ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΑΚΛΙΑ
– Από που γαέρνεις αξημέρωτα, μπρε;
– Στση Γιαννούδαινας ήμουνε απού κοιλιοπόν τρια μερόνυχτα η
καψούρα.
– Κι’ ελευτερώθηκε μπρε;
– Είδε κι έπαθε η κακοποδομενη κι ευτή, παρά’ τονε πρωτόγεννη κι
είδε τα’αγγέλους τση χαχαλιές,
– Δεν εκάτεχε η καψούρα μουδέ πότες είχε πόνους μου δε πότες
εσάλευε το κοπέλι. Κι εκοσκινίζαμε τηνε κι εμείς από την Κυριακή
κι εδά ήθελε ο Θεός κι εξεμιστεύτηκε. Μα γιάε με την κουβέντα
δεν σού’ πα να πάρεις μια χερέ καλοχερίδια για το καλό ριζικό.
– Και παραφουσκωμένη θωρώ την ποδιά σου ούλα ναι καλορίζικα;
Μα ντα’ φτοι, χουνε.
– Μα εκαλόκατσα λέω κι εγώ τρία μερόνυχτα απου δεν έκατσε
μούτε η μαμή.
– Ντ’ απατή σου είσαι μισή μαμή.
– Ότι ν’ αναμπουκωθείς ν’αναλάβεις με διάλε την άλλη την εχομε
να ξεικάζει.
– Δεν θέλω παιδί μου ετσα τεχνη. Κι εγώ συγκλετίζω να γροικώ τσοι
φωνές τωνε. Οποια ανακατώνεται σ’ετσα δουλειά πρέπει να’η
υπομονή σα μαστόρισσα μας απου ετσά κι οψες είδε στα
δοκάρια ένα σαμιάμιθο η Γιαννάκενα και μεις ή γι- ΄’άλλες δεν
τον είδαμε κι εφώνιαζε:
– Ωφου! Να το!
– Κατεβαίνει! Κατεβαίνει!
– Ουλες εμείς εγλακούσαμε να τηνε πιάσουμε να τση βουηθήξωμε
κι η μαστόρισσα ήλεγε χωρίς να κουνήσει.
– Βαλε, παιδί μου τον πόθο σου..
– Απομονή..
– Ευτή φωνες «Κατεβαίνει! Κατεβαίνει!»και κοπέλι πράμα. Κι είντα
τονε! Ο σαμιάμιθος γροικάς.
– Κι είντα καμε;
– Αρσενικό, Δράκο, έκαμε.
– Έξυπνο μπάρε ου θα γενεί
– Λε; Γιαντα;
– Γιατι είναι ο χρόνος δίσεχτος και τα κοπέλια απου γεννιούνται
δίσεχτους χρόνους μεγαλόνουνε ως θα ξετρυπώξουνε από την
κοιλια τση μάνας τωνε . λένε ως θα πέσει λεει «καλημέρα
μπαμπά» ας είναι μέρα ή καλησπέρα αν είναι βράδυ..
– Δεν άκουσα’ γω να χαίρετίξει μου δε τη μάμη μουδέ τον μπαμπά
του. Το νιάου νιάου άκουσα, όξω και να παρακολουθούσα.
Εφημ. «Ρεθεμνιώτικα Νέα»
16/9 1965