα αρχαία και ιδιαίτερα στα Ρωμαϊκά χρόνια τα κρητικά κρασιά είναι περιζήτητα στα συμπόσια και στα λουκούλλεια γεύματα των αρχόντων, των αξιωματούχων του κράτους, του στρατού, του Ιερατείου, των φιλοσόφων και των καλλιτεχνών, στο Μεσαίωνα, για εκατοντάδες χρόνια, μια ολόκληρη οινόφιλη Ευρώπη ορκίζεται στο κρητικό κρασί και επιδίδεται μετά μανίας στην απόλαυση και κατανάλωσή του. Ποιητές κάνουν τραγούδι τον οίνο τον κρητικό. Περιηγητές, που επισκέπτονται την μεσαιωνική Κρήτη, συναρπάζονται από την ακαταμάχητη γοητεία του και τον πλέκουν εγκώμια επί εγκωμίων. Μερικοί μάλιστα, πολλοί σοβαροί και αξιόπιστοι θαυμαστές του και αναγνωρισμένοι οινόφιλοι και οινογνώστες, θα φτάσουν στο σημείο να δώσουν στο κρητικό τον τίτλο τον καλλίτερου κρασιού του κόσμου.
Γνωστό και περιζήτητο το κρητικό κρασί και κατά τα μεταχριστιανικά, τα βυζαντινά και μεσαιωνικά χρόνια. «Ουδείς κρίκος της αλύσεως των αιώνων υπήρξε χωρίς το στόλισμα του ευγενούς φυτού της αμπέλου και ουδεμία γενεά των ανθρώπων εστερήθη του πολυτίμου προϊόντος ταύτης, του κατ’ εξοχήν υμνηθέντος οίνου», σημειώνει ο ιστορικός. Στο βίο του Νικολάου Στουδίτη αναφέρονται το σιτάρι, το κρασί, τα οπωρικά και τα άφθονα νερά της Κρητικής Κυδωνίας, ενώ για όλη την Κρήτη σημειώνεται ότι η δεύτερη σε σημασία καλλιέργεια στο νησί ήταν του αμπελιού και η παραγωγή κρασιού και επειδή γνωρίζομε το κρητικό κρασί, ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια, μπορούμε να υποθέσομε μια λίγο – πολύ συνεχή δραστηριότητα στον τομέα αυτό της παραγωγής. Στον αθύρη, το δυνατό και γλυκόπιοτο κρασί της Κρήτης κάνει την αναφορά του ο σατιρικός ποιητής του 12ου αιώνα ο Θεόδωρος Πτωχοπρόδρομος: «Ουδέ γαρ οίνον πίνουσι χιώτικον εις κόρον αλλά γλυκύν Μυτιληνιόν και Κρητικόν αθύρην».
Οι πληροφορίες, για την καλλιέργεια του θαυμαστού κρητικού αμπελώνα, την παραγωγή, τις ποικιλίες, την ποιότητα, την εμπορία και την κατανάλωση του κοσμαγάπητου και περιζήτητου κρητικού οίνου, πληθαίνουν κατά τα μεσαιωνικά και τα νεώτερα χρόνια. Και μαζί με τις πληροφορίες εγκώμια, γραφικά γεγονότα, παραστρατήματα και ατέλειωτες οινοποσίες επιφανών επισκεπτών της Κρήτης τον μεσαίωνα.
Σπαρταριστές ιστορίες λατρείας του Κρητικού Οίνου, Κρασοκατανύξεις, ακόμα και των αυστηρών πατέρων της Καθολικής Εκκλησίας. Πριγκιπικές αυτοκτονίες… μέσα σε βαρέλια γεμάτα κρητικό κρασί! Μέγα το πλήθος των αναφορών που δείχνουν πως:
ο κρητικός οίνος
στο πέρασμα των αιώνων
τέρπει βασιλιάδες
δυναμώνει πολεμιστές
ενθουσιάζει ποιητές
εκστασιάζει καλλιτέχνες
μεγαλώνει παιδιά
ανατρέφει πολίτες
δροσίζει αγρότες
ξεκουράζει στρατοκόπους
εμπνέει νομοθέτες και φιλοσόφους
ελευθερώνει… ιεράρχες
θεραπεύει ασθενείς
συναρπάζει επιστήμονες, περιηγητές
και ερευνητές
πνίγει πρίγκιπες!
σκανδαλίζει τους πιστούς του Μωάμεθ
πλουτίζει εμπόρους, εφοπλιστές
και ταβερνιάρηδες
δυναμώνει τους κρητικούς
χαρίζει μακροβιότητα.
Στο… κακόφημο σπίτι!
Πηγαίνοντας να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους (ήταν πολύ της μόδας τον Μεσαίωνα) ιερωμένοι, δεσποτάδες, επίσκοποι, ηγούμενοι και άλλοι μικροί και μεγάλοι τιτλούχοι των Δυτικών Εκκλησιών σταματούσαν στα κοσμοπολίτικα λιμάνια της Κάντια (Κρήτης), όπου τα καράβια τους ξεφόρτωναν πραμάτειες, φόρτωναν προϊόντα της Κρήτης και ανεφοδιαζόταν.
Κι εδώ οι παπάδες ανεκάλυπταν τον επίγειο Παράδεισο! Όσο απόκοσμοι, συντηρητικοί και λιτοδίαιτοι κι αν ήταν δεν άντεχαν στον πειρασμό να δοκιμάσουν, ελευθερωμένοι από τους αυστηρούς κανόνες και περιορισμούς της Εκκλησίας, και να χαρούν το ποτό των Θεών, το κρητικό Νέκταρ, όπως οι ίδιοι ονόμαζαν το κρητικό κρασί. Μια απολαυστική ιστορία γενναίας κρασοκατάνυξης ευρωπαίων πατέρων στο λιμάνι τον Χάνδακα, του Ηρακλείου, που ήταν και πρωτεύουσα της Κρήτης, μας αφηγείται ο Γερμανός μοναχός FELIX FABER, που γράφει:
«Ψάξαμε για πανδοχείο, τίποτα. Υπήρχε μονάχα, ντρέπομαι που το λέω, ένα κακόφημο σπίτι, που το διατηρούσε μια Γερμανίδα. Πήγαμε, λοιπόν εκεί όλοι, επίσκοποι, παπάδες, μοναχοί, ευγενείς. Η ματρόνα έδιωξε τις γυναίκες, καθάρισε τις κάμερες και έθεσε στη διάθεσή μας ολόκληρο το σπίτι. Ήταν μια γυναίκα με καλούς τρόπους, θεοφοβούμενη και πολύ εχέμυθη και μας περιποιήθηκε πλουσιοπάροχα. Το δείπνο ήταν εξαίρετο. Ήπιαμε κρητικό κρασί, που το λένε μαλβουαζία. Φάγαμε και άφθονα σταφύλια ώριμα, μαύρα και άσπρα.
Ο Χάνδακας είναι από τα ωραιότερα και πλουσιότερα λιμάνια, γεμάτο από κάθε λογής εμπορεύματα αξίας. Αλλά η σπεσιαλιτέ τον τόπου είναι το κρητικό κρασί που το λένε μαλβουαζία, ξακουστό σ’ όλο τον κόσμο. Είναι πάμφθηνο κι έτσι μπορέσαμε να το απολαύσομε.
Σουρουπώνοντας μας κάλεσαν να γυρίσομε στη γαλέρα. Ήμουν από τους πρώτους που ανέβηκα στο καράβι και αγνάντευα από την κουπαστή το λιμάνι. Αυτά που είδα θα ‘πρεπε να μην τα γράψω, για να διατηρήσω τη σοβαρότητα της ιστορίας μου. Αλλά επειδή υποσχέθηκα να ανακατεύω σοβαρά και αστεία πράγματα πρέπει να κρατήσω τον λόγο μου. Είδα λοιπόν τους προσκυνητές να παραπατούν στο μουράγιο, μεθυσμένοι από το κρητικό κρασί, που είναι γλυκόπιοτο και κτυπάει κατακούτελα. Έπρεπε να κατέβουν τα σκαλιά που οδηγούν στο μώλο και να μπουν στη βάρκα, για να περάσουν στη γαλέρα.
Οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να κατέβουν ούτε τα σκαλοπάτια. Ένας απ’ αυτούς φορτωμένος με δυο φλασκιά κρασί και ένα σακί ζεστά ψωμιά κουτρουβάλησε τις σκάλες, κύλησε στο μώλο και βρέθηκε μαζί με τα ψώνια του στη θάλασσα. Βούτηξαν οι ναύτες και τον έβγαλαν αλλά τα καρβέλια πάνε. Ήταν ένας παπάς από τη Δαλματία πολύ γνωστός μου.
Αλλά και οι παντός τύπου και τίτλου ιερομένοι της Ανατολικής, της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν πήγαιναν πίσω στην απόλαυση και ευρεία κατανάλωση του σκανδαλιστικού κρητικού οίνου. Πολλοί μάλιστα ήταν και οι ίδιοι παραγωγοί των καλύτερων ποιοτήτων του. Ο Άγγλος περιηγητής και συγγραφέας Robert Pashley, περνώντας την τέταρτη δεκαετία του 19ου αιώνα από την Κρήτη σημειώνει: «Το κρασί των Ελληνικών Μοναστηριών είναι κατά κανόνα εξαίσιο και με το κρασί που μας προσφέρουν (οι καλόγηροι) επιβεβαιώνουν απόλυτα την φήμη των μοναστικών παραδόσεων… Και στο Μοναστήρι μας προσέφεραν ένα έξοχο κρασί. Η περιοχή της Κυδωνίας πρέπει να ήταν φημισμένη κατά την αρχαιότητα για το κρασί της… Και… έβρεχε σχεδόν όλη τη μέρα δίχως διακοπή. Ο γέρο ιερέας έφερε αυγά τηγανητά στο λάδι, ελιές, τυρί και κρασί για πρωινό… Όλα αυτά συνοδεύτηκαν από εξαίσιο κρασί πολύ ανώτερο από οποιοδήποτε άλλο της ηπειρωτικής Ελλάδας. Και εξ’ άλλου μια και ήμαστε τώρα με τον τακτικό κλήρο, το γεύμα συνοδεύτηκε από έξοχο κρασί. Σαράντα χρόνια πριν από τον Pashley (1788), ο Savary σημειώνει για το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου (Μεραμπέλλου;) «ο ηγούμενος είπε να μας φέρουν εξαίσια κρασιά, κόκκινα, λευκά και πορτοκαλιά, από τα αμπέλια που καλλιεργούνται στις πλαγιές γύρω από το Μοναστήρι και άξιζαν να τα παινέσομε το καθένα με την σειρά του».
Εγκώμια εγκώμια εγκώμια!
Εγκωμίων, του κρητικού οίνου του πολυαγαπητού θα λέγαμε, συνέχεια και ου τέλος στην και από την οινόφιλη Ευρώπη. Ο Pashley, όπως είπαμε, ήταν ένας Άγγλος περιηγητής, που επισκέφθηκε τις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα την Κρήτη, έφθασε ως τις απώτερες γωνιές της, έφαγε από τα φαγητά της, ήπιε από τα κρασιά της, άρπαξε ουκ ολίγες αρχαιότητές της, μελέτησε την ιστορία, τα ήθη, τα έθιμα, τον χαρακτήρα και τις παραδόσεις της και έγραψε ένα δίτομο βιβλίο, που περιέχει πολλές χρησιμότατες πληροφορίες για την Κρήτη της εποχής του. Όπως ήταν φυσικό, γοητεύτηκε κι αυτός από το κρητικό κρασί που του αφιερώνει πολλές σελίδες. «Η μαλβαζία», γράφει ο Pashley, «και το μοσχάτο, για τα οποία μιλούν οι παλαιότεροι ποιητές μας εισάγονται από την Κρήτη και πρέπει να ήταν για τους προγόνους μας ότι είναι η Πορτογαλία σήμερα». Πράγματι Σαίξπηρ και Μίλτων, κορυφαίοι ποιητές της Αγγλίας, αναφέρουν τον μάλμση, τον περίφημο πια μαλβουαζία.
Ο Μίλτων μάλιστα στον σπουδαίο Παράδεισό του αναφέρει: «Τα κρασιά της Σητείας, της Cales και του Φαλέρνου, της Χίου και της Κρήτης».
«Ο προεστός Σπυρίδων Παπαδάκης, συνεχίζει ο Pashley, ένας πολύ φιλόξενος και έξυπνος γέροντας, μας δέχτηκε με μεγάλη ευγένεια. Σε πολύ λίγη ώρα η γυναίκα και υπηρέτης του παρουσίασε ένα έξοχο δείπνο, ενώ το κρασί του ήταν το καλύτερο που είχα ποτέ γευθεί στο νησί. Όταν το επαίνεσα και ρώτησα αν είχε άφθονο, απήντησε ότι δεν είχε πολύ και ως εκ τούτου δεν το έπινε παρά μόνο όταν κάποιος ξένος τον επισκεπτόταν. Σε ποια χώρα της Ευρώπης ένας χωρικός ή ένας κύριος φυλά ανέγγιχτο το κρασί του ώστε να το μοιραστεί με ένα περιπλανώμενο ξένο»; Έκπληκτος ο Άγγλος συγγραφέας από την μοναδική κρητική φιλοξενία συνεχίζει την περιπλάνησή του στην Κρήτη και σημειώνει «Τελικά φτάσαμε στον Άγιο Μύρωνα, που είναι γνωστός σε όλο το νησί για το εξαιρετικό κρασί του και… η κυριώτερη παραγωγή του χωριού (Αρχάνες) είναι το κρασί που είναι εξαιρετικό».
Ο Pashley αναφέρει ακόμα ότι όλοι οι ξένοι επισκέπτες της Κρήτης που γεύθηκαν το κρητικό κρασί ομόφωνα αναγνωρίζουν την εξαιρετική ποιότητά του και υμνούν την ομορφιά του! Μνημονεύει μάλιστα τους Tournefort, Louis Chevalier, Myller κ.α. (δεν ήταν και τότε λίγοι οι επισκέπτες της Κρήτης). Ο Tournefort έγραψε το περίφημο: «Τα κρασιά της Κάντιας είναι εξαίρετα, κόκκινα, λευκά και μαύρα… τα κρασιά σ’ αυτό το κλίμα διαθέτουν αρκετή ξινάδα για ν’ αντισταθμίζεται η γλύκα τους… η γλύκα αυτή όχι μόνο δεν είναι γλυφή στη γεύση, αλλά συνοδεύεται από ένα βάλσαμο τόσο θελκτικό, ώστε:
«Όσοι γεύτηκαν τα κρασιά της Κρήτης
περιφρονούν κάθε άλλο κρασί»
Και δεν ήταν όποιος-όποιος ο Pitton de Tournefort, ένας τυχαίος δηλαδή επισκέπτης της Κρήτης, από τους εκατοντάδες περιηγητές, που πέρασαν το μεσαίωνα από το μεγάλο νησί. Κορυφαία προσωπικότητα της Γαλλίας γιατρός, καθηγητής της ιατρικής στο Κολλέγιο της Γαλλίας, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας των Επιστημών, Βασιλικός Σύμβουλος και συγγραφέας ο Tournefort προερχόταν από μια χώρα, που επί αιώνες υπερηφανεύεται ότι παράγει τις εκλεκτότερες ποικιλίες σταφυλιών και κρασιών στον κόσμο.
Ένας άλλος επιφανής Γάλλος, ο προσκυνητής Henri Castella, γράφει το 1600. «Στην Κρήτη παράγεται το καλύτερο κρασί του κόσμου, ο μαλβουαζίας και το μοσχάτο που το μεταφέρουν σ’ όλες τις χώρες. Είναι το πιο ευτυχισμένο νησί της Μεσογείου, εύφορο και με κλίμα γλυκό».
