Μικρή περιδιάβαση στη 2η ποιητική συλλογή του Η. Κοπανάκη

 

 

Πρώτα θέλω να ευχαριστήσω θερμά τον Ηλία που έκαμε την τιμή στην παλιά του καθηγήτρια να συμμετέχει στην παρουσίαση της νέας του ποιητικής συλλογής. Δεν υπάρχει πιο μεγάλη ευτυχία για ένα δάσκαλο. Ακόμη να τον συγχαρώ γι ‘ αυτό το βιβλίο που προϋποθέτει απέραντο μόχθο. Εγώ, από τη μεριά μου, θα προσπαθήσω κατά το δυνατόν να δώσω σε γενικές γραμμές κάποια στοιχεία που πιστεύω ότι θα βοηθήσουν τους ακροατές μας να σχηματίσουν μία πρώτη εικόνα για το περιεχόμενο της συλλογής και θέλω να ελπίζω ότι θα συμβάλουν στην επερκέστερη και αποτελεσματικότερη ανάγνωση των ποιημάτων της.

nikos17

Η ποίηση είναι σκληρή και απαιτητική. Τα θέλει όλα. Θέλει να της παραδοθείς άνευ όρων. Και όχι μόνον αυτό. Θέλει και να την εξευμενίζεις, να της υπόσχεσαι, να της δίνεις κι άλλα, κι άλλα. Είναι ένα θηρίο κατά τον Μίλτο Σαχτούρη. Ένα θηρίο με σουβλερά δόντια που τρώει τα σωθικά. Κι όμως, ο ποιητής  το ικετεύει το  θηρίο να μη φύγει. Και το καλοπιάνει : Θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίζεις». Γιατί «στο πιο βαθύ σκοτάδι, οι στίχοι αποτελούν τις σπίθες στη χόβολη, της εγκυμονούσας πύρινης πνοής μας δώρο του φιλάνθρωπου Προμηθέα», γράφει ο δικός μας ποιητής, όσο κι αν κάποια στιγμή φωνάζει: «Ελεος! Ας βρεθεί κάποιος χριστιανός να μου πάρει το στυλό. Αι-Γιώργη, αφέντη μου, κόψε στα δύο το πλαστικό συρίγγιο μελάνης μου να χαθεί, να τελέψει η αγωνία μου».

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

«Η κηροδοσία των ανέμων» από ένα ποίημα της συλλογής (θα το δούμε παρακάτω). Είναι η δεύτερη ποιητική απόπειρα του Η.Κοπανάκη και περιλαμβάνει ποιήματα των πέντε τελευταίων χρόνων. Η πρώτη ήταν ο «Ισκιος του Ερωτα» που εκδόθηκε το 2014, με ποιήματα γραμμένα παλαιότερα, από τα φοιτητικά του χρόνια.

Εν τω μεταξύ ο νεαρός ποιητής μπήκε στη ζωή, ωρίμασε. Οι εμπειρίες, τα βιώματα, οι περιστάσεις πλούτισαν και βάθυναν την ποιητική συνείδηση και ευαισθησία του. Ο χρόνος που πέρασε η τριβή, τα βιβλία ενίσχυσαν τη φυσική του κλίση και ανέδειξαν την τεχνική του. Τα ποιήματα της συλλογής μπορώ να πω, διαθέτουν ιδεολογική ωριμότητα, καλοδουλεμένο στίχο, άνεση στην εκφορά του λόγου, ρέουσα και πλούσια γλώσσα. Οι εικόνες με κίνηση και αυθορμητισμό προκαλούν γνήσια ποιητική συγκίνηση στοον αναγνώστη. (σελ. 16 «και ουδείς λόγος»).

Ο ποιητικός κόσμος του Η. Κοπανάκη περιστρέφεται κυρίως γύρα από τις μεταφυσικές αγωνίες της ψυχής. Η αγωνία της ύπαρξης, η ζωή, ο έρωτας και ο θάνατος, η ματαιότητα των ανθρωπίνων, η αλλοτρίωση, η μοναξιά άλλα και η πίστη και η ελπίδα. Θέματα πανανθρώπινα και προαιώνια. Η διαφορά είναι στο πώς τα συλλαμβάνει η φαντασία του ποιητή και πώς τα μετουσιώνει σε τέχνη.

