TO ΞΕΤΥΛΙΓΜΑ ΤΗΣ ΔΑΝΤΕΛΑΣ

Της Φέφης Βαλαρή-Σκουμπουρδή

 

 

Θα μπορούσε να το δεί κανείς σαν ένα πραγματικά απολαυστικό, «Ατμοσφαιρικό» μυθιστόρημα που μας ταξιδεύει με το χαρακτηριστικό του άρωμα σε γεγονότα από το 1930 περίπου μέχρι το 2004 και που αφορούν μιά μεσοαστική Πηγιανή οικογένεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Το ξετύλιγμα της Δαντέλας, είναι μια κατάθεση ψυχής της δημιουργού που έχει επιλέξει με ιδιαίτερη έγνοια πρόσωπα και γεγονότα, διεισδύοντας στην μυστηριακή , θα έλεγα, ψυχοσύνθεση του Κρητικού αλλά και της Κρητικιάς απεικονίζοντας με δεξιότητα, αμεσότητα κι ευαισθησία, συνθήκες, δράσεις κι αντιδράσεις, το σκεπτικό και τις καταστάσεις μιάς πολύπλοκης περιόδου ,σε πολλές της εκφάνσεις.  Γυναίκα και άνδρας στο βιβλίο αυτό, πορεύονται χέρι-χέρι με τα χαρίσματα, τα πάθη, τις ικανότητες, τα λάθη, το ήθος και τις αδυναμίες τους ενώ η ακατάλυτη δύναμη, στήριξη και  αντοχή της «οικογένειας» μέσα από τις τόσες φουρτούνες, είναι διάχυτες σε όλο το κείμενο.

Τόπος, ο Αδελιανός Κάμπος και κατά  ένα μικρό  κομμάτι, το Σύδνεϋ της Αυστραλίας.

Ιστορίες και άνθρωποι. Κρήτη.

Η Τζένη-Ευγενία, χάρη στην οποία ζωντανεύει αυτή η αναστόρηση, έχοντας αναχωρήσει με τους γονείς της  από το νησί στα 5 της χρόνια, επιστρέφει με λαχτάρα, ένα Καλοκαίρι στα 30 της, για να ξαναβρεί τις ρίζες της .  Μαγεύεται από  το ασυνήθιστο φώς, το γαλάζιο θαύμα, τους λαξεμένους βράχους τις σκιές των βουνών, την ξεχωριστή ενέργεια της Κρήτης.

Αναλύοντας τα πρωτόγνωρα συναισθήματα στα μύχια της καρδιάς της απορεί και η ίδια με την δύναμή τους κι αναρωτιέται:  «Αυτή η αίσθηση της ομορφιάς προερχόταν από την ανάσα της πανάρχαιας τούτης γής ή έβγαινε από μέσα μου, καθώς η καρδιά μου πάλλοταν με έναν πρωτόγνωρο, μαγικό ρυθμό; Αυτός ο τόπος που μόλις πριν λίγο είχα πατήσει το χώμα του, ήταν η πατρίδα που κάποτε φώτισε τα μάτια μου με την εκτυφλωτική λάμψη της.  Μια πατρίδα που δεν θυμόμουν, μα που αυτήν τη στιγμή μου μιλούσε, μου τραγουδούσε.  Ήταν η Κρήτη που έσκαβε χαράδρες στην ψυχή μου!»

Η συνάντηση με την ογδοντάχρονη αλλά ακμαιότατη θεία Αννέζα, αδελφή του παππού της, στο μεγάλο και πλούσιο κτήμα τους ,του Πάντου Προεστάκη, είναι σημαδιακή και φέρνει μεγάλες αλλαγές στην ζωή και των δύο γυναικών. «Το αύριο είχε φτάσει», με την άφιξη της νεαρής γυναίκας.

Η ανακάλυψη των μπαούλων που έμεναν κρυμμένα στο Θόλος –την αποθήκη – από την εποχή των Γερμανών και που είναι γεμάτα με τα χειροποίητα αριστουργήματα  της Αννέζας που τα θεωρούσε χαμένα,  κλεμμένα από τους κατακτητές, ξυπνούν τις αναμνήσεις που σαν χείμαρρος κατακλύζουν την δυνατή , λεβέντισσα, αεικίνητη, χωρίς περιττές αναστολές αλλά και πολύ δοκιμασμένη από την ζωή ηλικιωμένη γυναίκα που αρχίζει να τις μοιράζεται με την ανηψιά της ξεδιπλώνοντας, αγγίζοντας, ξετυλίγοντας.  Κάθε δουλεμένο κομμάτι και μια ιστορία.  Τόσο απλό, τόσο ευρηματικό, τόσο συναρπαστικό.