Κάποια στιγμή οι Ευρωπαίοι γοητευμένοι από την ομορφιά και την υπέροχη γεύση του κρητικού οίνου θα αρχίσουν να μιλάνε για το πραγματικό Νέκταρ «Ομολογώ ότι η Κρήτη είναι το φρούριο του Δία. Γιατί μόνο Νέκταρ εξάγεται από κει… Στ’ αλήθεια πιστεύω πως είναι τα σπάργανα του μεγάλου Δία… Γιατί το Νέκταρ αυτό πουθενά αλλού δεν βρίσκεται (Scalliger). Ο Ιταλός επίσκοπος Aloysius Lollinus, ο «λαμπρός επίσκοπος και τιμή των επισκόπων» σημειώνει σ’ ένα ποίημά του: «Ήθελα να το ονομάσω Νέκταρ ή ότι καλύτερο από το υγρό αυτό που ευφραίνει τα υπέροχα γεύματα των Θεών» Και «αυτό που κυρίως πλουτίζει τον τόπο είναι το μοσχάτο και η μαλβαζία, κρασιά που όταν πλέον φτάνουν σε μας είναι ώριμα αλλά που είναι εξαίρετα ακόμα και όταν δεν είναι (ώριμα) και μοιάζουν με Νέκταρ» (Sandys 17ος αι.).
Ταξίδια μακρινά
Δεν ήταν όμως η Κρήτη ο μόνος τόπος, που διέθετε τον γλυκόπιοτο, τον απολαυστικό χυμό της στους Ευρωπαίους. Οινοποσίες και κρασοκατανύξεις, με το περιζήτητο κρητικό κρασί γινόταν και στις ταβέρνες, στις βασιλικές Αυλές, στ’ αρχοντικά της γηραιάς Ηπείρου. Τα ποντοπόρα καράβια το μετέφεραν σε βαρέλια, για να εφοδιάσουν με χρυσό χυμό τις κάβες της οινόφιλης Ευρώπης.
Ο Ιταλός περιηγητής Buondelmonti σημειώνει στις αρχές του 15ου αιώνα: «Τα πλοία φθάνουν εδώ (στην Κρήτη) απ’ όλα τα μέρη του κόσμου και φορτώνουν κάθε χρόνο το λιγότερο είκοσι χιλιάδες βαρέλια κρασί εξαιρετικής ποιότητος».
«Κάθε φορά που οι ταβερνιάρηδες φέρνουν αγοραστό κρητικό κρασί θα βρεις πολλούς που έχουν πάρει όρκο να μη βγουν από το κελάρι προτού αδειάσει το βαρέλι» λέει τον 15ο αιώνα ο Aeneas Sylvius, που έγραψε ακόμα ότι το κρητικό κρασί είχε μεγάλη ζήτηση στη Βοημία.
Ο πληθωρικός και σκανδαλιάρης βασιλιάς Ερρίκος ο 8ος της Αγγλίας διόρισε το 1522 άρχοντα, κυβερνήτη, προστάτη και πρόξενο όλων και κυρίως των εμπόρων στην Κρήτη κάποιο κύριο Censio Balthazarί, για να φροντίζει το εμπόριο με το νησί -και προ πάντων να του εξασφαλίζει το περίφημο κρητικό κρασί.
Όταν το 1590 φθάνει στην Κρήτη ο Γερμανός περιηγητής Sommer βλέπει στο λιμάνι του Ηρακλείου, ένα γερμανικό και ένα αγγλικό καράβι να φορτώνουν βαρέλια με κρασιά και σημειώνει ότι το νησί φημίζεται για το εμπόριο κρασιού και μελιού. Κι ο Γάλλος περιηγητής Villamont σημειώνει την ίδια εποχή ότι «η Κρήτη παράγει δύο ειδών κρασιά. Το ένα γλυκό και το άλλο υπόξινο. Αυτό το γλυκό εξάγεται στην Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και άλλες χώρες. Το άλλη ξοδεύεται από τους ντόπιους».
Ακόμα και κλήματα της περίφημης ποικιλίας του Μαλβαζία εξαγόταν από την πάντα πολυοινοτάτη Κρήτη, σύμφωνα με μαρτυρία που μας πληροφορεί πως ο πρίγκιπας Ερρίκος της Πορτογαλίας ζήτησε και του έφεραν κλήματα από το νησί για να φυτέψει στη Μαδέρα. Σήμερα ακόμα παράγονται κρασιά Μαλβαζίας στην Ιταλία, Ισπανία και Πορτογαλία από την ποικιλία Malvasia di Candia, που σημαίνει Μαλβαζίας του Ηρακλείου ή και της Κρήτη.
Το υπέροχο κρασί της Κρήτης θα γίνει αιτία να διαφημισθεί το νησί σ’ όλο τον κόσμο, λέει ο Iodocus Α Meggen και συμπληρώνει «Γιατί να μιλήσομε για το κρασί όταν τα κρητικά κρασιά φημίζονται σ’ όλη τη γη;».
Επίσης ο Knolles σημειώνει στο βιβλίο του «Η Γενική Ιστορία των Τούρκων»: «τώρα είναι το νησί γνωστό σ’ όλο σχεδόν τον κόσμο εξ αιτίας της καλής μαλβαζίας που παράγουν εκεί και από την οποία στέλνουν μεγάλες ποσότητες σε πολλές μακρινές χώρες».
Οι χώρες αυτές -κοντινές και μακρινές- είναι ουκ ολίγες. Σε μια αναφορά του προς τη Γερουσία της Βενετίας ο Γενικός Προβλεπτής Foscarini σημειώνει το 1576 ότι «από την Κρήτη εξάγονται περί τα 60.000 βαρέλια κρασί το χρόνο και ότι από τα πλοία ταξίδευαν πολλά προς την Δύση, ένα μέρος προς την Αγγλία, ένα μέρος προς την Πορτογαλία και από κει στην Ινδία (ήταν κυρίως μοσχάτο και moscatelli). Πολλά πήγαιναν στην Κωνσταντινούπολη και στην Μαύρη Θάλασσα και πάρα πολλά στην Αλεξάνδρεια, όπου δεν καταναλώνανε κανένα άλλο κρασί εκτός από το κρητικό». Στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Τρίπολη της Λιβύης, στην Τύνιδα εύρισκαν οι οινόφιλοι και κατανάλωναν το ονομαστό κρητικό κρασί.
Αργότερα ο Pashley διαπιστώνει ότι το παραγόμενο στην Κρήτη κρασί ήταν τόσο πολύ που ξεπερνούσε τις ανάγκες της τοπικής κατανάλωσης και έτσι όπως ήταν περιζήτητο έγινε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της περιοχής. Αυτός μάλιστα ο γλυκόπιοτος κρητικός μαλβαζίας στέρησε την Αγγλία από ένα Δούκα της τον 15ο αιώνα! Όπως λέει ο Pashley «ο Δούκας του Clarence, πνίγηκε σ’ ένα βαρέλι μαλβαζία το 1478».
Η σημερινή ουκρανική πόλη Λβόφ-Λεμβέργη- ήταν κατά το μεσαίωνα (ιδίως 16ο και πρώτο μισό του 17ου αιώνα) η εμπορική πόλη του κρασιού. Εκεί μια μεγάλη ελληνική παροικία, «τροφοδοτούσε τις ρωσικές αγορές με ελληνικά κρασιά, ιδίως κρητικά. Σ’ αυτήν την πόλη δρούσαν στα χρόνια 1560-1603, σαράντα περίπου Κρητικοί έμποροι, που ειδικεύονταν με την διαμετακόμιση κρητικών προϊόντων». Στη Ρωσία βρήκε ο Αρχιεπίσκοπος Ελασσόνας Αρσένιος στο τέλος του 16ου αιώνα το κρητικό κρασί: «Είδα βαρέλες αργυρές μ’ ολόχρυσα στεφάνια όλες με τις φιάλες τους και μ’ έτερα καυκιά… Είχαν μοσχάτον Θαυμαστόν εκ το νησί της Κρήτης, εκείνο το εξακουστόν της οικουμένης όλης» (Απόσπασμα από την έμμετρη περιγραφή του επίσημου δείπνου που παρέθεσε ο Τσάρος, για να τιμήσει την ίδρυση του ορθόδοξου Πατριαρχείου της Ρωσίας).
