Μνήμες Λεωνίδα Χατζηδάκη και Στέλιου Μπαγουράκη

ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1994

 

Ο εξαίρετος συμπολίτης κ. Λεωνίδας Χατζηδάκης, γνωστός για την ευρυμάθεια του και την αξιοπιστία του, βρέθηκε τυχαία τις μέρες της καταστροφής στο σπίτι μας στο Ανω Μέρος.

Ζήσε ολοζώντανα κι από κοντά τη φρίκη του ολοκαυτώματος και τις τελευταίες στιγμές των μελλοθανάτων. Είναι ίσως ο τελευταίος που συνομίλησε με πολλούς απ’ αυτούς.

Με αφορμή τα πενήντα χρόνια από τη θυσία του ζήτησα να μου ζωντανέψει ολες εκείνες τις τραγικές ώρες που κι εγώ έζησε μαζί του, κι αυτός ευχαρίστως μου έδωσε γραφτά τις αναμνήσεις του, γιατι το θεωρούσε χρέος του, όπως μου είπε.

Οι εικόνες που μας παρουσιάζει είναι συγκλονιστικές. Για πρώτη φορά και με τόση λεπτομέρεια ζούμε τα φρικιαστικά γεγονότα των ημερών εκείνων και κυρίως μαθαίνουμε πως ακριβώς έγινε η επιλογή των μελλοθανάτων μέσα στο Σχολείο.

Ακόμη με τις αναμνήσεις του ο κ. Χατζηδάκης δίνει με μοναδικό τρόπο το μεγαλείο της ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑΣ των εκτελεσθέντων και εξηγεί γιατί πράγματι τους αξίζει ο φωτοστέφανος του μάρτυρα και του ήρωα, όπως ο ίδιος περιγράφει.

Ο Λεωνίδας Χατζηδάκης λοιπόν Θυμαται:

 

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΟΥ ΑΝΩ ΜΕΡΟΥΣ

Απίστευτο πώς πέρασαν από τότε πενήντα χρόνια. Οι αναμνήσεις, φοβερές, οδυνηρές, ολοζώντανες, κυρίευσαν τη μνήμη μου και με πληγώνουν.

Στο Άνω Μέρος, χωριό της καταγωγής του πατέρα μου, είχα πάει την προηγουμένη ημέρα από το Ρέθυμνο, για να τρυγήσω το μοναδικό αμπέλι που είχαμε από τον Παππού μου. Το χωριό ήτανε ζωσμένο από παντού με πάνοπλους Γερμανούς, συνολικής δύναμης περίπου ενός λόχου. Στο γιακά τους είχαν για έμβλημα της στρατιωτικής μονάδας τους τη νεκροκεφαλή.

Μέσα στην αίθουσα που μας φύλαγαν, εγκαταστάθηκαν στην έδρα ο Γερμανός λοχαγός, δυο υπαξιωματικοί και ένας Ελληνομαθής γκεσταπίτης, ονόματι ΕΡΜΑ που ουσιαστικά διηύθυνε τα πάντα.

Στην αρχή μας διάβασαν στα ελληνικά μια διαταγή του Φρουρίου Κρήτης που έλεγε πως επειδή το ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ βοήθησε και εκάλυψε την απαγωγή του στρατηγού ΚΡΑΪΠΕ και συμμετείχε σε πολλές εχθρικές για τα στρατεύματα κατοχής ενέργειες , αποφασίσθη το χωριό να καταστραφεί τελείως και οι κάτοικοι του να τιμωρηθούν παραδειγματικά.

Υστερα ο γκεσταπίτης διάβασε ένα κατάλογο από επτά ονόματα χωριανών, που τους καταζητούσαν και από τους οποίους δεν βρήκαν κανένα. Αυτοί γνωρίζοντας ότι κινδύνευαν δεν έμεναν μέσα στο χωριό, αλλά μαζί με αρκετούς άλλους προνοητικούς χωριανούς έμεναν τα βράδια ψηλά έξω από το χωριό.

Όταν δεν βρήκαν κανένα από τους καταζητούμενους μανιασμένοι άρχισαν να ελέγχουν ταυτότητες όλων οσων βρίσκονταν στο Σχολείο.

Αρχικά ξεχώρισαν όλους που είχαν ταυτότητα εκτός του ΑΝΩ ΜΕΡΟΥΣ και μας έστησαν στη γωνία της αίθουσας.

Υστερα αρχίσαν να ξεχωρίζουν από τους χωριανούς κατά προτίμηση αυτούς που είχαν επίθετα όμοιά  με τους καταζητούμενους. Αυτούς τους έκλειναν με ισχυρή φρούρηση στο διπλανό γραφείο του σχολείου και επρόκειτο να δώσουν τον φριχτό φόρο του αίματος που τότε κανείς δεν υποψιαζόταν.

