ΝΙΚΟΣ ΑΣΤΡΙΝΟΣ

 

TΟ ΠΑΛΗΟ ΡΕΘΥΜΝΟ

 

 

Ο Νίκος Αστρινός, που κατελήφθη προχθές από το όριον ηλικίας, νομίζω και στο κεφάλαιο αυτό, να στάθηκε «υπερβολικός» ο εκλεκτός άνθρωπος, δεν ήταν ένας συνηθισμένος υπάλληλος που έπειτα από μακράν και ευδόκιμονδημόσιανΥπηρεσίαν» δικαιούται να τραβηχθή σε μια γωνίτσα και ξεκοκαλίζει τη συνταξούλα του προϊον μακρών και σκληρών κόπων.

Ο Νίκος Αστρινός ήταν ενας ξεχωριστός τύπος, που είχε δημιουργήσει μόνος τους την οντότητα του. Βέβαια πού τέτοιοι τύποι, δεν  ήσαν σπάνιοι στο παλιό αρχοντικό Ρεθυμνάκι, την πολυτραγούδιστη αυτή Εστία των Γραμμάτων. Όμωςσήμερα κι από καιρό εσπάνισαν, σε σημείο που να θεωρώνταιιδιόρρυθμοι αυτοί οι τύποι, ίσως και βγαλμένοι από την κορνίζα του τόσο επιπόλαιου και άβαθου μοντερνισμού. Φανατικοί τοπολάτρες δεν μπορούν να ξεχάσουν πώς μέσα στους υγρούς τοίχους αυτού του τόπου, φύτρωσε και φούντωσε ενας εντελώς τοπικός χαρακτήρας, απλός, απέριττος, εγωιστικός όσο ταιριάζει, όμως καλοπροαίρετα περήφανος, μυγιάγγιχτος σ’όλα τα ζητήματα αρχής, πολύ λίγο αισιόδοξος μα περισσότερο σκεπτικιστής, φιλάλληλος, ένας τύπος πνευματικού και ψυχικού ανθρώπου, τόσο σήμερα δυσκολοσυνάντητου. Είναι ο άνθρωπος που έχει δεθεί με το σπίτι, με τη φιλία, με τις ευγενικότερες ανατάσεις του πνεύματος και της σαρκός, όσο με την ημέρα του φωτός η εντύπωσις. Ένα μικρό παράδειγμα: «εναςθίασοςοπερέτας, του είναι σταθερά ανεπιθύμητος, όχι βέβαια από έλλειψη ζωικού ενδιαφέροντος αλλαπερισσότερο από την εντύπωση ότι ένα ελαφρό θέατρο δεν μπορεί να κρατήσει την Τέχνη στην περιωπή που δύναται να την ψηλώσει ένα θέατρο πρόζας. Μπορεί να αξίζουναιφνης τα Καλουτάκια, ή η Μαντινιού όσο η Μαρίκα, ο Βονασέρας ή ο Ιψενικός Οικονόμου; Οι σημερινοί προχειρογράφοιοσο ο Ιψεν ή ο Σαιξπηρος; Άλλο: ενας δρομάκος εκεί που σου θυμίζει Βενετιά, όπως είναι στενός και στραβός, με τα εκατέροθεν σπίτια, «εφαπτόμενα περίπου» αι έχει την ανεκτίμητη ποίηση του που την καταστρέφει μια διάνοιξη ή ένα πλάτωμα του δόμου. Τ’ αυτοκίνητο δεν μπορεί να έχει ως μέσο ψυχαγωγίας, την ποίηση ιπποκίνη της άμαξας, ουτε οι σημερινοί δημόσιοι χοροί και ως συγκεντρώσεις και ως βήματα, την παλιά αξέχαστη ποίηση ενός βαλς ή ενός Κρητικού σε μια οικογενειακή συντροφιά.. αυτή η σημερινή βιασύνη ο φαταουλισμός.

Ο ωχαδερφισμός, ο εγωκεντρισμός, είναι φρούτα της εποχής μας που, έμειναν άγευστα από τον παλιόΡεθεμνιώτη. Όταν τώρα και  50 χρόνια, λειτουργούσε εδώ «θέατρο ερασιτεχνικό’ με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Αστρινό και ο σήμερα παλαίμαχος δικηγόρος κ. Πέτρος Μανουσάκης – από τους ωραιότερους  νέους της εποχής του – υπεδύετο την Λουκρητία Βοργία ή τη Δαλιδά, και ο ωραιότερο Ανδρέας Μοσχονάς τη Γαλάτεια, διοτι πού να τολμήσουν οι Ρεθεμιώτοπούλες του καιρού ν ’αντικρύσουν το κοινό από του ύψους της Σκηνής, το Ρέθυμνο είχε τον εσωτερικό χαρακτήρα μιας οικογένειας.

Η ανάπτυξις των ανθρώπων αυτών, σα μέσα στο ίδιο σπίτι, κάτω από το φόβο του Τούρκου, έκανε διάφανες τις ψυχές τους και τα αισθήματά τους αδελφωμένα και στοργικά.

