Νικόλαος Δρανδάκης

ΔΙΑΠΡΕΠΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΑΣ ΚΑΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Νικόλαος Δρανδάκης: Ανέδειξε άγνωστες σελίδες της Βυζαντινής ιστορίας
• Πηγή έμπνευσής του από παιδί τα μνημεία του Αμαρίου
 Από τους επιστήμονες στους οποίους το Ρέθυμνο οφείλει μεγάλο μέρος της φήμης του και της παράδοσής του στα Γράμματα και τις Τέχνες είναι και ο Νικόλαος Δρανδάκης.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1915 από πνευματικούς γονείς.
Η μητέρα του, Αναστασία, αδελφή του καθηγητή Ευαγγέλου Σαπουντζάκη, ήταν από τις αρχοντοπούλες που έγιναν Αρσακειάδες δημιουργώντας μια επίλεκτη ομάδα γυναικών που τίμησαν τις παραδόσεις του πνευματικού Ρεθύμνου.
Ο πατέρας του ήταν ο γνωστός συμβολαιογράφος Βασίλειος Δρανδάκης που ανήκε στην παλιά φημισμένη φρουρά των Ρεθεμνιωτών που με την ευρυμάθεια και την φιλαναγνωσία τους έμειναν στα χρονικά του τόπου, καμαρώνοντας παιδιά που έδωσαν υπόσταση πανελλαδικής εμβέλειας στην πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών.
Για τον αδελφό του Γεώργιο Δρανδάκη με τη σημαντική δράση θα θέλαμε συνέχειες πολλές για το αφιέρωμά του, επειδή το όνομά του υπάρχει σε όλες τις διεκδικητικές πρωτοβουλίες του Ρεθύμνου για να ελπίσει σε ημέρες ανάπτυξης και προκοπής.
 
Ένας σεμνός ερευνητής
Όπως όλοι οι Δρανδάκηδες έτσι και ο Νικόλαος κρατήθηκε πάντα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν είχε χρόνο παρά μόνο για μελέτη και αργότερα για επιστημονική έρευνα. Κι αυτός ο τομέας άρχισε να τον απασχολεί αμέσως μετά το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής με ένα ακόμα ΑΡΙΣΤΑ στα τόσα που προηγήθηκαν σε κάθε τομέα της εκπαίδευσης που έλαβε. Ήταν από τις δυσκολότερες περιόδους της σύγχρονης ιστορίας και για το Ρέθυμνο, όταν ο Νικόλαος Δρανδάκης είχε ήδη μια θέση στην επιστημονική κοινότητα. Ήταν αμέσως, μετά την κατοχή που ο κόσμος προσπαθούσε να γιατρέψει τις φρικτές μνήμες που απέκτησε σε τέσσερα μαρτυρικά χρόνια.
Ο Νικόλαος Δρανδάκης αφοσιώνεται στην επιστήμη του με πάθος νοιώθοντας μεγάλη έλξη για κάθε τομέα με στοιχεία Βυζαντινού Πολιτισμού. Από μαθητής ακόμα επιδίωκε να βρίσκεται σε βυζαντινά προσκυνήματα κυρίως στην περιοχή Αμαρίου. Στεκόταν με δέος μπροστά σε κάθε εικόνα με στοιχεία της Κρητικής Σχολής, ενώ στα χρόνια της Κατοχής, γύριζε όλη την επαρχία Αμαρίου αναζητώντας τα βυζαντινά της μνημεία.
Από τα μεγάλα του ενδιαφέροντα και το χρονικό της παιδείας στο Ρέθυμνο. Γύρω από το θέμα αυτό δημοσίευσε αργότερα αρκετές μελέτες φωτίζοντας μια εντελώς άγνωστη εποχή.
Με βάση επτά κώδικες που ο ίδιος βρήκε, σχημάτισε και πρόσφερε στην ιστορία του τόπου την πλήρη εικόνα του Ρεθεμνιώτικου σχολείου πριν από το 1834 που έγινε ο πυρήνας και η επιβεβαίωση του θρύλου «οι Ρεθεμνιώτες για τα Γράμματα».
 