Αμαρτωλές… κρασοκατανύξεις
Στην ακαταμάχητη γοητεία του κρητικού οίνου δεν μπορούσαν να αντισταθούν ούτε οι πιστοί τον Ισλάμ – όσοι τουλάχιστον κατοικούσαν στην Κρήτη. Το Κοράνι, ως γνωστόν, απαγορεύει αυστηρά στους Μωαμεθανούς την πόση οινοπνευματωδών και γι’ αυτό η οινοποσία δεν επιτρεπόταν στους Τούρκους κατοίκους της Κρήτης σ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας στο νησί – κάπου 229 χρόνια. Και για να περιορίσουν την παραγωγή και την ευρεία κατανάλωση τον κρητικού κρασιού επέβαλαν φόρους «επί του οίνου και της ρακής, των οποίων χρήσιν κάμνουσιν οι άπιστοι». Σύμφωνα με τον νόμο τον Ισλάμ η οινοποσία ενός των συζύγων μπορούσε να γίνει και αιτία… διαζυγίου, όπως δείχνει και η εξομολόγηση τον Ιμπραχίμ, που είπε στον Ιεροδίκη «είχον ειπή και θέσει άρον, ότι εάν από σήμερον και εις το εξής κάμω χρήσιν οίνου, ας θεωρηθεί η σύζυγός μου Γκιουλιστάν διαζευγμένη απ’ εμού, δια τριπλήν φοράν. Δηλώ δε, ότι και μετά την δήλωσίν μου και τον τεθέντα όρον, συνεχίζω να κάμνω χρήσιν οίνου». Και για να περιορίσουν την κατανάλωση τον μαυλιστικού αυτού χυμού επέτρεπαν μεν την παραγωγή του και την οινοποσία στους χριστιανούς, αφού ήταν άπιστοι, αλλά απαγόρευαν την πώληση και την εν γένει διάθεσή του σε τρίτους, ακόμα και στους χριστιανούς. Ο παπά Γιάννης μάλιστα από το Καστέλι Πεδιάδας φυλακίστηκε διότι «επώλει οίνον». Παρόλα αυτά και το κρασί εξακολουθούσε να παράγεται άφθονο στην Κρήτη και οι Τούρκοι οινόφιλοι, ιδιοκτήτες αμπελώνων και παραγωγοί εκλεκτών κρασιών ήταν πολλοί και η πλειοψηφία των ομοθρήσκων τους απολάμβανε το νέκταρ των απίστων, χωρίς να πολυνοιάζεται αν έτσι θα ‘χανε τον Παράδεισό της. Σε μια γλαφυρή περιγραφή της ζωής στην Κρήτη και κυρίως στο Ηράκλειο των τελευταίων χρόνων της Τουρκοκρατίας διαβάζομε: «ο οίνος είναι αυστηρώς απαγορευμένος υπό του Προφήτου, ως ποτόν σατανικόν εμβάλλον εις διαπληκτισμούς και παροτρύνον εις το έγκλημα. Σοφή ομολογουμένως η διάταξις αλλ’ αν ετηρείτο». Ο Pashley εντυπωσιάζεται από τις απιστίες αυτές των Τούρκων της Κρήτης και σημειώνει: «Συναντήσαμε δύο μωαμεθανούς που επέστρεφαν από το Ρέθυμνο. Ένας ήταν σε τέτοια κατάσταση μέθης από το κρασί που ήπιε στην πόλη, που με δυσκολία κρατιόταν στο άλογο». Ο Sieber πάλι, ο αυστριακός συγγραφέας που πέρασε απ’ άκρου σ’ άκρο την Κρήτη και έγράψε τις εντυπώσεις του, τονίζει την εξαιρετική ποιότητα του κρασιού των κρητικών και αναφέρει ότι είχε την καλή τύχη να το απολαύσει σε σπίτια τούρκων και μάλιστα αξιωματούχων αλλά και σε μοναστήρια και χωριά. Και βέβαια εξ αιτίας της οινολατρείας τους οι Τούρκοι της Κρήτης είχαν περιφρονηθεί από τους άλλους μωαμεθανούς.
Η γοητεία λοιπόν του κρητικού οίνου του αγαπημένου αποδείχθηκε ισχυρότερη από τους αυστηρούς νόμους τον Ισλάμ κι έτσι αυτό το Νέκταρ των Θεών συνέχισε να γλυκαίνει τη ζωή πιστών και απίστων, Ελλήνων και ξένων οινοφίλων. Οι αλλεπάλληλες Επαναστάσεις των Κρητικών και οι εκτεταμένες καταστροφές αμπελώνων σ’ όλες τις οινοπαραγωγικές περιοχές της Κρήτης μείωσαν τον περασμένο αιώνα την παραγωγή κρασιών αλλά δεν υποβίβασαν και την ποιότητα του κρητικού οίνου. Ο αυστριακός Βοτανολόγος και γιατρός F.W. Sieber σημειώνει το 1817 ότι στην Ιεράπετρα έφαγε κρέας της κατσαρόλας ραγού, κοτόπουλο πολύ τρυφερό, πιλάφι, φρούτα και… «ήπιαμε γνήσιο Μαλβουαζί». Αυτός ο Μαλβαζίας Οίνος ένας τύπος εύγευστου γλυκού κρασιού ήταν «ο φορέας της Κρητικής υπόληψης» και ανέβασε την φήμη τον κρητικού κρασιού σε μεγάλα ύψη. Μια φήμη που κράτησε αιώνες! Φαίνεται πως οι Κρητικοί είχαν μια δική τους, μυστική ίσως συνταγή, παραγωγής τον κοσμοξάκουστου κρασιού τους, από αμπελώνες που μόνο στην Κρήτη απέδιδαν μοναδικές ποικιλίες κρασοστάφυλων. Τέτοιες ποικιλίες χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή του Μαλβαζία, όπως μοναδικές ποικιλίες συνθέτουν και σήμερα τους εξ ίσου ενδόξους απογόνους του φημισμένου αυτού Οίνου.
Ο Γάλλος Φιλόλογος V. Βerard σημειώνει στο τέλος του περασμένου αιώνα (1897) ότι πίνει το καλύτερο κρητικό κρασί στο Μοναστήρι τον Αη Γιώργη Τεμένους καθισμένος στην ψηλή αίθουσα «την πλημμυρισμένη από μια ωραία μυρωδιά μελιού και κρασιού».
Σημειώνει ακόμη ότι Γάλλοι μεγαλέμποροι από την Προβηγκία αγοράζουν όλο το κρασί και το λάδι του Ηρακλείου.
Πίνουμε πάντα Νέκταρ
Από τις αρχές του αιώνα μας μέχρι σήμερα ο Κρητικός Οίνος συνεχίζει να γνωρίζει δόξες και να αποκτά φήμη παγκόσμια. Μάλιστα πολλές φορές δανείζει την απαράμιλλη ομορφιά και γοητεία του σε κρασιά και άλλων ελληνικών τόπων αλλά και άλλων χωρών, που παρουσιάζουν κρητικό κρασί σαν δικό τους, για να διατηρήσουν στην αγορά την φήμη των πηγών κρασιών εξαιρετικής ποιότητας. Ακόμα και η Γαλλία που θεωρείται η πηγή του καλού κρασιού δανείζεται, πότε – πότε, την ομορφιά του κρητικού για να τονώσει και να αναδείξει το δικό της. Είναι γνωστό ότι συχνά φορτώνονται στο λιμάνι του Ηρακλείου καράβια ολόκληρα χύμα κρητικό κρασί – όπως ακριβώς γινόταν και στο Μεσαίωνα – για να μεταφερθούν σε οινοπαραγωγικές χώρες, που είχαν κακές χρονιές και να αναμειχθούν με τα ντόπια κρασιά, να εμφιαλωθούν και να παρουσιαστούν στις αγορές του κόσμου ως προϊόντα της δικής τους φημισμένης εθνικής Οινοποιίας. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους ελληνικούς τόπους που συχνά δανείζονται κρητικό κρασί για τις δικές τους εμφιαλώσεις.