Σήμερα μας λείπει, η σπουδαιότερη αρετής της παλιάς αξέχαστης εποχής, η παθολογική  αγάπη προς τον πλησίον, του Ρεθεμνιώτη προς τον Ρεθεμνιώτη και προς κάθε Ρεθεμνιώτικο. Όταν ο αξέχαστος Γιάννης Καλομενόπουλος, προσφωνούσε τον Καρνάβαλο, και τους χαρακτηριστικούς τύπους της εποχής του στ’ αξέχαστα παλιά Ρεθεμνιώτικα Καρναβάλια- και σατίριζε τα πρόσωπα και τα πράγματα με τον τσουχτερό αλλ’ ωστόσο άκακο στίχο του- δεν γενόντουσαν παρεξηγήσεις ή δυσφορίες γιατι ήξεραν την αγαθή διάθεση του ποιητή ξέρω ένα ωραίο δείγμα της τρυφεροψυχίας του Αστρινού – χαρακτηριστικό γνώρισμα του παλιού Ρεθεμνιώτη. Σα βρέθηκε στην ανάγκη να πουλήσει το πατρικό του σπίτι δε μετά πέρασε από τις «καμάρες» κι είναι τώρα σωστά 30 χρόνια. Τους χρόνους που προσφύγαμε στην Αθήνα το 96 και 97 ο Αστρινόςδιηύθυνε την περίφημη «Αττική Ίριδα» περιοδικό φιλολογικό, το καλύτερο της εποχής ιδιοκτησία του ξαδέλφου του Χρίστου Κονταξάκη. Αυτό τον καιρό, ο Αστρινός γνωρίστηκε με όλους τους Αθηναίους λόγιους, το Στέφανο Μαρτζώκη, το ΧρίστοΒαρλέντη., το Σουρή, τον Αννινο. Κ’εχτιμώντανε σαν ένας νέος διανοούμενος «πλήρης ελπίδων’. Στην ευαίσθητη ψυχή του Αστρινού αντιλάλησε πάντα γλυκύτερα και σαφέστερα ο αισθηματικός Πολέμης παρά ο φιλόσοφος Παλαμάς. Τρυφερόψυχος,  ευγενικός, αλτρουιστής, με μια λέξη ανώτερος άνθρωπος. Ο Νίκος Αστρινός άφησε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς τους όπου κι αν πέρασε. Στη δημοσιογραφία, με την «Αττική Ίριδα» και την «Ένωση» μετ’ έπειτα εδώ, (συν διεύθυνση με τον κ. Μενέλαο Παπαδάκη) μια από τις καλύτερες πολιτικές εφημερίδες που γνώρισε το Ρέθυμνο, στην Πολιτική ως ιδιαίτερος Γραμματεύς τ’ αξέχαστου ΜίνουΠετυχάκη που πάει να πει του φιλελευθέρου κόμματος στην ανήσυχη εποχή των Θερισιανών και έπειτα, ως δημόσιος υπάλληλος. Στον Αστρινό συναντάται κάτι που από πρώτη παρατήρηση, φαίνεται ανώμαλο. Τουτο: πως, ενας ποιητής σαν κι αυτόν ξέπεσε και προσαρμόστηκε στην ξερή πεζότητα των εγγράφων με μια τέτοια αφοσίωση, ου σήμερα, ύστερα από 35 χρόνια δουλειά, που θα έπρεπε να’χει κουραστεί κι ένας κοινός άνθρωπος, αυτός, να το φέρει βαριά που γλυτώνει» απ’ αυτή τη σκόνη, απ’ αυτή την ανιαρή ξηρότητα των δικαστικών τύπων- των  επειδή και των «διαταύτα’. Αι λοιπόν ο Αστρινός δημιούργησε και την ποίηση της εργασίας. Και θαρρώ ο Ζολά να είπε πως κάθε δουλειά έχει τη δική της – γλώσσα την ποίηση της . αυτή η προσήλωση, που κατάντησε γι’ αυτόν παθολογική, προς ό,τι λέμε με μια λέξη καθήκον’ στάθηκε για τον Νίκο μια θρησκεία, που όσο κι αν ο Θεός της ήταν το πεζότερο πράγμα του κόσμου, η δικογραφία, όμως κι αυτή μίλησε στην ψυχή του ανοιχτήσε κάθε αγαθή εντύπωση, τη γλώσσα της , αντήχησε στην ευαίσθητη και ευγενική φαντασία του, το από άλλους ακατανόητο και φανερά ασύλληπτο τραγούδι της.

Να, πως, βλέπω εγώ, την γενικότερη και την ειδική θέση του ανθρώπου και του Ποιητή, και στην πνευματική ζωή του Ρεθέμνου και στη δημοσιοϋπαλληλική οικογένεια.

ΜΙΡ.

Κρητική Επιθεώρησις

6 Μαρτίου 1938

 

Αφήστε μια απάντηση