ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
Η ΥΠΟΔΟΧΗ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΤΟ ΣΠΗΛΙ
Όταν οι Γερμανοί απεσύρθησαν απ’ όλη την Κρήτη και μαζεύτηκαν στα ΧΑΝΙΑ μόνο, τότε ο Διοικητής μου στον ΙΕΡΟ ΛΟΧΟ, που ήμασταν στα Δωδεκάνησα, μου έδωσε άδεια να πάω στο χωριό μου το ΣΠΗΛΙ για να με δουν οι Γονείς μου και να σταματήσουν να μου κάνουν τα Μνημόσυνα.
Πήγα λοιπόν στο Ρέθυμνο με τη Στολή του ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΗ υπολοχαγού που για πρώτη φορά οι ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΕΣ έβλεπαν Έλληνα Αξιωματικό με Στολή. Αυτό για εκείνους που δεν με εγνώριζαν. Για εκείνους που με γνώριζαν πριν ήταν οι Συμμαθητές από το Γυμνάσιο και ένας πολύ μεγάλος αριθμός γνωστών μου που ήξεραν ότι ήμουν σκοτωμένος και πολλοί είχαν πάει στα Μνημόσυνά μου στο ΣΠΗΛΙ η έκπληξης και η χαρά ήταν πάρα πάρα πολύ μεγάλη.
Από το Ρέθυμνον με το Λεωφορείο πήγαινα για το ΣΠΗΛΙ. Σε όλα τα χωριά που περνάγαμε οι χωρικοί σταμάταγαν το Λεωφορείο για να δουν τον Νεκραναστάντα και περισσότερο για να με ρωτήσουν οι χαροκαμένοι Γονείς Στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον πόλεμο αν υπήρχε ελπίδα να ζουν και τα δικά τους παιδιά.
Εγώ λοιπόν τους έλεγα ότι στον πόλεμο τίποτα δεν είναι απίθανον όλα είναι πιθανά.
Σκεφτείτε ότι εμένα μου έκανε μνημόσυνο η Σχολή των Ευελπίδων, διότι επισήμως τους πληροφόρησαν ότι σκοτώθηκα στην Αλβανία από τους Ιταλούς.
Ακόμα μετά επισήμως ειδοποίησαν οι Γερμανοί και ο Ερυθρός ότι σκοτώθηκε ένας Αυτόπτης μάρτυς. Αξιωματικός φίλος μου έγραψε ότι με σκότωσαν οι Γερμανοί μπροστά στα μάτια του.
Εάν με όλες αυτές τις επίσημες πληροφορίες ότι εγώ είμαι νεκρός και όμως είμαι ζωντανός! σκεφτείτε μόνοι σας εάν το παιδί σας δεν θα το δείτε μια μέρα Ζωντανό, όπως σε λίγο θα με δει και εμένα ο πατέρας μου.
Αυτοί γεμάτοι από δάκρυα χαράς με φιλούσαν και ευχόμαστε όλοι και τα παιδιά τους να είναι ζωντανά.
Τελικά όταν έφθασε το Λεωφορείο στα ΝΤΑΡΙΒΙΑΝΑ άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες και οι Νταριβιανοί, πολλοί από τους οποίους ήμασταν συγγενείς, άρχισαν να με αγκαλιάζουν και να με φιλούν και τα μάτια όλων ήταν κλαμένα από χαρά.
Τελικά το αυτοκίνητο έφτασε στην πλατεία του χωριού στις Βρύσες. Εδώ δεν βρίσκω λόγια να περιγράψω τις σκηνές. Δεν ήταν υποδοχή ενός ήρωα. Δεν ήταν υποδοχή ενός Ιερολοχίτη με στολή Αξιωματικού.
Ήταν υποδοχή του παιδιού τους, του αδελφού τους. Όλοι κι εγώ βέβαια, κλαίγαμε από ανείπωτη χαρά. Ούτε χειροκροτήματα ούτε ζητωκραυγές. Τίποτα απολύτως. Ησυχία! Ο καθένας περίμενε τη σειρά του για να με σφίξη στην αγκαλιά του και να με γεμίσει φιλιά.