Να μη ξεχνάμε ότι οι κλιματολογικοί παράγοντες που ευεργετούν τον κρητικό αμπελώνα και κάνουν μοναδικά τα κρητικά κρασιά παραμένουν αναλλοίωτοι. Και μόνο το γεγονός ότι ο κρητικός αμπελώνας νέμεται την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια της Μεσογείου φτάνει για να καταλάβομε την εξαιρετική εύνοια που παρέχει η φύση στην Κρήτη.
Ένας βαθύς γνώστης τον κρασιού και ιδιαίτερα των ελληνικών κρασιών, ο Αμερικανός Miles Lambert-Gocs γράφει στο περίφημο βιβλίο του «Τα Ελληνικά κρασιά»… «Τα εξαίρετα περιβαλλοντολογικά χαρακτηριστικά της Κρήτης συνετέλεσαν στην ανάπτυξη μιας από κάθε άποψη ανυπέρβλητης οινολογικής παράδοσης, αρχαιότερης από κάθε άλλη τοπική παράδοση, στην οποία περιλαμβάνονται ακόμα και ορισμένες ποικιλίες κλημάτων εντελώς δικές της. Περίπου το ένα πέμπτο του ελληνικού κρασιού βγαίνει στην Κρήτη, και από την Κρήτη θα μπορούσαν να προέλθουν κατά τις επόμενες δεκαετίες πολλά από τα ωραιότερα ελληνικά ξηρά κόκκινα κρασιά, κρασιά εφάμιλλα των καλύτερων οπουδήποτε».
Αλά γκρέκα…
μια σωστή ιεροτελεστία
Εντυπωσιασμένοι είναι πολλοί ανά τους αιώνες ξένοι επισκέπτες της Κρήτης από τον τρόπο που πίνουν οι Κρητικοί το θαυμάσιο κρασί τους. «Σωστή ιεροτελεστία…», λένε δύο Γάλλοι περιηγητές, ο Belon (16ος αι.) και ο Villamont (Σ7ος αι.) «…η οινοποσία των Κρητικών, που θεωρούν ντροπή τους να νερώνουν το κρασί τους»… «Τηρούν όλοι με ευλάβεια τη σειρά στο πιοτό. Αν ζητήσει κανείς να πιεί χωρίς να ‘ναι η σειρά του θα θεωρηθεί ανάγωγος. Πίνουν κρασί σε μικρά ποτήρια χωρίς πόδια, με μικρές γουλιές για να το απολαμβάνουν. Και δεν αφήνουν σταγόνα στο ποτήρι τους» λέει ο Belon, που συμπληρώνει: «Κατά την διάρκεια του φαγητού δεν μιλούν ποτέ. Μα όταν έρθει η σειρά του κρασιού, με τις πρώτες γουλιές αρχίζει το κουβεντολόι». Εντυπωσιασμένος και ο Villαmont σημειώνει «Οι Κρητικοί δεν βάζουν διόλου νερό στο κρασί τους όσο δυνατό κι αν είναι, όπως ο ίδιος παρετήρησα. Είναι σπουδαίοι στο πιοτό. Δεν πίνουν όπως οι Ελβετοί και οι Γερμανοί με μεγάλες γουλιές, αλλά λίγο-λίγο και πολλές φορές. Και λένε πως έτσι μόνο χαίρεσαι το κρασί. Υπάρχει μάλιστα και η παροιμία «Πίνουμε α λα γκρέκα» που σημαίνει ότι δεν αφήνουμε ούτε σταγόνα στο ποτήρι. Το πιοτό τους είναι σωστή ιεροτελεστία. Συμμορφώνονται όλοι με ορισμένους κανόνες. Εκείνος που πίνει πρώτος δεν επιτρέπεται να ξαναπιεί ώσπου ν’ αδειάσουν και οι άλλοι το ποτήρι τους και ποτέ δεν πίνει ο ένας περισσότερο από τον άλλο. Κι όταν πιουν αρκετά και ανάψουν από τη δύναμη τον κρασιού πίνουν πολύ νερό για να ξεδιψάσουν κι ύστερα φιλιούνται στο μάγουλο σ’ ένδειξη φιλίας και χαράς.
Ασπίδα της καρδιάς σήμερα
Αν για τους γιατρούς της αρχαιότητας ο Οίνος ο Κρητικός ήταν ένα είδος γιατρικού, που κατεβάζει τον πυρετό και ανακουφίζει από τους πόνους, φάρμακο αναλγητικό αλλά και δυναμωτικό, για πολλούς κορυφαίους σήμερα επιστήμονες είναι ελιξίριο της ζωής, ένα ποτό που έχει ιδιότητες και δυνάμεις θαυματουργές, που από αιώνες ευεργετούν τους Κρήτες και όσους από τους ξένους το καταναλώνουν και το απολαμβάνουν συστηματικά.
Ούτε λίγο ούτε πολύ έγκυροι διεθνείς Οργανισμοί Υγείας και μεγάλοι ερευνητές, υγιεινιστές, διατροφολόγοι, καρδιολόγοι και παθολόγοι δηλώνουν ότι το κρητικό κρασί, που είναι αναπόσπαστο στοιχείο της Μεσογειακής – και ιδιαίτερα της Κρητικής – διατροφής προστατεύει την καρδιά, μάχεται τον καρκίνο και μακραίνει τη ζωή.
Ο διάσημος ερευνητής, ο Γάλλος καθηγητής Πανεπιστημίου Σέρζ Ρενό, δήλωσε τον Μάη του 1992 ότι η έρευνα Μόνικα, που πραγματοποίησε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, με την συνεργασία 40 Ιατρικών Κέντρων απ’ όλο τον κόσμο, επιβεβαιώνει το χαμηλό ποσοστό παθήσεων της στεφανιαίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Γαλλίας, όπου το κόκκινο κρασί ευφραίνει καθημερινά τις καρδίες των Γάλλων και «ότι οι δυo λαοί με τον μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής στον κόσμο, οι Κρητικοί και οι Ιάπωνες, διακρίνονται για την τακτική και μάλλον άφθονη κατανάλωση αλκοόλ ιδίως κόκκινου κρασιού οι πρώτοι». Ο ίδιος επιστήμων επανέρχεται το 1995 μ’ ένα βιβλίο του, που το παρουσιάζει η γαλλική Λιμπερασιόν, στην οποία διαβάζομε ότι, σύμφωνα με όσα λέει, στην καινούργια του μελέτη ο Σέρζ Ρενό «οι Κρητικοί έχουν τον μεγαλύτερο μέσο όρο ζωής μεταξύ των κατοίκων ολόκληρου του πλανήτη». Το «κρητικό παράδοξο» ή «το κρητικό θαύμα», όπως το χαρακτηρίζει η Λιμπερασιόν, αποδίδεται, αποκλειστικά και μόνο, στην κρητική διατροφή, που δεν νοείται χωρίς κρασί. Σε διατροφή α λα κρετουά υπέβαλε τριακόσιους καρδιοπαθείς, που είχαν υποστεί έμφραγμα τον μυοκαρδίου. Η διατροφή άλλων τριακοσίων, με την ίδια πάθηση, ήταν αυτή η κλασική που συνιστούν πάντα οι γιατροί στους καρδιοπαθείς. Και μελέτησε την εξέλιξη της ασθένειάς τους. «Τα αποτελέσματα ήταν τόσο εντυπωσιακά…», γράφει ο Σέρζ Ρενό, “… που η μελέτη διακόπηκε στον 27ο μήνα… Στην κρητική ομάδα η θνησιμότητα (από κάθε αιτία) μειώθηκε κατά 70% συγκριτικά με την άλλη και το ποσοστό αυτό έφθασε το 76% όταν απομονώσαμε ως αιτίες θανάτου το έμφραγμα και την καρδιακή προσβολή. Κανένα φάρμακο ποτέ δεν είχε αυτή την αποτελεσματικότητα!».
