Μιχάλης Καράς: Ένας «παλιός» Ρεθεμνιώτης

Μιχάλης Καράς ή κατά κόσμον Μιχάλης Καραδάκης: Ένας «παλιός» Ρεθεμνιώτης, που είχα την τύχη να τον γνωρίσω μέσα από την ενασχόλησή του με την υπόθεση του πολυπόθητου πλοίου στο Ρέθυμνο το περασμένο καλοκαίρι. Τον χαρακτηρίζω παλιό όχι από την άποψη της ηλικίας του, αφού είναι μόλις 64 χρόνων, αλλά επειδή έχει αφήσει την έντονη πινελιά του σε αυτόν τον τόπο, για όποιον τον γνωρίζει, καθώς κατά το κοινώς λεγόμενο ήταν «μέσα σ’ όλα»!

Η κουβέντα μας κράτησε πάνω από τέσσερις ώρες και θα μπορούσε να κρατήσει ώρες πολλές πολλές ακόμα, ενώ συνοδεύτηκε από παρουσίαση πολλών φωτογραφικών του άλμπουμ.

Ο κ. Μιχάλης μίλησε στο «Ρ» για τη ζωή του, την τέχνη-δουλειά του, την ενασχόλησή του με το συνδικαλισμό και τα πολιτιστικά και τις πικρίες που έζησε μέσα σε αυτήν την πορεία, με τη συζήτησή μας να καταλήγει στο κυνήγι και στο ρεθεμνιώτικο καρναβάλι, όπως το έχει ζήσει ο ίδιος. Ακολουθεί η συνέντευξη με τον κ. Μιχάλη.

-Να ξεκινήσουμε από την αρχή. Ποιος είναι ο Μιχάλης ο «Καράς», κατά κόσμον Καραδάκης;

-Το πραγματικό μας επίθετο είναι Καράς. Η καταγωγή μας είναι από τα Σφακιά. Και αυτό που λένε για τα Σφακιά, ότι φεύγανε για τους φόνους, είναι λάθος. Φεύγανε επειδή ήταν πάμπτωχοι οι άνθρωποι. Η κάθε οικογένεια έκανε τότε 6-8-10 παιδιά κι ήταν αδύνατο 10 παιδιά να ζήσουνε με τα πρόβατα του πατέρα. Θα έμενε ο ένας γιος και άντε να πάντρευες μια-δυο κόρες στην περιοχή. Τα άλλα τα παιδιά έπρεπε να φύγουνε. Ο προπάππους μου λοιπόν παντρεύτηκε στον Κουρνά κι άφησε όλα του τα εγγόνια, δηλαδή τον πατέρα μου και τα ξαδέρφια του, με περιουσίες. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Πήγε στον Κουρνά, βρήκε καλή νύφη και αποκαταστάθηκαν όλοι. Εγώ είμαι βέρος Ρεθεμνιώτης γιατί γεννήθηκα εδώ πέρα, αλλά και ο πατέρας μου και η μάνα μου είναι Κουρνιανοί.

Το «Καράς» το ξαναέβαλα σαν φίρμα στη δουλειά μου. Εγώ σπούδασα αρχιτεκτονική. Είχαμε κλεφτεί το ’70 με τη Μαρίνα (τη σύζυγό του). Ήμουνα ήδη Ιταλία, το δεύτερο χρόνο γύρισα για διακοπές, κλεφτήκαμε, είχαμε δεσμό από πριν και φύγαμε ξανά Ιταλία. Γυρίσαμε το ’77. Για να επιβιώσουμε στην Ιταλία είχα αρχίσει και έκανα δερμάτινα, τσάντες, ζώνες κλπ στο σπίτι και μετά βρήκα ένα μαγαζί στο κέντρο της Ρώμης, συνεργαζόμουν με αυτό και βγάζαμε όσα λεφτά θέλαμε. Κι επειδή η δουλειά ήτανε δημιουργική και ακριβή, όχι πρόχειρη τουριστική, ήταν μια δουλειά προσεγμένη, αποφασίσαμε κι ήρθαμε και φτιάξαμε ένα μαγαζί/ εργαστήριο, όπου πουλούσαμε ό, τι φτιάχναμε μόνο στο μαγαζί μας, και βάλαμε την επωνυμία «Καράς», γιατί ήθελα να βάλω το όνομά μου.

-Την εξασκείτε ακόμα την τέχνη αυτή;

Ο κ. Μιχάλης με το γιο το επί τω έργο
-Τώρα έχω συνταξιοδοτηθεί, αλλά συνεχίζει ακόμη το εργαστήριο στην Πάνου Κορωναίου από τον πρώην γαμπρό μου, με τον οποίο είχαμε δουλέψει μαζί 15 χρόνια. Είναι μάστορας, «μάστορας»! Κράτησε το εργαστήριο μου αυτός και ο γιος μου τρία χρόνια τώρα στην Αθήνα, μου ζήτησε να συνεχίσει τη δουλειά μου. Τον βοηθήσαμε κι έφτιαξε και αυτός εργαστήρι για την ίδια δουλειά.

Το θέμα είναι ότι στη δική μας δουλειά δημιουργούσαμε. Δεν αντιγράφαμε μοντέλα, δεν ανοίγαμε περιοδικά και να λέμε «να, κοίταξε αυτό να το αντιγράψουμε». Πάντοτε, ακόμα και τα παιδιά το ίδιο κρατούν, δημιουργούσαμε τα δικά μας μοντέλα. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα. Είναι και ακριβή δουλειά. Παίρνεις ένα δέρμα επεξεργασμένο, όχι προβιά, το οποίο θα κόψεις, θα σκαλίσεις, θα βάψεις διαφορετικά χρώματα, θα γυαλίσεις, θα ράψεις, δηλαδή επεμβαίνει το χέρι και δουλεύεις μόνο με το χέρι και με το μυαλό. Οπωσδήποτε βγαίνει ένα αντικείμενο χειροποίητο, όμορφο και δικό σου.

Με τη δουλειά πήγαν όλα καλά. Η Μαρίνα βέβαια αντί να δουλέψει στο σχολείο κάθισε 8 χρόνια στο εργαστήρι για να στηρίξει τη δουλειά κα να σταθούμε, γιατί ήταν δύσκολοι καιροί για μας οικονομικά. Ήταν ένα μαγαζί που δεν υπήρχε σε όλη την Ελλάδα και περάσαμε καλά, βγάλαμε λεφτά για να ζούμε άνετα. Δεν ήταν μια δουλειά να πλουτίσεις, αλλά να ζεις αξιοπρεπώς και να κάνεις πάρα πολλούς φίλους. Έχουμε δηλαδή φίλους σε όλο τον κόσμο. Είχαμε προσκλήσεις να μας φιλοξενήσουν σε όποια χώρα θέλαμε, μας έστελναν δώρα, πράγματα, άσχετα αν πηγαίναμε ή όχι και έχουμε ακόμα δεσμούς. Τη μεταδώσαμε και στα παιδιά μας. Δεν υπήρχε πολύ ενδιαφέρον από κόσμο να μάθει τη δουλειά. Ήταν όλοι του γρήγορου χρήματος.

