Ένας ξεχωριστός πολίτης της Απάνω Κρήτης
![]() |
12/01/2019
Του ΚΩΣΤΑ Δ. ΜΠΛΙΑΤΚΑ
Ανήκω σ’ αυτούς που πρώτα θαύμασαν το Ρέθυμνο, όπως άλλωστε χιλιάδες τουρίστες και περιηγητές, και στη συνέχεια γνώρισαν αυτή την πόλη καλύτερα και την αγάπησαν. Εκεί όμως που χωρίς καν να το αντιληφθώ, έπιασα τον εαυτό μου να ψάχνει σαν αχόρταγο παιδί για πληροφορίες και ιστορικά στοιχεία ήταν η γνωριμία μου με τον Γιώργη Αγγελιδάκη.
Από τον επιστήθιο φίλο μου και παλιό συμφοιτητή Μανόλη Αναγνωστάκη -ο οποίος μου γνώρισε το Ρέθυμνο και γι’ αυτό του είμαι ευγνώμων- έμαθα για αυτόν τον ευπατρίδη και τα «αγωνίσματα της μακράς ζωής του», όπως θα έλεγε ο αείμνηστος Εμμανουήλ Κριαράς.
Ζήτησα να με δεχθεί για να τον δω από κοντά και τούτο έγινε το 2004.
Το πρώτο πράγμα που με συνήρπασε, όπως έγραψα στο βιβλίο που μου εμπιστεύτηκε ο Γιατρός ήταν η αφήγησή του για μια ομιλία του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου στο Ρέθυμνο, στις αρχές της δεκαετίας του 1930.
Πήγαμε στην Πλατεία Αγνώστου Στρατιώτου και όσο ο Γιώργης Αγγελιδάκης μιλούσε το μυαλό μου ταξίδευε. Πίσω από τις ρυτίδες και τα άσπρα μαλλιά ξεπηδούσε η λεβεντιά και λαμπερό βλέμμα του εφήβου Μεσοπολέμου, όπως τα γεννούσε η θύμηση. Ήμουν συγκλονισμένος. Ήμουν τυχερός.
Κατάλαβα τι εννοούσε η παλιά καλή του φίλη, Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα, Ομότιμη Καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης το 2016, όταν έγραψε τα εξής:
«Aνεντράνισμα» σημαίνει αυτόν που κρατάει το κεφάλι ψηλά, που περπατάει ίσια, αλλά αναφέρεται και σε ηθικές ιδιότητες. Υπάρχει επίσης μια άλλη λέξη που συνοψίζει τις ιδιότητες που περιέγραψα: «στημονερός», ο γεροστημονιασμένος άνθρωπος, όρος που κατάγεται από την υφαντική.
Ο Γιώργης Αγγελιδάκης διαθέτει αυτά τα χαρακτηριστικά, αυτή τη γαλήνη, την ηρεμία, την ανεντρανιστή σοβαρότητα, τον ακριβό και ζυγισμένο λόγο, την τρυφερότητα που ήταν συγκρατημένη αλλά που την ένοιωθες. Ακόμη και τώρα που με παίρνει στο τηλέφωνο και μου λέει «Μαρινάκι ίντα κάνεις», αισθάνομαι ότι με τυλίγει μία γλύκα, μία τρυφερότητα που πηγάζει από μία βαθειά αρχοντιά. Ονόμασα τον Γιώργη Αγγελιδάκη «ευπατρίδη».
«Που ακριβώς είχες σταθεί γιατρέ, εκείνο το μεσημέρι του 1932, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος μιλούσε στα πλήθη»;
Ο Γιώργης Αγγελιδάκης προχώρησε λίγο στην πλατεία κοιτώντας σταθερά προς το μεσαίο από τα τρία κτίρια στο βάθος. Το βλέμμα του κατέληξε στο μπαλκόνι του Ζαχαριουδάκη. Όσο προχωρούσε, μου φάνηκε ότι το βήμα του γινόταν όλο και πιο σταθερό. Σα να μην χρειαζόταν και τόσο το μπαστούνι του, σαν να έψαχνε το 12χρονο αγόρι που κάποτε υπήρξε και είχε τρέξει να δει από κοντά και να ακούσει αυτόν για τον οποίο μιλούσε όλη η Ευρώπη. Σταμάτησε κοντά στο άγαλμα:
– «Να εδώ ακριβώς»!