Υπότροφος του Υπουργείου Συντονισμού στην Ιταλία
Το 1954 βρέθηκε με υποτροφία του υπουργείου Συντονισμού στην Ιταλία, όπου και είχε την ευκαιρία να μελετήσει τα εκεί βυζαντινά μνημεία και να δημοσιεύσει άγνωστες παρατηρήσεις για την παλαιολόγειο εικόνα του Ελληνικού Ναού της Βενετίας.
Οι μελέτες του προκαλούν το επιστημονικό ενδιαφέρον των σημαντικότερων ερευνητών της εποχής που τον παρακολουθούν από το 1950 που είχε διοριστεί επιμελητής στο Βυζαντινό Κέντρο Μυστρά και προσβλέπουν την λαμπρή πορεία του.
Ο Νικόλαος Δρανδάκης κατέβαλε μεγάλο αγώνα όχι μόνο να καλύψει κενά αλλά και για να πείσει προκειμένου να επανακτήσει ο τόπος την παλιά του αίγλη. Δυστυχώς οι συνθήκες ζωής και οι τόσες περιπέτειες του έθνους μας είχαν δημιουργήσει γύρω από το Μυστρά μια ολόκληρη γειτονιά από τρώγλες. Χρειάστηκε μεγάλος αγώνας για να φύγουν από τον περιοχή οι δυστυχισμένοι πράγματι άνθρωποι, που δεν είχαν όμως επίγνωση σε ποιο σημαντικό για τη ιστορία μας τόπο διάλεξαν να κατοικήσουν.
Αυτή την εικόνα που θύμιζε έντονα και την παρακμή του Βυζαντινού πολιτισμού φρόντισε να εξαφανίσει ο σοφός καθηγητής και να πείσει για την ανάγκη σεβασμού στα ιερά και όσια της φυλής.
 
Ένας επιστήμονας με σπάνια διαίσθηση
Είναι περίεργο πως ο Νικόλαος Δρανδάκης σταματούσε πάντα εκεί που χρειαζόταν ενδελεχής έρευνα που θα έδινε θαυμάσια αποτελέσματα. Η διαίσθησή του ήταν αξιοθαύμαστη πράγματι. Το οξύ πνεύμα του ερευνητή τον οδηγούσε σε άγνωστα εκκλησάκια με μισοσβησμένες τοιχογραφίες ή το χειρότερο με τοίχους σοβαντισμένους έτσι ώστε να έχει καταστραφεί ο αγιογραφικός πλούτος που κρυβόταν από κάτω.
Παράλληλα συμπληρώνει ή γράφει εξ υπαρχής πρωτότυπη κριτική γύρω από τα Βυζαντικά μνημεία του Μυστρά, τους ζωγράφους και τη ζωγραφική της Κρητικής Σχολής και τις πηγές έμπνευσης που μέχρι τότε ή αποδίδονταν εσφαλμένα ή δεν προχωρούσαν σε τόσο βάθος.
Σημαντικές οι υπηρεσίες που προσέφερε και ως έφορος της Δ. Περιφέρειας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Αθηνών. Όλες του οι μελέτες για το Μυστρά και την ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου αναδείχτηκαν με τις ανακοινώσεις του σε διεθνή συνέδρια όπως το Δ’ Διεθνές Βυζαντινολογικό Συνέδριο Θεσσαλονίκης αλλά και σε περιοδικά Βυζαντινών σπουδών.
 
Δώρο Θεού η σύντροφός του
Η προσωπική του ζωή πάντως γέμισε φως όταν γνώρισε τη Μαρία Παπαδάκη, καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής και κόρη του γνωστού στους παλιούς Ρεθεμνιώτες γιατρού του ΙΚΑ Εμμανουήλ Παπαδάκη.
Το πνεύμα της, οι αρετές της, θάμπωσαν τον σοφό καθηγητή που βρήκε στο πρόσωπό της την ιδανική σύντροφο, συνεργάτιδα, συνοδοιπόρο στις επιστημονικές του αναζητήσεις.
Συνοψίζοντας την επιστημονική πορεία του σπουδαίου βυζαντινολόγου στεκόμαστε στους παρακάτω σημαντικούς σταθμούς:
Διετέλεσε επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στο Μυστρά (1951) και των νησιών του Αιγαίου (1962). Τον ίδιο χρόνο ανακηρύχθηκε διδάκτορας με τη διατριβή του για τον Ρεθεμνιώτη αγιογράφο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή.
Αυτόν είχε την ευκαιρία να γνωρίσει το κοινό του Ρεθύμνου και από μια θαυμάσια πρωτοβουλία του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ, όταν ήταν στην οργανωτική φροντίδα της τότε Νομαρχίας. Με την επιμέλεια του κ. Μάνου Τσάκωνα που είχε και την ιδέα, εκδόθηκε ένα εξαιρετικό άλμπουμ με αγιογραφίες του μεγάλη καλλιτέχνη. Η μελέτη του Νικολάου Δρανδάκη είχε συμβάλει σαν γνώση για την επιτυχία της προσπάθειας.
Το 1966 ο Νικόλαος Δρανδάκης δίδαξε ως υφηγητής για 16 χρόνια -στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Ιωαννίνων. Οι μελέτες του ξεπερνούν τις 150 μεταξύ των οποίων πέντε είναι μονογραφίες. Υπάρχει ένας ογκωδέστατος τόμος (Αντίφωνον Θεσσαλονίκη 1994) αφιερωμένος στο έργο του.
 