Θυμάμαι, είχε συγκεντρώσει η κόρη του Παύλου του Μαθιουδάκη, που είχε κάνει μεταπτυχιακά στην Αγγλία, διάφορα επαγγέλματα στο Δημαρχείο και είχε καλέσει παιδιά από όλα τα σχολεία του νομού. Με είχε καλέσει και εμένα να δείξω τη δουλειά μου κι είχα στήσει έναν πάγκο με τα εργαλεία μου. Μόνο τρία παιδιά ήρθαν από όλα τα σχολεία που ήταν εκεί. Τα παιδιά πηγαίνανε στην Ολυμπιακή, τα κορίτσια δηλαδή ρωτούσανε για το πώς θα γίνουν αεροσυνοδοί, ενώ τα αγόρια πηγαίνανε στον ΟΤΕ και δε ρωτούσαν «Τι δουλειά κάνετε στον ΟΤΕ;», αλλά «Τι χρειάζεται για να μπεις στον ΟΤΕ». Επίσης, είχαν έρθει και από τα ξενοδοχεία κι εκεί ρώταγαν τα παιδιά πως θα γίνουν μπάρμαν και μπαργούμαν. Τρεις μέρες που μείναμε εκεί τρελαθήκαμε. Λέγαμε «Μα καλά δεν τους έχουν πει κάτι οι γονείς για την εργασία;».

-Έχετε δύο παιδιά απ’ ό, τι κατάλαβα.

-Ναι, μας προέκυψε και τρίτο στο δρόμο, η Ντίνα. Το 1994 που γινόταν ο πόλεμος στη Σερβία, έφερε ο δήμος, όπως έκαναν και πολλοί δήμοι της Ελλάδας, δύο τάξεις από ένα σχολείο μαζί με τη δασκάλα τους και έκαναν εδώ ολόκληρη τη χρονιά. Όποιος ήθελε, έπαιρνε ένα παιδί στο σπίτι του, μετά από μια διαδικασία με κοινωνικούς λειτουργούς, αστυνομία και τα λοιπά. Ήταν παιδιά τραυματισμένα ψυχικά. Οι γονείς της Ντίνας είχαν χωρίσει μέσα στον πόλεμο λόγω διαφορετικού θρησκεύματος. Ο πατέρας μουσουλμάνος και η μάνα χριστιανή.

Έχει κι αυτή δύο παιδάκια, έχουμε δύο εγγόνια από το κάθε παιδί. Σπούδασε δημοσιογραφία στην Αγγλία, αρίστευσε κιόλας, παντρεύτηκε εδώ. Τώρα δυστυχώς είναι άνεργη.

Η Γυναίκα του Μαρίνα εξάσκησε επίσης την τέχνη του

-Ξέρουμε ότι έχετε ασχοληθεί με πολλά ως τώρα στη ζωή σας και έχετε υπάρξει μπροστάρης σε πολλά πράγματα στο Ρέθυμνο. Μιλήστε μας για όλα αυτά.

-Με το που ήρθαμε από την Ιταλία, στρώσαμε τη δουλειά μας κλπ, ασχοληθήκαμε με τα συνδικαλιστικά εγώ στον τομέα μου, γιατί τότε είχαμε πάρα πολλούς παραγωγούς ακόμα. Έχουν εκλείψει τώρα, δεν υπάρχει κανείς. Είχαμε ένα σωματείο παραγωγών λαϊκής τέχνης, το οποίο ήταν και το μεγαλύτερο σα σωματείο στο Ρέθυμνο κι είχαμε και ομοσπονδία στην Κρήτη, με επαφή με τα Χανιά και το Ηράκλειο. Προσπαθήσαμε να κάνουμε διάφορα πράγματα, δεν καταφέραμε τίποτα. Δεν μας επέτρεψαν ποτέ να κάνουμε κάτι.

Ασχοληθήκαμε και με τα πολιτιστικά. Φτιάξαμε μια ομάδα, γιατί επί χούντας είχε διαλυθεί ο πολιτιστικός σύλλογος Ρεθύμνου και δεν είχε ανασυσταθεί. Είχε μια ταπισερί η Κατερίνα η Σπανδάγου -Κορέ σήμερα-, βάλαμε εμείς μια τσάντα, γυρίσαμε όλο το Ρέθυμνο, μαζέψαμε πράγματα καλά και κάναμε μια λαχειοφόρο αγορά. Με τα χρήματα που μαζέψαμε πήγαμε στη Ζαμπελίου, βρήκαμε μια μονοκατοικία παλιά και τη νοικιάσαμε, τη βάψαμε, τη φτιάξαμε, πήραμε μεταχειρισμένα έπιπλα, άλλα μας χαρίσανε, άλλα τα αγοράσαμε και κάναμε τον πολιτιστικό σύλλογο.

Κάναμε στέκι για μανάδες, που εργάζονταν, ένα παιδικό σταθμό, στον οποίο πρόσφεραν εθελοντική εργασία οι γυναίκες από την ομάδα. Κάναμε μερικές εκθέσεις ζωγραφικής, οργανώσαμε κινηματογραφική λέσχη και διάφορες άλλες δραστηριότητες και είπαμε να προκηρύξουμε εκλογές. Το κάναμε γιατί δεν ήταν δημοκρατικό το «εμείς το φτιάξαμε εμείς θα το διοικούμε κιόλας». Αυτό πρέπει να έγινε το ’78.

Τα ψηφοδέλτια ετοιμάστηκαν κομματικά. Κατέβηκε δηλαδή κάθε κόμμα με ψηφοδέλτιο δικό του. Αντί να βρουν ανθρώπους που να θέλουν να βοηθήσουν στο να προσφέρουν πολιτιστικά ήρθε το ΚΚΕ με δικό του ψηφοδέλτιο, το ΚΚΕ μ-λ με δικό του ψηφοδέλτιο, το ΠΑΣΟΚ με δικό του ψηφοδέλτιο. Αυτά τα τρία νομίζω ήταν που κατέβηκαν τότε.

Εγώ δεν έδωσα υποψηφιότητα τότε, γιατί δε θεωρούσα ότι σε έναν πολιτιστικό σύλλογο πρέπει να διοικεί ένα κόμμα. Η ΝΔ δεν είχε κατέβει, δεν είχε έρθει κανείς νεοδημοκράτης, δεν τους ενδιέφερε, ήταν για τα σκυλάδικα. Αυτήν ήταν η διασκέδαση και ο πολιτισμός τους τότε. Μετά προσχώρησαν σιγά σιγά και οι πασοκατζήδες στο σκυλάδικο.

Οι εκλογές έγιναν στον κινηματογράφο Αύρα. Εγώ δεν πήγα καθόλου, τους το είπα ότι δε θέτω υποψηφιότητα. Κατέθεσαν τα ψηφοδέλτια και ρώτησαν από πάνω «Είναι κανείς άλλος που θέλει να θέσει υποψηφιότητα; Έχετε κάποιον να προτείνετε;» και σηκώθηκε τότε ο Ολύμπιος Ο Δαφέρμος και λέει «Το Μιχάλη τον Καραδάκη προτείνω». Λένε «Για ποιο λόγο;», λέει «Γιατί έχει δουλέψει». Γέλασε όλη η αίθουσα. Έπεσε ένα γέλιο πάρα πολύ δυνατό. Ούτως ή άλλως είχα προβλέψει την κατάσταση και δεν είχα πάει στις εκλογές, αλλά αυτό με πρόσβαλε ακόμα παραπάνω.