Η κατακομματιασμένη εικόνα του κόσμου μας με τα λογής αδιέξοδα δεν επιτρέπει ωραιοποιήσεις και ψευτοσυναισθηματισμούς. Ούτε και διδακτισμούς. Ο Κοπανάκης έχει συλλάβει αυτήν την εικόνα και την αποδίδει με ειλικρίνεια και ανθρωπιά. Υπάρχει πίκρα αλλά και ευγένεια στους στίχους σε θέματα συχνά σκληρά και δύσκολα. (σ. 162 «Ερώτων άσμα» και σελ. 27 «Υπνος βαθύς»). Τόσο η θεματογραφία όσο και η μορφή των ποιημάτων νομίζω ότι κινούνται στα πλαίσια ενός υπαρξιακού νεοϋπερρεαλισμού, διαφοροποιημένου από τον υπερρεαλισμό των πρώτων εκφραστών του κινήματος, Εμπειρίκου, Εγγονόπουλου. Θεωρώ όμως ότι υπάρχει συνάφεια με τους μεταπολεμικούς υπερρεαλιστές, Παπαδίτσα, Σαχτούρη κ.α., αν και τα βιώματα και οι εμπειρίες είναι διαφορετικά. Αυτή η σχέση εντοπίζεται κατά τη γνώμη μου τόσο στη στάση του απέναντι στην πραγματικότητα, η οπτική του γίνεται οδυνηρή συμμετοχή – όσο και στη γλώσσα που γίνεται σκληρό εργαλείο εξόρυξης, σαν γεωτρύπανο. Αυτή η εσωτερική περιπέτεια της ψυχής εκφράζεται με αλλεπάλληλες, πολυποίκιλες εικόνες που διευρύνουν την προοπτική στο χρόνο και στον τόπο ανάμεσα στο όνειρο και στην πραγματικότητα. Ο υπερρεαλισμός είναι συγκρατημένος, κυριαρχεί ένα αντιλυρικό πνεύμα που αποδίδει την απόγνωση και την αμηχανία με λόγο λιτό, ελλειπτικό και αφαιρετικό.

Οι λέξεις αποδίδουν με ακρίβεια την ιδέα και αναδεικνύουν τον τόνο του ποιήματος. Λέξεις συχνά πρωτότυπες και σπάνιες από τη ζωή και την ορολογία των ναυτικών και της θάλασσας, από τη ζωή της υπαίθρου, από το ιστορικό και μυθολογικό παρελθόν, από την εκκλησιαστική γλώσσα και παράδοση καθώς και λέξεις της σύγχρονης τεχνολογίας και επιστήμης γίνονται όργανο του ποιητή για να εκφράσει σύνθετες ψυχικές καταστάσεις και επιπλέον να δώσει ευχαρίστηση στον αναγνώστη, δηλαδή αισθητική ευχαρίστηση, όπως σελ. 105 «Ερωτας στα Κύθηρα». Υπάρχουν και λέξεις , αυτές που λέμε αντιποιητικές, που μας αιφνιδιάζουν και ενισχύουν την πρόθεση του ποιητή για το ποιητικό αποτέλεσμα, όπως λ.χ. σελ. 104 «Παιχνίδι με τις λέξεις» και σελ. 39 «Στη βιβλιοθήκη». Επί πλέον υπάρχει και υφέρπουσα ειρωνεία. «Στη βιβλιοθήκη», επιτρέψτε μου να μείνω λίγο, οι σκόπιμα βαρύγδουπες λέξεις του α’ μέρους του ποιήματος εξισορροπούν με τις πεζές του β’ μέρους, ελαφρύνουν την ατμόσφαιρα και βάζουν τα πράγματα στη θέση τους. Η ειρωνεία διαπερνά ολόκληρο το ποίημα. Η «πεθερά» λέξη αντιποιητική και εκ πρώτης όψεως φορτισμένη αρνητικά στην καθημερινότητά μας, εδώ, έχω την εντύπωση, ότι εκφράζει τη συμπάθεια του αφηγητή ή την αντιπάθεια. Αέρινη σαν νεράιδα με το μαγικό ραβδί που στην εποχή μας γίνεται μαγικό κουμπί, τον σώζει από την αμαρτία του «μελιστάλακτου καρπού» και του εξασφαλίζει τον παράδεισο.

