Ο ΠΕΡΙΦΗΜΟΣ ΤΕΛΑΛΗΣ ΠΟΥ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣΕ… ΝΩΡΙΣ
• Φανατικός Βενιζελικός βιάστηκε να πανηγυρίσει στις εκλογές του 1920, χωρίς να περιμένει τις ψήφους του μετώπου • «Ζήτω μωρέ του Γοβατζή μα εντελώς …προσωρινά»
|
06/07/2019 της Εύας Λαδιά
Τον περίφημο τελάλη Πεντεφούντη, μας τον παρουσιάζει γλαφυρότατα ο βάρδος του παλιού Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος.
Πεντεφούντης-παρατσούκλι, το βαφτιστικό Μιχάλης
μπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι.
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
Αυτό το τελευταίο το είχαμε αναπτύξει σε ένα επίκαιρο αφιέρωμα. Κι είχε βέβαια το περιστατικό το χρώμα μιας άλλης νοοτροπίας αλλά και τη σπαρακτική λεπτομέρεια της απόγνωσης, όταν ένας πατέρας βλέπει τα παιδιά του να πεινούν.
Μπορεί να φθάσει στα άκρα όπως ο Πεντεφούντης που για να κερδίσει το στοίχημα που έβαλαν μερικοί χασομέρηδες για να γελάσουν, ένα σακί καθαρό αλεύρι, έκανε το γύρο του λιμανιού ολόγυμνος!
Για τον χαρακτηριστικό αυτό τύπο μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των αφηγημάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει».
«Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης, αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης».
Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων όπως μας πληροφορεί και πάλι ο Καλομενόπουλος.
«Καπαιδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά».
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης. Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός «Μπουμ η λίρα».
Και αθέμιτο ανταγωνισμό
Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και τη χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και… αθέμιτο ανταγωνισμό, αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Μας αναφέρει σχετικά ο Καλομενόπουλος:
Διαλαλούσε ο τελάλης και με τρόπο πειστικό
έλεγε στους Ρεθεμνιώτες το μεγάλο ξαφνικό
«ΤουΤζών θα ‘ρθει το παπόρι το βραδάκι στις εφτά
και του συναγωνισμού τα δώρα πλούσια θα σας τα φέρει.
Για να κάνετε ταξίδι δεν χρειάζονται λεφτά
γιατί όλους τ’ επιβάτες… δωρεάν θα μεταφέρει»
Ξαποπίσω ο Πεντεφούντης κραύγαζε πιο δυνατά
Και τα λόγια του αντηχούσαν σαν καμπάνα που χτυπά.
«Ας τ’ ακούσει κάθε γέρος, κάθε νιος, κάθε παιδί
Και ο κάθε Ρεθεμνιώτης -που αλήθεια πάντα τούπα.
Το βραδάκι καταφθάνει το παπόρι του Γουδή
Όλοι οι επιβάτες… τζάμπα κι από πάνω και μια… σούπα!»
Φανατικός Βενιζελικός
Στη διαφήμιση των πλοίων κυριολεκτικά δεν πιανότανε. Έβαζε τα δυνατά του και αλώνιζε επανειλημμένα και ευσυνείδητα τους κεντρικούς δρόμους.
«Το ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν ατμόπλοιον «Κανάρης», αναχωρεί».
Όταν διαλαλούσε εκείνο το «Παραααααάρτημα» με την αγριοφωνάρα του κοψοχόλιαζε επί το πλείστον τους Ρεθεμνιώτες που περίμεναν με αγωνία τη βόμβα της είδησης που θα μπορούσε να περικλείει.
Όταν ήταν νηφάλιος, γιατί εθεωρείτο από τα πολύ γερά ποτήρια του Ρεθύμνου, ήταν Βενιζελικός για τους Βενιζελικούς και ουδέτερος για τους αντιβενιζελικούς.
Αλλά όταν τα ‘χε κοπανήσει γερά-Βενιζελικός το φρόνημα άρχιζε να τραγουδά με φωνάρα βραχνή και στεντόρεια «Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας…».
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγαινε να κάνει κόντρα με τους αντιβενιζελικούς, τραγουδώντας και πετώντας στο τέλος το απαραίτητο «Μπουμ η λίρα».
Πέντε φούντια μυαλό
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης. Πώς του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι;
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Κάποια φορά που άλλαξε η μόδα, οι γυναίκες έκοψαν τα μαλλιά τους, οι άντρες ψαλίδισαν άγρια το μουστάκι κι ο Πεντεφούντης δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός:
«Ήρθε η μόδα Φαραώ
και ‘κόψαν τις πλεξούδες
κι οι άντρες τα μουστάκια τους
και γίνανε μαϊμούδες -μπουμ η λίρα.
Πολλές φορές τους κολλούσε στον τοίχο με τις ατάκες του
«Την υγειά μου να ‘χω ‘γω κι από νου πορεύομαι».
Ένας άκακος άνθρωπος
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος δεν θύμωνε, δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Δάκρυα για το Αρκάδι
Σε μια θεατρική παράσταση για το Αρκάδι που δινόταν στον πέργιαυλο της Νεραζτές, έδωσε το «παρών» πληρώνοντας με αξιοπρέπεια και το εισιτήριό του.
Κάθισε αλλά δεν κράτησε για πολύ η σοβαρότητά του. Εκεί στα καλά καθούμενα πέταξε ψηλά την τραγιάσκα του φωνάζοντας «Ζήτω τ’ Αρκάδι» και φυσικά «μπουμ η λίρα» κι έπειτα πάλι ηρέμησε.