Όσοι διοίκησαν εκμεταλλεύτηκαν το σύλλογο πολιτικά. Εμένα αυτό δε μου άρεσε γιατί αν πολιτικοποιηθεί ένας σύλλογος, χάθηκε η ουσία. Αν μπει η ταμπέλα τελείωσε.

Ο κ. Μιχάλης στο Μαγαζί του
Παράτησα τα πολιτιστικά, συνέχισα με τα συνδικαλιστικά. Όχι ότι αδιαφορούσαμε για τα πολιτιστικά, απλώς δεν ήμασταν μπροστά. Συμμετείχα πάντα στα δρώμενα της πόλης, σε παραστάσεις που γίνονταν εδώ έρχονταν και τους έφτιαχνα ενδύματα και άλλα πράγματα. Οποιοσδήποτε ήθελε βοήθεια, δεν αρνιόμουν ποτέ.

Στα συνδικαλιστικά είχα να αντιμετωπίσω πάλι τα κόμματα που έρχονταν και μου λέγανε «μην κατέβεις, κατεβαίνουμε εμείς ακόμα και δε θα βγεις». Με εκλέγανε παρότι κατέβαινα μόνος μου. Μετά με προτείνανε σαν αντιπρόσωπο για το Επιμελητήριο. Εγώ πήγαινα εκεί, με έπαιρνε ο Γιακουμάκης, ο πατέρας του σημερινού προέδρου, του Γιώργου του Γιακουμάκη, ο οποίος ασχολούνταν ενεργά με το επιμελητήριο, ήταν αντιπρόεδρος. Μου έλεγε: «Μιχάλη έλα να μαθαίνεις γιατί πρέπει οπωσδήποτε να συνεχίσεις». Ήξερα τα προβλήματα από μέσα. Με υποχρέωσαν από το σωματείο μας να κατέβω υποψήφιος. Με κατέβασαν. Έρχεται πάλι ο Ολύμπιος ο Δαφέρμος και μου λέει «Μην κατέβεις γιατί κατεβάζει το ΠΑΣΟΚ τον τάδε και δε θα σε ψηφίσει κανείς από το σωματείο σου. Λέω «Δεν είναι δυνατόν, αφού με κατεβάσανε», μου λέει, «Στο λέω επειδή είμαστε φίλοι για να σε προφυλάξω». Έγιναν οι εκλογές, πάω το απόγευμα να μάθω το αποτέλεσμα και μαθαίνω ότι πήρα 6 ψήφους, όταν μόνο το σωματείο μας είχε 185 μέλη. Αν έπαιρνα 150 από το σωματείο μου έβγαινα πρώτος. Δεν ξανασχολήθηκα με τα συνδικαλιστικά, είπα «Παιδιά, δεν αξίζει τον κόπο. Από τη στιγμή που βάζετε μπροστά αυτό που θα σας πει το κόμμα, με γεια σας, με χαρά σας».

Επίσης ασχολήθηκα με το σύλλογο Μικρασιατών και με τη χορωδία τους, ήμουνα χορωδός πάρα πολλά χρόνια, όπως και με τη δημοτική χορωδία, όπου ήμουνα κι εκεί πάρα πολλά χρόνια, μέχρι που κάποια στιγμή κουράστηκα, βαρέθηκα. Είχα περισσότερες απαιτήσεις από τη Φιλαρμονική. Έλεγα, για παράδειγμα, όταν ήτανε να ετοιμάσουμε την τάδε εκδήλωση να μας μαθαίνουν παρτιτούρες, γιατί ήξερα ότι σε άλλες χορωδίες διάβαζαν παρτιτούρες και κοίταζαν και το μαέστρο. Από μας δεν ήξερε κανείς ποια είναι η μια νότα και ποια η άλλη. Αυτό το ζητούσα επίμονα. Πάντα βιάζονταν πως θα φτιάξουμε την εκδήλωση κι ήτανε η δασκάλα που μας έλεγε «άντε άντε να μάθουμε το τραγούδι». Δε με ικανοποιούσε αυτό. Ήθελα να δίνω, αλλά να παίρνω κιόλας.

-Αυτό το τελευταίο ίσως έχει να κάνει με το ότι θέλετε ό, τι κάνετε να το κάνετε καλά.

-Είμαι κάπως τελειομανής. Δηλαδή, κάτι αφού το κάνω να το κάνω καλά. Ίσως έχει και να κάνει με τη δουλειά που έκανα. Και η Μαρίνα αυτό κάνει στη κουζίνα, κοιτάζει να δει πως θα το κάνει καλύτερο. Γιατί έτσι το ευχαριστιέται καλύτερα ο άλλος κι έτσι το ευχαριστιέσαι κι εσύ.

-Και πάμε τώρα σε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Το καρναβάλι!

-Στο Ρέθυμνο υπάρχει παράδοση από το 1913. Το 1914 είναι το πρώτο καρναβάλι που έγινε, όμως πριν από το πρώτο καρναβάλι, είχαμε κάτι μαραγκούς εδώ πέρα, πολύ καλούς, που έφτιαχναν πράγματα, ντύνονταν σαν παρέες κι αυτοί είναι η γενεσιουργός αιτίας για το καρναβάλι. Ντύνονταν μασκαράδες, είχαν κατασκευές, άρεσαν στον κόσμο, το οργάνωσαν περισσότερο και έφτιαξαν καρναβάλι. Αυτοί οι άνθρωποι ανέπτυξαν την ιδέα.

Εγώ είμαι του 1949 γεννηθείς. Έκανα την πρώτη δημοτικού στο 5ο, το 6ο δεν υπήρχε τότε. Να φανταστείς ότι από το «Κύμα» έως εδώ (παραλιακή περιοχή Καλλιθέας λίγο πριν του Κόρακα τη Καμάρα), δεν υπήρχε ούτε δρόμος ούτε σπίτια. Υπήρχαν περβόλια-ένα σπιτάκι, περβόλια-ένα σπιτάκι. Μας πήρε η μάνα μου μια μέρα και κατεβήκαμε στην πόλη, όπου γίνονταν τα πρώτα καρναβάλια από την Περιηγητική με πολλούς μασκαράδες τότε και τη Φιλαρμονική να ακολουθεί και να παίζει μουσική. Έφτιαχναν κατασκευές με πολύ κέφι, με θέματα που μπορούσες να δεις μόνο στον κινηματογράφο.

-Σάτιρα υπήρχε τότε; Διότι οι εποχές ήταν περίεργες…

-Ναι, σάτιρα πάντα και παντού υπήρχε, αλλά αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση και μου έχει μείνει απωθημένο και προσπαθώ και τώρα να το περάσω, ήταν η άμεση επαφή του μασκαρά με τον κόσμο. Δεν υπήρχαν σχοινιά και τέτοια. Ήταν ό, τι ωραιότερο και σου έδινε χαρά. Ήτανε για παράδειγμα ο «κεφαλάρος» που πήγαινε στον άλλο να τον αστειευτεί, ήταν ωραία.