Πάντα φυσικά, υπάρχουν ερωτηματικά στην ποίηση. Το βλέπεις, το ποίημα εννοώ, τόσο απλό, και όμως, όσο πιο απλό τόσο πιο πολύ σε προκαλεί να σκάψεις μέσα του. Παρηγοριά μου είναι τα λόγια του Valery που δηλώνει κατηγορηματικά : «Δεν υπάρχει αληθινό νόημα σε ένα κείμενο. Ούτε αυθεντία του συγγραφέα. Ο,τι κι αν είχε θελήσει να πει, τελικά έγραψε αυτό που έγραψε. Από τη στιγμή που δημοσιεύεται ένα κείμενο είναι σαν ένα μηχάνημα που ο καθένας το μεταχειρίζεται καλύτερα από έναν άλλο. Ο ποιητής δίνει αυτό που έχει και ο καθένας παίρνει τελικά αυτό που μπορεί. Οι στίχοι μου έχουν την έννοια που τους δίνει κάποιος. Αυτή που εγώ τους δίνω δεν δικαιώνεται παρά μόνο για μένα και δεν αντιτίθεται σε κανέναν»  γράφει  ο Πωλ Βαλερύ.

Αυτό δε σημαίνει φυσικά ότι νομιμοποιείται ή και ευλογείται η κάθε ερμηνευτική αυθαιρεσία. Μήπως δεν συμβαίνει το ίδιο και στα άλλα είδη της τέχνης;  Ενας πίνακας ζωγραφικής ή μια μουσική συμφωνία μιλούν στον καθένα διαφορετικά.

Τέλος πάντων. Μακρυγόρησα.  Παραβίασα , δεν έλαβα καν υπόψη το Σολωμό που έλεγε ρητά:  «Κύττα να είσαι σύντομος και να μην επιμένεις σε τίποτα».

Ας προχωρήσω. Και μιας και μίλησα παραπάνω για την ειρωνεία. Η ειρωνεία, ο σαρκασμός και ακόμα πιο πέρα ο αυτοσαρκασμός, και κείνη η περιπαιχτική διάθεση συχνά είναι ένα μεγάλο προσόν του Κοπανάκη. Από τη μία, μια παράλογα σκληρή πραγματικότητα, φρικτή πολλές φορές, και από την άλλη μια ειρωνεία τραγική. Κι ο ποιητής από μέσα να κινεί τα νήματα, να σκηνοθετεί όπως θέλει, να μας περιπαίζει, από μια μεριά, αλλά στα σοβαρά. Κι εμείς αναγνώστες- θεατές συμπάσχομε με το πικρό χαμόγελο της θλίψης. Σελ. 103 «Τα όνειρα».

Όπως θα διαπιστώσατε ήδη, στα ποιήματα του Κοπανάκη υπάρχει μια ιστορία. Ένα σενάριο που εκτυλίσσεται σε σκηνές κινηματογραφικές με εξέλιξη διαδοχική, σελ. 60 «Δυτικά του φωτός» και σελ. 18 «Μια χαμένη υπόθεση». Όταν τα πράγματα δυσκολεύουν , γίνονται εφιαλτικά, έρχεται η ανατροπή. Αμέτοχος, απαθής ο αφηγητής στα βάσανα του ήρωα απροσδόκητα επαναφέρει τον αναγνώστη στην πραγματικότητα. Τον προστατεύει . Ένα σενάριο ήταν, μια ταινία απ’ αυτές της άγριας Δύσης, ένα σούρεαλ- ουέστερν που λέγαμε. Μπορεί να είναι και τηλεπαιχνίδι, τόσα δείχνει η τηλεόραση. Ή ένα όνειρο- εφιάλτης. Ξυπνάς και τελειώνει.  Η ειρωνεία που λέγαμε.

Η ασφάλεια της παιδικής ηλικίας είναι καταφυγή για τον ποιητή. «Εν αρχή ην ο Λόγος της επιστροφής. Στην παιδική ηλικία αναβαπτιζόμενος γυρνάς. Η βάση, το λιμάνι η έδρα, ο από καθέδρας Λόγος, ο βαστάζων τους Ουρανούς, απαρχή της Ύπαρξης», όσο κι αν καραδοκεί ο κακός Λύκος, πάντα υπάρχει διέξοδος. Παλιά ήταν η αγκαλιά της μάνας. Τώρα στα δύσκολα ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζεις τον εαυτό σου, κι όταν ακόμα στερέψουν όλα, υπάρχει λύση δραστική. Μην κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, μπορείς ακόμα και να τον σπάσεις, σελ. 28 και σελ. 22  «Τα παραμύθια».