Όταν τελείωσε ο έλεγχος των ταυτοτήτων χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο αριθμός όσων ήταν στο σχολείο, ξεκινήσαμε σε φάλαγγες ξεχωριστά τα γυναικόπαιδα και χωριστά οι άνδρες όμηροι.

Στη δική μας φάλαγγα που φρουρείται από 6 πάνοπλους Γερμανούς, έρχονται να προστεθούν από αυτούς που βρέθηκαν στο χωριό, αλλά κρύφτηκαν και δεν βρέθηκαν στη διαλογή των μελλοθανάτων

Έμεινα φιλοξενούμενος στο σπίτι του ξαδέλφου μου Γιώργη Μπαγουράκη που θα με βοηθούσε στο τρύγος.

Η νύχτα πέρασε ανήσυχη, με τα σκυλιά του χωριού να ουρλιάζουν λυπητερά. Μόλις χάραξε η μέρα Τρίτη 22-8-1944 η πόρτα του ισογείου που έμενα, άνοιξε με τις κλωτσιές ενός πάνοπλου εξαγριωμένου Γερμανού στρατιώτη, που φώναζε: «ολοι οι άντρες στο σχολείο». Με τράβηξε από το κρεβάτι ρίχνοντας με στο πάτωμα. Σηκώθηκα αμήχανος και σαστισμένος, θέλησα να ντυθώ και τότε είδα ότι το μοναδικό κοστούμι που είχα πάρει μαζί μου, ένα άσπρο φαντό κοστούμι, πολύτιμο για μένα γιατι ήτανε έργο της μητέρας μου, βρισκότανε στα χέρια του εισβολέα. Το είχε αρπάξει από τον τοίχο που ήτανε κρεμασμένο σε μια πρόκα. Ασυλλόγιστα το άρπαξα από τα χέρια του, αυτό τον εξαγρίωσε ακόμα πιο πολύ, με χτύπησε πολλές φορές με κλωτσιές και τη γεμιστήρα του αυτόματου όπλου του, στο τέλος όμως του το πήρα και έφυγα τρέχοντας να ντυθώ στο δρόμο.

Η σκέψη μου να φύγω για να γλυτώσω φάνηκε ακατόρθωτη, το χωριό ήταν ζωσμένο σε τρεις σειρές από πάνοπλους Γερμανούς με εγκατεστημένα πολυβολεία σ’ όλα τα καίρια σημεία. Οι δρόμοι του χωριού γεμάτοι από αναστατωμένους χωριανούς και γυναίκες με παιδιά που ολοφύρονταν.

Ετέρα μαζί τους στο σχολείο που το φρουρούσαν αυστηρά.

Σε λίγο η μεγάλη αίθουσα διδασκαλίας του σχολείου γέμισε από άνδρες που περιμέναμε τη μοίρα μας, φρουρούμενοι από παντού. Όλοι οι χωριανοί ήταν απορημένοι γιατι δεν φαντάζονταν την τραγική μοίρα τους, σε μια εποχή που ήταν ολοφάνερο ότι οι Γερμανοί έχαναν τον πόλεμο και υποχωρούσαν σε όλα τα μέτωπα. Όπως φώτιζε ο ήλιος, φαινότανε τώρα καθαρά πως το ΚΕΝΟ  ήθελαν να εκτελέσουν, κατέβηκε από τη έδρα του ο γκεσταπίτης και κοιτάζοντας με τα διαβολικά του μάτια τους πιο νέους και γεροδεμένους άντρες, φώναξε «ΕΣΥ,ΕΣΥ, ΕΣΥ» δείχνοντας με το χέρι του τον καθένα που οι φρουροί άρπαζαν αμέσως και τους πήγαιναν με τους μελλοθάνατους.

Όταν τέλειωσε κι αυτός ο τρόπος επιλογής, ο γκεσταπίτης πήγε στο γραφείο και τους μέτρησε, ύστερα ξαναγύρισε κοντά μας και πήρε από δίπλα μου ακόμα τρεις για να κλείσει τον κύκλο του αίματος. Ήταν τα δυο ξαδέλφια μου ο Αγγελής Αγγελιδάκης, ο Γιώργος Μπαγουράκης και ο αδελφικός φίλος Διονύσης Χαντράκης. Εμάς τους υπόλοιπους μας διέταξαν να ετοιμαστούμε να φύγουμε με φάλαγγες ομήρων, γιατι το χωριό θα καταστρεφόταν από τα θεμέλια.

Μέσα στη γενική αναστάτωση και την αγωνία για την τύχη των κλεισμένων στο γραφείο του σχολείου, θυμάμαι ένα περιστατικό χαρακτηριστικό της απάνθρωπης αγριότητας των στρατευμάτων της καταστροφής.