Γύριζαν την πόλη, σταμάταγαν, έκαναν δύο στάσεις. Εγώ έφτασα δύο στάσεις, μία στον Άγνωστο, και μια στους Τέσσερις Μάρτυρες, όπου έβγαζε λόγο ο Βασιλιάς Καρνάβαλος. Θυμάμαι μια φορά είχανε βάλει βασιλιά τον Ηρακλή το Σκευάκη και του τα σούρνανε κιόλας. Έβγαζε λόγο ο βασιλιάς και οι άλλοι τον γιούχαραν ανάλογα με το τι ήθελε να πει, έκαναν λογοπαίγνια, τον μασκαρεύανε γενικά, που λέμε.

Το «μασκαρεύω» έχει αυτή τη έννοια. Δηλαδή φοράω μάσκα και πειράζω. Δε με γνωρίζεις, αλλά εγώ σε πειράζω. Αυτή είναι η έννοια του «μασκαρεύω» στην Κρήτη. Αλλά όχι κακοπροαίρετα. Υπήρχε πάντα βέβαια κι ο κακοπροαίρετος που φόραγε μια μάσκα και πήγαινε να πειράξει, αλλά γενικά υπήρχε σεβασμός.

Τότε, στα σπίτια που γυρίζαμε ντυμένοι μασκαράδες, όλες τις γειτονιές γυρίζαμε μέχρι τα Περβόλια, βραδινή ώρα μπαίναμε και τους πειράζαμε όλους. Διασκεδάζαμε τον κόσμο. Θυμάμαι ότι οι άντρες ντύνονταν γυναίκες και οι γυναίκες ντύνονταν άντρες. Για ποιο λόγο; Ο άντρας που ήταν ντυμένος γυναίκα πήγαινε και πείραζε τον άντρα του σπιτιού, του έβαζε χέρι. Δεν μπορούσε να πάει γυναίκα να του βάλει χέρι. Όπως επίσης, η γυναίκα μασκαράς ήταν ντυμένη άντρας και χούφτωνε τη γυναίκα του σπιτιού. Δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς γιατί θα γινόντουσαν φονικά μετά (γέλια). «Αχ τι ωραία βυζιά, αχ τι ωραίος κώλος», έλεγε η γυναίκα μασκαράς και τα έπιανε της γυναίκας του σπιτιού, στα ίσα! Όλα τα πειράγματα επιτρέπονταν τότε και στο τέλος ξεμασκαρρεύονταν για να ξέρεις ποιος σε πείραζε. Ήταν άγραφος νόμος πάντως ο άντρας να πειράζει τον άντρα και η γυναίκα τη γυναίκα.

Μας είχαν εμπνεύσει οι κεφάλες που είχαν φτιάξει στο καρναβάλι και είχαμε φτιάξει κι εμείς εδώ στη γειτονιά, παρέα τρία άτομα. Πήραμε καλάθια, μας έδωσε κι εδώ η μάνα μου, που είχε αργαλειό, πάρα πολλά νήματα, και φτιάξαμε μαλλιά στα καλάθια. Φτιάξαμε φάτσες, μύτες. Βάζαμε τις κεφάλες, ντυνόμασταν μασκαράδες και αμολιόμασταν σε όλα τα σπίτια για το πείραγμα και για το κέρασμα βέβαια. Τότε τα κεράσματα ήταν λίγα, ήταν δύσκολες εποχές. Ένα λουκούμι να τρώγαμε ήταν για μας μεγάλη υπόθεση. Δίναμε χαρά στον κόσμο, αλλά το χαιρόμασταν κι εμείς οι ίδιοι.

-Πείτε μας περισσότερα για το καρναβάλι του «τότε».

-Η Περιηγητική έκανε άριστη δουλειά τότε. Υπήρχε πολύ κέφι, όλος ο κόσμος δούλευε εκεί πέρα. Ο Τζέτζος ο Κίμωνας που νοικιάζαμε το μαγαζί του τότε, μου είχε αφηγηθεί ότι κάθε βράδυ φτιάχνονταν 2-3 τσικάλια ή 2-3 ταψιά, ή ένα ταψί και 2 τσικάλια. Οι γυναίκες μαγείρευαν στο σπίτι και τα πήγαιναν για να φάει ο κόσμος που δούλευε. Γιατί νηστικό αρκούδι δε χορεύει.

Υπήρχε κλίμα παρέας, είχαν κρασί και τους έρχονταν και ιδέες. Όλες οι γυναίκες δούλευαν, γιατί κάνανε και χορούς, δεν κάνανε μόνο το καρναβάλι, στόλιζαν μια αίθουσα για τον αποκριάτικο χορό, στον οποίο χορό τραγούδαγαν και χόρευαν όλοι μέσα. Το θέμα όμως δεν ήταν ο χορός. Τραγούδαγαν βαλσάκια και ταγνκό της παλιάς Αθήνας, όπως το «Όμορφη Αθήνα, που ’ν τα χρόνια εκείνα» και τραγούδαγαν όλοι. Και οι καθήμενοι. Συμμετείχε όλος ο κόσμος. Αυτό το πράγμα αν το πετύχεις είναι πάρα πολύ σπουδαίο, γιατί μπορεί να πας ολομόναχος και να βγάλεις τόσο πολύ κέφι και να γνωριστείς με τον υπόλοιπο κόσμο και να περάσεις πιο όμορφα, από το να κάθεσαι να πίνεις σε ένα ή δύο χορούς τη βραδιά! Η συμμετοχή του κόσμου ήταν απίστευτη!

-Πότε ασχοληθήκατε εσείς με τη διοργάνωση του καρναβαλιού;

-Το ’77-’78 θυμάμαι και σταματάει το καρναβάλι στο Ρέθυμνο. Το ’85 αποφασίσαμε και το συζητήσαμε να κάνουμε καρναβάλι. Με την Περιηγητική Λέσχη τα κουβεντιάσαμε και είπαμε να παροτρύνουμε τον κόσμο. Πήγαμε σε ένα χώρο του συγχωρεμένου του Νίκου του Γιακουμάκη, που ήτανε χώρος για πατινάζ. Μπήκαμε μέσα, ήρθε και ο σύλλογος ξενοδόχων και έκανε ένα άρμα με το Βαλαρή το Μιχάλη, ήρθε άλλη μια ομάδα την οποία δε θυμάμαι.

Εμείς φτιάξαμε τρία θέματα: μας έδωσε ένα παλιό φορτηγάκι ο Γιακουμάκης και το μετατρέψαμε σε διαστημόπλοιο, έγινε πάρα πολύ ωραίο. Πήραμε τα παιδιά του ορφανοτροφείου και τα ντύσαμε αστροναύτες και τα βάλαμε πάνω σαν ταξιδιώτες και μας ήρθε και στο καρναβάλι την τελευταία ημέρα μια κοπέλα ντυμένη με ένα φόρεμα, πανέμορφη, λες και είχε τα άστρα πάνω της και μας είπε: «Μπορώ να κάτσω στο άρμα σας;», λέμε «Μπορείς!», άλλο που δε θέλαμε. Το διαστημόπλοιο το ονομάσαμε «Δραμαμίνη», με έδρα «Λατζιμάς» και τέτοια. Άρεσε πολύ στον κόσμο. Με παλιά λαμάκια και με χαρτόνια από το δρόμο φτιάχτηκε όλο αυτό το πράγμα, αλλά φτιάχτηκε όμορφα, προσέχαμε την αισθητική.