Πρώτος βέβαια ήταν ο πατέρας μου. Φοβήθηκα ότι θα πέσει χάμω από την συγκίνηση και μετά τις αγκαλιές και φιλιά τον παρέδωσα στον αδελφόν του τον Μανώλη να τον υποβαστάζει να μην πέσει. Μετά η αδελφή μου και όλοι οι συγγενείς, τέλος όλοι οι χωριανοί. Οι χωριανοί εμένα και την αδελφή μου μας αγαπούσαν σαν παιδιά τους, γιατί όταν πήγαμε στο ΣΠΗΛΙ μικρά παιδιά μας λυπόντουσαν σαν ορφανά και μας αγαπούσαν γιατί κι εμείς του αγαπούσαμε γιατί με όλους σχεδόν μας συνέδεε ένας βαθμός συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας. Η αδελφή μου περιγράφει αναλυτικά το πόσο μας αγαπούσαν οι Σπηλιανοί στο συνημμένο χαρτί που περιγράφει κι αυτή την υποδοχή που μου έγινε στο Σπήλι. Συνημμένα είναι και το τι γράφει ο Γιάννης ο Κουμεντάκης. Όταν τέλειωσαν τα δάκρυα, τα φιλιά και τα αγκαλιάσματα έτρεξα στην γιαγιά μου, την Μητέρα της νεκρής Μαμάς μου. Αυτή ήταν ακίνητη στο κρεβάτι.
Όταν πήγα έγινε κάτι που κανείς δεν το περίμενε.
Σηκώθηκε και με αγκάλιασε και για πολλή ώρα με φιλούσε κι έλεγε από τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής της.
Το ίδιο αισθανόμουν κι εγώ.
Μετά κάθισε σε μια ξύλινη πολυθρόνα και μου είπε το πώς είδε όραμα τη Μαμά μου και όλα όσα περιγράφω στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’.
Μετά της διηγήθηκα κι εγώ πως έγιναν στην πραγματικότητα τα γεγονότα. Τα γεγονότα στην Αλβανία που είχα τραυματιστεί πολύ βαριά και με έπιασαν οι Ιταλοί. Μετά τις δραπετεύσεις μου και τέλος πώς έγιναν τα γεγονότα και δραπέτευσα από τους Γερμανούς.
Πολλοί Σπηλιανοί με είχαν ακολουθήσει μέχρι το σπίτι της Γιαγιάς μου και όλοι με άκουγαν με νεκρική σιγή.
Όταν τελείωσα την διήγησή μου η Γιαγιά μου μου λέει. Τους βλέπεις όλους αυτούς παιδί μου Παντελή, όλοι πίστευαν ότι εγώ τους έλεγα ότι ζεις γιατί ήμουν τρελή.
Ρώτησέ τους τώρα εγώ ήμουν η τρελή ή αυτοί και όλοι Γελάσαμε.
Μετά μου λέει πάμε τώρα παιδί μου στην άλλη σου Γιαγιά να χορέψομεν οι τρεις μας γιατί έτσι το υποσχέθηκε η μια μας στην άλλη.
Τότε δύο άνδρες γεροί την έπιασαν όπως καθόταν στην πολυθρόνα και την σήκωσαν μαζί με την πολυθρόνα γα να την πάνε στην άλλη μου Γιαγιά.
Τότε αυτή τους λέει αφήσετε την πολυθρόνα και εμένα κάτω, γιατί εγώ θα πάω με τα πόδια μου, γιατί θα στηρίζομε στο γερό μπράτσο του Παντελή μου.
Με τα πόδια πήγε στο σπίτι της άλλης μου Γιαγιάς αυτή που ήταν στο κρεβάτι τώρα και μήνες.
Μετά πήγα στο καφενείο που είχαν συγκεντρωθεί όλοι οι Χωριανοί: Γέροι, Νέοι, Γυναίκες και παιδιά.
Εκεί άρχισε να παίζει η Λύρα και το λαγούτο.
Την λύρα, την έπαιζε ο καλύτερος Λυρατζής της εποχής με πάρα πολύ μεγάλη όρεξη, ο Μαρκογιώργης.
Εγώ βρισκόμουν στον έβδομο ουρανό από ανείπωτη χαρά γιατί αυτή τη στιγμή την ονειρευόμουν όλα τα χρόνια που ήμουν στις φυλακές της Ιταλίας μελλοθάνατος.
