ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΟΡΦΑΝΟΥ
Καθ’όλου δε στενοχωριότανε ο Μάρκος ο Νταής κάθε φορά που μάθαινε πως η γυναίκα του, του ετοίμαζε καινούργιο απόγονο.
Κείνα τα χρόνια- πριν από το τριάντα η ζωή δεν είχε τις σημερινές απαιτήσεις.
Κάθε οικογένεια, πορευότανε, μ’ότι έβγαζε η γη.
Το μπόλικο λάδι, έδινε τη δύναμη που έλειπε από τα χόρτα και τα όσπρια, και που και που κανένα κουνέλι μαγειρεμένο με πολλά κρεμμύδια καλούσε καμία κανάτα κρασί από το πιθάρι για να χαρίσουν μαζί στο νοικοκύρη λίγες ξένοιαστες στιγμές.
Τα ρούχα που φορούσαν γινότανε από το λινάρι και το μπαμπάκι που έσπερναν στα χωράφια τους και τα χοντρόρουχα και πλεχτά, από τα μαλλιά των προβάτων π’ ανάθρεφαν. Τις προβιές τις κατσικίσιες ή τραγίσιες τις έστελναν στη Χώρα, τις έγνεφε ο ταμπάκης και μ’αυτές ύστερα ο τσαγκάρης του χωριού, τους έραβε στιβάνια και παντόφλες.
Με το περισσευούμενο λάδι και με κανένα μαρτυρικό, αγόραζαν τα λίγα πράγματα που τους έλλειπαν κι έτσι η ζωή περνούσε ανέμελα.
Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος να στεναχωριέται ούτε ο Μάρκος ο Νταής, πως πλήθιαινε η οικογένειά του. Το μόνο του παραπανίσιο έξοδο, ήτανε ν’αγοράζει κάθε τόσο κι ένα πηλοτσίκαλο, 1-2 νούμερα μεγαλύτερο από το προηγούμενο.
Η γυναίκα του, φύλαγε τ’αποστρατεμένα τσικάλια στην κουζίνα κι όταν εκείνος ετοιμάστηκε μια μέρα να τα σπάσει, μια που η μικρή τους χωρητικότητα τα έκανε άχρηστα, εκείνη του πε:
- Αστα άντρα μου, γιατι θα χρειαστούνε παλι. Οντε θ’αρχίξουνε να παντρεύγουνται τα κοπέλια μας και θα φεύγουνε από το σπίτι, θα γιαέρνωμε κι εμείς ίσα πίσω. Ένα κοπέλι θα φεύγει, ένα νουμερο μικρότερο τσικάλι θα έχωμε ύστερα, ώσπου να ξαναφτιάξωμενε στο τσικάλι απουχαμενε όντε ήμαστονε οι δυο μας!
Ποτέ δεν άκουγε κανένα ο Νταής (γιαυτό του βγάλαν τουτο το παρανόμι) μα στην περίπτωση αυτή αναγκάστηκε να δεχτεί την άποψη της γυναίκας του.
Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ο πολιτισμός μια που χαράχτηκε κι αμαξωτός – μπόρεσε να φτάσει και στο χωριό μας.
Οι κοπέλες δεν ήθελαν να φορέσουν πια φαντά, λινά ή μπαμπακερά φουστάνια κι οι ντεληκανήδες ήθελαν αγοραστά έτοιμα πουκάμισα και καλοραμμένα ρούχα στη Χώρα.
Ένα Σαρανταήμερο, η Ζαμπία, η μεγάλη κόρη του Νταή, που’ φτανε πια 18, τριγούνιζε κάθε μέρα τον πατέρα της νατης πάρη ένα παλτό, γιατι ολες οι συνήλικες της είχαν φορέσει. Για να μην στενοχωρήση την κόρη του και πιο πολύ από εγωισμό (ντα δεν ήσανε οι γι’ άλλες καλύτερες ντου) ο Ντής τ’ αποφάσισε. Τις μέσες του Δεκέμβρη , πήρε τη Ζαμπία στη Χωρα, να διαλέξει το ύφασμα που’θελε να της το ράψει στο χωριό η ξαδέρφη της η Φλουρή και να προλάβει να το φορέσει στο πανηγύρι τ’ Αη Βασίλη.
Πήγαν μαζί στο μαγαζί του «κυρίου Απόστολου « ενός εμπόρου που τον γνώριζε ο Μάρκος από τον καιρό που έτυχε να υπηρετούν μαζί στο στρατό.
Πάντα τα λιγοστά ψώνια του ο Νταής, από το μαγαζί τούτο τα έκανε κι αν τύχενε καμιά φορά να μην του βγαίνουν τα λεφτά – ας είναι καλά ο άνθρωπος- τον έκανε βερεσέ μέχρι να βγει το χαρούπι ή το λάδι. Αυτό ο Νταής, το θεωρούσε εξυπηρέτηση μεγάλη και γιαυτό ποτέ δεν έκανε παζάρια κι έπαιρνε ότι του έδινε ο έμπορος. Εμπιστευότανε την τιμιότητα του πες φίλου του.