Δεν φτάνει ένα βιβλίο ολόκληρο για να χωρέσει τις ευχαριστήσεις, τις… αισθησιακές απολαύσεις αλλά και τις ευεργεσίες που παρέχει ο οίνος στον άνθρωπο. Οι Κρητικοί, γνωρίζοντας, από πρώτο χέρι αυτές τις ευεργεσίες του κρασιού τους τις κάνουν και τραγούδι:
«Στην γεύση του και στη θωριά κανένα δεν το φτάνει,
Κι είναι στο σώμα για-τρικό και στην καρδιά βοτάνι».
Ο Μοναχός Αγάπιος ο Κρης έγραψε ένα «Γεωπονικόν», βιβλίον αναγκαιότατον δια τον λαόν, στο οποίο μεταξύ των άλλων λέει και τα εξής:
Κεφάλαιον περί οίνον και πόματος
«Το ποτόν είναι πολλά χρειαζόμενον εις την υγείαν σου, άνθρωπε, διατί ποτίζει το σώμα σου έσωθεν και γεμίζει τους τόπους με την υγρότητα, και ανακατώνεται με τα φαγητά και χωνεύουσιν εύκολα, και ούτως τα μετατρέπει εις την ουσίαν του σώματος όθεν ο σοφός Πλάτων είπεν ότι καθώς απαλαίνει με το πυρ ο σίδηρος ούτω και το σώμα του γέροντος απαλαίνει με τον οίνον και αφανίζει την εναντίαν ξηρότητα».
Σ’ ένα παλιό χειρόγραφο που βρίσκεται σε κελί καλογήρου της Μονής Απεζανών αναφέρονται τα φάρμακα που γιατρεύουν αρκετές αρρώστιες. Το κρασί είναι ανάμεσα στα πρώτα… γίνεται σαφής αναφορά σε κόκκινο, μαύρο ή άσπρο κρασί κι ακόμη σε αψύ η αδύνατο. Είχε λοιπόν δίκιο ο απόστολος Παύλος, που έγραφε στον Τιμόθεο: «Τιμόθεε, μηκέτι υδροπότει, αλλ’ οίνου, ολίγω χρω (πίνε λίγο κρασάκι και όχι νεράκι), δια τον στόμαχόν σου και τας πυκνάς σου ασθενείας!».
Πίνουμε πάντα αλά γκρέκα
Η Κρήτη παραμένει πάντα η ιδανικότερη περιοχή παραγωγής οίνων ποιότητας. Οι Κρητικοί, αξιοποιώντας την προίκα και την δωρεά της φύσης (ήλιος – γη – αέρας – ατμόσφαιρα -θερμοκρασίες, γενικά κλίμα ιδανικό), συνεχίζουν κληρονομιά αιώνων στον πλούσιο, εύρωστο και καρπερό αμπελώνα τους, που θεωρείται και είναι ο πιο παραδοσιακός ευρωπαϊκός αμπελώνας, με αυτόριζες ακόμα ποικιλίες. Κι εδώ ταιριάζει Ο Ύμνος στην άμπελο του Βιργιλίου, που λέει στα Γεωργικά του: «Μα δεν βολεί να: μετρηθούν πόσες λογές -κρασιού- υπάρχουν και πόσα είναι τα ονόματα και ούτε να λογαριάσεις».
Όλη σχεδόν η αγροτική Κρήτη παράγει σήμερα κρασί: Κρασί λευκό, κρασί κόκκινο, ροζέ, πορτοκαλόχρωμο, μαύρο. Στα χωριά άλλωστε και τις πολιτείες δεν είναι λίγοι όσοι, παρ’ όλο που δεν έχουν δικά τους κρασάμπελα, διαλέγουν και αγοράζουν ονομαστές ποικιλίες κρασοστάφυλων και παράγουν πάντα με παραδοσιακούς τρόπους και το πατροπαράδοτο μεράκι το κρασάκι τους, πού το απολαμβάνουν ολοχρονίς του χρόνου με συγγενείς και φίλους! Κρητικό τραπέζι χωρίς κρασί δεν νοείται. Έτσι για πολλούς Κρητικούς σήμερα η παραγωγή τον λεγόμενου σπιτικού κρασιού είναι ένα συναρπαστικό χόμπι, που τους αμείβει με θαυμάσιες εμπειρίες και ευχαριστήσεις. Καθηγητές Πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, έμποροι, γιατροί, πολιτικοί μηχανικοί, ένα πλήθος ερασιτεχνών αλλά και έμπειρων κρασοπαραγωγών πλουτίζει την οινοφόρα Κρήτη με κρασιά, που θα τα ζήλευαν οι μεγάλοι παραγωγοί και έμποροι του συναρπαστικού αυτού δώρου της φύσης.
Η Κρήτη διαθέτει κρασιά εμφιαλωμένα με Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας (Ο.Π.Α.Π.), καθώς και Τοπικούς Οίνους αλλά και χύμα κρασιά που προέρχονται από τις ίδιες ποικιλίες των εμφιαλωμένων, διατηρούνται και ωριμάζουν σε ξύλινα – συχνά δρύινα – βαρέλια και είναι εξ ίσου ποιοτικά και κοσμαγάπητα.
Ονομαστά κρασιά, φημισμένης ποιότητας, παράγονται:
Στην Σητεία – 34 Κοινότητες (Λασίθι)
Στις Αρχάνες και την ευρύτερη περιοχή των Πεζών (Ηράκλειο) σε αμπελώνα 10.000 στρεμμάτων.
Στις Δαφνές – 20 Κοινότητες (Ηράκλειο).
Στην Κίσαμο – στα Σφακιά – στο Σέλινο (Χανιά).
Τα σκήπτρα όμως των πολλών ποικιλιών καλών κρασιών, της παραγωγής και της εμπορίας τους τα κρατούν το Ηράκλειο κυρίως και η Σητεία, που λέγεται πως είχε κατά την αρχαιότητα πολλούς οινόφιλους πελάτες κι ανάμεσά τους τον Νέρωνα και τον διάσημο της καλοπέρασης Λούκουλλο.
Έξοχα κόκκινα, ροζέ και λεύκα κρασιά – διεθνώς αναγνωρισμένα, παράγει ο Συνεταιρισμός της Σητείας, που καλλιεργεί τις ποικιλίες: Για κόκκινα και ροζέ κρασιά: Λιάτικο (Ιουλιάτικο), Κοτσιφάλι, λαδικινό, Καρινιάν.
Για λευκά κρασιά τις ποικιλίες: Βηλάνα, Αθήρι, Θραψαθήρι, Ινι Μπλάν.
Τα από αιώνες πασίγνωστα και περιζήτητα στον κόσμο κρασιά του Ηρακλείου παράγονται από τους Συνεταιρισμούς Αρχανών, Πεζών και Ηρακλείου και από τις Επιχειρήσεις Αφών Μηλιαράκη, Αφών Μιχαλάκη, Αφών Λυραράκη, Olympias, Μπουτάρη, Κουρτάκη, Τσαντάλη και μερικούς μικροπαραγωγούς που διαθέτουν στην τοπική αγορά εμφιαλωμένα ή χύμα κρασιά πολλές φορές εξαιρετικής ποιότητας.
Οι ποικιλίες που δίδουν τα θαυμάσια κρασιά του Ηρακλείου είναι αμέτρητες. Για κόκκινα και ροζέ κρασιά καλλιεργούνται στο Ηράκλειο κυρίως οι ποικιλίες: Κοτσιφάλι, Λιάτικο (ένας από τους απογόνους του Μαλβαζία), Μανδηλαριά, Λαδικινό, Συράχ, Ναρινιάν.
Για λευκά κρασιά στο Ηράκλειο καλλιεργούν τις ποικιλίες: Βηλάνα, Θράψα, Αθήρι, Θραψαθήρι, Λαδικινό, Συλβανέρ, Σωβινιόν, Ταχτά κ.α.