Στο χωριό ζούσε τότε ένας τραγικός νέος που υπέφερε από βαριάς μορφής αρθροπάθεια που τον κατέστησε ανάπηρο και παράλυτο. Λεγόταν Γιάννης Γεωργίου Κυριακάκης και εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα τους ήταν γνωστός ως Χαρκιαδογιάννης. Το σπίτι τους ήτανε απέναντι στην εκκλησία. Οι δικοί του μη μπορώντας να τον μεταφέρουν τον έβγαλαν από το κρεβάτι του και τον ξάπλωσαν σ’ένα περιβολάκι δίπλα στο σπίτι τους. Του έβαλαν δίπλα του μια στάμνα με νερό και ένα βουργιάλι παξιμάδι για να ζήσει εώς οτου ξαναγυρίσουν. Εκεί τον έκαψαν ζωντανό οι ναζήδες για να μην υπάρχει μάρτυρας στα αποτρόπαια εγκλήματά τους.

 

Χάρης Σαριδάκης και Στελιανός του Νικόλα Κατσαντώνης από τους Γουργούθους και οι δύο τους με μεγάλη αντιστασιακή δράση, που ευτυχώς γλύτωσαν, χωρίς να τους αναγνωρίσουν οι Γερμανοί.

Όταν ξεκινήσαμε ο δάσκαλος Θεοχάρης Σαριδάκης μου εμπιστεύθηκε ότι κρατάει μαζί του περίστροφο και αν είναι ανάγκη να φύγει μήπως αποκαλυφθεί. Στην έξοδο του χωριού δημιουργούμε μια εικονική σύγχυση και κατορθώνει να φύγει γεμίζοντας κι εμάς ελπίδες. Στη μαρτυρική πορεία μας εμψυχώνει συνεχώς ο Στελιανός Κατσαντώνης, φωνάζοντας σ’ όλους μας «θάρρος και ανδρισμός».

Λίγο έξω από τις ΔΡΥΓΙΕΣ ένα νέο παιδί από τη φάλαγγά μας απλώνει το χέρι του να πιάσει ένα σταφύλι δερματά που κρέμεται από ένα δρυ. Τον πυροβολούν αμέσως οι φρουροί μας, ευτυχώς χωρίς να τον πετύχουν. Περάσαμε αργά τα εγκαταλειμμένα άψυχα χωριά ΔΡΥΓΙΕΣ, ΒΡΥΣΕΣ, ΚΑΡΔΑΚΙ, χωρίς ίχνος κατοίκων μόνο αδέσποτα σκυλιά να ουρλιάζουν λυπητερά.

Φτάσαμε στο μαρτυρικό ΓΕΡΑΚΑΡΙ. Στα πρώτα σπίτια, πελώριες φλόγες και καπνοί βγαίναν από το μαγαζί του Γιάννη Μαθιουδάκη που καίγονταν τα λάδια και οι ρακές που είχε στην αποθήκη του.

Σ’ ένα μεγάλο χωράφι δίπλα στη ΑΨΙΔΑ, οι γυναίκες του ΓΕΡΑΚΑΡΙ έχουν συγκεντρώσει ότι πολυτιμότερο έχουν σε μπαούλα και κασέλες για να το γλυτώσουν από την καταστροφή. Επάνω τους ανεβασμένοι σαν κοράκια στα πτώματα, γενναίοι στρατιώτες του Χίτλερ, σπάζουν με ξιφολόγχες τις κλειδαριές και λεηλατούν το περιεχόμενο τους. Όπως προχωρούμε αριστερά σε ένα αμπέλι δυο νεαρότατα παιδιά κείτονται σκοτωμένα, ενώ οι Γερμανοί με την απειλή των όπλων τους υποχρεώνουν τον τότε αγροτικό ταχυδρόμο Κουτελιδάκη να πάρει τα πτώματά τους αλλού και τον διώχνουν με την απειλή των όπλων τους και όταν αφήνουν στην άκρη του δρόμου που ερνούμε στάμνες με νερό οι φρουροί μας τις σπάζουν με κλωτσιές.

Κάποτε στο ηλιοβασίλεμα, φτάνουμε στο ΜΕΡΩΝΑ. Εκεί μας πετάνε σ’ ένα χωράφι δίπλα στο παλιό σχολείο τους.

Πριν οργανώσουν τη φρούρηση των ομήρων τους, βλέπω τον Στελιανό του Νικόλα του Κατσαντώνη μαζί με τον γιατρό του ΑΝΩ ΜΕΡΟΥΣ τον Αντώνη του Ζαχαρία Κατσαντώνη που είχε πιαστεί όμηρος στου ΓΟΥΡΓΟΥΘΟΥΣ να δραπετεύουν. Σωτήρια η απόφασή τους γιατι αν τους αναγνώριζαν θα τους εκτελούσαν αμέσως.

