Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για το Αρκάδι το 1909

Ένα κείμενο του Ιωάννη Κονδυλάκη για την εθελοθυσία του Αρκαδίου, δημοσιευμένο 43 χρόνια μετά την ανατίναξη των εγκλείστων στην ιστορική μονή, αναδημοσιεύομε σήμερα. Ο Κονδυλάκης, που τότε ήταν αρχισυντάκτης στην εφημερίδα «Εμπρός», άγνωστο γιατί είχε παραχωρήσει για δημοσίευση το ιστορικού περιεχομένου κείμενο σε άλλη εφημερίδα, το «ΣΚΡΙΠ». Η μελέτη του – γιατί περί αυτού πρόκειται- είχε παρουσιασθεί σε συνέχειες, από την Κυριακή 8 έως την Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 1909. Το «ΣΚΡΙΠ» δεν εξηγούσε γιατί ο Κονδυλάκης, αν και αρχισυντάκτης μιας άλλης «ανταγωνιστικής» εφημερίδας, έδινε σʼ εκείνο για δημοσίευση το κείμενο. Απλώς, ως πρόλογο, σημείωνε ότι «επί τη ευκαιρία της σημερινής ηρωικής επετείου της ολοκαυτώσεως της Μονής του Αρκαδίου δημοσιεύομεν την κατωτέραν ωραίαν και πιστήν αφήγησιν του τραγικού όσον και ενδόξου γεγονότος, οφειλομένου εις τον συνάδελφον κ. Κονδυλάκην».

Ο Βιαννίτης δημοσιογράφος και είχε και άλλες φορές συγγράψει περί του Αρκαδίου. Το συγκεκριμένο κείμενο, πάντως, δεν θα πρέπει να ήταν αναδημοσίευση από άλλο, αλλά πιθανότατα είχε γραφεί ειδικά για τη συγκεκριμένη εφημερίδα.

Η πρώτη από τις τέσσερις συνέχειες είχε φιλοξενηθεί, όπως προαναφέραμε, στο φύλλο της Κυριακής 8 Νοεμβρίου, με τη συμπλήρωση 43 χρόνων από την εθελοθυσία. Μάλιστα η πρώτη σελίδα του «ΣΚΡΙΠ» παρουσίαζε αντίγραφο μιας φανταστικής απεικόνισης της πυρπόλησης, εμφανίζοντας τον ηρωικό ηγούμενο Γαβριήλ Μαρινάκη ως τον άνθρωπο που πυροδότησε τα εκρηκτικά. Ο Γαβριήλ, όμως, κατά την επικρατέστερη ιστορική άποψη, σκοτώθηκε από εχθρικό βόλι, λίγο πριν την έκρηξη, όπως είχε αφηγηθεί και η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, πρωταγωνίστρια του δράματος του Αρκαδίου, στη συνέντευξη που είχε δώσει στην εφημερίδα «Αιών» στις 2 Μαρτίου 1867, την οποία είχαμε παρουσιάσει στη στήλη την 1η Νοεμβρίου 2010.
Ο Κονδυλάκης, πάντως, υποστηρίζει ότι ο Γαβριήλ σκοτώθηκε μετά την έκρηξη, αφού έδωσε το σύνθημα να πυροδοτηθούν τα εκρηκτικά, και το έργο ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης από το Άδελε, ο θεωρούμενος και σήμερα – επίσημα- μπουρλοτιέρης του Αρκαδίου, παρά το γεγονός ότι οι εκθέσεις της εποχής για το ηρωικό γεγονός (όσες τουλάχιστο είναι σε γνώση μας) δεν έχουν κάνει αναφορά για το πρόσωπό του.

Στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας υπήρχε, επίσης, μια φωτογραφία με τα συντρίμμια της μονής Αρκαδίου. Η φωτογραφία αυτή χρονολογείται στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Στο ιστορικό κείμενό του ο Ιωάννης Κονδυλάκης εντοπίζει και τον σημαντικό ρόλο της Χαρίκλειας Δασκαλάκη στα γεγονότα.

Ο τίτλος της μελέτης του «Διαβάτη» είναι «Η ολοκαύτωσις του Αρκαδίου. Όλη η αφήγησις της ηρωικής τραγωδίας».

Αλέκος Α. Ανδρικάκης

Μια μελέτη του Ι. Κονδυλάκη για την εθελοθυσία του Αρκαδίου, δημοσιευμένη στο ΣΚΡΙΠ το 1909
Η Ολοκαύτωσις του Αρκαδίου: Ολη η αφήγησις της ηρωικής τραγωδίας

… Οταν εγνώσθη ότι ο Μουσταφά πασσάς μετά πολυαρίθμου στρατού επήρχετο, νέα σύσκεψις εγένετο εις το Αρκάδιον περί του πρακτέου. Και όλοι ευρέθησαν σύμφωνοι να μη εγκαταλίπωσι την μονήν, αλλά νʼ αμυνθώσιν εν αυτή. Εις την οχυρότητα της θέσεως δεν ηδύναντο να έχουν μεγάλην πεποίθησιν, αλλά τους ενεθάρρυνε, φαίνεται, η στερεότης του περιβόλου της μονής και η ελπίς εις επικουρίαν και αντιπερισπασμόν εκ μέρους των επαναστατών των πέριξ επαρχιών εν περιπτώσει πολιορκίας. Πολεμοφόδια είχον αρκετά, καθότι εις το Αρκάδι ήσαν αι γενικαί αποθήκαι της επαναστάσεως, τροφαί δʼ επίσης υπήρχον επαρκείς εις τας πλουσίας αποθήκας του μοναστηρίου.