Στα Χανιά και ιδίως στην Κίσαμο, την περιοχή της Δυτ. Κρήτης με αξιόλογο αμπελώνα, κυριαρχεί μια ποικιλία σταφυλιού που χαρακτηρίζει και την όλη οινοπαραγωγή του νομού. Είναι η ποικιλία: Ρωμαίικο.
Από το Ρωμαίικο προέρχονται: οίνοι διαφόρων τύπων και χρωμάτων – κόκκινοι, ροζέ, λευκοί, ξηροί, γλυκείς, μιστέλια. Τα κρασιά αυτά θεωρούνται αντιπροσωπευτικοί τύποι Μεσογειακών οίνων, με υψηλό αλκοολικό τίτλο. Έτσι με κυρίαρχο το Ρωμαίικο και ανάμειξη διαφόρων τύπων σταφυλιών τα Χανιά δίδουν κόκκινα, ροζέ και λευκά κρασιά. Η ιδιοτυπία του Ρωμαίικου είναι η μοναδική πολυχρωμία των σταφυλιών στους πολυάριθμους κλώνους του κάθε φυτού. Τα χρωματικά αυτά διάφορα σταφύλια δίνουν και μια χρωματική κλίμακα κρασιών. Στα Χανιά παράγεται και ένα άλλο κόκκινο κρασί, από μοναδικό σταφύλι, ο Μαρουβάς (τύπος Μαδέρα – μοιάζει με sherry).
Σε δυο άλλες επαρχίες των Χανίων παράγονται δυο αξιόλογα μοσχάτα κρασιά, ένα κόκκινο, από Λιάτικο και Κοτσιφάλι, στα Σφακιά και το Μοσχάτο της Σπίνας στο Σέλινο.
Στο Ρέθυμνο, που, κατά τον Ολλανδό γιατρό Olfert Dapper (επισκέφθηκε την Κρήτη και έγραψε το 1688 τις εντυπώσεις του) παρήγε τον Μεσαίωνα την καλύτερη Μαλβαζία της Ευρώπης, παράγονται μικρές ποσότητες αξιόλογών κόκκινων και λευκών κρασιών, που προσφέρονται εμφιαλωμένες και χύμα στην τοπική κατανάλωση.
Μέγα λοιπόν το πλήθος των τύπων κρασιών της Κρήτης, που καλύπτει έτσι όλα τα γούστα και τις απαιτήσεις των οινοφίλων του κόσμου. Για την εξαίρετη ποιότητα των κρασιών, αυτών αρκεί να αναφέρομε τα χαρακτηριστικά που αναγνωρίζει ένας διακεκριμένος οινογνώστης σ’ ένα κόκκινο κρασί του Ηρακλείου. «Το κρασί αυτό…» λέει «…χαρακτηρίζεται από πυκνό και βαθύ κόκκινο χρώμα, περίπλοκη αρωματική σύνθεση όπου εναλλάσσονται βιολέτες, κασίς, μπαχαρικά, μαρμελάδα φρούτων, καφές και σοκολάτα και ολοκληρωμένη γευστική παρουσία, με τανίνες πρώτης ποιότητας, θαυμάσια δομή, θέρμη και πλούτο».
Σχέση…
ερωτική
Η σχέση του Κρητικού με το κρασί του είναι σχέση ερωτική! Το κρασί έχει όλα τα στοιχεία του ζωντανού οργανισμού. Γεννιέται, μεγαλώνει και ομορφαίνει ωριμάζοντας. Η ανάδειξή του είναι μια τέχνη που θέλει πάθος, μεράκι, αυτό ακριβώς το αίσθημα του Μερακλή, που είναι κύριο χαρακτηριστικό των Κρητικών. Το αίσθημά τους το κάνουν τραγούδι και φυσικά τραγουδούν με τις περίφημες Μαντινάδες τους και το κρασί τους το αγαπημένο.
-Όποιος κατέχει να γλεντά και το κρασί να πίνει
ξεχνά μιας ώρας βάσανα κι ο χάρος τον αφήνει.
– Bγάvoυv κρασί που δεν μεθείς, αν πιεις και πέντε οκάδες,
ένα κρασί γλυκόπιοτο που φέρνει μαντινάδες.
– Σιμώστε να γλεντήσουμε, να πάει η πίκρα κάτω,
με το κρασί το κρητικό το μοσχομυρωδάτο.
– Ε! το παντέρμο το κρασί, ε! το παντέρμο πράμα,
Ώφου α δεν είναι σα Θεός, ώφου α δεν είναι ανάμα!
-Ο μούστος βγάνει το κρασί, το μούστο το σταφύλι,
για να το πιήτε εσείς εδά οι καλεσμένοι φίλοι.
– Άχι Ρουσακιανό κρασί θα πιω για να μεθύσω,
τον πόνο πούχω στην καρδιά να τονέ λησμονήσω.
– Μα μένα η αγάπη μου είναι απ’ το Μαλεβίζι
και πίνει μαρουβά κρασί και ροδοκοκκινίζει.
– Τσοι μερακλήδες τον ντουνιά, Θέ μού, ξεμίστευέ τσοι,
βάλε τσοι στον παράδεισο και κρασοπότιζέ τσοι
– Όποιος δεν πίνει το κρασί, δεν έχει δράμι γνώση,
μια μέρα για τ’ αμάρτημα αυτό θα μετανοιώσει.
– Όποιος δεν πίνει το κρασί, κι όποιος δεν μπερμπατεύγει
ήθελα και να κάτεχα στον κόσμο ίντα γυρεύγει.
Στα καλύτερα του κόσμου
Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Τουρισμού κ. Αντρέ Λαντενέρ δήλωσε το 1986 ότι «η Ευρωπαϊκή Κοινότητα και κατ’ επέκτασιν όλη η Ευρώπη πρέπει να γνωρίσει τα ελληνικά κρασιά, που είναι από τα πιο φημισμένα τον κόσμου. Τα άσπρα ελληνικά κρασιά είναι από τα καλύτερα του κόσμου. Οι τύποι Αρχάνες και Πεζά είναι ασύγκριτα κρασιά». Πριν από τον κ. Λαντενέρ ένας μεγάλος της Γαλλίας, ο Πρόεδρός της κ. Ζισκάρ Ντ’ Εστέν, όταν δοκίμασε το κρητικό κρασί, κατά την επίσκεψή του στο Ηράκλειο, είπε… «μ’ αυτό το κρασί η Ελλάδα δικαιούται να πάρει μια περίοπτη θέση στον χάρτη των χωρών που παράγουν εκλεκτά κρασιά». Πιο πρόσφατα το 1994 η κυρία Μάτζη Μακνή, επιφανής γευσιγνώστρια, Αγγλίδα που θεωρείται από τις καλύτερες Masters οf Wine, χαρακτήρισε εξαιρετικής ποιότητος και υψηλού επιπέδου τα κρητικά κρασιά, που μπορούν άνετα να κατακτήσουν την βρετανική και την ευρύτερη ευρωπαϊκή αγορά.
Τα χίλια ονόματα
Το Κρητικό κρασί το είπαν: Νέκταρ, Διαμάντι, Υγρό Χρυσό, Χρυσό Υγρά, Ελιξίριο, Παιδί του Ήλιου και της Γης, Αδελφό του φαγητού, Κλέφτη της καρδιάς και των αισθημάτων μας και άλλα πολλά, που ασφαλώς του ταιριάζουν. Το κρασί, το δικό τους κρασί, είναι πάντα, για τους Κρητικούς, ο αχώριστος φίλος, ο ποθητός σύντροφος στην μοναξιά αλλά και στην καλή παρέα και επικοινωνία των ανθρώπων, όπως λέει και το τραγούδι τους:
«Σιμώστε, να γλεντήσωμε να πάει η πίκρα κάτω,
με το κρασί το κρητικό, το μοσχομυρωδάτο».