Στο στρατόπεδο μας πέφτει το προστατευτικό σκοτάδι, οι φρουροί μας ασχολούνται στη λεηλασία όσων πραγμάτων απέμειναν στους δύστυχους ομήρους των κι εγώ αποφασίζω να δραπετεύσω. Το άσπρο κοστούμι που φοράω και η μανία του Γερμανού να μου το πάρει είναι το πρόβλημα μου. Εάν όμως μείνω το πρωί θα έλθουν τα Γερμανικά φορτηγά αυτοκίνητα να μας μεταφέρουν στη φυλακή της Φορτέτζας και η συνέχεια θα είναι άγνωστη.

Στο δυτικό άκρο του καταυλισμού υπάρχει ενας άσπρος τοίχος φρεσκοασπρισμένος. Προχωρώ έρποντας τον καβαλικέυω αθέατος από μακριά και πέφτω σε μια χωριάτικη αυλή με κρεβατίνα. Βρίσκομαι στο σπίτι μιας κοπελιάς, της Κατερίνας το γένος Λιοδάκη που μου προσφέρει καταφύγιο. Την ίδια ώρα ντελάλης στο χωριό φώναζε πως οποίος προσφέρει βοήθεια σε δραπέτη από τα κατεστραμμένα χωριά θα εκτελείται επι τόπου και ότι τα μεσάνυχτα απαγορεύεται κάθε κίνηση στο Μέρωνα.

Μολις χαράζει η ημέρα ντυμένος χωρικός, με το άσπρο κουστούμι μου σ’ ένα καλάθι μέσα, τραβώ από το σκοινί δύο κατσίκες, στον ώμο μια σκαλίδα, το πρόσωπο μισοκρυμένο στο σαρίκι και μαζί με τη σωτήρα μου  την Κατερίνα διασχίζομε τα αλλεπάλληλα Γερμανικά μπλόκα.  Καρδιοχτυπώ αφάνταστα μήπως βρεθώ με τον διώκτη μου και με αναγνωρίσει. Βγαίνουμε έξω από το χωριό, εκεί ξαναβάζω τα δικά μου ρούχα και φεύγω ελεύθερος. Στο δημόσιο δρόμο αποφεύγω να μπω, μήπως με ξαναπιάσουν. Βαδίζω μόνο από χωράφια κρυμμένος πίσω από δέντρα. Συναντώ τυχαία τον εξάδελφό μου Ζαχαρία Τριχάκη και τον Κώστα Μανουρά, δραπέτες και αυτούς, κρίνουμε όμως επικίνδυνο να βαδίζουμε μαζί και χωριζόμαστε πάλι.

Από τα χτυπήματα είμαι πολύ καταπονημένος και το αδιάκοπο πέρασμα Γερμανικών αυτοκινήτων γεμάτο με στρατιώτες ή ομήρους μου γίνεται εφιαλτικό. Προχωρώ μακριά από τους δρόμους μέχρι τους ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ.   Εκεί έχουν βρει φιλοξενία τα διωγμένα γυναικόπαιδα γεμάτα αγωνία για τη τύχη των ανθρώπων τους που έμειναν στα χωριά τους. Στο φιλόξενο αρχοντόσπιτο του Λαγγουβάρδου συναντώ την ξαδέλφη μου Αριάδνη Μπαγουράκη, έγκυο στο τελευταίο αγόρι της και την Αθηνά Μαρνιέρου να ολοφύρονται για την τύχη των ανθρώπων τους. Από μακριά ακούγονται οι κρότοι των ανατινάξεων καμιά πληροφορία όμως δεν έχει φτάσει στα χωριά. Είναι αποκλεισμένα.

Φεύγω και βαδίζοντας μακριά από τους δρόμους , φτάνω κάποτε στις Πρασσές. Μπαίνω στο τελευταίο καφενείο να πιο λίγο νερό, εκεί σταματά ένα μικρό γερμανικό αυτοκίνητο με τον γκεσταπίτη μέσα. Κοιτάζουν με κιάλια τις γύρω κορυφές προφανώς φοβούμενοι επίθεση ανταρτών, εγώ κρύβομαι κάτω απο  το τεζάκι του καφενείου, τέλος φεύγουν. Το βραδάκι φτάνω σπίτι μας.

Η ασήμαντη προσωπική μου ταλαιπωρία τελείωσε. Το αφάνταστο δράμα των αθώων θυμάτων ξετυλίγεται σ’ ολη την απάνθρωπη αγριότητα του.

Όταν οι άμοιρες γυναίκες γύρισαν στα χωριά τους αναζητώντας τους άντρες και τους γιους τους, δυσκολεύτηκαν να τους ανακαλύψουν στα ερείπια και τις στάχτες.