Ο αντισυνταγματάρχης Πάνος Κορωναίος, όστις προ ολίγου είχε φθάσει μετʼ εθελοντών τινων εις Κρήτην και διορισθή υπό της Συνελεύσεως των Κρητών Γενικός Αρχηγός του τμήματος Ρεθύμνης, ευρέθη εις το Αρκάδι κατά τας ημέρας εκείνας. Ούτος δε βλέπων το δυσφύλακτον της μονής και τον βέβαιον κίνδυνον εις όν θα εξετίθεντο οι εν αυτή πολιορκούμενοι, δεν επεδοκίμασε την γνώμην του Γαβριήλ και των άλλων. Αλλʼ οι πλείστοι των εν τω μοναστηρίω επέμειναν ακλόνητοι εις την απόφασιν αυτών. Συνεβούλευσε τότε ο Κορωναίος να κατεδαφίσωσι τους σταύλους και τον ανεμόμυλον, οίτινες ευρίσκοντο έξω της μονής εις απόστασιν 100-150 έτρων, ίνα μη καταληφθώσιν υπό του εχθρού και χρησιμεύσωσιν εις τας πολεμικάς αυτού επιχειρήσεις εναντίον του μοναστηρίου. Αλλʼ ουδʼ η συμβουλή του αυτή εξετελέσθη, ίσως διότι το πράγμα δεν ήτο εύκολον ή διότι δεν εδόθη καιρός. Αλλʼ ουδέ τα γυναικόπαιδα παρά την γνώμην και τας προτροπάς του Κορωναίου, ηθέλησαν νʼ απέλθωσιν εκ της μονής και καταφύγωσιν εις ασφαλέστερα μέρη.

– Ο,τι θα γίνουν οι άνδρες θα γίνωμε κʼ εμείς, ήτο η απάντησίς των. Αν αποθάνουν αυτοί, ας αποθάνωμεν κʼ εμείς.

Αλλά μήπως αν έφευγον εις τα όρη, δεν θα εκινδύνευον νʼ αποθάνουν κʼ εκεί εκ των στερήσεων και των κακουχιών; Ο χειμών είχεν ήδη αρχίση με ασυνήθη δριμύτητα και ο Ψηλορείτης είχε καλυφθή προώρως υπό χιόνος. Ολίγον βραδύτερον τοιαύτη παγωνιά κατέλαβε τα πλανώμενα εις τα όρη θύματα της τουρκικής αγριότητος, ώστε πολυάριθμα παιδία, γυναίκες και γέροντες απέθανον.

Ο Κορωναίος αφήσας εις την μονήν, ως ως φρούραρχον τον ανθυπολοχαγόν Ιωάννην Δημακόπουλον μετά επτά ή οκτώ εθελοντών απήλθε. Τον ηκολούθησαν δε ο οπλαρχηγός Παπά Μαρουλιανός και τινες άλλοι, συμμεριζόμενοι την γνώμην του ότι έπρεπε να εγκαταλειφθή το Αρκάδι.

Εις την μονήν έμειναν περί τα 900 άτομα, εξ ών 270 περίπου οπλοφόροι, οι δε λοιποί γυναικόπαιδα και ασθενείς. Μοναχοί δυνάμενοι να φέρουν όπλα ανήρχοντο εις 40. Εμειναν δε και οι ευρεθέντες εκεί εκ των δεκαέξ μελών της Επιτροπής Δ. Σκορδίλης, Μελισσώτης, Σκουλάς, Χαιρέτης, Μπεργαδής, Μπολάνης, Πορτάλιος, Αντωνογιαννάκης, Σαουνάτσος. Ομοίως οι οπλαρχηγοί Νικόλαος Βενιανάκης, Παπά Κρανιώτης, Κωνσταντίνος Δασκαλάκης.

Οι Τούρκοι ενεφανίσθησαν ερχόμενοι εναντίον της μονής την 7 Νοεμβρίου. Η πρωτοπορεία αυτών απετελείτο εξ ατάκτων Τουρκοκρητών, οίτινες είχον αρχηγόν τον εξ Αμνάτου Αλή αγάν Παστέλλαν. Δια να εξαπατήσωσι δε τους εν τη μονή οι Τουρκοκρήτες ούτοι είχον ελληνικάς σημαίας. Αλλʼ ο Νικόλαος Βενιανάκης επόπτης των σκοπών, τους οποίους είχον τάξει κατά μήκος της χαράδρας εν ήν απολήγει εκ του μέρους εκείνου το οροπέδιον, τους ανεγνώρισε και οι σκοποί ανήγγειλαν δια πυροβολισμών την εμφάνισιν του εχθρού.

Κατόπιν των ατάκτων Τουρκοκρητών, ήρχετο μετά στρατού ο Σουλεϋμάν βέης, γυναικάδελφος του Μουσταφά, όστις αφού περιεκύκλωσε την μονήν εκ τριών μερών, εκάλεσε τους εν τη μονή να παραδοθώσιν. Αλλʼ οι υπερασπισταί του Αρκαδίου απήντησαν δια των όπλων εις την πρότασιν του εχθρού. Καίτοι δε ηδύναντο ακόμη να φύγωσι προς τον Μυλοπόταμον, έμειναν και απτόητοι εδέχθησαν τας πρώτας επιθέσεις των Τούρκων.