Στου Γιώργη του Χατζηδάκη το αυτοκίνητο φτιάξαμε σε δύο επίπεδα μια μεγάλη εξέδρα. Απάνω ήταν τα παιδάκια ντυμένα ζωάκια, που έκαναν πως παίζουν μουσική, ήταν κι ο γιος μου εκεί, και από κάτω είχαμε πει να φέρουν οι Ρεθεμνιώτες όσοι θέλανε τα παιδιά τους.

Το τρίτο θέμα ήτανε η ζωοκλοπή, το οποίο άρεσε πάρα πάρα πάρα πολύ, γιατί ήταν πραγματικά ένα δρώμενο, λες και ήταν ηθοποιοί όλοι αυτοί που ήταν πάνω στο άρμα. Είχαμε κρέας πάνω στην ψησταριά μας και κερνάγαμε κρασί και κρέας τον κόσμο και του λέγαμε «τζάμπα είναι, φάε κόσμε!». Είχαμε τις γυναίκες μας αγκαλιά, με τα σορτσάκια και τις καρδούλες, εμείς ρίχναμε τα ζαρίδια, είχαμε τυπώσει χιλιάρικα ψεύτικα και ο αγροφύλακας και ο χωροφύλακας στα καπέλα τους, στις τσέπες τους, είχαν παντού λεφτά. Μοιράζαμε στον κόσμο χιλιάρικα, λέγαμε «Πάρε κι εσύ!». Υπήρχε μια αμεσότητα και το ζούσε ο κόσμος.

Είχαμε επίσης πάει στου γέρου του Χατζηκυριάκου και μας είχε φτιάξει 300 φυσέκια με χαρτοπόλεμο και κρατάγαμε δίκαννα, πίναμε μια και παίζαμε δύο στον αέρα. Αυτό άρεσε στον κόσμο. Δεν είναι δηλαδή να περάσεις ως μεγαλοπρεπής το θέμα. Το καρναβάλι του Ρίο δεν είναι ότι δε μου αρέσει, μου αρέσει να το δω, τρελαίνομαι, αλλά εκεί κάθεσαι στην εξέδρα και είναι ένα υπερθέαμα που περνάει από κάτω. Το δικό μας καρναβάλι έχει την άμεση επαφή.

Το ’85 μου έφερε η Αριστέα η Κουτσουράκη την Τρίτη Λυκείου που είχε η ίδια στο σχολείο της και μου λέει, «Βοήθησε τα κοπέλια να μπούνε στο καρναβάλι». Τους λέω «Μαζέψτε ό, τι παλιόρουχα έχετε στο σπίτι σας, αυτά που δε βάζετε, τα άχρηστα. Θα τα βάλετε σε ένα σωρό, θα συνδυάσετε τα χρώματα επάνω σας και θα ντυθείτε κλόουν. Στον κλόουν το σπουδαιότερο πράγμα είναι το βάψιμο. Θα βάψετε τις φάτσες που θέλετε και μετά θα κάνετε τρικ στον κόσμο. Δηλαδή, θα κάνεις ένα γάντι, θα το γεμίσεις και πάνω στο γάντι θα του κάτσεις ένα ωραίο τριαντάφυλλο. Θα κάνεις τη χειρονομία να προσφέρεις στον άντρα ή τη γυναίκα το τριαντάφυλλο κι όπως θα παίρνει το τριαντάφυλλο, θα φεύγει όλο το χέρι».

Κάνανε διάφορα τρικάκια τέτοια, περάσανε πολύ όμορφα τα παιδιά, τρελαθήκανε. Πειράξανε τον κόσμο, τον μουτζούρωσαν, εγώ απλώς τους έδωσα οδηγίες, αυτά τα έκαναν μόνα τους όλα. Το ευχαριστήθηκαν περισσότερο από όλους, ήρθε μετά η Αριστέα και με ευχαριστούσε. Δε θέλεις πάρα πολύ δουλειά για αυτά τα πράγματα, θέλεις ιδέες.

Το ’85, μετά που τέλειωσε το καρναβάλι, ο δήμαρχος ο Σκουλούδης μας κάλεσε στο δημαρχείο για να μας πει ότι πήγε πολύ καλά και να σκεφτούμε και να οργανώσουμε το επόμενο καρναβάλι. Κι εκεί εγώ του ζήτησα αν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν τρύπες στο δρόμο, γιατί είχαμε όλοι πρόβλημα με τα άρματα και τις παλιές καρότσες. Τσαντίστηκε και με έβρισε κυριολεκτικά. Και τότε σηκώθηκε ο συγχωρεμένος ο Κώστας ο Κανάς και λέει: «Σε έναν άνθρωπο που έχει προσφέρει τόσο για την πόλη, εγώ δε δέχομαι να υβρίζεται από το δήμαρχο τόσο χυδαία κι εμείς σαν σύλλογος, σαν Περιηγητική Λέσχη, που τόσα έχουμε κάνει για την πόλη, δε θα ξανακάνουμε καρναβάλι». Προς τιμήν του. Για τη μνήμη του το λέω γιατί ήταν πραγματικά ένας άνθρωπος που είχε προσφέρει πάρα πολλά μαζί με την περιηγητική. Δεν ξανάγινε καρναβάλι μέχρι το ’91.

Το ’91 έβαλα στην εφημερίδα μια ανακοίνωση, που έλεγε ότι όσοι Ρεθεμνιώτες θέλουνε στις 23 Φεβρουαρίου να ’ρθούνε στο μαγαζί μου που ήταν εδώ στην παραλία και να κρατούνε μαζί τους το μεζέ. Εμείς διαθέτουμε τα κάρβουνα και το κρασί και θα κάνουμε γιορτή. Ήρθε πάρα πολύς κόσμος, καμιά 150αριά άτομα, κι έρχονταν και φεύγανε. Η κυρίως ομάδα κάναμε όλοι μπάνιο, παίζαμε βόλεϊ και τι δεν κάναμε. Παίζαμε παιχνίδια με το σχοινί και μετά τις 15:00 αρχίσανε και φέρνανε τούρτες, γλυκά, πολλά γλυκά. Στήσαμε έτσι μια ομάδα για να ξαναστήσουμε το καρναβάλι. Είπαμε «Μας λείπει το καρναβάλι, δε γίνεται τίποτα στο Ρέθυμνο, καιρός είναι να κάνουμε κάτι». Είχαμε αρχίσει τότε και με τον Team fm το κυνήγι του θησαυρού.

-Ήσασταν και στο κυνήγι δηλαδή ένας από τους μπροστάρηδες.

Ο κ. Μιχάλης μισοντυμένος στη μάζωξη του Φλεβάρη του 1991
-Με είχε πάρει τότε ο Φραγκομανωλάκης ο Μιχάλης ο συγχωρεμένος και κάναμε μια εκπομπή, την Αγροτική Κυριακή, μια σατιρική εκπομπή. Μαζευόμαστε, βάζαμε γρίφους αστείους για να περάσει η ώρα, μας ενδιέφερε να διασκεδάσει ο παίκτης. Αυτό ήταν πριν το ’91.