Επι ημέρες οι Γερμανοί στην καταστροφική μανία τους να σκοτώνουν, γκρεμίζουν, καίον. Ακόμα και την εκκλησία του χωριού γκρέμισαν. Οσοι βρεθήκαν έξω από τον θανάσιμο κλοιό στα υψώματα γύρω από το χωριό παρακολουθούν ανίσχυροι το έργο των με το φωτοστέφανο του ήρωα.  Κανείς από αυτούς δεν είχε καμία ενοχή. Εγνώριζαν ολοι τους και ποιοι είχαν βοηθήσει στην απαγωγή του ΚΡΆΙΠΕ, και ποιοι από τους καταζητούμενους  βρισκότανε έξω από το χωριό. Μπορούσαν να ελαφρύνουν τη θέση τους, ίσως και να γλυτώσουν τη ζωή τους, αν τους κατέδιδαν. Κι όμως κανείς τους δεν μίλησε. Ο μαρτυρικός θάνατος τους είχε ολο το μεγαλείο της ΕΘΕΛΟΘΥΣΙΑΣ.

Εγώ που έζησα κοντά τους αυτές τις φοβερές ώρες νιώθω για τον καθένα από αυτούς πως θυσιάστηκε για να κερδίσει τη ζωή κάποιος άλλο που θα έπρεπε να συμπληρώσει τον αριθμό των θυμάτων. Γι’ αυτό και τους αξίζει ο φωτοστέφανος του μάρτυρα και ήρωα.

Σκοπός των Γερμανών κατακτητών ήταν να σβήσουν για πάντα από το χάρτη τα χωριά που τους αντιστάθηκαν. Γι αυτό κατέστρεψαν τα πάντα και δολοφόνησαν το καλύτερο ανθρώπινο δυναμικό τους.

Κι όμως τους νίκησαν οι  ΓΥΝΑΙΚΕΣ των σκοτωμένων. Αυτές οι υπέροχες, αξιοθαύμαστες γυναίκες που αντί να πάνε να ζήσουν ανετότερα αλλού, γύρισαν πίσω στο χωριό μαυροντυμένες, έσκαψαν με τα νύχια τη γη για να θάψουν χριστιανικά τους δικούς των και ρίχτηκαν στον αγώνα για ν’ αναστήσουν τα χωριά τους.

Χάρις στο δικό τους αγώνα, τα χωριά αναστήθηκαν ωραιότερα από πριν, η μνήμη των αδικοσκοτωμένων μαρτύρων τιμάται, και τα ονόματά τους ιστορούνται αθάνατα χαραγμένα στα μαρμάρινα μνημεία.

Μερικές θυσίασαν τη ζωή τους στο σκληρό αυτό αγώνα, οι πιο τυχερές μπόρεσαν χωρίς τους άντρες των, ν’ αναστήσουν τα παιδιά τους, να τα μορφώσουν να ξαναφτιάξουν τα νοικοκυριά τους,  να χαρούν τα εγγόνια τους και τελείωσαν τη ζωή τους για να συναντήσουν τους αδικοσκοτωμένους άντρες των και να τους πουν με υπερηφάνεια πόσο άξια στάθηκαν και στο δικό τους χρέος.

Τα κατεστραμμένα από τους Γερμανούς καταχτητές χωριά μας τιμούν τη μνήμη τους κάθε χρόνο χωρίς ερείπια, ξαναγεννημένα.

Στο Στέλιο Μπαγουράκη που συμμετέχει ενεργά και στις εκδηλώσεις που γίνονται στο Ανω Μέρος, θα δοθεί σήμερα η ευκαιρία να μας εξιστορήσει τα τραγικά γεγονότα. Ο Στέλιος Μπαγουράκης εκπαιδευτικός και σημαντικός πολιτιστικός παράγων, τιμώντας τη μνήμη του εκτελεσθέντος πατέρα του, συμμετέχει κάθε χρόνο στον καταρτισμό του προγράμματος για να τιμηθεί το γεγονός αλλά και σαν νομαρχιακός σύμβουλος έκανε αγώνα για να συμπεριληφθούν και άλλα χωριά στη λίστα του νομού των μαρτυρικών κοινοτήτων.

H  OMIΛΙΑ  ΜΠΑΓΟΥΡΑΚΗ 

Σε πανηγυρικό που εκφώνησε σε παρόμοια εκδήλωση το 1984, ο κ. Μπαγουράκης είχε τονίσει μεταξύ άλλων για τα γεγονότα: «Η μνήμη της συμφοράς παραμένει ολοζώντανη. Μας φέρνει τούτη την ώρα μπροστά μας ολοκάθαρες τις απερίγραπτες εικόνες και δραματικές στιγμές που ζήσαμε στις 22 Αυγούστου του 44.