Εν τω μεταξύ ο Μουσταφάς μένων εις την Επισκοπήν Ρεθύμνης μετά του υπολοίπου στρατού, εφρόντισε να εμποδίση πάσαν έξωθεν επικουρίαν προς την πολιορκουμένην μονήν. Προς τούτο δε εις μεν την Επισκοπήν αφήκε σώμα εκ 1000 ανδρών, άλλο δε σώμα απέστειλεν εις Κρουσώνα Μαλεβυζίου, ενώ ο πασσάς Ηρακλείου Ρεσίτ ηπείλει να εισβάλη εις Μυλοπόταμον. Ούτως οι επαναστάται του Μυλοποτάμου ήσαν ηναγκασμένοι να φυλάττουν τας εξ ανατολών διόδους της επαρχίας των, οι δε Ρεθύμνιοι είχον προ αυτών το πρόσκομμα της εν τη Επισκοπή Τουρκικής φρουράς και κατώρθωσαν μεν την πρώτην ημέραν να την εκτοπίσωσιν, αλλʼ επανελθούσα εκ Ρεθύμνου ισχυροτέρα αριθμητικώς κατέλαβεν εκ νέου την Επισκοπήν και άλλα παρακείμενα χωρία.

Αφού δε ούτως απεμόνωσε την μονήν ο Μουσταφάς, διηυθύνη και αυτός προς αυτήν, άγων άλλον στρατόν. Αποκρούσας δε μικρά τινα επαναστατικά σώματα, άτινα επεχείρησαν νʼ αντιστώσιν εις την διάβασίν του, έφθασε προ του Αρκαδίου, το οποίον είχε ήδη αρχίσει να μυδροβολή ο Σουλεϋμάν.

Μετά την άφιξιν του Μουσταφά, ο συγκεντρωθείς περί το Αρκάδιον Τουρκικός στρατός ανήλθεν εις 10.000 περίπου, αποτελούμενος εκ δώδεκα ταγμάτων, μετά δύο ορεινών πυροβολαρχιών, ολίγου ιππικού και πολλών ατάκτων, Τουρκοκρητικών και Αλβανών.

Ο πασσάς επανέλαβε προς τους εν τη μονή την πρόσκλησιν να παραδοθώσιν αλλʼ οι πολιορκούμενοι έδωκαν και προς αυτόν την απάντησιν, ήν είχον δώσει προηγουμένως εις τον Σουλεϋμάν: “Μόνον νεκροί θα παραδοθώμεν!”. Τότε ο Μουσταφάς διέταξε γενικήν επίθεσιν κατά του Αρκαδίου, ενώ το πυρ των δυο πυροβολαρχιών συνεκεντρούτο κατά της δυτικής πύλης της μονής. Αλλʼ οι πολιορκούμενοι διʼ ευστόχου πυρός εκ των παραθύρων και των πολεμοθυρίδων του περιβόλου τους απέκρουσαν. Οι Τούρκοι εφαίνοντο προσπαθούντες να καταλάβωσι τους σταύλους οίτινες παρά την συμβουλήν του Κορωναίου, δεν είχον κατεδαφισθή. Δια τούτο και οι υπερασπισταί του Αρκαδίου προς το μέρος τούτο έστρεψαν κυρίως την προσοχήν των. Τινές δʼ εξ αυτών κατέχοντες τον παρακείμενον ανεμόμυλον διηύθυνον φονικώτατον πυρ κατά των Τούρκων εκ μικράς αποστάσεως. Αλλοι εξερχόμενοι από την μικράν πύλην του περιβόλου, το “πορτάκι”, κατείχον θέσεις προ της μονής και εκείθεν υπεδέχοντο τας αφορμήσεις του εχθρού.

Αι δυο μεγάλαι πύλαι του περιβόλου της μονής, αι λεγόμεναι “Ρεθυμιώτικη” και “Καστρινή”, ως βλέπουσα η μεν προς το Ρέθυμνον, η δε προς το Ηράκλειον (Κάστρον), είχον κλεισθή και στηριχθή έσωθεν δια ξύλων και λίθων. Αλλά τα βλήματα του τουρκικού πυροβολικού διηυθύνοντο κυρίως κατά της πρώτης. Η πύλη όμως αντείχε, διότι ήτο σιδηρά, τα δε πυροβόλα του εχθρού ήσαν μικράς ολκής διό ελαχίστας βλάβας επροξένουν και εις τα τείχη.

Οι πολιορκούμενοι ανέμενον έξωθεν βοήθειαν και ηπόρουν βλέποντες ότι η ημέρα παρήρχετο χωρίς ουδαμόθεν να φανή ο αναμενόμενος αντιπερισπασμός. Μόνον ολίγοι επαναστάται, τους οποίους είχον συναθροίσει εκ των πλησιοχώρων ο Κορωναίος και ο Παπά Μαρουλιανός, προσήλθον και προσέβαλον τους Τούρκους αλλά μη δυνηθέντες νʼ αντιστώσιν εις την ισχυράν τούτων αντεπίθεσιν ηναγκάσθησαν νʼ αποσυρθώσιν.

Εν τούτοις η ευψυχία των υπερασπιστών του Αρκαδίου διετηρείτο ακμαία και η νύξ τους εύρεν ακλονήτους εις την απόφασιν αυτών να επιμείνωσιν εις την αντίστασιν μέχρι θανάτου. Ο δεκάωρος βομβαρδισμός, η άπαυστος καθʼ όλην την ημέραν χάλαζα των σφαιρών, ο βαρβαρικός αλλαλαγμός των εφορμώντων εχθρών ουδʼ αυτάς τας γυναίκας είχον εκπτοήσει. Ουδεμία φωνή ολιγοψυχίας ηκούσθη. Καθʼ όλην την ημέραν αι γυναίκες άλλαι μεν εκόμιζον εις τους πολεμιστάς πελεμοφόδια και νερόν, άλλαι επεριποιούντο τους τραυματίας και άλλαι εντός του ναού κατασκεύαζον πυριτιδοβολάς με τον χάρνην των εκλκησιαστικών βιβλίων.