Οι ομάδες του κυνηγιού, τότε σύχναζαν στο Bizarre, που ήταν το στέκι των «Αργόσχολων», αλλά πήγαιναν και οι άλλες ομάδες να τους πειράξουνε κι είχα τύχει σε μια «κόντρα» τότε. Οι «Γαλάτες» βάλανε φόρμες του δήμου, πήρανε ψεκαστήρες, φέρανε ένα φορτηγάκι σκουπίδια και τους τα αδειάσανε έξω από το Bizarre, θέλοντας να τους πουν «είστε σκουπίδια» και μετά με τις ψεκαστήρες που είχαν μέσα ροδόνερο ψεκάσανε τα σκουπίδια για να μη βρωμάνε, μέχρι και όλο το μπαρ μέσα. Μετά άρχισε μια φοβερή κόντρα με μαντινάδες. Οι Αργόσχολοι από τη μια, οι Γαλάτες από την άλλη και εμείς, όλος ο κόσμος εκεί πέρα να διασκεδάζουμε! Ήταν κάτι το καταπληκτικό.

Λέω «Αυτό το πράγμα λείπει από το Ρέθυμνο και δε γίνεται να συμβαίνει μόνο σε ένα χώρο, πρέπει να κατεβάσουμε τον κόσμο». Έτσι άρχισα το ψηστήρι στο Bizzare, σε όλο τον κόσμο για να κάνουμε καρναβάλι. Το ’91 λοιπόν που καταφέραμε και βρεθήκαμε εδώ στο μαγαζί είπαμε να κάνουμε μια αρχή.

Πήγαμε με το Στέλιο το Σαλβαρή σε όλους τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης, είχε 4 σταθμούς τότε το Ρέθυμνο, για να μας ακούσουν όλοι οι Ρεθεμνιώτες και λέγαμε: «Την τάδε του μηνός, την τελευταία Κυριακή του καρναβαλιού θα αναβιώσουμε το ρεθεμνιώτικο καρναβάλι. Όποιος θέλει να ντυθεί απλώς μασκαράς και να έρθει». Τυπώσαμε μια αφίσα στου Καλαϊτζάκη δωρεάν και την κολλήσαμε απ’ έξω από τα σχολεία και σε ορισμένες βιτρίνες στο Ρέθυμνο, αλλά το ράδιο δούλεψε πιο πολύ από την αφίσα. Τότε η Πετράκη η Μαρία ήτανε στο Ράδιο Ρέθυμνο και σε αυτή είπαμε, ενώ εγώ τότε προσπαθούσα να φτιάξω μια μπομπάρδα, ότι θα κατέβουμε να τρομοκρατήσουμε το Ρέθυμνο, ότι θα σπάσουμε τον τσαμπουκά στους Ρεθεμνιώτες και διάφορα τέτοια αστεία. Εκείνη έκανε ένα σποτάκι σε κασέτα και το έβαζε κάθε μια ώρα, «Θα κατέβουνε οι τρομοκράτες να τρομοκρατήσουνε την πόλη με τις μπομπάρδες τους».

Όλα τα παιδιά που δουλεύαμε μου κάνανε πλάκα, γιατί έκανα πρόβα με την μπομπάρδα και δε μου έβγαινε, ότι θα γίνω ρεζίλι. Όταν έγινε το πρώτο καταπληκτικό «μπαμ», λέω του Στέλιου να φέρει μια σωλήνα για να φτιάξουμε μπαζούκας και να βάλουμε μέσα την μπομπάρδα. Τι να σου πω, στο ύψος της πολυκατοικίας έφτανε ο χαρτοπόλεμος. Τα κάναμε σε όλα τα καρναβάλια αυτά.

Στο πρώτο αυτό καρναβάλι ντυθήκαμε 4 άτομα με κάλτσες στα μούτρα σαν τρομοκράτες.

Φτιάξαμε τότε το δράκο που έφαγε το βασιλιά καρνάβαλο κι είχαμε γράψει πάνω στο δράκο ποιοι ήταν οι υπεύθυνοι. Φτιάξαμε την Παλιά Πόλη και το «δαχτύλιο» (γέλια).

Είχε φτιάξει ο Μανώλης ο Σκευάκης την Παλιά Πόλη πολύ όμορφη και από πάνω τις πολυκατοικίες που ανοίγουν το στόμα τους να φάνε την παλιά πόλη, ενώ υπήρχαν παντού σάκοι με σκουπίδια. Δηλαδή, πάλι πιάναμε το πρόβλημα της παλιάς πόλης. Με χαρτόνια, ξύλα και σίδερα που βρίσκαμε από το δρόμο τα φτιάχναμε αυτά.

Μετά φτιάξαμε κάτι σχετικό με το πρόβλημα του Αγνώστου Στρατιώτη, βρωμούσε πάρα πολύ η περιοχή, μέχρι που βάλανε τα μηχανήματα, για να σπρώχνουνε τα λύματα να ανεβαίνουνε τη λεωφόρο. Δύσκολο εγχείρημα, δεν είχε πετύχει, γιατί όλες οι βρωμιές από την Καλλιθέα, τα Περβόλια και τα ξενοδοχεία έρχονταν εκεί. Δεν μπορούσες να σταματήσεις καθόλου, τα μαγαζιά περνούσαν φοβερή κρίση. Φτιάξαμε τον Άγνωστο Στρατιώτη, κανονικό άγαλμα και με το ένα χέρι κρατούσε το όπλο και με το άλλο τη μύτη του. Άρεσε πάρα πολύ στον κόσμο. Το τέταρτο θέμα ήταν ο Βουκεφάλας, γιατί ήταν τότε το σκοπιανό στην επικαιρότητα. Είχαμε βάλει ένα zastava και το είχαμε κάνει άλογο. Στο πλάι ήταν σχεδιασμένη όλη η διαδρομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, από πάνω είχε τις βαλίτσες του, τις σάρισες, τις ασπίδες και ήταν μέσα ένας αρχαίος Έλληνας ντυμένος, ο Αλέξανδρος, κι οδηγούσε.

Την ημέρα του καρναβαλιού κοπήκανε τα πόδια μου. Την παραμονή του καρναβαλιού ήταν τέτοια η κούραση μου…Δουλευάμε ασταμάτητα. Το Σάββατο το βράδυ έκανα την προσευχή μου να πιάσει μια δυνατή βροχή να μας τα διαλύσει όλα γιατί την επομένη δε θα μπορούσαμε να κατέβουμε από την κούραση. Με είχε βγάλει στο κλάμα. Την επομένη ήρθανε πάνω από χίλια άτομα μασκαράδες! Είχε έρθει η αστυνομία να συνοδεύσει κόσμο. Δεν το περιμέναμε! Κατεβήκαμε στην πόλη, είχαμε μόνο σε ένα άρμα μουσική, είχαμε φτιάξει μπομπάρδες κι έγινε χαμός στην πόλη μέσα! Η κυρίως γιορτή έγινε στον Πλάτανο. Πήρε μια στιγμή ο Βαλαρής το μπαζούκας και πήγε στο καφενείο του Γαλερού που είχε κόσμο μέσα έξω και ρίχνει με την μπομπάρδα γεμίζοντας τον κόσμο χαρτοπόλεμο. Έπηξε το μαγαζί από τον καπνό, γιατί είχε μπαρούτι αυτή μέσα. Άλλη μεγάλη γιορτή έγινε έξω από το Λύκειο Ελληνίδων, ώρες ατελείωτες χορεύαμε κι ήρθαν και ομάδες του ντυμένες.