Ήταν μεσημέρι και ο μικρός Γιώργης, μαζί με άλλους συμμαθητές, είχε κάνει «σκασιαρχείο». Δεν θα έχανε με τίποτα αυτή την ομιλία. Ανήσυχοι Ρεθυμνιώτες όχι πάνω από 500, είδαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να βγαίνει στο μπαλκόνι, να κοιτά με αγάπη το πλήθος να βγάζει και να ξαναβάζει το μαύρο του δίκωχο και εν μέσω χειροκροτημάτων να αρχίζει την ομιλία του.
Με πικρό χαμόγελο ο Γιατρός θυμάμαι ότι είχε συγκρίνει εκείνη την ήρεμη συγκέντρωση με τις ογκώδεις και θορυβώδεις συνάξεις μεταφερόμενων οπαδών που κυριάρχησαν στην Ελλάδα πολλές δεκαετίες αργότερα…
Το δεύτερο και πιο ουσιαστικό σημείο, ίσως, είναι η συγκροτημένη του άποψη για το Ρέθυμνο του 20ου αιώνα, για τα γεγονότα που συγκλόνισαν το ιστορικό και πανέμορφο αυτό μέρος και τους πρωταγωνιστές που διαμόρφωσαν την πολιτιστική και κοινωνική του φυσιογνωμία. Νίκος Ασκούτσης, Παντελής Πρεβελάκης, Άννα Αποστολάκη, Νικίας Σταυρουλάκης, Τίτος Πετυχάκης, Βαγγέλα Κλάδου και πολλές άλλες προσωπικότητες δέσποζαν στις πάντα γόνιμες συζητήσεις μας με τον Γιατρό.
Διαρκής ήταν η ανάγκη του Γιώργη Αγγελιδάκη να παρεμβαίνει στα δημόσια πράγματα, να προσφέρει, να ανοίγει δρόμους όπως συνέβη με το Νοσοκομείο και το Πανεπιστήμιο. Επίσης αρθρογραφώντας στον τοπικό Τύπο, είτε μιλώντας σε εκδηλώσεις, είτε δίνοντας κάποιες αραιές συνεντεύξεις, όπου αμέσως ξεχωρίζεις έναν λιτό, διεισδυτικό, ακριβοδίκαιο λόγο όπως και αίσθηση του μέτρου και της ιστορίας. Στη θέση του πολύ συνηθισμένου και πάντα ολέθριου αυτοθαυμασμού φώλιασε σ’ αυτό τον άνθρωπο η σύνεση, ο αυτοσαρκασμός και ακόμα πιο βαθειά, μια έγνοια για τη μοίρα του τόπου του. Ήταν χωρίς αμφιβολία πολυμαθής, γεμάτος εμπειρίες ζωής, πολιτικοποιημένος αλλά όχι «κομματικό ον» και έντιμος στους στόχους του. Πάνω από όλα σεμνός και φιλόξενος.
Οι συζητήσεις και οι περίπατοι στο Ρέθυμνο έγιναν το 2014 και 2015 με αφορμή το δικό μου αίτημα να γίνει ένα φωτογραφικό λεύκωμα διανθισμένο από μερικές αφηγήσεις του Γιώργη Αγγελιδάκη και παρεμβάσεις σπουδαίων διανοουμένων, πανεπιστημιακών και ιστορικών, το οποίο ο Γιατρός δεν ήθελε να γίνει επιμένοντας συνεχώς «δεν είμαι για να μου βγάλουν βιβλίο». Εγώ επέμεινα περισσότερο όπως και ο Μανόλης Αναγνωστάκης που έκανε την επιμέλεια.
Στον επίλογο του βιβλίου θέλησα να μεταφέρω τα εξής:
«Βλέποντας σε όλους του περιπάτους μας στο Ρέθυμνο τον Γιώργο Αγγελιδάκη, αδιαμαρτύρητα να ανεβαίνει σκαλιά, να μας οδηγεί από γειτονιά σε γειτονιά για να μας δείξει αυτοπροσώπως μέρη ιστορικά και εμβληματικά για την πόλη, δεν μπορεί να μην θαυμάσεις τη ζωντάνια του, τη θέληση για ζωή και τον αυτοσαρκασμό του όταν σε κάποιες στιγμές τον προδίδει η ηλικία σε θέματα …ταχύτητας βαδίσματος.
«Πρώτον στην κληρονομικότητα από τη μητέρα μου οφείλω την μακρά ζωή μου», λέει κατηγορηματικά και προσθέτει: «Πέθανε 100 ετών. Την άφησα να πεθάνει ενώ θα μπορούσα να την κρατήσω για λίγο βέβαια, ακόμα στη ζωή. Βλέπετε σε δύο μήνες μόλις μετά πέθανε ο αδελφός μου και δεν ήθελα να το ζήσει αυτό η μάνα μας».