Μεταξύ αυτών διεκρίνετο δια το θάρρος και την ψυχραιμίαν αυτής η Χαρίκλεια Δασκαλάκη. Την εσέβοντο πάντες και ως γυναίκα μεγαλόψυχον και ως μητέρα τριών ανδρείων υιών, εκ των οποίων ο είς ευρίσκετο εντός του Αρκαδίου, έχων την σημαίαν αυτού υψωμένην επί του τείχους. Κατά την επανάστασιν εκείνην έμελλε να χάση τρεις υιούς, πεσόντας εις τας μάχας. Εις τας συσκέψεις ηκούετο η γνώμη της Χαρίκλειας Δασκαλάκη και η γνώμη της ήτο να προτιμήσουν τον θάνατον παρά να παραδοθούν εις τους Τούρκους, καίτοι εν τη μονή είχεν υιόν, εγγονούς και άλλους συγγενείς.

Η σιγή της επελθούσης νυκτός, εν μέσω του φοβερού κλοιού τον οποίον εσχημάτιζε περί την μονήν το στρατόπεδον των Τούρκων υπήρξε φρικτή. Περί το μεσονύκτιον ο ουρανός εκαλύφθη υπό νεφών, επηκολούθησαν δε αστραπαί και βρονταί, χωρίς να βρέξη. Οι πολιορκούμενοι ηγρύπνησαν προσευχόμενοι εις τον ναόν, υπό τους θόλους του οποίου αντήχουν αι βρονταί ως ενθάρρυναις ουρανόθεν.

Ο Μουσταφάς βλέπων ότι το πυροβολικόν του ήτο ανίσχυρον να εκπτοήση τους υπερασπιστάς του Αρκαδίου και νʼ ανοίξη ρήγμα εις το τείχος, εκόμισε κατά την νύχτα δύο βαρέα πυροβόλα εκ Ρεθύμνου.

Την επιούσαν αι έφοδοι επανελήφθησαν από πρωΐας λυσσωδέστεραι, ενώ τα βλήματα των νέων πυροβόλων διέσειον την πύλην του μοναστηρίου και διερρήγνυον το τείχος. Ο ηγούμενος Γαβριήλ περιερχόμενος τας διαφόρους θέσεις, ενεψύχωνε δια γενναίων λόγων τους πολεμιστάς. Συχνά δʼ εξήρχετο και εις τα πρόθυρα της μονής ίνα ενθαρρύνη και τους εκείθεν αντιμετωπίζοντας τον εχθρόν προμάχους της μονής. Τα ράσα του ήσαν διάτρητα εκ των σφαιρών.

Οι Τούρκοι αναγνωρίζοντες αυτόν εκ του παραστήματος, διηύθυνον κατʼ αυτού χάλαζαν σφαιρών. Αλλʼ ο Γαβριήλ ατρόμητος και άτρωτος, ώρμα μετά του Ντελή Δράκου, του Παύλου Κούβου του Παπά Κρανιώτη, του εθελοντού Ξάνθη και ξιφήρεις κατεδίωκον τους θρασυτέρους των Τουρκοκρητών και Αλβανών, οίτινες προηγούντο εις τας εφόδους.

Αλλʼ ουδέ κατά την δευτέραν ημέραν ενεφανίζετο η αναμενομένη έξωθεν επικουρία. Μόνον περί την μεσημβρίαν προσήλθον Μυλοποταμίται τινες και εκ των υψωμάτων της Συκιάς προσέβαλον τους Τούρκους αλλʼ ήσαν τόσον ολίγοι, ώστε ο αντιπερισπασμός αυτών υπήρξεν ασήμαντος, οι δε Τούρκοι ευχερώς τους απέκρουσαν, χωρίς να διακόψωσι την κατά του Αρκαδίου επίθεσιν.

Αλλʼ οι Ρεθύμνιοι, οι Αμαριώται και Αγιοβασιλίται πού ήσαν; Οι πολιορκούμενοι συνεπέραινον μεν ότι σοβαρόν τι τους ημπόδιζε να σπεύσωσιν εις βοήθειαν αυτών, αλλʼ ήτο αδύνατον να μαντεύσωσι την αληθή αιτίαν της εγκαταλείψεως ταύτης. Διότι εις το οροπέδιον του Αρκαδίου δεν έβρεχεν, ενώ εις τας πέριξ επαρχίας έβρεχεν από της προτεραίας τόσον δυνατά, ώστε οι χείμαρροι είχον καταστή αδιάβατοι. Ιδού τι είχεν εμποδίσει τους Αμαριώτας, Ρεθυμνίους και λοιπούς να δράμωσιν εις επικουρίαν των κινδυνευόντων εις το Αρκάδιον, μεταξύ των οποίων μάλιστα πολλοί των έξων είχον αδελφούς, μητέρας και τέκνα.

Αμα εγνώσθη ότι ο Μουσταφάς διηυθύνετο εναντίον του Αρκαδίου, οι επαναστάται των γειτονικών επαρχιών συνηθροίσθησαν και απεφάσισαν, ίνα οι μεν επιτεθώσι κατά των πολιορκούντων το μοναστήριον Τούρκων, οι δε προβάλωσι τους κατέχοντας την Επισκοπήν, ίνα ο Πασσάς ανησυχών δια την τύχην του Ρεθύμνου, στεναχωρούμενος δε εν μέσω της αμύνης των πολιουρκουμένων και της εξωτερικής επιθέσεως, αναγκασθή να λύση την πολιορκίαν, εις την οποίαν είχεν υποστή σημαντικάς απωλείας. Αλλʼ η επελθούσα κακοκαιρία, ήτις από της βροχής ετράπη εις χιονοθύελλαν, εματαίωσε το σχέδιον. Τα όπλα των, τουφέκια παλαιά με πυρολίθους, κατέστησαν άχρηστα εκ της βροχής. Οσοι δε, κατορθώσαντες να διαβώσι τους πλημμυρούντας χειμάρρους, έφθασαν εις τα περί το Αρκάδιον υψώματα, εθεώντο άπρακτοι, με την οδύνην της αδυναμίας, την σπαραχτικήν τραγωδίαν ήτις ετελείτο κάτω εις το οροπέδιον.