Το Πειρατικό έξω από το δημαρχείο
-Τότε λοιπόν ξαναγεννιέται το καρναβάλι στο Ρέθυμνο, με το κάλεσμα των «Τρομοκρατών».

-Τότε κατεβήκαμε ως «Τρομοκράτες» και πέρασε η ώρα του κόσμου. Το συζητήσαμε μετά με το δήμαρχο τον Αρχοντάκη και είπαμε «Γιατί να μην αναβιώσουμε το καρναβάλι στο Ρέθυμνο» και συμφώνησε. Του είπαμε ότι δουλέψαμε και κάναμε όλο αυτό το πανηγύρι με σκουπίδια, ότι το θέλουμε πιο οργανωμένα και σε αυτό να βοηθήσει ο δήμος. Είχε έρθει η αστυνομία τότε που κατεβήκαμε, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι μπορούσε να γίνει.

Εμείς μετά που κατεβαίναμε σαν ομάδα δίναμε οδηγίες στα μέλη μας, να μην πειράζουν όσους δε γνωρίζουν, αλλά αυτούς που ξέρουν. Αυτούς θα μουτζουρώσεις, αυτούς θα φιλήσεις, αυτούς θα τους κάνεις ό, τι θέλεις. Στον άλλο που δεν το γνωρίσεις μπορείς να του χαμογελάσεις, να του κάνεις μια γκριμάτσα, αλλά δε θα του κάνεις χειρονομία. Αυτό ήταν απαράβατος κανόνας. Όταν έχεις λοιπόν κόσμο που δεν το γνωρίζεις, πρέπει να τον οργανώσεις καλύτερα, και από οικονομικής πλευράς και από όλα.

Συμφώνησε ο δήμαρχος ότι θα γίνει καρναβάλι τον επόμενο χρόνο. Είχαμε κανονίσει δύο μήνες πριν να κανονίσει ο δήμαρχος να μας καλέσει τους Ρεθεμνιώτες. Εγώ κάθε βράδυ πήγαινα στο Bizarre κι έκανα ψηστήρι στις ομάδες του κυνηγιού. Είχαν ενθουσιαστεί όλοι και συμφωνήσανε οι ομάδες να κάνουμε κάτι οργανωμένο όλες μαζί. Μας είχε καλέσει ο δήμαρχος Παρασκευή βράδυ. Πέμπτη πρωί με παίρνει τηλέφωνο η Μαρία η Πετράκη από το ράδιο Ρέθυμνο, η «νονά» μας που μας βάφτισε «Τρομοκράτες» και μου λέει: «Μιχάλη, ο δήμαρχος αρνείται να συζητήσει για καρναβάλι. Σε δυο λεπτά σε βγάζω στον αέρα». Λέω κι εγώ, μετά την απόφαση του Δημάρχου να μη μας δεχτεί, «Οι Τρομοκράτες θα ντυθούνε λοκατζήδες κλόουν και θα μπούμε να καταλάβουμε το δημαρχείο, κι από εδώ και πέρα, θα διοικήσουμε εμείς την πόλη γιατί είμαστε λιγότερο κλόουν από τους κλόουν που μας διοικούν». Σε 5 λεπτά πήρε την Πετράκη και είπε πως θα γίνει κανονικά η μάζωξη με τις ομάδες. Έγινε η μάζωξη με τις ομάδες κι έτσι αρχίσαμε το καρναβάλι κανονικά με το δήμο.

Μας δώσανε τότε τις αποθήκες τους οι Καψαλιανοί στον Άγιο Νικόλαο. Ήταν αποθήκες εγκαταλελειμμένες τις οποίες αδειάσαμε. Φάγαμε σκόνη…Εκεί μέσα δουλέψαμε πολλές ομάδες. Δουλέψαμε ή δύο ή τρία χρόνια εκεί πέρα, μέχρι που θέλανε να τις αξιοποιήσουν και τις παρατήσαμε. Μετά μας έδωσε τη χαρουποαποθήκη του Κουφάκη και του Χριστοδούλου. Κάθε βράδυ που γυρνούσαμε σπίτι, από τη βρώμα αφήναμε τα ρούχα μας έξω από το σπίτι, το χαρούπι έχει ιδιαίτερη μυρωδιά. Το περιβόητο Πειρατικό το φτιάξαμε εκεί που έχει ο Λεμονάκης το μαγαζί του, στης Μαρίας της Σταγάκη το μαγαζί και τα δύομιση μέτρα του καραβιού τα δουλέψαμε έξω από το μαγαζί.

1994. Χαρτί τράπουλας των Τρομοκρατών
-Πείτε μας για αυτό το «Πειρατικό, το Στραβό του Νότου» που από πολλούς θεωρείται το καλύτερο και αν όχι το καλύτερο, από τα καλύτερα άρματα που έχουν φτιαχτεί ποτέ.

-Εμείς δουλεύαμε με τα λιγότερα λεφτά από όλους. Δηλαδή θυμάμαι η συμμετοχή στο Πειρατικό ήτανε από το κάθε άτομο 5000 δραχμές. Με τις 5000 εμείς αγοράζαμε τα υφάσματα κι ο καθένας έραβε τη στολή του, αγοράζαμε όλα τα υλικά κι είχαμε πάρει 120-130 κιλά κρέας και τα στέλναμε στου Ζήση και στη Γαλήνη το Παυλάκη του Γιάννη. Αυτοί μας έβραζαν το κρέας που τους πηγαίναμε, δωρεάν και μας κάνανε το πιλάφι. Μας φέρνανε σε κοφίνια δικά τους το κρέας και το πιλάφι μέσα σε καζάνια, πριν την ημέρα τη μεγάλης παρέλασης. Πριν μπούμε να χορέψουμε κλπ τρώγαμε καλά και πίναμε. Οι μεγάλοι πίναμε μόνο κρασί και τα παιδιά αναψυκτικά, απαγορεύαμε στα παιδιά να πιουν κρασί.

Εμείς τρώγαμε και πίναμε πάντα πριν. Τώρα δυστυχώς παίρνουν το μπουκάλι με «σκληρό» ποτό μέσα, βότκα πχ. και τους θέτουν. Είναι κουρασμένοι γυρνάνε όλη νύχτα την παραμονή, κοιμούνται δυο ώρες, δεν τρώνε, μετά πίνουν και καταλήγουν νοσοκομείο. Δεν είναι μαγκιά αυτό κι όχι ότι είμαι συντηρητικός. Απλώς το θέμα είναι να ξέρεις να πίνεις.