Λέω μελλοθάνατος, γιατί μας είχαν πει οι Ιταλοί ότι εμάς τους επανασυλληφθέντες δραπέτες αν οι Σύμμαχοι σκοτώσουν ένα Ιταλό θα σκοτώσουν πέντε (5) από εμάς.
Τότε μου έρχεται μια μαντινάδα στο μυαλό και την τραγούδησα:
«Χάρε δεν σε φοβούμε πια και ότι και αν θέλεις κάμε
και ανέ γυρεύγης να με βρης κάτεχε πως επάμε».
Δηλαδή προκαλούσα τον Χάρο πως αν ψάχνει να με βρει να ξέρει ότι είμαι εδώ!».
Όλες οι Γυναίκες άρχισαν να σταυροκοπιούνται και μου έλεγαν να μην προκαλώ τον Χάρο.
Πράγματι είχαν δίκιο όταν τελείωσε ο χορός ο Χάρος είχε πάρει την Γιαγιά μου.
Θα μου πείτε σύμπτωση. Εγώ όμως είχα τύψεις.
Εγώ είπα αυτή την μαντινάδα γιατί ήταν η μεγαλύτερη χαρά της ζωής μου και να πέθαινα τώρα δεν με ένοιαζε.
Μετά τον χορό πήγαμε στο σπίτι της Νεκρής Γιαγιάς μου. Μου φάνηκε ότι έβλεπα πρώτη φορά νεκρό.
Είχα δει πάρα πολλούς νεκρούς στους πολέμους, αλλά εδώ ήταν το κάτι άλλο.
Δεν μπορώ να περιγράψω τα συναισθήματά μου.
Φοβούμαι ότι αν επιχειρήσω να περιγράψω τα συναισθήματά μου όταν έβλεπα νεκρή τον άνθρωπο που αγάπησα περισσότερο από τον εαυτό μου τότε θα γράψω τόσο φτωχά λόγια που ούτε κατ’ ελάχιστο θα ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Όταν πέθανε η Μητέρα μου την οποία ελάτρευα δεν στενοχωρέθηκα γιατί ήμουν 5 ετών και πίστευα ότι είχε πάει σ’ ένα μεγάλο ταξίδι και ότι θα ερχόταν. Εγώ δεν στενοχωριόμουν γιατί την περίμενα.
Εδώ όμως πέθανε η άλλη μου η Μητέρα και ήξερα ότι από το ταξίδι που πήγε δεν θα ξανάρθει.
Η σκέψη ότι Δεν θα την ξαναδώ με τρέλαινε.
Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον θάνατο.
Είχα και τύψεις, γιατί είπα την μαντινάδα και προκάλεσα το χάρο. Οι τύψεις μου λιγόστευαν όταν σκεπτόμουν ότι του είχα πει να πάρει εμένα όι κανένα άλλο.
Κάθισα τρεις ημέρες στο Σπήλι και είδα όλους τους δικούς μου, που με είχαν τρελάνει στις ερωτήσεις για το πώς με σκότωσαν οι Ιταλοί στην Αλβανία αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες πως με σκότωσαν οι Γερμανοί στο τρένο.
Την επομένη το απόγευμα έρχεται ένας θείος μου και μου λέει ότι συγκεντρώθηκαν σχεδόν όλοι οι Σπηλιανοί στο καφενείο και θέλουν να πάω να τους πω τις ιστορίες μου στους πολέμους.
Πήγα, τους είπα όλες μου τις ιστορίες και μετά αυτοί τις έλεγαν σε όσους ή όσες δεν είχαν έλθει στο καφενείο.
Τις έλεγαν όχι μόνο στους χωριανούς και χωριανές αλλά και στα άλλα χωριά που πήγαιναν.
Αυτό το λέω γιατί μου το έγραψε ο Ιστοριογράφος κ. Μουρέλος και μου ζήτησε να τους τι πως για να γράψω ένα βιβλίο. Έχω την επιστολή του.
Πήγα για να πω στον Μουρέλο ότι ήθελε, αλλά είχε πεθάνει.