Μόνον εκεί δεν έβρεχεν, ως εάν και ο καιρός συνεμάχει μετά των πολλών εναντίον των ολίγων, μετά των τυράννων εναντίον των τυραννουμένων. Οι δυστυχείς εκείνοι έκλαιον.

– Θεέ μου δεν υπάρχει λοιπόν δικαιοσύνη; Ολοι και όλα είνε εναντίον μας; Εάν από της αμαρτίες μας βασανιζώμεθα, δεν είνε αρκετά τα όσα έχομεν υποφέρει;

Ο καπνός της μάχης εσκέπαζε το Αρκάδιον, το οποίον εφαίνετο ως καιόμενον. Και τωόντι εκαίετο εν μέσω του πυρός, το οποίον εξήμουν εναντίον του απαύστως τα στόμια τόσων χιλιάδων όπλων. Εκάστη βολή πυροβόλου κροτούσα επί των τειχών, τα οποία επροστάτευον τόσα αθώα πλάσματα, ή πίπτουσας εντός του πυροβόλου της μονής, απέσπα μέρος από την καρδίαν των ανδρών εκείνων οίτινες ριγούντες, άθλιοι εν τη αδυναμία των έβλεπον μακρόθεν την αγωνίαν των αδελφών αυτών και προέβλεπον την μοιραίαν έκβασιν της πάλης του ασθενούς κατά του ισχυρού. Η σκέψις δʼ ότι οι πολιορκούμενοι θʼ απέδιδον ίσως εις απροθυμίαν την εγκατάλειψιν αυτών, καθίστα πικροτέραν την οδύνην των δυστυχών εκείνων. Ησαν άραγε δυστυχέστεροι και πλέον αυτών αξιοθρήνητοι οι κινδυνεύοντες εντός του Αρκαδίου;

Η άμυνα των πολιορκουμένων, όσον και αν ήτο ηρωϊκή, δεν κατώρθωσε μέχρι τέλους νʼ αναχαιτίση τα εφορμώντα πλήθη των Τούρκων, οίτινες ηδυνήθησαν να καταλάβωσι θέσεις εγγύτερον της μονής, κατέλαβον δε και τους σταύλους. Και τοποθετήσαντες εντός αυτών τα βαρέα πυροβόλα, ετρύπησαν τον προς την μονήν τοίχον και εκείθεν εκανονοβόλουν την πύλην.

Ο Μουσταφάς σπεύδων να περαιώση την πολιορκίαν, πριν ή λάβουν καιρόν οι επαναστάται των πέριξ επαρχιών και δυνηθώσι να επιτεθώσιν εναντίον του, είχε δώση τας αυστηροτέρας διαταγάς εις τους αξιωματικούς του. Ούτω το πυρ εξηκολούθει άπαυστον κατά των πολιορκουμένων, οι δε στρατιώται, καίτοι δεκατιζόμενοι υπό του ευστόχου πυρός των υπερασπιστών της μονής, επροχώρουν πατώντες επί πτωμάτων και ο κλοιός της πολιορκίας εγένετο από ώρας εις ώραν στενώτερος. Τόσον δε πλησίον του μοναστηρίου είχον φθάσει οι Τούρκοι κατά το απόγευμα, ώστε μεταξύ των εντοπίων Τούρκων και των γνωρίμων αυτών εκ των πολιορκουμένων συνήπτοντο διάλογοι:

– Δεν προσκυνάτε μωρέ; Θα χαθήτε άδικα, κακομοίρηδες, εφώναζον οι τούρκοι.

– Μαζί θα χαθούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι. Μπαρούτι έχομε να σας πολεμούμε ένα μήνα!

– Απόψε θα μπούμε μέσα και τότε τα λέμε.

– Καλώς νάρθετε σας έχουμε τραπέζι στρωμένο και θα καλοπεράσετε.

Οι πολιορκούμενοι είχον πλέον την γαλήνην των αποφασισμένων. Τον θάνατον τον έβλεπον επερχόμενον και τον ανέμενον αταράχως. Τι πλέον του θανάτου ηδύναντο να φοβηθώσι; Μίαν μόνην σκέψιν και μίαν φροντίδα είχον πλέον νʼ αποθάνωσι καλώς. Μαύροι και αγνώριστοι εκ του καπνού, εκάθηντο, εις τας θέσεις των και επυροβόλουν, ολίγον φροντίζοντες πλέον και να προφυλάσσονται. Είχον ήδη φονευθή και πληγωθή πολλοί, αλλʼ ουδεμία ηκούετο κραυγή πόνου, ουδείς θρήνος γυναικών. Και εκ τούτων τινές είχον φονευθή και πληγωθή υπό των σφαιρών και των οβίδων αλλʼ ο φόβος και η μικροψυχία είχον φυγαδευθή εκ της μονής. Αι γυναίκες εξηκολούθουν να υπηρετούν τους πολεμιστάς και να τους ενθαρρύνουν μάλιστα αλλʼ η αταραξία αυτών ήτο η καλλιτέρα εμψύχωσις τινες εξ αυτών μάλιστα, γνωρίζουσαι την χρήσιν των όπλων, έδιδον καιρόν ανακουφίσεως εις τους συζύγους και τους αδελφούς των γεμίζουσαι τα όπλων των ή και τουφεκίζουσαι αντʼ αυτών.