Οι σημαντικοί λόγιοι που ασχολήθηκαν με τον Νικόλαο Δρανδάκη
Εκτός από τον Γεώργιο Εκκεκάκη που τον έχει φυσικά συμπεριλάβει στον δίτομο οδηγό του για τους Ρεθεμνιώτες που άφησαν έντονα τα ίχνη τους, ο επίσης μεγάλος ερευνητής και λόγιος του τόπου μας Στέργιος Μανουράς μας έδωσε μια ενδιαφέρουσα μελέτη με τίτλο «Η συμβολή του Νικολάου Δρανδάκη στην πολιτιστική ζωή του Ρεθέμνους και στις Κρητικές Σπουδές». Η μελέτη αυτή υπάρχει στο Δελτίο Φίλων Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης τεύχος 2/ Ιούλιος 2007, σ.25 κ.ε.
Επίσης ο ακούραστος πάντα Χάρης Στρατιδάκης σε μια από τις περίφημες μελέτες του που σταχυολογούμε κατά καιρούς, δοθείσης ευκαιρίας, με τίτλο «Η ιστορία της Ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης και οι ερευνητές της» αναφέρει μεταξύ άλλων για τον διαπρεπή Βυζαντινολόγο:
Το 1933 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τις γραπτές πτυχιακές εξετάσεις κλήθηκε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Στο Ρέθυμνο και στο χωριό Ζουρίδι πέρασε τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου και μόλις το 1949 κατάφερε να επιστρέψει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις προφορικές πτυχιακές εξετάσεις και να λάβει με άριστα το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής.
Το Δεκέμβριο του 1950 πέτυχε στο διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και διορίστηκε στον Μυστρά ως επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Εκεί υπηρέτησε επί έντεκα χρόνια, αναπτύσσοντας αξιόλογη δράση για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων όχι μόνο του Μυστρά αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας και ιδιαίτερα της Μάνης. Μετά την προαγωγή του σε έφορο Αρχαιοτήτων το 1962 μετατέθηκε στην Αθήνα ως προϊστάμενος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Νήσων Αιγαίου. Τότε επιμελήθηκε, με τη βοήθεια νέων αρχαιολόγων, την καταγραφή 1.600 εικόνων, κυρίως μεταβυζαντινών, σε νησιά του Αιγαίου.
Το 1966 κατέθεσε την επί υφηγεσία διατριβή του και έλαβε τον τίτλο του υφηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο εξελέγη τακτικός καθηγητής της βυζαντινής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε έως την εκλογή του σε αντίστοιχη θέση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1972. Από τη θέση αυτή αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας τον Αύγουστο του 1982.
Ο Νικόλαος Δρανδάκης ευτύχησε στην οικογενειακή του ζωή έχοντας στο πλευρό του εκλεκτή σύντροφο, τη Ρεθεμνιώτισσα φιλόλογο Μαρία Παπαδάκη, με την οποία απέκτησε δύο γιους και μία κόρη. Έφυγε από τη ζωή το 2004 πλήρης ημερών, πνευματικά ακμαιότατος και επιστημονικά δραστήριος. Το επιστημονικό του έργο διακρίνεται από ευρύτητα, εφόσον απλώνεται σε όλους τους κλάδους της βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Παράλληλα με τη διενέργεια ανασκαφών, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τις επιγραφές, τη ζωγραφική και τη μικροτεχνία. Η υφηγεσία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1966) με τίτλο «Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης», Αθήνα 1964, αποτελεί την απαρχή της πολύ σημαντικής ενασχόλησης του με τα μνημεία της Μάνης.
Για την υπερπεντηκονταετή πολυσχιδή συμβολή του στην ανάδειξη, καταγραφή και μελέτη των μεσαιωνικών μνημείων της Λακωνίας τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Μεγαλύτερη ίσως και απ’ αυτήν τιμή υπήρξε η έκδοση από τους μαθητές και τους συναδέλφους του τού τιμητικού τόμου «Αντίφωνον. Αφιέρωμα στον καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη» το 1994, με 43 επιστημονικές εργασίες βυζαντινής αρχαιολογίας.
Η συμβολή του στην έρευνα της ιστορίας της ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης έγκειται στη δημοσίευση το έτος 1950 στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά της διατριβής με τον τίτλο «Ειδήσεις περί των σχολείων Ρεθύμνης κατά το δεύτερον τέταρτον του 19ου αιώνος», έκτασης 40 πυκνογραμμένων σελίδων. Η δημοσίευση εκείνη θεωρείται μέχρι σήμερα θεμελιώδης για το θέμα της, παρόλο ότι έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια. Στηρίχτηκε σε 8 κώδικες και ένα χειρόγραφο που ο νεαρός τότε φοιτητής είχε ανασύρει από το αρχείο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Περιλάμβανε αναλυτικά κεφάλαια για τη λειτουργία των σχολείων κατά την περίοδο 1834-1851 και τα είδη τους, για το διδακτικό προσωπικό, για τους μαθητές της περιόδου, για τα διδακτήρια και τον εξοπλισμό τους, για τις μεθόδους διδασκαλίας, για τον χρόνο φοίτησης, για τα διδασκόμενα μαθήματα, για τον τρόπο λειτουργίας, για την περιουσία και για τους πόρους τους. Η διατριβή αυτή υπήρξε πρότυπη, όπως φαίνεται και από την εξάντληση της μέχρι τότε βιβλιογραφίας αλλά και από τον αριθμό των 224 υποσημειώσεων και παραπομπών της.
Ο Στέργιος Μανουράς έγραψε γι’ αυτήν, αποτιμώντας την: «Σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες του 1950 συναφείς εργασίες για την ιστορία της Εκπαιδεύσεως τον 19ο αιώνα στην Κρήτη και στην άλλη Ελλάδα, παραπέμπουν στο υποδειγματικό και πρότυπο αυτό δημοσίευμα. Η ίδια αυτή εργασία αποτελεί και βάση για τη μελέτη της ιστορίας της σύγχρονης τοπικής κοινωνίας της Ρεθύμνης που έχει τις ρίζες του σχηματισμού της το 1831, δηλαδή στον αμέσως επόμενο χρόνο μετά την λήξη στην Κρήτη του αγώνα του 1821. Επίσης αποτελεί και συμβολή στην ιστορία της πρώτης, μετά το 1831, στοιχειώδους τοπικής αυτοδιοικήσεως της ελληνικής κοινότητας -του «κοινού»- της πόλεως. Από τη μελέτη αυτή συνάγεται και η περιορισμένη αυτοοργάνωση των χριστιανών κατοίκων του Ρεθύμνου έξω από τους κρατικούς και κοινωνικούς οθωμανικούς θεσμούς. Και παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη συγκρότηση και σύνθεση της ολιγομελούς ελληνικής κοινότητας, που δεν ξεπερνούσε τότε τον πληθυσμό ενός σημερινού χωριού. Με τις πληροφορίες αυτές και τις άλλες υποδείξεις του, σε συνδυασμό με τις εξακριβωμένες πληροφορίες από πρωτογενείς γραπτές πηγές, από βοηθήματα, από την τοπική και οικογενειακή του γραπτή παράδοση, που παρέθεσε ο ίδιος σε άλλα μελετήματά του και από όσα δημοσίευσαν άλλοι μετά το 1950, είναι εφικτή η μερική ανασύνθεση του πρώτου, μετά τη λήξη το 1830 στην Κρήτη της Επαναστάσεως το 1821, οιονεί «μητρώου των χριστιανών δημοτών» Ρεθύμνης της περιόδου 1831-1865».
Η προσφορά του Νικολάου Δρανδάκη στο Ρέθυμνο είναι ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη από την προαναφερθείσα και τέτοια, που θα δικαιολογούσε την απονομή της ανώτατης τιμής της πόλης, έστω και μετά θάνατον. Θα δικαιολογούσε επίσης και την έκδοση ενός συγκεντρωτικού τόμου με τα δημοσιεύματά του τα σχετικά με την πόλη μας, που ανέρχονται σε -ούτε λίγα ούτε πολλά- 43. Αυτό όμως αποτελεί έργο και υποχρέωση άλλων».
 
Οφείλουμε τιμή και ευγνωμοσύνη
Αφορμή πάντως για το δικό μας αφιέρωμα έδωσε μια ωραία επίσης παρουσίαση του καθηγητή, όταν ζούσε ακόμα, από τον αείμνηστο δικηγόρο Νικόλαο Ανδρουλιδάκη, στην «Κρητική Επιθεώρηση» του 1972 με τίτλο: «Νικόλαος Βασιλείου Δρανδάκης – Ο νέος καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων».
Από όσους έχουν ασχοληθεί πάντως, με τον διαπρεπή Βυζαντινολόγο, πιστεύουμε ότι ο κ. Χάρης Στρατιδάκης φθάνει και στην ουσία του θέματος που είναι η ανάγκη μιας συνεχούς αναφοράς στον σπουδαίο επιστήμονα, που αποκάλυψε τόσες άγνωστες σελίδες της περιόδου αυτής που σχετίζεται άμεσα με τους θρύλους και τις παραδόσεις του λαού μας Και του οφείλουμε πάντα τιμή και αναγνώριση της μεγάλης επιστημονικής προσφοράς του.

Αφήστε μια απάντηση