Εκείνο που με έκανε να χαίρομαι με την επίσκεψή μου στο Σπήλι είναι ότι βρήκα όλους τους άλλους δικούς μου με υγεία.
Ακόμα ότι ήταν τρισχαρούμενοι γιατί είχαν φύγει οι Γερμανοί. Μου διηγιόντουσαν κι αυτοί το τι υπέφεραν με τους Γερμανούς. Ακόμα τις εκτελέσεις που είχαν κάμει στα διάφορα χωριά.
Όλοι τους ονόμαζαν ανθρωπόμορφα κτήνη.
Έτσι η υγεία και η χαρά των δικών μου που με είδαν και το ότι είχαν φύγει μόλις προ ολίγον ημερών οι Γερμανοί ήταν οι δύο ευχάριστες εντυπώσεις με τις οποίες έφυγα από το Σπήλι και γύρισα στον ΙΕΡΟ ΛΟΧΟ.
Την επιστροφή μου στον ΙΕΡΟ ΛΟΧΟ την περιγράφω στο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’. Το αναφέρω αυτό γιατί η υποδοχή ήταν ενθουσιώδης, διότι είχα δώσει στους δικούς τους τα διπλάσια χρήματα απ’ όσα μου είχαν δώσει.
Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς τι υποδοχή μου έκαμαν.
Η άδειά μου αυτή ήταν η ωραιότερη της ζωής μου εξαιτίας της υποδοχής που μου έκαμαν στο χωριό μου το ΣΠΗΛΙ και εξαιτίας της υποδοχής που μου έκαμαν οι Ιερολοχίτες όταν επέστρεψα στον ΙΕΡΟ ΛΟΧΟ. Το μόνο άσχημο ήταν ο θάνατος της γιαγιάς μου.
(Έτσι τελείωσε η υποδοχή στο χωριό μου το ΣΠΗΛΙ).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
Πώς έζησα τον θάνατο του αδελφού μου Παντελή στο Σπήλι στο χωριό μας
Πριν από τον Ιταλογερμανικό πόλεμο το χωριό μας το Σπήλι ήταν μικρό.
Όλοι μια οικογένεια, ή συγγενείς στενοί ή μακρινοί ή κουμπαροσυντέκνοι ή γείτονες και φίλοι, αφού και οι δύο γονείς μας ήταν από το ίδιο χωριό. Επειδή είχε πεθάνει η μητέρα μας γίναμε τα ορφανά που αγαπούσαν και όλοι μας προστάτευαν. Ήταν δε και οι δύο παππούδες μας και γιαγιάδες μας χρήσιμοι άνθρωποι στο χωριό, γιατί ο ένας παππούς, της μητέρας μας ο πατέρας, ήταν ο κτηνίατρος πρακτικός, βέβαια και η γιαγιά μας, του πατέρα μας η μάνα, ήταν η μαμή του καιρού εκείνου. Όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, επήγε και ο πατέρας μου απόστρατος Συνταγματάρχης διοικητής τότε στην Κορυτσά κι ο αδελφός μου ο Παντελής ονομασθείς ανθυπολοχαγός στο τρίτο έτος πριν τελειώσει τη Σχολή Ευελπίδων στην πρώτη γραμμή του πολέμου στην Αλβανία. Η Σχολή Ευελπίδων τον ανέφερε θανόντα ύστερα από λίγο καιρό, πράγμα που εμείς δεν το μάθαμε. Τον ξέραμε σαν αιχμάλωτο στην Ιταλία από τα δελτάρια που μας έστελναν στο χωριό πάντα ευχαριστημένος (λόγω λογοκρισίας), έμεινε εκεί για περίπου 2 και πλέον χρόνια, οπότε είχε ακολουθήσει η Γερμανική κατοχή στην Ελλάδα κι ο πατέρας μου βρισκόταν πια στο Σπήλι.
Ζούσαμε με την αβεβαιότητα και το φόβο καθημερινά.