«Από κει και πέρα ρόλο παίζει αναμφισβήτητα και ο τρόπος ζωής και η ποιότητα διατροφής».
Το Ρέθυμνο. Τι είναι για σένα; Τον ρώτησα.
«Τόπος και τρόπος του βίου είναι για μένα το Ρέθυμνο. Εδώ αφιέρωσα τη ζωή μου με ότι σημαίνει αυτό, οικογενειακά, πολιτικά, επαγγελματικά. Άρα δεν μπορεί παρά να είναι κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Μην περιμένει να είμαι αντικειμενικός σ’ αυτό, αλλά αξίζει να ζεις και να δημιουργείς σε έναν τόπο σαν κι αυτόν».
Το βράδυ συχνά σκέφτεται αυτούς που έχουν φύγει. Το θέμα είναι « να μην φοβάσαι να γεράσεις» λέει.
Και βέβαια, συμπληρώνει «δεν μπορεί να σταματήσει το μυαλό να λειτουργεί».
«Σκέφτομαι τη νύχτα πράγματα που αφορούν σε όλους είτε ζουν, είτε έχουν φύγει. Συνομιλώ, συνδιαλέγομαι, τους σκέφτομαι σαν να είναι παρόντες, από τα παιδικά μου χρόνια μέχρι πρόσφατα».
Τι είναι ο θάνατος;
«Θα ήμουν ανόητος αν σου απαντούσα ότι δεν τον σκέφτομαι. Η πεποίθησή μου είναι ότι ο άνθρωπος αφού πεθάνει είναι χημικά στοιχεία. Τα περί κολάσεως και ψυχής είναι ιδεοληψίες και ιδιοτέλειες της θρησκείας».
Υπάρχει πράγματι η Άνω και η Κάτω Κρήτη;
«Προφανώς ναι αν εννοούμε από τη μια τους ανθρώπους που είναι αξιόλογοι και χρήσιμοι για το νησί της Άνω Κρήτης και από την άλλη εκείνους που τη λυμαίνονται με την όποια μορφή βίας για προσωπικό τους όφελος».
Συμβουλές έχεις για τη νέα γενιά που είναι η γενιά των δισέγγονων για σένα;
«Οι συμβουλές προς τους νέους έχουν αξία μόνο όταν το παιδί βλέπει στο πρόσωπο του συμβουλάτορα έναν άξιο άνθρωπο. Όταν νοιώθει ότι ο γονιός, ο δάσκαλος, οι μεγαλύτεροι έχουν αποδείξει ότι με τη ζωή τους δίνουν καλό παράδειγμα. Αλλιώς φοβούμαι ότι οι συμβουλές θα κάνουν κακό».
*Τι θα θυμάμαι πιο πολύ; Αυτό που ο Γιώργης Γραμματικάκης στον δικό του πρόλογο έγραψε καλύτερα:
«Η λέξη «δημοκρατικός» έχει ασφαλώς εκφυλισθεί στις μέρες μας από τα όσα κουβαλά η εποχή και τα δεινά της πατρίδας μας. Στο πρόσωπο του Γιώργη Αγγελιδάκη, η λέξη ωστόσο αποκαθίσταται, και αποκτά το γνήσιο, αρχετυπικό της περιεχόμενο. Η δημοκρατικότητά του εκφράζεται τόσο στην καθημερινή ζωή, όσο και στις πολιτικές του επιλογές. Δεν γίνεται όμως ποτέ κραυγαλέα, ούτε υποκριτική. Το ίδιο συμβαίνει και με την Κρητική ψυχή του: Είναι σεβασμός στην ιστορία και τις παραδόσεις του νησιού, ποτέ αυτοδιαφήμιση ή κομπασμός».
Που ακούστηκε να πεθαίνει ο Γιατρός. Η λεβεντιά του, η προσωπικότητά του, η άνεσή του να μιλά με εφήβους και ταυτοχρόνως με ανθρώπους με δισέγγονα ήταν πάντα τόσο έντονα, τόσο παρόντα. Δεν ήθελε και πολύ να νοιώσεις εκείνη τη μεταφυσική «πεποίθηση» ότι ο Γιώργης Αγγελιδάκης δεν θα φύγει, παρά την επιβάρυνση των 99 σχεδόν χρόνων του και την επιδείνωση της υγείας του από το 2018.
Μέχρι εκείνο το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ήταν ο Μανόλης όπως διάβασα στην οθόνη. Μια από τις πολλές συνομιλίες μας. Αυτή τη φορά όμως κάτι ένοιωσα.
– «Μη μου πεις…» ψέλλισα.
– «Ναι δυστυχώς…».