Γεννήθηκε το στο Ρέθυμνο 1915 και είχε γονείς τον συμβολαιογράφο Βασίλειο και την Αναστασία, το γένος Σαπουντζάκη, δασκάλα. Αδελφός του είναι ο δικηγόρος και επί σειρά ετών πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνης Γεώργιος Δρανδάκης. Το 1933 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά τις γραπτές πτυχιακές εξετάσεις κλήθηκε να εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία. Στο Ρέθυμνο και στο χωριό Ζουρίδι πέρασε τα δύσκολα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου και μόλις το 1949 κατάφερε να επιστρέψει στην Αθήνα για να ολοκληρώσει τις προφορικές πτυχιακές εξετάσεις και να λάβει με άριστα το πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής.
Το Δεκέμβριο του 1950 πέτυχε στο διαγωνισμό της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και διορίστηκε στον Μυστρά ως επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Εκεί υπηρέτησε επί έντεκα χρόνια, αναπτύσσοντας αξιόλογη δράση για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων όχι μόνο του Μυστρά αλλά και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας και ιδιαίτερα της Μάνης. Μετά την προαγωγή του σε έφορο Αρχαιοτήτων το 1962 μετατέθηκε στην Αθήνα ως προϊστάμενος στην Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Νήσων Αιγαίου. Τότε επιμελήθηκε, με τη βοήθεια νέων αρχαιολόγων, την καταγραφή 1.600 εικόνων, κυρίως μεταβυζαντινών, σε νησιά του Αιγαίου.
Το 1966 κατέθεσε την επί υφηγεσία διατριβή του και έλαβε τον τίτλο του υφηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τον ίδιο χρόνο εξελέγη τακτικός καθηγητής της βυζαντινής αρχαιολογίας στο νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, όπου υπηρέτησε έως την εκλογή του σε αντίστοιχη θέση στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1972. Από τη θέση αυτή αποχώρησε λόγω ορίου ηλικίας τον Αύγουστο του 1982.
Ο Νικόλαος Δρανδάκης ευτύχησε στην οικογενειακή του ζωή έχοντας στο πλευρό του εκλεκτή σύντροφο, τη Ρεθεμνιώτισσα φιλόλογο Μαρία Παπαδάκη, με την οποία απέκτησε δύο γιους και μία κόρη. Έφυγε από τη ζωή το 2004 πλήρης ημερών, πνευματικά ακμαιότατος και επιστημονικά δραστήριος. Το επιστημονικό του έργο διακρίνεται από ευρύτητα, εφόσον απλώνεται σε όλους τους κλάδους της βυζαντινής αρχαιολογίας και τέχνης. Παράλληλα με τη διενέργεια ανασκαφών, ασχολήθηκε με την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τις επιγραφές, τη ζωγραφική και τη μικροτεχνία. Το 1954 μετεκπαιδεύτηκε με κρατική υποτροφία στην Ιταλία, όπου μεταξύ άλλων συνέλεξε το υλικό για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής με τίτλο «Ο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλής θεωρούμενος εξ εικόνων του σωζόμενων κυρίως εν Βενετία», που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1962. Στο έργο αυτό αναλύεται και γίνεται γνωστό, για πρώτη φορά, το μεγάλο έργο της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Ρεθύμνιου ιερέα ζωγράφου του 17ου αιώνα Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή. Η υφηγεσία του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1966) με τίτλο «Βυζαντιναί τοιχογραφίαι της Μέσα Μάνης», Αθήνα 1964, αποτελεί την απαρχή της πολύ σημαντικής ενασχόλησης του με τα μνημεία της Μάνης.
Για την υπερπεντηκονταετή πολυσχιδή συμβολή του στην ανάδειξη, καταγραφή και μελέτη των μεσαιωνικών μνημείων της Λακωνίας τιμήθηκε με αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών το 2002. Μεγαλύτερη ίσως και απ’ αυτήν τιμή υπήρξε η έκδοση από τους μαθητές και τους συναδέλφους του τού τιμητικού τόμου «Αντίφωνον. Αφιέρωμα στον καθηγητή Ν. Β. Δρανδάκη» το 1994, με 43 επιστημονικές εργασίες βυζαντινής αρχαιολογίας.