Θυμούμαστε γεγονότα που προηγήθηκαν και γεγονότα που ακολούθησαν. Η χώρα μας τότε κάτω από τη μπότα του Γερμανού Κατακτητή, περνούσε δύσκολες ώρες. Λεηλασίες, καταστροφές, βασανιστήρια και εκτελέσεις, ερήμωσαν τον τόπο που, αφάνισαν τον πληθυσμό της πατρίδος μας, με μοναδικό στόχο να δαμάσουν το αδούλωτο φρόνημα της γενιάς μας.

Πώς να υποκύψει όμως η αδάμαστη Ελληνική ψυχή, όταν μπροστά της μια ένδοξη ιστορία χιλιάδων χρόνων, γεμάτη αγώνες και θυσίες; Οι Έλληνες δεν λύγισαν. Δεν δέχτηκαν μοιρολατρικά τη συμφορά της Κατοχής. Ξεσηκώθηκαν. Και η πρώτη η ηρωική Κρήτη μας, από το προσκλητήριο αυτό της Αντίστασης δεν μπορούσαν φυσικά να λείψουν τα παλικάρια τους Κέδρους και οι λεβέντες του χωριού μας, δεν εσχόλασαν ούτε στιγμή στα χρόνια, της κατοχής της Μάχης της Κρήτης. Χαλυβδωμένα από αγωνιστική διάθεση, βιγλάτορες της Λευτεριάς, αγρυπνούνε στα ριζίτικα χαράκια. Αγωνίζονται με κάθε τρόπο.

Τα χωριά μας γίνονται Κέντρα Εθνικής Αντίστασης. Περιθάλπουν συμμάχους τους τροφοδοτούν και τους βοηθούν να διαφύγουν στην Αίγυπτο. Στην περιοχή του Ανω Μέρους λειτουργεί ασύρματος και ραδιόφωνο και οι Ανωμεριανοί Αντάρτες παίρνουν πληροφορίες και τις μεταδίδουν στους άλλους κατοίκους της επαρχίας. Σ’ όλα τα χρόνια της κατοχής η Αγγλική κατασκοπεία, με ολόψυχη συμπαράσταση των Κεδριανών, δρα εδώ και προξενεί καταστροφές στα σχέδια του εχθρού..

Ατυχώς η Αντιστασιακή δράση ολόκληρης της περιοχής μας γίνεται γνωστή, από ντόπιους εφιάλτες, στους κατακτητές. Κάθε τόσο κάνουν μπλόκα, πιάνουν αιχμαλώτους και απειλούν με καταστροφές και εκτελέσεις. Τα χωριά μας μπαίνουν στη μαύρη λίστα των Γερμανών.

Η αιτία λοιπόν της καταστροφής μας υπήρχε και οι Γερμανοί ζητούν αφορμή για να την αφανίσουν. Την βρίσκουν όταν μαθαίνουν από τους πληροφοριοδότες τους τη μεγάλη συμβολή των δικών  μας στο ηρωικό κατόρθωμα της απαγωγής του στρατηγού Κράϊπε. «ένα εγχείρημα περισσότερο εντυπωσιακό παρά αποτελεσματικό. Ο πόλεμος εξάλλου είχε κριθεί υπερ των δημοκρατικών λαών και καμία σκοπιμότητα δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει». Ητο μια ενέργεια χωρίς περίσκεψη και πρακτική αξία, εντελώς ανωφελής επιχείρηση. Το σίγουρο επακόλουθο μιας τέτοιας ενέργειας έμενε ότι θα χυνόταν, όπως έγινε άφθονο αίμα».

Και εδώ ακριβώς είναι το λάθος των Αντιστασιακών Οργανώσεων της εποχής εκείνης. Αντι να λάβουν τα μέτρα τους να μας έχουν σε συνεχή επαγρύπνηση, να υπάρχουν σκοποί σε επίκαιρα σημεία, κινούνται σύνδεσμοί μεταξύ των χωριών μας, οπου ήταν σίγουρο πως σ’αυτά θα ξεσπούσε η μανία των Γερμανών και ακόμη οι άνδρες να διανυκτερεύουν στο βουνό, είχαν τελείως αποδιοργανωθεί και είχαν χαλαρώσει ολες αυτές τις προφυλάξεις που προηγουμένως έπαιρναν. Σ’ αυτό βέβαια συνετέλεσε πολύ η αναμενόμενη αποχώρηση των Γερμανών, η οποία πάντως, κατά τη στοιχειώδη λογική, δημιουργούσε τρομερούς κινδύνους για τα Αντιστασιακά Κέντρα, όπως τα δικά μας χωριά. Αυτά μοιραίως θα αποτελούσαν τους στόχους που πρώτα θα έπλητταν οι κατακτητές, ώστε, να καλύψουν χωρίς πολλούς κίνδυνους την αποχώρησή τους.