Σημείωση
Αναφορές και πληροφορίες, γιa τον Κρητικό Οίνο, υπάρχουν κι άλλες πολλές, πολλαπλάσιες των όσων παρουσιάζονται εδώ. Η φύση όμως της έκδοσής μας επιβάλλει να περιοριστούμε στην καταγραφή των εντελώς απαραιτήτων και ενδεικτικών στοιχείων, που δίνουν μια γενική αλλά και σαφή ιδέα – γνώση της φυσιογνωμίας τον κοσμαγάπητου προϊόντος της κρητικής γης.
Το ίδιο συμβαίνει και με την παρουσίαση της σχετικής βιβλιογραφίας και την αναφορά των πηγών από τις οποίες αντλήσαμε τα στοιχεία μας. Αναφέρομε τις κυριότερες, χωρίς να επεκτεινόμαστε σε φορτικές παραπομπές και ιδίως υποσημειώσεις, που δεν χωρούν, δεν ταιριάζουν στην παρούσα έκδοση και μάλλον δεν ενδιαφέρουν τους πλείστους των Ελλήνων και ξένων αναγνωστών, στους οποίους απευθύνεται το φυλλάδιο.
Βιβλιογραφία
–Mίles Ιambert -Goes, ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΡΑΣΙΑ, Οδοιπορικό στη χώρα του Διονύσου, Εκδόσεις ΤΡΙΑΙΝΑ, ΑΘΗΝΑ 1993 –ΒΟΥΛΑΣ ΚΟΥΡΑΚΟΥ, Ο ΟΙΝΟΣ ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΑ ΘΕΟΤΗΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΝΑΤ. Χημικών Χρονικών, τ.8-4 , 1955 –ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΛΕΤΡΑ, Ο ΟΙΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΟΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΟΝ, ΑΘΗΝΑ 1969 –Σταυρούλας Κουράκου Δραγώνα, Η Ελλάδα των κρασιών, ΑΘΗΝΑ 1987 –Ελλάδα η χώρα του κρασιού. Έκδοση των Σ.Ε.Β.Ο.Π., Κ.Ε.Ο.Σ.Ο.Ε., Ο.Π.Ε. και ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΟΙΝΟΛΟΓΩΝ: ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ, ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, 5 ΤΟΜΟΙ, ΑΘΗΝΑ 1975 ΚΑΙ 1981 ROBERT PASHLEY, ΤΑΞΙΔΙΑ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ, 2 ΤΟΜΟΙ, Έκδοση της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, 1991 –ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΣΙΟΥ. Β Τριήμερο Εργασίας, ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ 1990, Έκδοση Πολιτιστικού Τεχνολογικού Κέντρου ΕΤΒΑ, 1992-ΣΑΡΑΝΤΑ ΑΙΩΝΕΣ ΚΡΑΣΙ, Έκδοση ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ, ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ, 17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Ι943. –ΟΙΝΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ, τετράτομη έκδοση ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΦΑΝΗ ΜΠΟΥΤΑΡΗ, ΑΘΗΝΑ 1995. –Ομήρου, Οδύσσεια και Ιλιάδα. –ΠΩΛ ΦΩΡ, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ ΤΗ ΜΙΝΩΙΚΗ ΕΠΟΧΗ. Εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα 1990. –ΙΠΠΟΚΡΑΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ Α’, Εκδ. ΒΙΚ. ΔΗΜ. ΒΙΒΛ. ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, 1991. –ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΚΡΗΤΗ, ΑΘΗΝΑ 1981. –ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΚΡΗΤΗ, ΑΘ. 1987. –ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΣΟΥΓΚΑΡΑΚΗ, Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΚΡΗΤΗ, Σύνδεσμος Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης, 1990.-ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΜΠΟΥΟΝΤΕΛΜΟΝΤΙ, Ένας γύρος της Κρήτης στα 1415, Σύλλογος Πολιτιστικής Αναπτύξεως Ηρακλείου, 1983. –Μ. ΒΕΡΝΑΡΔΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ; μτφρ. εκ του Γαλλικού, ΙΒ Τόμ. της Γενικής Ιστορίας, 1816. –V. Βerαrd, Κρητικές Υποθέσεις Οδοιπορικό 1897, εκδ. ΤΡΟΧΑΛΙΑ, 1994. –F.W.SIEBΕR, ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΝΗΣΟ ΚΡΗΤΗ ΤΟ 1817, εκδ. ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ 1994. – ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΟΙΝΟΣ ΑΓΑΠΗΤΟΣ, Σειρά εξαιρετικών Παρουσιάσεων της φυσιογνωμίας τον ΟΙΝΟΥ, στην Κυριακάτικη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ. –ΜΑΡΙΑ ΧΑΡΑΜΗ, ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ, Σειρά άρθρων στο ΒΗΜΑ των τελευταίων χρόνων. –ΑΓΛΑ.Ι.Α ΚΡΕΜΕΖΗ, Κουβέντες του τραπεζιού, Σειρά άρθρων στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία. –ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΚΟΥΡΑΚΟΥ, Σειρά άρθρων στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής. –ΠΑΝ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ, ΓΕΥΣΕΙΣ, Σειρά άρθρων στο ΒΗΜΑ. –Δ.Λ. ΧΑΤΖΗΜΙΧΑΛΗΣ, ΠΕΡΙ ΟΙΝΟΥ, Σειρά άρθρων στο ΒΗΜΑ. –ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΓΓΕΛΙΔΗΣ, ΚΡΑΣΙ, Σειρά άρθρων στα ΝΕΑ της Παρασκευής. –ΠΑΝ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ, ΠΕΡΙ ΟΙΝΟΥ, Σειρά άρθρων, στο ΒΗΜΑ. –ANTIGONE MΑRANGOU, LE VΙΝ ΕΤ LES ΑΜΡΗΟRΕS CΕ CRETE (de 1 epoque classique a Ι epoque imperiale), διδακτορική στο Πανεπιστήμιο της Μασσαλίας, 1991. –ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ Κ. ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΑΚΗ, Κρητικό Κρασί, ιστορικό σημείωμα, περ. ΓΕΩ-Τεχνικά, τ. 17, Ιούν. 1996. –ΓΙΑΝΝΗ ΣΑΒΒΑΚΗ, Σειρά αναλυτικών άρθρων για το κρητικό κρασί στην αρχαιότητα στην εφημερίδα Μεσόγειος Ηρακλείου (1994, 1995, 1996) και στο περ. ΓΕΩ (Απρίλης 1994). –ΑΓΑΠΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΤΟΥ ΚΡΗΤΟΣ, ΓΕΩΠΟΝΙΚΟΝ (τα στοιχεία του Γεωπονικού μας παραχώρησε η Μυρσίνη Λαμπράκη). –ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗ, Το αμπέλι 4.000 χρόνια στην Κρήτη, εφημ. Πατρίς Ηρακλείου 29 Σεπτ. 1992. –ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΡΑΣΙΑ, περ. ΥΠΕΡ Χ, τριμηνιαία έκδ. των Σ/Μ Χαλκιαδάκη, τ. 3, Καλοκαίρι 1992. –ΑΦΙΕΡΩΜΑ περ. ΤΡΟΦΙΜΑ ΚΑΙ ΠΟΤΑ, τ. 150, Απρίλ. 1992. –ΑΦΙΕΡΩΜΑ περ. αγορά και ΤΡΟΦΙΜΑ, τ. 4, Δεκέμβρ. 1990. –ΑΦΙΕΡΩΜΑ περ. ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ, Τ.6, Αύγουστος 1992. –ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ Γ. ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, ΠΕΡΙ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΙ ΙΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, Εν Αθήναις 1891, (το χρησιμότατο αυτό βιβλιαράκι μας παραχώρησε ο Ρουσσέτος Παναγιωτάκης). – Louis Godart, Ο ΔΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΦΑΙΣΤΟΥ, Το άγγιγμα μιας γραφής του Αιγαίου, Εκδόσεις ΙΤΑΝΟΣ, Ιούλιος 1995 – Ι. Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΑΚΗΣ, Μουσείο Ηρακλείου, ΑΘΗΝΑ 1981.