Ο Κοπανάκης χωρίζει τη συλλογή του σε  πέντε ενότητες. Θα σταθώ λίγο παραπάνω στην τέταρτη που την ονομάζει «Ψαλμωδία του Ερωτα» με την ευρύτερη σημασία της λέξης, την Πλατωνική. Ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο λέει για τον Ερωτα ότι είναι κατιτί πέραν από τη φρονιμάδα και την αφροσύνη των ανθρώπων, πέραν και από την ασύνειδη ορμή των ζώων, είναι ένας εσωτερικός ρυθμός του κόσμου που έχει ανείπωτη συγγένεια όχι μόνο με το Λόγο – το λόγω των αρχαίων, τη λογική δηλ. – αλλά και με την αρχή του κόσμου. Και ο έρωτας και ο Λόγος έχουν τις ρίζες τους μέσα στην άρρητη αρχή που ο Πλάτωνας την ονομάζει «ιδέα του αγαθού» και την αναγνωρίζει για αρχή της ουσίας και της γνώσης. Ο έρωτας είναι ο γενικός δαίμονας που ανακινεί και αναταράσσει όλη την πλάση, που οδηγεί στο αγαθό και κατ’επέκταση στη δικαιοσύνη, και τον πολιτισμό και εν τέλει οδηγεί την ψυχή στην απόλυτη ιδέα και την αθανασία. Αυτή η φιλοσοφική θεώρηση της ύπαρξης του κόσμου και του ανθρώπου ενυπάρχει , κατά τη γνώμη μου, σ’ αυτήν, εντυπωσιακή για ένα νέο ποιητή, σύνθεση. Εντυπωσιακή και ως προς τη δομή και ως προς την ιδέα. Διαρθρώνεται σε επτά μέρη. Στα αφηγηματικά – επικά, αργόρυθμα, πολύστιχα και πολυσύλλαβα, σαν την πορεία και τα πάθη του ανθρώπου. Και όπως στην τραγωδία, έτσι και εδώ, ανάμεσα στα επικά παρεμβάλλονται τα λυρικά με γοργόρυθμες στροφές, ολιγόστιχες και ολιγοσύλλαβους στίχους, που δίνουν ανάσα. Σας υπόγειος ιστός σε τεθλασμένη γραμμή διαπερνά το ποίημα η ιστορία. Μια ιστορία ύμνος και θρήνος συνάμα για τον άνθρωπο που πολεμά με πάθος, πείσμα και μανία. Σελ. 119 «Πατρίδα, η γλυκύφθογγος….πολεμά». Μια Οδύσσεια ο αγώνας που όμως εδώ συχνά καταλήγει άγονος. «Στύψαμε τη μυλόπετρα να γλυκαθεί η ελπίδα, κάλπικα βγήκαν όνειρα και μας περιγελούνε». Με τ’ ανάθεμα και την ευχή περάσανε τα χρόνια. Το κύμα που μας έτρωγε βαρέθηκε, μας πέταξε το πείσμα μας σαν είδε, σε μια ρυτιδιασμένη παραλία. Κι εμείς σαν όντως θαρραλέοι, ριχτήκαμε στα βράχια και σωθήκαμε. Κι όμως το σήμερα είναι πιο δύσκολο «γιατί όλο μικραίνει η ανάγκη της συνύπαρξης με τον απύθμενο εαυτό μας», σελ 133 «Παρελθόν η αφή….της ξαστεριάς».  Κι ο ποιητής στης διπλής μοναξιάς του το Σπήλαιο συντροφιά προσμένει τη βάγια Αίθρα και του Προφήτη το κοράκι. Να τον κανακέψουν, να τον θρέψουν παντιοτρόπως, να τον παρηγορήσουν.