Η συμβολή του στην έρευνα της ιστορίας της ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης έγκειται στη δημοσίευση το έτος 1950 στο περιοδικό Κρητικά Χρονικά της διατριβής με τον τίτλο «Ειδήσεις περί των σχολείων Ρεθύμνης κατά το δεύτερον τέταρτον του 19ου αιώνος», έκτασης 40 πυκνογραμμένων σελίδων. Η δημοσίευση εκείνη θεωρείται μέχρι σήμερα θεμελιώδης για το θέμα της, παρόλο ότι έχουν περάσει σχεδόν 70 χρόνια. Στηρίχτηκε σε 8 κώδικες και ένα χειρόγραφο που ο νεαρός τότε φοιτητής είχε ανασύρει από το αρχείο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Περιλάμβανε αναλυτικά κεφάλαια για τη λειτουργία των σχολείων κατά την περίοδο 1834-1851 και τα είδη τους, για το διδακτικό προσωπικό, για τους μαθητές της περιόδου, για τα διδακτήρια και τον εξοπλισμό τους, για τις μεθόδους διδασκαλίας, για τον χρόνο φοίτησης, για τα διδασκόμενα μαθήματα, για τον τρόπο λειτουργίας, για την περιουσία και για τους πόρους τους. Η διατριβή αυτή υπήρξε πρότυπη, όπως φαίνεται και από την εξάντληση της μέχρι τότε βιβλιογραφίας αλλά και από τον αριθμό των 224 υποσημειώσεων και παραπομπών της.
Ο Στέργιος Μανουράς έγραψε γι’ αυτήν, αποτιμώντας την: «Σχεδόν όλες οι μεταγενέστερες του 1950 συναφείς εργασίες για την ιστορία της Εκπαιδεύσεως τον 19ο αιώνα στην Κρήτη και στην άλλη Ελλάδα, παραπέμπουν στο υποδειγματικό και πρότυπο αυτό δημοσίευμα. Η ίδια αυτή εργασία αποτελεί και βάση για τη μελέτη της ιστορίας της σύγχρονης τοπικής κοινωνίας της Ρεθύμνης που έχει τις ρίζες του σχηματισμού της το 1831, δηλαδή στον αμέσως επόμενο χρόνο μετά την λήξη στην Κρήτη του αγώνα του 1821. Επίσης αποτελεί και συμβολή στην ιστορία της πρώτης, μετά το 1831, στοιχειώδους τοπικής αυτοδιοικήσεως της ελληνικής κοινότητας -του «κοινού»- της πόλεως. Από τη μελέτη αυτή συνάγεται και η περιορισμένη αυτοοργάνωση των χριστιανών κατοίκων του Ρεθύμνου έξω από τους κρατικούς και κοινωνικούς οθωμανικούς θεσμούς. Και παρέχει αρκετές πληροφορίες για τη συγκρότηση και σύνθεση της ολιγομελούς ελληνικής κοινότητας, που δεν ξεπερνούσε τότε τον πληθυσμό ενός σημερινού χωριού. Με τις πληροφορίες αυτές και τις άλλες υποδείξεις του, σε συνδυασμό με τις εξακριβωμένες πληροφορίες από πρωτογενείς γραπτές πηγές, από βοηθήματα, από την τοπική και οικογενειακή του γραπτή παράδοση, που παρέθεσε ο ίδιος σε άλλα μελετήματά του και από όσα δημοσίευσαν άλλοι μετά το 1950, είναι εφικτή η μερική ανασύνθεση του πρώτου, μετά τη λήξη το 1830 στην Κρήτη της Επαναστάσεως το 1821, οιονεί «μητρώου των χριστιανών δημοτών» Ρεθύμνης της περιόδου 1831-1865».
Πέραν της εργασίας εκείνης το τιμώμενος μετά θάνατον πανεπιστημιακός καθηγητής είχε προβεί και στη δημοσίευση τριών άλλων εργασιών του, σχετικών με τη ρεθεμνιώτικη εκπαίδευση. Πρόκειται για τα άρθρα του με τους τίτλους «Λιθογραφημένον σχέδιον του Α. Βεβελάκι» στην εφημερίδα Κρητική Επιθεώρησις στις 21-6-1946, «Η αίθουσα των Τριών Ιεραρχών» στην ίδια εφημερίδα στις 5-2-1947 και «Εκ της βιβλιοθήκης του Ιωάννου Μεταξά-Λαζαρίδου», στο περιοδικό Κρητική Εστία, σε δύο τεύχη, τον Δεκέμβριο του 1949 και τον Ιανουάριο του 1950.
Η προσφορά του Νικολάου Δρανδάκη στο Ρέθυμνο είναι ασφαλώς πολύ μεγαλύτερη από την προαναφερθείσα και τέτοια, που θα δικαιολογούσε την απονομή της ανώτατης τιμής της πόλης, έστω και μετά θάνατον, αλλά και μετά την παρέλευση 13 ετών απ’ αυτόν. Θα δικαιολογούσε επίσης και την έκδοση ενός συγκεντρωτικού τόμου με τα δημοσιεύματά του τα σχετικά με την πόλη μας, που ανέρχονται σε -ούτε λίγα ούτε πολλά- 43. Αυτό όμως αποτελεί έργο και υποχρέωση άλλων. Το Σχολικό Μουσείο θα τον τιμήσει για τη συνεισφορά του στην έρευνα της ιστορίας της ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης, η οποία υπήρξε ουσιαστική και κεφαλαιώδης.
Χάρης Στρατιδάκης
Επιμελητής Σ.Μ.