Έτσι η Άννα Φιλιώτου με την έμπνευση αυτή, κεντάει με την δική της βελονιά τους καϋμούς, τις χαρές, τις γιορτές και τους χαμούς στο δικό της αριστοτεχνικό λογοτεχνικό εργόχειρο που ξετυλίγεται πλούσιο και μεστό και μας παρασύρει στον κόσμο του με  μαγικά σχέδια και ιριδισμούς.

Η συμμαχία των δύο δυναμικών γυναικών κλείνεται με μία λέξη της Αννέζας «Καταλαβαίνω!» Αυτή είναι  ο κώδικας επικοινωνίας τους ακόμα κι όταν η θεία επιμένει να φορέσει η Τζένη-Ευγενία την ζακέτα της μην κρυώσει στο ύπουλο βοριαδάκι ντάλα μεσημέρι.

Το κυριολεκτικό  ξετύλιγμα της δαντέλας ξεκινά με την γιορτή του Κλήδονα και τελειώνει 80 χρόνια περίπου μετά πάλι με την γιορτή αυτή. Το έθιμο παρά τις όποιες αλλαγές καλά κρατεί.  Καθαρτήριες φωτιές του Θερινού Ηλιοστασίου, μαντέματα, πειράγματα, γλέντι, χορός. Τυχαίο;  Δεν νομίζω. Παίζουν και τα έθιμα τον σπουδαίο τους ρόλο στην διατήρηση της ταυτότητας του τόπου καθώς χαρακτήρες και γεγονότα ξεπροβάλλουν ολοζώντανα μέσα από την ζωηρή αφήγηση της Αννέζας.

Ο Πατέρας της Αννέζας.  Ο περίφημος, δυνατός, αποφασιστικός αλλά και δίκαιος γαιοκτήμονας, Πάντος.  Το μεγάλο αφεντικό.  Ο διορατικός Νούς και το Χέρι που σταθερά, επιδέξια και άφοβα οδηγεί την οικογένεια στα αιματηρά μονοπάτια, στον τρόμο του πολέμου μα και στον καιρό της ειρήνης και της δημιουργίας. Το αποκούμπι όλων.

Η Ελισάβη, η μάνα. Γυναίκα του Πάντου.  Η άψογη νοικοκυρά, τέλεια  μαγείρισσα και άξια δασκάλα της Αννέζας στον αργαλειό, το κοπανέλι, το κέντημα, το βελονάκι, το πλέξιμο και όλα τα της νοικοκυροσύνης.  «Προσφέρει σε όλους θαλπωρή και σκορπίζει γύρω της μια ανείπωτη γλύκα»,  ψιθυρίζει με συγκίνηση η Αννέζα. Ψυχανεμίζεται τους κινδύνους και παλεύει με τον δικό της ήπιο τρόπο τις δοκιμασίες.

Ο Στρατής ο μεγάλος αδελφός με την ερωτευμένη καρδιά που λατρεύει την Φύση τα βουνά και τα λαγκάδια. Είναι ο παππούς της Τζένη-Ευγενίας.

Ο Μάνος ο δεύτερος αδελφός. Ο λεβέντης, ο ατρόμητος πολεμιστής, ο ήρωας!

2)  Ο Αντώνης ο μικρός αδελφός με τον ιδιαίτερο ψυχισμό, την βαθειά πίστη του στον Θεό, την αφοσίωσή του στην ιερωσύνη, στον συνάνθρωπο και την άδολη αγάπη του προς την Γιάννα που τον ενθαρρύνει να σπουδάσει. Και το κόλπο της πανέξυπνης Αννέζας με την ανύποπτη Τζένη-Ευγενία που μοιάζει εκπληκτικά στην γιαγιά της Γιάννα, για να δώσει λίγη χαρά στον μοναχό πιά πάτερ-Αντώνιο που ζει στη Μονή Αρκαδίου.