Μια μέρα ελάβαμε από τον Ερυθρό Σταυρό την αγγελία του θανάτου του αδελφού μου σαν δολοφονηθείς υπό των Γερμανών δραπετεύοντας από αμαξοστοιχία κατά τη μεταφορά του από Ιταλία εις Γερμανία. Συγχρόνως έφθασαν γράμματα συνεχμαλώτων και φίλων του που ανέφεραν λεπτομερώς τον θάνατό του. Στο άκουσμα της ειδήσεως αυτής όλο το χωριό ανάστατο, δεν ήξερα τι να κάμουν για να ανακουφίσουν τον πόνο μας. Άφωνοι όλοι, ο πατέρας μου στο κρεβάτι συνεχώς να καπνίζει ακατάπαυστα και ο γιατρός του χωριού, φίλος στενός, επεσήμανε τον κίνδυνο της τακτικής του αυτής, χωρίς ν’ ακούει κανένα. Η στεναχώρια μας μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Με μεγάλο πόνο σύρθηκε την Εκκλησία για την κηδεία του παιδιού του, που έγινε με κενοτάφιο από δάφνες.
Σύσσωμο το χωριό με θλίψη παρακολούθησαν την νεκρώσιμο ακολουθία, με λόγους και ποιήματα. Ένας άνθρωπος μόνο δεν πίστεψε το θάνατο του Παντελή. Ήταν η μητέρα της μάμας μας. Ούτε κόλλυβα έφαγε, ούτε ήλθε στην κηδεία, ούτε έκλαψε, αλλά μας διαβεβαίωνε πως ζει, γιατί είχε ιδεί, την προηγούμενη νύχτα τη νεκρή μητέρα μας όραμα, η οποία της είχε πει να μην πιστέψει ότι θα άκουγε την επομένη για το παιδί τους, αλλά ότι ζει, είναι στην Αμερική και ότι δεν θα πεθάνει αν δεν τον έβλεπε ζωντανό ότι κι αν κάνει. Όλοι πιστέψαμε πως τρελάθηκε από τον πόνο της και κανείς δεν προσπαθούσε να την πείσει, αφού αυτό ήταν αδύνατο.
Εννέα μήνες περάσανε και κάναμε τα μνημόσυνα. Μέσα σ’ αυτούς τους μήνες της βαθιάς θλίψης μας, μια αδελφή του πατέρα μου, που ο άνδρας της ήταν βοσκός και ζούσε στο βουνό, έρχεται μια μέρα και λέει στον πατέρα μου ότι ο Παντελής ζει και είναι στην Αίγυπτο, με την Ελληνική Κυβέρνηση γιατί της το είπε ένας αντάρτης, ο οποίος ήλθε σύνδεσμος για την αντίσταση από την ελληνική κυβέρνηση και έφερνε κι αυτή την είδηση, με φωτογραφία, και λεπτομέρειες για τη ζωή του. Ο πατέρας μου δεν το πίστεψε βέβαια λέγοντάς της ότι κάποιος άλλος υποδύεται τον γιο του, αφού είχε επίσημες βεβαιώσεις από τον Ερυθρό Σταυρό, κι ανεπίσημες από αυτόπτες μάρτυρες, φίλους του και συναιχμαλώτους. Με πολλή επιμονή κατάφερε τελικά να τον πείσει, να πάει στο βουνό σε μια σπηλιά που ήταν ο σύνδεσμος και να τον συναντήσει.
Οι προφυλάξεις και η απόλυτη μυστικότης ήταν μεγάλες. Ο πατέρας μας σαν αξιωματικός έδινε το παρόν στην Κεστάμπο, και επαρακολουθήτο σε όλες του τις κινήσεις από τους Γερμανούς.
Ο φόβος να τον εκτελέσουν αν επληροφορούνταν ότι θα πάει στο βουνό να συναντήσει αντάρτες ήταν σίγουρος και η δικής μας ταλαιπωρία μεγάλη, αφού πριν λίγο καιρό εμένα με είχαν συλλάβει οι Γερμανοί για 10 μέρες στη φυλακή και ανακρίσεις σαν συνεργάτης της Εθνικής Αντίστασης.
Τον πήρε λοιπόν και πήγαν στο βουνό τελικά, γιατί όπως σας είπα και προηγουμένως όλοι μας αγαπούσαν και το περισσότερο το χωριό ήταν οργανωμένο στην Εθνική Αντίσταση.