Άλλωστε ξεκίνησε η παράσταση. Ο Πεντεφούντη δεν έβγαλε άχνα. Μόνο τον είδαν δυο τρεις φορές να σκουπίζει τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρυα.
Ένας σοβαρός οικογενειάρχης
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά το χρόνο ανήμερα του Πάσχα έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο… Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροϊδέψει. Για μια φορά το χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης… Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια…
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης- είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα- σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα «Μπουμ βρε η λίρα…».
Ζήτω προσωρινά του Γοβατζή
Αυτός λοιπόν ο γραφικός τύπος που έγραψε στη δική του ιστορία στην πόλη είχε και μια ακόμα περιπέτεια σε προεκλογική περίοδο.
Με αφορμή κάποιους σατιρικούς στίχους του Σπύρου Λίτινα για τις εκλογές του 1933 που δημοσίευσε στην «Κρητική Επιθεώρηση» (21 του Φλεβάρη 1961) την περιγράφει ο Γιώργης Καλομενόπουλος με μια χαριτωμένη γραφή και στον πεζό λόγο.
Η αναφορά ήταν σε μια μοιραία εκλογική αναμέτρηση για τον Ελευθέριο Βενιζέλο εκείνη το 1920. Σύμφωνα με το νόμο θα μπορούσαν να ψηφίσουν κι οι στρατιώτες όπου κι αν βρίσκονταν. Έγιναν οι εκλογές, βγήκε το αποτέλεσμα στο εσωτερικό της χώρας και τη Δευτέρα όλοι περίμεναν με κομμένη την ανάσα τα αποτελέσματα από το μέτωπο της Μικράς Ασίας. Αυτό θα έκρινε τα πάντα.
Ο Πεντεφούντης ενθουσιώδης όπως πάντα αλλά και ολομέθυστος, χωρίς να περιμένει αποτελέσματα άρχισε πρωί πρωί να βροντοφωνάζει για το βενιζελικό κόμμα και ιδιαίτερα για τον υποψήφιο Γοβατζή.
Ας ανοίξουμε όμως μια παρένθεση απαραίτητη για τους νεότερους σε ηλικία αναγνώστες μας.
Ο Ιωάννης Γοβατσιδάκης αναφέρεται και ως Γοβατζιδάκης, γεννήθηκε στους Βεδέρους το 1874.
Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών. Ήταν έμπορος αλλά τον τράβηξε η πολιτική, καθώς ήταν φανατικός Βενιζελικός. Ήταν ενεργός στους αγώνες για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και πήρε μέρος στην Επανάσταση του Θερίσου το 1905.
Εξελέγη για πρώτη φορά πληρεξούσιος Ρεθύμνης το 1912 επί Κρητικής Πολιτείας.
Σχετικό αφιέρωμα σε αυτόν θα γίνει αργότερα.
Ο Πεντεφούντης λοιπόν βιάστηκε «ακόμα δεν τον είδαμε Γιάννη τον εβγάλαμε» να ζητωκραυγάσει προκαλώντας την μανία ενός αψίθυμου Ρεθεμνιώτη, του Δασκαλονικόλα του Εμιριτζή από τις Καρίνες.
Έχοντας βαρεθεί ν’ ακούει τις αγριοφωνάρες του Πεντεφούντη βγήκε από το καφενείο του Σταμάτη, που σύχναζαν όλοι οι «δακτυλοδεικτούμενοι» τότε αντιβενιζελικοί του Ρεθύμνου, πλησίασε τον Πεντεφούντη με απειλητικές διαθέσεις και του είπε: «Γιάντα βιάζεσαι γιβεντισμένε και δεν ανημένεις και τ’ αποτελέσματα του στρατού; Άι κακομοίρη κι αν χάσετε να γυρεύεις καράβι για να φύγεις…».
Το ύφος του τρόμαξε τον Πεντεφούντη που τα βρήκε «σκούρα» και δεν ήξερε πώς να τα «μπαλώσει». Σκέφτηκε ξανασκέφτηκε και αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο της …καμήλας.
Αυτή τη λύση μας περιγράφει σε έμμετρο τώρα λόγο ο Γιώργης Καλομενόπουλος:
Στο Ρέθεμνος την Κυριακή είχανε γίνει εκλογές
κι αποτελέσματα ολικά δεν είχαν βγει ακόμα
μα ο Πεντεφούντης το πρωί άρχισε τις ζητωκραυγές
«Ζήτω μωρέ του Γοβατζή το κερδισμένο κόμμα
Κάποιος από τους λαϊκούς σιμώνει και του λέει στ’ αυτί
«Αϊ κακομοίρη μπέκρακα και δεν θα μου ξεφύγεις …
οι ψήφοι λείπουν του στρατού Να δούμε τι θα πουν κι αυτοί
κι ο Γοβατζής σου αν δεν βγει να βρεις βάρκα να φύγεις …»
Ο Πεντεφούντης σκεφτικός τα λόγια τούτα ερευνά
κι αμέσως νέα ζητωκραυγή αφήνει επί τόπου
Ζήτω μωρέ του Γοβατζή μα εντελώς …προσωρινά
ώσπου να δούμε τι θα πουν κι οι ψήφοι του μετώπου
Έτσι ο Πεντεφούντης βγήκε από τη δύσκολη θέση και δεν χρειάζεται να φανταστούμε πως αντιμετώπισε το τελικό αποτέλεσμα. Θα ήπιε όσο επέτρεπαν οι δυνάμεις του μια και στο κρασί αναζητούσε διέξοδο σε κάθε του ψυχική φόρτιση. Κι αν σε περιόδους καθημερινότητας έπινε το «Βόσπορο» φανταζόμαστε τι θα κατέβασε προσπαθώντας να αποδεχτεί μια εκλογική ήττα…