«ετσι, την παραμονή της 22 Αυγούστου 1944 ξεκίνησαν για τα χωριά του Κέδρους, τα ρομπότ του δήμιου της Κρήτης, της απαίσια φήμης Γερμανού στρατηγού Μύλλερ, είχαν διαμορφωθεί οι χειρότερες προϋποθέσεις για τον άμαχο πληθυσμό και οι καλύτερες για τους επιδρομείς.

Μας εγκλώβισαν με απόλυτη άνεση σ’ ένα θανάσιμο κλοιό. Μείναμε μόνοι, αβοήθητοι, ανυπεράσπιστοι σ’ ένα όριο σφαγής, που δεν είχε προηγούμενό της στα Ρεθεμνιώτικα τουλάχιστον από την  ολοκαύτωση του Αρκαδίου».

Αξίζει τον κόπο νομίζω κάθε χρόνο να αναφερόμαστε με λίγα λόγια στα γεγονότα του ολοκαυτώματος, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν  οι νεότεροι την πιο δραματική ιστορία του χωριού μας. Η 22 Αυγούστου δεν ξημέρωσε σαν τις άλλες μέρες. Δεν χαμογέλασε με το χάραμά της. Κι ο ήλιος δεν έλαμψε χαρούμενος όπως τις άλλες φορές.

Τα ουρλιαχτά των σκύλων κι ενας πυροβολισμός ήταν το θλιβερό σάλπισμα της δραματικής εκείνης μέρας.

Ανοίγοντας τα μάτια μας βλέπαμε με τρόμο περικυκλωμένο το χωριό μας από 300 περίπου καλά εξοπλισμένους  Γερμανούς. Πολλοί από τους χωριανούς μας αντελήφθησαν αμέσως τι επρόκειτο να επακολουθήσει και προσπάθησαν να διασπάσουν τον κλοιό και να διαφύγουν. Οι περισσότεροι νόμισαν πως επρόκειτο για έφοδο απλού ελέγχουν για επιστράτευση αντρών σε καταναγκαστικά έργα, όπως συνήθως συνέβαινε.

Στη λαθεμένη αυτή εκτίμηση των πραγμάτων οφείλεται και το γεγονός πως δεν προβλήθηκε καμία αντίσταση, αλλά αφήσαμε τους Γερμανούς να μας οδηγήσουν σαν πρόβατα στις αίθουσες του Σχολείου. Στη μια τα γυναικόπαιδα και στην άλλη η έφηβοι και οι άνδρες. Ούτε οι άρρωστοι και ανήμποροι εξαιρέθηκαν από αυτό το μοιραίο προσκλητήριο. Ακολούθησε με κατάλογο η διαλογή των ανδρών, που ήθελαν και το κλείσιμο τους στο γραφείο του σχολείου. Μετά τη διαλογή εμάς τους υπόλοιπους μας άφησαν ελεύθερους να πάμε ελεύθερους να πάμε στα σπίτια μας, να πάρουμε μερικά πράγματα αναγκαία και να επιστρέψουμε πάλι στο σχολείο, όπως έλεγε η διαταγή. Σε μια ώρα περίπου μαζευτήκαμε ξανά στην αυλή του σχολείου – γέροι, γυναίκες, παιδιά, ζώα φορτωμένα πράγματα – και σε λίγο αποχαιρετούσαμε με κλάματα, το όμορφο χωριό μας, τα σπίτια μας και τους δικούς μας, που με λαχτάρα προσπαθούσαμε να δούμε από τα κλειστά παράθυρα του σχολείου.

Ήταν πια ολοφάνερο τι επρόκειτο να γίνει. Μικρά παιδιά τότε εμείς, δεν μπορούσαμε να συνειδητοποιήσουμε την τραγικότητα της κατάστασης, αλλα οι μεγάλοι οπωσδήποτε αντιλαμβάνονταν τη συμφορά που θα’ ρχοταν. Απομακρυνθήκαμε βίαια από τις εστίες μας και για πολύ χρόνο αναγκαστικά μείναμε θλιβεροί πρόσφυγες σε άλλα χωριά.

Από τις πρώτες μέρες μάθαμε τα φρικτά γεγονότα που έγιναν στο εγκαταλελειμμένο χωριό μας.  Το μεσημέρι της αποφράδας Τρίτης 22/8/44 έπαιρναν ομάδες- ομάδες τους άνδρες που κράτησαν, τους πηγαίναν σ’ ένα  γειτονικό σπίτι, τους εκτελούσαν ή τους έσφαζαν τους έριχναν στο υπόγειο. Υστερα έβαλαν φωτιά, ανατίναξαν το σπίτι και τους σκέπασαν.

Μετά άρχισαν  τη λεηλασία, την καταστροφή του χωριού, που κράτησε μια εβδομάδα.