1)Η Γιάννα, η πανέμορφη κοπέλα, ο μεγάλος έρωτας του Στρατή .Τον αγάπησε κι αυτή με πάθος αλλά η αγάπη τους ήταν άτυχη.  Είναι μητέρα της Φωτεινής ή Φανής, γιαγιά  της Τζένη-Ευγενίας.  Η Γιάννα είναι ο μετρημένος άνθρωπος. Όπως λέει η Αννέζα «..είναι σε όλα όσο πρέπει. Πουθενά δεν ξεπερνάει το όριο» . Αυτοκυριαρχημένη, πανέξυπνη, οργανωτική, αναλαμβάνει τις ευθύνες στο κτήμα και το σπίτι που της αναθέτει ο Πάντος που τον  σέβεται και τον εκτιμά απεριόριστα. Του χρωστάει τόσα πολλά…Μαθαίνει και  Αγγλικά που αποδεικνύονται πολύτιμα σε δύσκολες ώρες και με την Αννέζα γίνονται αχώριστες, ίδιες πολυαγαπημένες αδελφές.

Ο Ανδρόνικος, ο Λόγιος φιλόσοφος, κτηματίας από το Γερακάρι, φίλος του Πάντου, δάσκαλος και πνευματικό στήριγμα του Αντώνη, αγαπημένος σύζυγος της Αννέζας ο οποίος θαυμάζει την λαϊκή τέχνη κι ως εκ τούτου και τα εξαίσια χειροτεχνήματα της Αννέζας αλλά και την ίδια. Την ζητά από τον Πάντο που με τη σειρά του της μιλά μαζί με την Ελισάβη  για την πρόταση γάμου.  Η ηλικιωμένη Αννέζα σχολιάζει:  «Αισθάνθηκα ένα χτύπημα στην κορυφή του κρανίου μου…σε ένα στιγμιαίο λαμπικάρισμα του μυαλού μου με άκουσα να μιλώ…Θέλω να έρθει εδώ τώρα η Γιάννα!». Η πρώτη νύχτα του γάμου τους είναι όχι μόνο ασυνήθιστη αλλά και συγκινητικά τρυφερή. Μια σκηνή δοσμένη υπέροχα.

Άνθρωποι και συγκλονιστικά περιστατικά συναρπάζουν στην ιστορία αυτή.

Η Μάρω , η οικιακή βοηθός, ο γιατρός ο Φανουράκης, ο Στέφαν Πάρκερ ο Αυστραλός στρατιώτης, ο γιός του ο Μάρκ, πατέρας της Τζένη-Ευγενίας και σύζυγος της Φανής κ.α.

Η ανακάλυψη από την Τζένη-Ευγενία της πραγματικής αιτίας θανάτου του παππού της Στρατή στις χαράδρες του Βρύσινα μια και η ίδια όπως κι αυτός είναι δεινή ορειβάτης κι η έκπληξή της όταν η θεία Αννέζα της λέει πως την ξέρει…ένα επτασφράγιστο μυστικό τόσων χρόνων….και της δείχνει το δαχτυλίδι που είχε δώσει ο Στρατής στην Γιάννα, τον έρωτά του, σαν αρραβώνα.  Κι είναι το δαχτυλίδι που η Γιάννα της έδωσε για δώρο στον γάμο της με τον Ανδρόνικο και που το φορά πάντα κρεμασμένο στον λαιμό της. Αχ αυτή η Αννέζα!

Η Γερμανική Κατοχή σημαδεύει την οικογένεια οδυνηρά κι ανεπανόρθωτα και  εδώ είναι μία ακόμα ας που επιτρέψετε να πώ, έκπληξη. Η δημιουργός, στην αρχή του βιβλίου, βάζει στο στόμα του Γερμανού στρατιώτη που βιαστικά ετοιμάζεται, μετά την ήττα, για την αναχώρησή του και θέλει να πάρει ως  λάφυρα στην πατρίδα του τα μπαούλα όπου έχει κρύψει  τα χειροτεχνήματα της Αννέζας,  χωρίς ευτυχώς να το κατορθώσει, μιά πολύ εύστοχη περιγραφή του χαρακτήρα του Κρητικού:  «  Παράξενοι αλήθεια ήταν οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε τούτο το νησί.  Αψιοί, γενναίοι, απότομοι…Τι τα θές;  Ο Κρητικός έχει κρυφές ευαισθησίες που τις κρατά μέσα στην ψυχή του.  Σε σκοτώνει και σε κλαίει ταυτόχρονα.  Ξεκινά για τον πόλεμο με την ίδια ευκολία που πηγαίνει στο γλέντι, γεμίζει το όπλο του με το ίδιο πάθος που κουρντίζει τη λύρα του και σκαρφαλώνει στα απόκρημνα γκρεμνά της πατρίδας του με πηδήματα που θυμίζουν τον χορό που σέρνει στην πλατεία του χωριού του».