Το μαγαζί του «κυρ Απόστολου» όπως τον έλεγε ο Νταής, είχε απ’όλα τα υφάσματα, μα η σπεσιαλιτέ του ήτανε τα γυναικεία.
Τελευταία στο μαγαζί του, είχε σωριαστεί πολύ σκάρτο, όχι στη ποιότητα, μα λίγο περασμένης μόδας. (η μόδα με το ν’αλλάζει κάθε τόσο, δεν τυραννά μόνο τους συζύγους που πληρώνουν, μα και τους εμπόρους). Με κάθε τρόπο λοιπόν, έπρεπε να ξεφορτωθεί τα υφάσματα ή τα φόρτωνε σ’ όσους δεν είχαν ιδέα από μόδα κι άς έκαναν καλά ύστερα αυτοί με τις γυναίκες τους.
Τα έκτακτα αυτά μέτρα του κυρίου Απόστολου έπιασαν και την κακομοίρα τη Ζαμπία, που για πρώτη φορά θ’αβαζε παλτό.
-Τούτο το ύφασμα να πάρεις Μάρκο τση κοπελιάς. Από το ίδιο έραψε παλτό και η κυρία… η κυρία..αράδιασε κάμποσα φανταστικά ονόματα ο έμπορος.
Η Ζαμπία όμως που ήξερε πως ήταν τα παλτά των φιλενάδων της στο χωριό, είχε αντιρρήσεις.
-δεν είναι πατέρα τση μόδας τούτον, επιμένει.
-Σώπα, την κόβει ο γονιός. Καλλιά κατέχεις εσύ από τον Κύριο Απόστολο; (ο εγωισμός του, δεν του επέτρεπεούτε να σκεφτεί, πως ήτανε δυνατόν να τον γελάσει ο γνωστός του. Τι να κανει η μαύρη κοπελιά; Πήρε με κρύα καρδιά το ξέμοδο ύφασμα. Πλήρωσε ο πατέρας της (ξέχασα να πω πως είχε λεφτά αυτή τη φορά, γιατι είχε πουλήσει μερικά γουρούνια της σκρόφας του) και βγήκαν από το κατάστημα. Την ώρα που βγαίναν σταμάτησε ο έμπορος:
– Μάρκο, κάμε μου μια χάρη, την Παραμονή των Χριστουγέννων που θα μπεις στη Χώρα να βρεις από το χωριό 3 κοτόπουλα καλά να μου τα κρατάς. Θα καλέσω στο σπίτι κάτι καλούς φίλους και θέλω να εχω ένα καλό μεζέ.
– Μετά χαράς κύριε Απόστολε, απαντά ο Νταής χαρούμενος γιατι θα’ κανε κι αυτός μια εξυπηρέτηση στον έμπορο.
Μόλις έφτασαν στο χωριό, ξέσπασε το κακό. Ολες οι κοπελιές κι η Φλουρή η μοδίστρα μαζί- βεβαίωσαν τον Νταή, πως τέτοιο ύφασμα φοριότανε πριν 6-7 χρόνια.
Κατάλαβε πια την απάτη του «Κυρίου Απόστολου» μα για να μην πληγωθεί ο εγωισμός του, δεν το έδειξε:
-ράψε τση κοπελιάς το παλτό Φλουρή, μα ο φίλος μου, δεν θελα καταδεχτή να με ξεγελάσει. «Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα»!
Το παλτό κόπηκε και άρχισε να ράβεται. Βρήκε ύστερα ο Νταής τα κοτόπουλα που του παράγγειλε ο έμπορος και την παραμονή των Χριστουγέννων τα πήγε στη Χωρα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ξαναπήγε στη Χωρα ο Νταής. Μπήκε στο κατάστημα του «κυρίου Απόστολου» για να πάρει τάχατες κάτι. Μολις τον είδε ο έμπορος, έπιασε τον θεό από τον πόδα».
-Δεν το περίμενα αυτό Μάρκο , του λέει πως θέλα με γελάσεις να μου φέρεις εκατό χρονώ κότες, για κοτόπουλα!
Εκαμές με κι εντράπηκα τσι φίλους μου, απου εξημέρωσενε και δεν ήτονε ακομη βρασμένες!
-Δεν πιστεύω κύριε Απόστολε, νασανε οι κότες, πλια παλιές από το παλτό απου μου’δωκες! Του αποκρίνεται ετοιμόλογος ο Νταής. Μα! Μια σου και μια μου! Το χωρίο έφαγα ίσαμε να βρι τσι πλιά γέρικες! Και μη στενοχωράσαι πως εντράπηκες μια στιγμή. Εγώ πρέπει να στενοχωρούμαι, απου θα ντρέπεται η κοπελιά μου, κάθε φορά που θα βάνει το παλτό. Εμπόρουνε να σου το γιαγείρω μα τ΄ άφηκα εκειά για να μ’αναστορίζει κάθε οντε θα το ιδώ, την κουβέντα απου μου λεγενε ο μακαρίτης ο πατέρας μου.
«Μην έχεις παιδί μου εμπιστοσύνη σ’άνθρωπο απουχει δύο ορθούνια» είπε ο Μάρκος ο Νταής κι έφυγε χωρίς να περιμένει την απάντηση του εμπόρου…