Δεν άφησαν οι βάρβαροι πέτρα πάνω στην πέτρα. Δεν σεβάστηκαν ούτε τις εκκλησίες. Σκότωσαν γέρους και αρρώστους που βρήκαν στα σπίτια και έσφαξαν ζώα και μεταμόρφωσαν το Ανω Μέρος σε σωρούς από ερείπια που κάπνιζαν.

Σήμερα σαράντα χρόνια από τότε, τίποτα σχεδόν δεν θυμίζει την τρομακτική εκείνη καταστροφή. Τα ερείπια εξαφανίστηκαν. Κάναμε οι Ανωμεριανοί πέτρα την καρδιά, κλάψαμε και κλείσαμε μέσα τους νεκρούς και  πιάσαμε ν’ ανοίξουμε παλι δρόμο στη ζωή, χτίζοντας πάνω στα χαλάσματα.

Τα ολοκαυτώματα των χωριών του Κέδρους δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, των Καλαβρύτων, της Καντάνου, των Ανωγείων και τόσων άλλων μαρτυρικών τόπων της πατρίδας μας.

Η θυσία των γωνιών μας, των αδελφών μας και άλλων συγγενών μας, δεν είναι καθόλου μικρότερη, από τη θυσία χιλιάδων άλλων πατριωτών που πρόσφεραν το αίμα τους για τη Λευτεριά και την αξιοπρέπεια του τόπου μας.

Αναγνώριση ακριβώς αυτής της θυσία είναι ο επίσημος εορτασμός που γίνεται τώρα στο ιερό τούτο χώρο και που απ’ εδώ και πέρα κάθε χρόνο με τέτοια λαμπρότητα θα γίνεται από το επίσημο Κράτος. Σεβασμό επίσης στη Μνήμη των νεκρών μας και εκπλήρωση μεγάλου χρέους, από το κράτος αποτελεί η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης από την Κυβέρνηση.

Η αναγνώρισης της Αντίστασης των Ηρώων μας, που τους αποκαθιστά και τους τοποθετεί στην θέση εκείνη που τους αξίζει.

Τρανή ακόμη απόδειξη της ευγνωμοσύνης και του θαυμασμού μας για Σας δοξασμένοι Νεκροί μας, είναι το πάλευκο τούτο Μνημείο που το υστέρημα των θυμάτων του χωριού μας έστησε εδώ στον όμορφο τούτο εξώστη του Κέδρους, ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς του Ανω Μέρους, για να θυμίζει στις επερχόμενες γενιές τη θυσία και τη Δόξα σας.

Αθάνατοι Ήρωες.

Ο χρόνος και η λησμονιά που με  τα βαριά πέπλα τους σκεπάζουν κάθε τι που περνά, δεν θα σκιάσουν ποτέ τη Μνήμη σας. Θα παραμένει αιώνια! Τα ονόματά σας θα λαμπυρίζουν στο λευκό τούτο μάρμαρο και στα πέρατα της οικουμένης, πως ο Φωτοστέφανος της δόξας και της τιμής που περιβάλλει τις μορφές σας, αποκτάται μόνο με θυσίες και αίμα.

Με ευλάβεια σήμερα, ο λαός και η πολιτεία, γονατίζουμε στον τάφο σας. Και προσφέρουμε το θυμίαμα της ευγνωμοσύνης. Μαζί με αυτό και τη διαβεβαίωση πως η καταστροφή του χωριού μας και ο αδικοχαμός σας, τράνεψαν μέσα μας την πίστη να κάνουμε το παν για να μην έρθει ποτέ πια ο πόλεμος στον τόπο μας. Να μην μολύνουνε ποτέ πια τα χώματά μας φασίστες, όπως οι Γερμανοί του Χίτλερ. Και για να μην δοκιμάζουμε ποτέ πια ολοκαυτώματα.

Η χώρα μας πρωταγωνιστεί για την παγκόσμια ειρήνη. Κυβένη και λαός αγωνίζονται για την απομάκρυνση των βάσεων του θανάτου από τον τόπο μας. Για απύραυλα Βαλκάνια και μια αποπυρηνικοποιημένη Ευρώπη, χωρίς πυραύλους ανατολικούς και δυτικούς, απειλούν  καινούριες συμφορές. Και θα ήθελα να τελειώσω με μια ευχή, που ανεβαίνει στα χείλη όλων μας αυτή τη στιγμή.

Η γενιά η δική μας ας είναι επιτέλους η τελευταία που δοκιμάστηκε τόσο από τα δεινά του πολέμου.

ΑΝΩ ΜΕΡΟΣ 22.8.1984

ΣΤΕΛΙΟΣ ΜΠΑΓΟΥΡΑΚΗΣ

Πηγή: «Η ολοκαύτωση του Κέντρους – Αφιέρωμα» Σπ. Απ.

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Εύα Λαδιά.

 

Αφήστε μια απάντηση