Η δε Χαρικλ. Δασκαλάκη όσον ο κίνδυνος ηύξανε, τόσον θαρραλεωτέρα ανεδεικνύετο. Οταν δεν προσηύχετο προ των αγίων εικόνων, όταν δεν επεστάτει εις την κατασκευήν των πυριτιδοβολών, ευρίσκετο πλησίον του υιού της Κωστή. Επανειλημμένως βληθείς υπό σφαιρών, κατέπεσεν ο ιστός της σημαίας του υιού της και πάντοτε αυτή την ανεστήλωνεν. Οταν δε απεκόπη και το σχοινίον και η σημαία κατέπεσε, την εδίπλωσε και την εφύλαξεν εις τον κόλπον της, αταράχως ισταμένη υπό την βροχήν των σφαιρών.

(Η σημαία αύτη διασωθείσα φυλάσσεται υπό του εγγονού της κ. Στυλ. Δασκαλάκη).

Οι πολιορκούμενοι είχον και σαλπιγκτήν ένα εθελοντήν μιγάδα, διό και τον ωνόμαζον Αράπην. Ο σαλπιγκτής εμάχετο και αυτός, αλλʼ εκ διαλειμμάτων έρριπτε και έν σάλπισμα εις τον πάταγον της μάχης, ως κραυγήν ενθαρρύνσεως προς τους συμπολεμιστάς του. Ητο εύθυμος και αγαθός, διό και κατά τας τραγικάς εκείνας στιγμάς το σάλπισμά του είχε κάτι από την παιδικήν του ευθυμίαν και από το αιώνιον μειδίαμα των λευκών του οδόντων.

– Γειά σου, Αράπη!, του εφώναζον εις έκαστον σάλπισμα από τα τείχη της μονής.

Τινές δε και του απηύθυνον αστεϊσμούς:

– Δεν πάς να νιφθής, μωρέ; Από την μπαρούτη έχεις γίνει σαν αράπης.

– Είμαστε αδέρφια όλοι αράπηδες, απήντα ο σαλπιγκτής.

Η αστοχία των Τούρκων πυροβολητών παρέτεινε την αγωνίαν του Αρκαδίου. Αλλά περί την δειλήν επανειλημμέναι βολαί επιτυχούσαι την πύλην διέρρηξον αυτήν και άλλαι ήνοιξαν ρήγματα εις διάφορα μέρη του περιβόλου. Ο κανονιοβολισμός εξηκολούθησε και επί τινας ώρας της νυκτός.

Οι δε πολιορκούμενοι, αφού εστερέωσαν την πύλην δια νέων στηριγμάτων συνήλθον εις νέαν σύσκεψιν περί του πρακτέου. Περί παραδόσεως ουδείς εσκέπτετο, όλων θεωρούντων προτιμότερον τον θάνατον. Αλλʼ ηπόρουν πώς εγκατελείφθησαν αβοήθητοι παρά των έξω. Τι άραγε να συνέβαινε; Μήπως ο Μουσταφάς εξαπέστειλε τόσον στρατόν εις τας επαρχίας, ώστε να παρακωλύση πάσαν κίνησιν των επαναστατών; Επρεπε να μάθωσι τι συνέβαινεν, ίνα αποθνήσκοντες είνε τουλάχιστον ανακουφισμένοι από το βάρος της υποψίας, ότι οι αδελφοί των δεν επροθυμοποιήθησαν να τους βοηθήσουν. Επρεπεν οπωσδήποτε να καταστήσουν γνωστήν εις τους έξω την ακροσφαλή αυτών θέσιν και την απόφασιν αυτών νʼ αντιστώσι μέχρι θανάτου, ίνα σπεύσωσιν εις βοήθειάν των εφʼ όσον ακόμη ήτο καιρός διότι προέβλεπον ότι την επιούσαν οι Τούρκοι θα επεχείρουν την αποφασιστικήν έφοδον εις ήν η μονή, διάτρητος ως ήτο εκ των οβίδων, δεν θα κατώρθωνε νʼ αντιστή.

Τρεις εκ των ανδρών, ο Παπά Κρανιώτης, ο Παύλος Κόυβος και ο Αδάμης Παπαδάκης, διακρινόμενοι επί ωκυποδία, ανέλαβον να διέλθωσι δια της πολιορκητικής γραμμής και μεταβαίνοντες ο μεν εις το Μυλοπόταμον, ο δε εις τας άλλας επαρχίας, δώσωσιν επιστολάς του Ηγουμένου και των Επιτρόπων προς τους Καπετανέους, επιστρέψωσι δε προ της αυγής δια να φέρωσιν απαντήσεις.

Οι τρεις ούτοι, φορέσαντες λευκά σαρίκια, δια να φαίνωνται ως Τούρκοι, και αποβαλόντες τα υποδήματά των, εξήλθον από το κορτάκι. Επειδή δε είχε συμφωνηθή να πυροβολήσουν τρίς εξ ωρισμένου σημείου, άμα θα διέβαινον τας Τουρκικάς γραμμάς σώοι, ο Ηγούμενος ανεβή εις τον θόλον του ναού, άλλοι δε εις το υψηλότερον μέρος του τείχους και ανέμεον το σύνθημα. Οι τρεις πυροβολισμοί ηκούσθησαν μετʼ ολίγον και οι εναγωνίως αναμένοντες ανεφώνησαν κάμοντας τον σταυρόν των:

- Δόξα σοι ο Θεός!