Δύο στοιχεία θα ήθελα να επισημάνω επίσης τελειώνοντας αυτήν την ταπεινή και ίσως ανεπαρκή αλλά από καρδιάς και απόλυτα ειλικρινή, αναφορά στο « Ξετύλιγμα της Δαντέλας».

Το ένα αφορά την Ελληνική γλώσσα που η Τζένη-Ευγενία μιλά με άνεση παρά το ότι μεγάλωσε στην Αυστραλία.  Το φρόντισαν οι γονείς της  αφού παρακολούθησε μαθήματα στο Ελληνικό σχολείο στο Σίδνεϋ. Η ίδια  χαίρεται γι’αυτό το πλεονέκτημα μια και τα Ελληνικά την έχουν βοηθήσει και στις σπουδές της ως Ιστορικού Τέχνης στο Πανεπιστήμιο  στα μαθήματα φιλοσοφίας και στις μελέτες του Ομήρου και της αρχαίας Ελληνικής λογοτεχνίας που διδάσκονται εκεί.  Η Γλώσσα, το πρώτιστο χαρακτηριστικό ταυτότητας ενός ανθρώπου και του τόπου του. Η πανάρχαια γλώσσα μας που τόσο περιφρονούμε κυρίως εντός της Ελλάδος τα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια με την ξενομανία μας και που είναι η πιο πλούσια και ακριβής στα νοήματα γλώσσα του κόσμου με μαθηματική δομή και μουσική διάσταση.

Το δεύτερο αφορά τον ξενιτεμό. Κι επιστρέφω στην διήγηση και τα συναισθήματα που τόσο απλόχερα μου δημιουργεί..  Αχ αυτή ο βράχος η Αννέζα!  Όλους τους αποχαιρετά. Κι όμως μένει δυνατή, δραστήρια, στωική.  Όλοι οι δικοί της πλην του Αντώνη, αναπαύονται στο νεκροταφείο «..με τα κεφάλια από την ίδια μπάντα» , μην χάσουν ο ένας τον άλλο στο υπερβατικό ταξίδι.  Όμως οι αποχαιρετισμοί είναι και με τους ζωντανούς. Τα δυό παιδιά της με τα εγγόνια της ζούν στην Αθήνα. Η Φανή η πολυαγαπημένη της ανηψιά, στην Αυστραλία. Και τώρα και η Τζένη-Ευγενία  παρά το κόλπο της πολυμήχανης θείας  για την ξαναδεί με τον Μάικλ τον σύντροφό της, θα ζήσει στην Αυστραλία.  Οι νεώτεροι αναχωρούν.  Επιστρέφουν βέβαια περιστασιακά για γάμους, βαφτίσεις, κηδείες, διακοπές αλλά πίσω από όλα αυτά κρύβεται ο μεγάλος πόνος .  Ο ξενητεμός. Μια μεγάλη πληγή που και σήμερα αιμορραγεί διαρκώς.

Μα το νησί μας ξέρει καλά από τέτοια. Ακατάλυτο φυτώριο προσφέρει κι  ανανεώνεται σε αέναους κύκλους μέχρι τώρα επί χιλιετηρίδες.  Η Αθάνατη Κρήτη!  Η Αθάνατη Ελληνική Ψυχή!  Ας ελπίσομε πως έτσι θα είναι για πάντα!

Το «Ξετύλιγμα της Δαντέλας.»  Είναι ένα θαυμάσιο, συναρπαστικό πόνημα με πρωτοτυπίες και δράση  που παρασύρουν εμπνεόντας τον αναγνώστη. Πραγματικά αξίζει να το διαβάσετε και να απολαύσετε τις ομορφιές και τις περιπέτειές που κοινωνεί αλλά και την ανθρωπιά και την αγάπη για τον τόπο μας και τους ανθρώπους του που θα γεμίσει την ψυχή σας.

Κ. φιλιώτου  μου μ’ευγνωμοσύνη σας ευχαριστώ!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση