Νικόλαος Μακρυγιαννάκης: Πλήρωσε με τη ζωή του την αντίσταση κατά του κατακτητή

ΕΝΑΣ ΑΚΟΜΑ ΑΦΑΝΗΣ ΗΡΩΑΣ  • Ήταν μόλις 18 χρόνων
28/11/2018 της Εύας Λαδιά

Εκεί στην πλατεία της Επισκοπής που φέρει το όνομα του ήρωα παπα-Νικολάου Πετράκη είναι το αρχοντικό του κ. Γιώργου Μακρυγιαννάκη.
Πόρτα πάντα ανοικτή στον ξένο και μια πρόθυμη σύζυγος αρχόντισσα πραγματική έτοιμη να επιβεβαιώσει τις παραδόσεις για την πατροπαράδοτη φιλοξενία.
Αυτό το αρχοντικό όμως έχει και κάτι άλλο που το κάνει να ξεχωρίζει. Εκεί σε μια γωνιά υπάρχει πάντα η φλόγα της μνήμης ενός παλικαριού που πριν ακόμα ενηλικιωθεί έπεσε κάτω από τα βόλια του κατακτητή. Γιατί δεν άντεχε να βλέπει γύρω του σκλαβιά και πολεμούσε τον εχθρό χωρίς ποτέ να δειλιάσει. Ήταν ο Νίκος Μακρυγιαννάκης αδελφός του οικοδεσπότη.

 

Όταν ο χρόνος δεν γιατρεύει
Εκεί στον τοίχο δεσπόζουν τα μετάλλια και τα άλλα εύσημα που έδωσε στους συγγενείς του ήρωα η πολιτεία ευγνωμονούσα.
Είχαμε και παλαιότερα αναφερθεί στον Μακρυγιαννάκη, πριν από δέκα χρόνια περίπου, αλλά δεν χάσαμε την ευκαιρία να μάθουμε κάτι περισσότερο από τον αδελφό του.
Αν και θαλασσόλυκος ο ευγενικός μας συνομιλητής ο κ. Γιώργος Μακρυγιαννάκης, δεν μπορεί να κρύψει τη συγκίνησή του, καθώς φέρνει στο νου τον αδελφό του και τα σπουδαία του ανδραγαθήματα που άφησαν άφωνους «ψημένους» στη Αντίσταση καπεταναίους.

Με σφακιανές ρίζες
Ο Νίκος γεννήθηκε στην Επισκοπή το 1926. Ήταν ένα από τα παιδιά του Νίκου Μακρυγιαννάκη.
Οι ρίζες της οικογένειας κρατούν από τα Λιβανιανά ένα χωριό που βρίσκεται σε υψόμετρο 250μ. από τη θάλασσα, βορειοδυτικά του όρμου Φοίνικα και απέχει 10 χλμ. από την Ανώπολη. Η πρόσβαση είναι από το δρόμο Ανώπολης-Αράδαινας, στη διασταύρωση αριστερά, πριν τη γέφυρα της Αράδαινας. Το χωριό είναι σχεδόν κρεμασμένο στις νότιες παρυφές των Λευκών Ορέων. Είχε την ίδια τύχη κατά την επανάσταση του Δασκαλογιάννη το 1770 και καταστράφηκε. Οι κάτοικοι συμμετείχαν και στην επανάσταση του 1821 με αρκετές απώλειες, όπως φαίνεται από τις απογραφές του 1821 και 1828, όπου υπήρχαν 170 και 107 αντίστοιχα κάτοικοι. Από τα Λιβανιανά είχε καταγωγή ο καπετάνιος του 1821 Μανούσος Βαρδουλάκης ή Βαρδουλομανούσος. Υπάρχουν δύο γειτονιές το Πανοχώρι και το Κατοχώρι. Το χωριό ήταν εγκαταλελειμμένο, αλλά πρόσφατα ανακαινίστηκαν κάποια σπίτια.
Από εκεί έφυγαν οι Μακρυγιαννάκηδες και ήρθαν να εγκατασταθούν στην Επισκοπή.
Σκληρή ζωή για όλους. Κοντά στους γονείς και τα παιδιά, ιδίως τα μεγαλύτερα, βοηθούσαν στις αγροτικές δουλειές.
Η Επισκοπή είχε σχολείο μεγάλο με πάνω από 200 μαθητές όλα από την Επισκοπή. Ο Νίκος παρά τις δουλειές δεν έχανε μάθημα. Και αρίστευε πάντα. Θα μπορούσε να κάνει σπουδές. Τα έπαιρνε τα γράμματα.
Μα πώς να πάρει την απόφαση ο γονιός να τον σπουδάσει χωρίς να αδικήσει τα άλλα του παιδιά; Ποιο παιδί να πρωτοκοιτάξει; Μάταια ο δάσκαλος προσπαθούσε να πείσει τον πατέρα να στείλει στο σχολείο το Νίκο.
Έμεινε στο χωριό λοιπόν ο μικρός χωρίς να προβάλλει καμιά αντίσταση. Με τη βιοπάλη πώς να τα βγάλεις πέρα; Κι όταν υπάρχουν πίσω σου άλλα αδέλφια που σε χρειάζονται.
Κανένας δεν τον άκουσε να παραπονιέται για το όνειρο των σπουδών που είχε θυσιάσει. Άλλωστε οι καιροί είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν για τη θύελλα του πολέμου που πλησίαζε.

 

 

 

Ο πόλεμος τον βρήκε στην εφηβεία
Στην εφηβεία του ο Νίκος βρέθηκε στη λαίλαπα του πολέμου. Τα πρώτα δεινά μετά την επικράτηση των Γερμανών έδειχνε να τον εξοργίζουν παρά να κλονίζουν το θάρρος του.
Μια φωτιά σαν να έκαιγε μέσα του.
Κανένας δεν είχε καταλάβει την τρικυμία που βασάνιζε τον 14χρονο τότε Νικόλα.
Μόνο μια φορά όταν χάθηκε ο Αντώνης τους από κυάμωση κι η μάνα έκλαιγε απαρηγόρητα εκείνος γεμάτος θυμό της έλεγε «Γιατί τον κλαίτε. Σήμερα αυτός αύριο ίσως εμείς. Θα μας αφήσουν λέτε οι Γερμανοί να πάρουμε ανάσα;».
Πότε ακριβώς βρέθηκε στην Αντίσταση κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα.
Μια μέρα κοντά στο ξεψύχισμα της ναζιστικής τυραννίας, φάνηκε ένας χωριανός στο σπίτι του Γιώργη Μακρυγιαννάκη.
Έδειχνε πολύ ταραγμένος. Επειδή όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν ζήτησε από τον πατέρα να ειδοποιήσει τον Νίκο. Όπως είπε, με καταφανή τα σημάδια της ντροπής για την γκάφα του, οι Γερμανοί τον σταμάτησαν και τον ρώτησαν ποιος ήταν ο νεαρός που παρουσίαζε μια ύποπτη δραστηριότητα. Ο χωριανός, κακή ώρα θα πείτε γιατί ο άνθρωπος δεν ήταν καταδότης αποκάλυψε την ταυτότητα του νεαρού. Αμέσως μετά συναισθάνθηκε τι έκανε κι αφού δεν γινόταν να το πάρει πίσω έσπευσε να ενημερώσει.
Μάλλον όμως πως ήταν αργά.
Στις 24 Ιουλίου 1944 έφεραν οι Γερμανοί και πέταξαν στην πλατεία ένα πτώμα. Λέγεται πως το κεφάλι ήταν χωμένο στο βουργιάλι που κρατούσε.
Από κοντά οι δήμιοι παρακολουθούσαν ποιος θα σιμώσει. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό δεν κινδύνευε μόνο η οικογένεια του ήρωα, αλλά και το χωριό ολόκληρο αν θα αντιδρούσε η τοπική κοινωνία μπροστά στο θέαμα.
Από καμιά κοινωνία δεν λείπουν ευτυχώς οι άνθρωποι που με σωστούς χειρισμούς σώζουν τους υπόλοιπους. Έτσι και στην περίπτωση αυτή.
Κάποιος πήγε με τρόπο και είπε στους Γερμανούς ότι ο Νίκος ήταν ένα …«ζωηρό» παιδί και μάλιστα οι δικοί του τον είχαν απομακρύνει από το σπίτι.
Με τον τρόπο αυτό κατάφερε η οικογένεια να πάρει τη σορό και να γίνει η ταφή.
Ο θρήνος για το 18χρονο Νικόλα ράγιζε και τις πέτρες. Σε μια στιγμή πλησίασε να προσκυνήσει το νεκρό ο Γιάννης Βαρδινογιάννης πατέρας του Παύλου. Ατρόμητος καθώς ήταν έκανε ένα γύρο με τη ματιά του στις μαυροφορεμένες γυναίκες και είπε χωρίς να δειλιάσει:
-Τι τον κλαίτε μωρέ; Οι λεβέντες άνδρες δεν θέλουν το θρήνο.
Ήταν η πρώτη και καλύτερη αναφορά στον ηρωισμό του παλικαριού.
Αμέσως μετά η οικογένεια αναγκάστηκε να μεταφερθεί για την προστασία των υπόλοιπων παιδιών. Κι εκεί στη μεταφορά χάθηκαν προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες. Έτσι δεν έχουμε καμιά να μας παρουσιάζει τον ήρωα.

Μια σημαντική δράση
Κι όταν άρχισαν με το πρώτο φως της λευτεριάς να έρχονται στην επιφάνεια οι δράσεις των ανταρτών τότε έγινε γνωστός και ο ηρωισμός του Νικολάου Μακρυγιαννάκη. Από επίσημα έγγραφα έμαθαν όλοι ότι ήταν μέλος της FOPS 133.
Αναφέρεται και στη λίστα με τα ονόματα των μελών όλων των αντάρτικων ομάδων ορεινών περιοχών Δυτικού Αποκορώνου και Δυτικού Ρεθύμνου. Επίσημα αναφέρεται σαν ενεργό μέλος από 1/1/44 μέχρι 24 Ιουλίου του ίδιου έτους που δολοφονήθηκε από τους ναζί.
Αναφέρεται ότι τελούσε υπό τας διαταγάς του Άγγλου Ταγματάρχου Α. Fielding αξιωματικού της Φορς 133.
Σύμφωνα με άλλη επίσημη έκθεση-αναφορά, εκείνη τη νύχτα 23-24 Ιουλίου 1944 πυροβολήθηκε από Γερμανικό καταδιωκτικό απόσπασμα στη θέση Σκοτεινή Αποκορώνου γιατί είχε επιτύχει την απελευθέρωση Ρώσου αιχμαλώτου και γιατί συνεργαζόταν με Άγγλους σαμποτέρ.
Όπως αντιλαμβάνεσθε το έλεγε η καρδιά του 18χρονου. Δεν ήταν μικρό πράγμα να ελευθερώσει αιχμάλωτο κάτω από τη μύτη των σκοπών.
Μα δεν ήταν το μοναδικό ανδραγάθημα του ήρωα.
Σύμφωνα πάντα με επίσημο έγγραφο ο Νικόλαος Γεωργίου Μακρυγιαννάκης από την Επισκοπή Ρεθύμνου, πιστός πολεμιστής, εκτός των άλλων υπηρεσιών που πρόσφερε στην οργάνωση δηλητηρίασε το νερό και το ρόφημα ενός Γερμανικού φυλακίου με αποτέλεσμα να εξοντωθούν 12 άνδρες.
Ο ήρωας αυτός μη φαντάζεστε ότι είχε τα εύσημα που θα έπρεπε στην ώρα τους. Όπως συμβαίνει με κάθε πατριώτη.
– Ενώ μας λέει ο κ. Γιώργος, ο αδελφός του, μετά την απελευθέρωση πλημμυρίσαμε από «αντάρτες» που έλαβαν και τιμητικές συντάξεις χρειάστηκε να περάσει καιρός και με τη βοήθεια του Επαμεινώνδα Πενθερουδάκη να πάρουμε τον Πολεμικό Σταυρό Γ’ τάξης που είχε απονεμηθεί τότε στον αδελφό μας.
Πολύ πρόσφατα (9-5-2017) το τοπικό συμβούλιο Επισκοπής

Ο κ. Γιώργος Μακρυγιαννάκης

αποφάσισε να δώσει το όνομα του ήρωα σε ένα δρόμο στη θέση Κρητικά.
Ο κ. Γιώργος Μακρυγιαννάκης, έχει συγκεντρώσει σε ένα φάκελο όλο αυτό το πολύτιμο υλικό που αναφέρεται στη δράση του αδελφού του. Και έχει αναρτήσει σύμβολα τιμής για να δοξάζεται η μνήμη του Νικόλα τους στο διηνεκές.
Δεν νομίζουμε όμως πέρα της οικογενείας να έχει αποδοθεί η τιμή που αξίζει στον 18χρονο που με τόσο επικίνδυνες αποστολές κατάφερε να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πατρίδα. Και μάλιστα χωρίς να ξέρει ούτε κι η οικογένειά του πόσο γενναίος ήταν.
Σε μια εποχή που απουσιάζουν τα πρότυπα θα πρέπει η γενιά του διαδικτύου να γνωρίζει ήρωες όπως ο Νικόλας Μακρυγιαννάκης.
Ένας γενναίος έφηβος που ακόμα και την τελευταία στιγμή δεν λύγισε. Ενώ άλλοι συναγωνιστές του στο πρώτο σήμα κινδύνου έσπευσαν να εξαφανιστούν εκείνος με πλήρη γνώση της κινητοποίησης των Γερμανών εναντίον του προτίμησε να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Κι έφυγε με πλήρη συναίσθηση και περηφάνια ότι επιτέλεσε στο ακέραιο το καθήκον του.
Μπροστά στα νιάτα αυτά της θυσίας πώς να μην υποκλίνεται καθένας μας με απέραντο σεβασμό κι ευγνωμοσύνη;

Αφήστε μια απάντηση