Προσπαθούσαμε λοιπόν με τα 5 χιλιάρικα να καλύψουμε όλα τα έξοδα. Οι ομάδες τότε παίρνανε από 10000 και πάνω για στολές και τα υπόλοιπα. Εμείς ήμασταν η ομάδα των φτωχών. Όταν είχαμε και φτωχές οικογένειες που δεν τα βγάζανε πέρα το ξέραμε και ορισμένα παιδιά τα ντύναμε τζάμπα ή κάναμε εκπτώσεις και λέγαμε να δώσουν συμβολικά ένα ποσό και να μπουν μέσα τα παιδιά να περάσει η ώρα τους. Κάποιοι βέβαια ήταν εύποροι αλλά έβαζαν την πονηριά του Έλληνα…

Λοιπόν, στο Πειρατικό μπροστά στον ύφαλο έπαιζε το πρόβλημα με τα Σκόπια. Επίσης, το Ξυστό και ο Κόκκαλης. Όπως έβαζαν οι πειρατές ένα σκελετό μπροστά, είχαμε βάλει τον «κόκκαλη» που έπαιζε με το Ξυστό. Όλοι οι «Τρομοκράτες» ήταν ντυμένοι πειρατές και πειρατίνες. Είχαμε φτιάξει πεντοχίλιαρα που ήταν κι αυτά Ξυστά.

-Πείτε μας για κάποιες προτάσεις που είχατε κάνει για το καρναβάλι.

Ο Στραβός του Νότου ξεκινάει το ταξίδι του
-Κάποια στιγμή διαφωνήσαμε στη μουσική. Είχα κάνει πρόταση να κάνουμε καθαρά ένα διονυσιακό καρναβάλι και να είναι όλο ένα θεατρικό δρώμενο. Εν τω μεταξύ πήγαμε στην Πάτμο με τη Μαρίνα σε ένα σεμινάριο θεατρολογίας, εγώ δεν ήθελα να πάω, η Μαρίνα με πίεζε, το είχε διοργανώσει η ΝΕΛΕ. Είχε καλέσει πάρα πολύ καλούς καθηγητές. Δεν έχασα ούτε μία ώρα γιατί με ενδιέφερε.

Αν δεις το καρναβάλι της Βενετίας, ένα πραγματικό υπερθέαμα, οι μάσκες είναι ανέκφραστες. Οι άνθρωποι μιλούν με το σώμα, με πάρα πολύ πλούσια ρούχα. Αυτή όμως είναι μια άλλη νοοτροπία. Η δική μας εδώ είναι το πείραγμα, είναι το σεξουαλικό υπονοούμενο, ένα σωρό πράγματα, για αυτό είπα να πάει στο διονυσιακό. Όχι ότι θα υποχρέωνες όλο τον κόσμο να κάνει το ίδιο πράγμα, θα μπορούσες να κάνεις πχ διαστημάνθρωπους, αλλά με τέτοιες τσουτσούνες που να τρομοκρατούν τον κόσμο και να πειράζουν. Ο άλλος γελάει έτσι.

Τους είπα λοιπόν να κάνουμε μια γιορτή που να τραβάει όλη την Κρήτη και να κατέβει και κόσμος. Να λένε «πάμε στο Ρέθυμνο να διασκεδάσουμε», να είναι διασκέδαση, όχι παρέλαση. Η παρέλαση δεν διασκεδάζει, πρέπει να είναι φαντασμαγορική.

Με κάλεσε πριν δύο χρόνια η Πέπη (Μπιρλιράκη-Μαμαλάκη). Μου λέει «Κυρ Μιχάλη θα μας βοηθήσεις;», λέω «Ευχαρίστως, άμα μπορώ να βοηθήσω σε κάτι». Μου λέει «Τι θα μπορούσαμε να κάνουμε;». Της λέω «Ένα βασικό που λείπει από το Ρέθυμνο και που το έχω παρακολουθήσει τόσα χρόνια είναι ότι έρχεται ο κόσμος από τα Χανιά, το Ηράκλειο, τα χωριά, έρχονται εδώ νωρίς και στέκονται ακίνητοι, παγώνουν κι εν τω μεταξύ το καρναβάλι έχει γίνει πολύ αργό. Να κάνουμε πέντε σταθμούς στη λεωφόρο, να βάλουμε καζάνια με φασολάδα, με μοσχαρόσουπα και να έχουμε και ψησταριές και κρασιά και να έρχεται ο κόσμος δωρεάν να τρώει. Πέφτουν πλέον πάρα πολλά λεφτα στο Ρέθυμνο. Να εισπράξει ο Δήμος από τα τέλη παρεπιδημούντων, το 2 ή 3%, αλλά δεν τους εισπράττει και τα παίρνουν τα μαγαζιά. Να εισπράττει ο Δήμος τα λεφτά του, να μπορεί να ξοδεύει κιόλας».

Ο γνωστός σε όλους Πέτρος Δρυγιαννάκης παίρνει πόδι…. αλλουνού…
Έχουν μια σχολή τραπεζοκόμων εδώ στο Ρέθυμνο, καλέσανε το Διευθυντή και τους είπε «Πολύ ευχαρίστως ελάτε να μιλήσετε στα παιδιά». Πήγα λοιπόν εγώ με την Πέπη. Κρατούσα δισκάκια, τους είχα βάλει ελληνικά παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια, τρελαθήκανε τα κοπέλια. Τους λέω «Παιδιά θα σας ντύσουμε ποντίκια, γιατί είναι αστείο να σε σερβίρει ένας ποντικός, θα φτιάξουμε και ποντικάκια, να σας πέφτουν υποτίθεται μέσα στη σούπα, και θα το βγάζετε εσείς, να λέτε, ‘‘αχ τι να το κάνουμε αυτό τώρα’’, θα πειράζετε τον κόσμο». Τα παιδιά τρελαθήκανε, έφυγα από τη σχολή και μου φωνάζανε «Μεγάλε μαζί σου!». Δεν το λέω για να το παινευτώ αυτό, αλλά για να σου πω πόσο τους άρεσε η ιδέα.

Βρίσκομαι μετά με την Πέπη, μου λέει «Πως θα ράψουμε τις στολές;», λέω «Εγώ θα αναλάβω, η Πανταλού που ράβει δυο τρεις ομάδες, θα την παρακαλέσω, θα την πιέσω και θα ράψει 25 στολές και θα βάλουμε 5 ποντίκια σε κάθε σταθμό». Εκεί μου είπε «Να ράψουμε 15 στολές;». Εκεί σταμάτησα να ασχολούμαι. Εδώ τα πέντε ήταν ήδη λίγα. Το θέμα είναι να εξυπηρετηθεί ο κόσμος, να τον πειράξουν, να έχει φάει, να έχει ζεσταθεί, να έχει πιει κρασί και να βγάλει κέφι.

Το θέμα είναι να περνάει καλά όλος ο κόσμος και οι μέσα και οι έξω. Έχουμε καταπληκτικές μουσικές, να βάλουμε και κρητικά, να βάλουμε και τσιφτετέλια, να βάλουμε και νησιώτικα, να χορεύει όλο το Ρέθυμνο. Αλλά πρέπει να πιει και να φάει.

Αυτά και άλλα ακόμη πολλά είπαμε με τον κ. Μιχάλη Καρά σε μια πολύ χορταστική συνέντευξη και πραγματικά ούτε το παρόν τετρασέλιδο δεν αρκεί για να τα χωρέσει. Πολύ πιθανό να χρειαστεί και δεύτερο μέρος.

ΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΟΥΔΑΚΗΣ

Αφήστε μια απάντηση