Ο φόβος της προδοσίας ήταν σχεδόν απίθανος. Η συνάντηση έγινε. Η σκηνή συνταρακτική από όσα εμάθαμε, γιατί του έδειξε φωτογραφία ιδιοχείρως γραμμένη, και οι λεπτομέρειες για τη ζωή του από όσα του είπε, αφού τον είχε ιδεί με τα ίδια του τα μάτια, έπεισαν τον πατέρα πως ζει.
Τώρα αλλάζουν τα πράγματα. Δεν μας λέει τίποτε στο γυρισμό του, μήπως από αφέλεια προδοθούμε. Εμείς όμως από την έκφρασή του είδαμε την ευτυχία διάχυτη κι αναθαρρέψαμε. Δεν μιλούσαμε όμως. Μόνο μια κρυφή ελπίδα και χαρά υπήρχε, έστω κι αν συνεχίζαμε τα μνημόσυνά του τους 9 μήνες. Η ήττα των Γερμανών μυστικά διεδόθη. Μια μέρα έφυγαν κι εμείς ελευθερωθήκαμε. Την εικόνα του κόσμου με τα παραλήρημα και τους ενθουσιασμούς μπορεί κανείς να την φανταστεί. Μέσα σ’ αυτόν τον καιρό μας ειδοποιεί ότι έρχεται να μας ιδεί στο χωριό ο Παντελής. Εδώ δεν γίνεται πιστευτό ότι κι αν πω γιατί η χαρά όλων, μαζί μ’ εμάς και των συγχωριανών ήταν αφάνταστη. Υπήρχε τόση ομορφιά κι ευτυχία, από την αγάπη που ξεχείλιζε από τον κάθε άνθρωπο, που λες σήμερα γιατί αυτή η διαφορά στον κόσμο των συναισθημάτων ανάμεσα στους ανθρώπους. Άλλο πράγμα το σήμερα με το χθες. Τι φταίει; Ίδιοι άνθρωποι είμεθα. Αλίμονό μας το για κάθε τι όμορφο που αφήνουμε να χαθεί. Και επανέρχομαι. Με την είδηση του ερχομού του ακούσαμε τις καμπάνες, να κτυπούνε χαρμόσυνα στο διπλανό χωριό, τα Δαριβιανά. Το αυτοκίνητο που τον έφερνε τον σταματούσαν κάθε τόσο, όσο να φτάσει, για το χωριό, να τον ιδούν και να τον αγκαλιάσουν και να τον φιλούν. Όλο το χωριό κάτω στο κέντρο στις βρύσες μαζί με μας συγκεντρωμένοι μικροί και μεγάλοι, ένας ένας χωριστά και με δάκρυα στα μάτια κι ευχές τον υποδέχοντο.
Επήγε κατ’ ευθείαν στο σπίτι της γιαγιάς, τη μητέρα της μάνας μας, να την ιδεί γιατί ήταν η μόνη απούσα, αφού ήταν κατάκοιτη πολύ καιρό και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ο θάνατός όπως μας διαβεβαίωνε ο Γιατρός ήταν τώρα και καιρό Σίγουρος. Απορούσε πως άντεχε ακόμα. Εζούσε με την κρυφή ελπίδα να ξαναϊδεί τον Παντελή. Έτσι και έγινε. Μόλις τον αντίκρισε σηκώθηκε, τον αγκάλιασε και τον φιλούσε πολλές φορές, ξανά τον αγκάλιαζε και έκλαιγε από χαρά. Μιλούσαν πολλή ώρα, δεν τον άφηνε να φύγει. Κάθισε παιδί μου ακόμα να σε ιδώ. Δεν τον χόρταινε. Όμως οι χωριανοί στο καφενείο, είχαν οργανώσει χορό για να γιορτάσουν τον ερχομό του.
Ειδοποίησαν πως τον περίμεναν να κατέβει. Με δυσκολία αποχώρησεν από της γιαγιά μου την αγκαλιά, υποσχόμενος πως το πρωί μόλις ξυπνούσε θα πήγαινε να την ξαναϊδεί. Όμως δεν πρόλαβε.
Μας ξύπνησαν οι νεκρώσιμες καμπάνες του θανάτου της. Η γιαγιά είχε πεθάνει, μόλις εκπληρώθηκε η επιθυμία της. Όπως ακριβώς της το είχε πει η κόρη της στο όραμα.