Ο ουρανός ήτο ανέφελος, κατά την νύκτα δʼ εκείνην παρουσίαζεν έκτακτον και καταπληκτικόν θέαμα: Απειροι διάττοντες, διέτρεχον το στερέωμα καθʼ όλας τας διευθύνσεις ως πυρά μάχης. Το θέαμα τούτο, το οποίον εθεωρήθη ως σημείον υπό των πολιορκουμένων, επηύξησε την μελαγχολίαν αυτών. Αλλά καίτοι ήσαν περίλυποι και κατάκοποι, έμειναν αγρυπνούντες και μόνον εις την προσευχήν εζήτησαν ανακούφισιν.

Αφού εψάλη δέησις εις τον ναόν, ο Γαβριήλ ωμίλησεν ως εξής:

“Αδελφοί μου, έχετε πίστιν εις τον Θεόν και θα σωθώμεν. Μη φοβήσθε την δύναμιν του εχθρού. Εάν ο εχθρός είνε δυνατός ο Θεός είνε παντοδύναμος. Και ο Θεός, όστις εβύθισε τους στρατούς του Φαραώ εις την Ερυθράν, δύναται επίσης να καταστρέψη τους στρατούς του Μουσταφά. Ο Θεός όστις εδυνάμωσε τον βραχίονα του μικρού Δαυίδ δια να καταβάλη τον γίγαντα Γολιάθ, θα δώση και εις ημάς τους ασθενείς την δύναμιν να νικήσωμεν τον ισχυρόν αντίπαλον.

Αλλά και αν ο Θεός άλλως θελήση, ας παρηγορηθώμεν και ας χαρώμεν, διότι ημάς εδιάλεξε δια την υψηλήν θυσίαν υπερ πίστεως και πατρίδος. Τάχα αργά ή γρήγορα δεν θʼ αποθάνωμεν;

Προτιμότερον λοιπόν νʼ αποθάνωμεν ως μάρτυρες της πίστεως και της πατρίδος ίνα, όχι μόνον η ψυχή μας μείνη αθάνατος εις τους ουρανούς, αλλά και η μνήμη μας επί της γης εις τον σεβασμόν των ομοεθνών μας. Ο θάνατός μας, όστις εις άλλην περίστασιν θα είνε ανωφελής, τώρα θα γίνη πρόξενος μεγάλου καλού θα σώση την πατρίδα μας.

Και τώρα αδελφοί μου, ας συγχωρήσωμεν και ασπασθώμεν αλλήλους και ας ζητήσωμεν συγχώρησιν παρά του Θεού. Επειτα δε ας πράξωμεν επί τέλους το καθήκον ημών προς την ιεράν ημών πίστιν και την πατρίδα και ας γείνη το θέλημα του Θεού”.

Επειτα τους ηρώτησεν αν ήσαν όλοι έτοιμοι δια το υπέρτατον τούτο καθήκον και όλοι απήντησαν ότι ακλόνητοι θα έφθανον εις τον θάνατον, αν απέβαινεν αδύνατον να φθάσωσιν εις την νίκην.

– Προτιμώμεν νʼ αποθάνωμεν και να ταφώμεν εδώ όλοι, παρά να παραδοθώμεν εις τον εχθρόν, ήτο η θέλησις όλων.

Και εις τα μέτωπα πάντων έλαμπαν ήδη ο στέφανος του μαρτυρίου, τα δε βλέμματά των είχον το ακτινοβόλημα του ενθουσιασμού, με το οποίον οι μάρτυρες του χριστιανισμού εδέχοντο ψάλλοντες τας βασάνους και τον θάνατον.

Κατόπιν ετελέσθη η ιερά μυσταγωγία και πάντες μετέλαβον των αχράντων μυστηρίων. Εξηκολούθησαν δε αγρυπνούντες και αναμένοντες τους απεσταλμένους. Αλλʼ άραγε θα κατώρθωνον να διέλθουν και πάλιν απαρατήρητοι δια μέσου του Τουρκικού στρατοπέδου; Ο κίνδυνος ούτος και η αβεβαιότης εκράτει εις ανησυχίαν τους εν τη μονή. Και αφού παρήλθον ώραι τινες, ο Ηγούμενος και άλλοι ανέβησαν επί του θόλου και των τειχών και ηκροώντο εις την σιγήν της νυκτός. Εξάφνα διακρίνουν ένα ερχόμενον. Ητο ο Αδάμης Παπαδάκης. Εσπευσαν προς αυτόν και τον υπεδέχθησαν εις το κορτάκι με περίπτυξιν χαράς.

Αλλʼ ο Αδάμης, δεν ήτο κομιστής χαροποιών ειδήσεων. Οι καπεταναίοι τους οποίους είδε του διηγήθησαν περίλυποι πως η καταιγίς εματαίωσε τα σχέδιά των και πως όσοι ηδυνήθησαν να πλησιάσωσιν έβλεπον μακρόθεν τον αγώνα και τον κίνδυνον του Αρκαδίου, χωρίς να δύνονται να βοηθήσουν.

– Καλλίτερα, έλεγον, να ήμεθα και μεις μέσα στ΄Αρκάδι ναποθάνωμεν. Μήπως δεν είνε θάνατος να βλέπωμεν από μακράν και να μη μπορούμε να κάμωμεν τίποτε; Αλλά θα έλθωμεν και αύριον και ο Θεός βοηθός. Εστείλαμε γράμματα εις όλα τα χωριά να συναχθούμε το πρωί μπροστά στʼ Αρκάδι.