Η φύση έχει πρωτεύοντα ρόλο στα ποιήματα της συλλογής. Ο ήλιος – θανατηφόρος και θεοφόρος- ο ωκεανός, η θάλασσα, οι άνεμοι, η καταιγίδα, το χιόνι, το φως και το σκοτάδι, άλλοτε με φιλική και άλλοτε με εχθρική ενέργεια – όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα άλλωστε- πάντα με μεταφορική και αλληγορική σημασία, αποτελούν το περιβάλλον μέσα στο οποίο κύριος ήρωας είναι ο άνθρωπος. Ο άνθρωπος μέσα στη φύση οπλισμένος με τη γερή πανοπλία της πίστης και της ελπίδας. Δεν υποχωρεί, δεν παραδίνεται, αντιστέκεται και έστω και λαβωμένος «ιχνηλατώντας στα βάθη της Ασίας το «θάλαττα-θάλαττα» θ’ αναστηθούμε πίσω στο φως κι ανοίγοντας τα χέρια!».  «Λευκά ροδοπέταλα παλεύουν να νικήσουν το σκότος». Στην ποίηση του Κοπανάκη δεν υπάρχει κατάθλιψη ούτε μηδενισμός. Υπάρχει αγωνία, θλίψη και μελαγχολία. Θλίψη και μελαγχολία για την απώλεια της αθωότητας, για το χαμένο Παράδεισο, που εκφράζεται με ευγένεια ψυχής και ήθος. Ναι, ο ποιητής θα ήθελε έναν άλλο κόσμο, με τρυφερότητα, ευαισθησία και άδολη αγάπη. Παρ’ όλα αυτά δεν τα μηδενίζει όλα. Ο άνθρωπος αντιστέκεται με αγάπη, με πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο και με ελπίδα, που αποτελούν στέρεο υπόβαθρο και δίνουν δύναμη στην ποίησή του. (σελ. 138 «Ταξίδι», σελ. 139 «Ανάσταση», σελ. 108 «Ενδύσου»).

Θέλω να πω δυο λόγια για την παρουσία της λογοτεχνίας στα ποιήματα της συλλογής. Τα βιβλία, όπως φαίνεται καθαρά, αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της ζωής του ποιητή και η εμπειρία από αυτά είναι γνήσια και δυνατή. Αλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως ο ποιητής αναφέρεται σε κείμενα και λογοτέχνες. Διαβάζοντας τα ποιήματα, ανακαλύπτομε συχνά την εκκλησιαστική ποίηση, τον Ομηρο , τον Ξενοφώντα  με τους Μυρίους του ν’ αναζητούν το δρόμο της επιστροφής, τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα, και από τους  νεώτερους τον Καβάφη, και σπανιότερα τον Εγγονόπουλο, τον Ελύτη, τον Τσίρκα, το Λόρκα, (σελ. 101 «Πού χάθηκαν οι ναύτες;»).

Υποσχέθηκα στην αρχή ότι θα δούμε και το ποίημα που χάρισε τον τίτλο του στο βιβλία (σελ. 165).

Εγώ μέσα στο ποίημα αυτό είδα την ιερή λειτουργία της ποίησης. Οι μάντισσες, σαν τις μοίρες, γνέθουν για τα φυτίλια των κεριών. Η βρεφοκρατούσα κινά για τη συγκομιδή από τους γαλαξίες των λέξεων. Τα παιδιά, ένα γύρο, χαίρονται γιατί οι άνεμοι είναι ευνοϊκοί και δεν θα σβήσουν τη φλόγα, την πύρινη πνοή του φιλάνθρωπου Προμηθέα.

Είναι ένα έξοχο ποίημα που μας εκπλήσσει με την πρωτοτυπία του. Αντίθετες εικόνες δημιουργούν ένα περιβάλλον συμπαντικό αλλά και γήινο, μαγικό και παραμυθένιο αλλά και πεζό, ουράνιο αλλά και ταπεινό. Το σύμπαν συνεργεί για τη θεία δωρεά της ποίησης.

Ας κλείσω με τα λόγια του ποιητή για τον ποιητή: σελ. 163 «Ο ποιητής φυλά στερνά την πιο βαθιά του σκέψη δίνοντας δυο λεπτά ζωή στην αιωνιότητα. Τίποτα πιο σπουδαίο δεν μπορεί».

Κι εγώ απαντώ με τους στίχους του Καβάφη: «Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι. Αυτό που έκαμες, μεγάλη δόξα».

ΖΩΗ ΡΙΤΣΑΤΟΥ ΠΑΠΑΔΑΚΗ

Αφήστε μια απάντηση