Μετʼ ολίγον έφθασεν και ο Κούβος, όστις εκόμιζε επιστολάς τα αυτά διαλαμβανούσας. Τον Κορωναίον εύρεν εις το χωρίον Κλησίδι προσπαθούντα να συναθροίση οπλίτας, ίνα μεταβή την επιούσαν εις βοήθειαν του Αρκαδίου. Επειδή δε εκ της μονής του έγραφον ότι “σταθεράν απόφασιν είχον να εγκαρτερήσωσι μέχρι θανάτου”, απήντησεν ως εξής: “Θέλομεν πράξει παν το δυνατόν όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου, πράξετε ό,τι η συνείδησις σας υπαγορεύει”.

Ο Παπά Κρανιώτης, βραδύνας διότι διέτρεξε μεγαλειτέραν απόστασιν, επέστρεψε περί τα χαράγματα. Εννοηθείς δε παρά των Τούρκων κατεδιώχθη και εκινδύνευσε να συλληφθή ή να φονευθή και ούτω δεν κατώρθωσε να εισέλθη εις την μονήν.

Ο ανδρείος ούτος ιερεύς εφονεύθη μετά τινας μήνας εις μίαν μάχην εν Μυλοποτάμω.

Αφού ανέγνωσαν τας επιστολάς, τας οποίας εκόμισαν οι δύο απεσταλμένοι, οι πολιορκούμενοι συσκεφθέντες απεφάσισαν νʼ ανορύξωσιν υπόνομον. Εις τούτο δε ειργάσθησαν κατά τας υπολοίπους ώρας της νυκτός, θέσαντες εις την υπόνομον δώδεκα βαρέλια πυρίτιδος.

Ο δε Μουσταφάς πασσάς προβλέπων ενδεχομένην συνάθροισιν των επαναστατών, και επίθεσιν εναντίον αυτού την επιούσαν, εσκέφθη να μη αφήση εις αυτούς τον προς τούτο καιρόν επισπεύδων την εκπόρθησιν του Αρκαδίου. Δια τούτο από του όρθρου, ο στρατός αυτού ευρίσκετο επί ποδός και πριν ακόμη εξημερώση, επανελήφθη η επίθεσις. Το πυρ του πυροβολικού διηυθύνετο και πάλιν συγκεντρωμένον κατά της πύλης του μοναστηρίου, ήτις ως ήτο από της προτεραίας ετοιμόρροπος και διερρηγμένη, δεν εβράδυνε να καταπέση εις συντρίμματα. Μετʼ ολίγον δε ηνοίγετο ευρύ ρήγμα και εις το τείχος.

Και τότε αι σάλπιγγες του εχθρού εσήμαναν γενικήν έφοδον. Με φρικτόν δε αλαλαγμόν, ώρμησαν πανταχόθεν κατά της μονής τα άγρια των Τούρκων πλήθη.

Οι υπερασπισταί όμως του Αρκαδίου, ατρόμητοι εις τας θέσεις των, κατά την φοβεράν εκείνην στιγμήν εθέριζον τας πυκνάς των Τούρκων φάλαγγας. Αλλά και οι Τούρκοι ακλόνητοι προχωρούντες έφθασαν εις τα πρόθυρα της μονής και ώρμησαν εις το ρήγμα της πύλης. Εκεί ο Ηγούμενος περιστοιχούμενος υπό δρακός ηρώων ανέκοψε ξιφήρης την ορμήν αυτών και φοβερά συμπλοκή στήθος προς στήθος συνήφθη εις τον στενόν εκείνον χώρον.

Την στιγμήν εκείνην κρότος μέγας ηκούσθη, το έδαφος εσείσθη ως υπό σεισμού φοβερού και μία πλευρά του τείχους ανετινάχθη και κατέπεσε θάψασα υπό τον όγκον αυτής τους συνωθουμένους προ του περιβόλου Τούρκους. Η υπόνομος είχεν αναφλεγή. Εις σύνθημα δοθέν παρά του Γαβριήλ, είς των πλησίον αυτού μαχητών ονόματι Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης, εκ του χωρίου Αδελε της Ρεθύμνης, κατήλθεν εις την υπόνομον και πυροβολήσας εις την πυρίτιδα την ανέφλεξε, γινόμενος αυτός το πρώτον θύμα.

Αλλʼ εκτός των Τούρκων και πολλοί εκ των πολιορκουμένων εύρον τον θάνατον υπό τα ερείπια. Το αποτέλεσμα όμως της εκρήξεως δεν υπήρξεν όσον το ανέμενον οι πολιορκούμενοι καταστρεπτικόν. Η προσδοκία αυτών ήτο νʼ ανατιναχθή ολόκληρος η μονή μετά της περιοχής αυτής, αλλʼ ανετινάχθη μόνον μέρος αυτής.

Η έκρηξις αύτη επέφερε πανικόν εις τους Τούρκους, οίτινας ωπισθοδρόμησαν ατάκτως, νομίζοντες ότι το έδαφος ολόκληρο ήτο υπονομευμένον και θα ηνοίγετο να τους καταπίη. Εκ τούτου δʼ επήλθε βραχεία της πάλης διακοπή. Κατά τας στιγμάς εκείνας είδεν η Δασκαλάκη τον Ηγούμενον έξαλλον, αγνώριστον εκ του καπνού της πυρίτιδος με τα ράσα εις ράκη μεταβεβλημένα. Εκράτει γυμνόν γιαταγάνι. Και με φωνήν περίλυπον της είπε:

– Εσκοτώθηκαν τόσοι κʼ εγώ ζω ακόμη. Δεν έρχεται μια μπάλλα να με σώση; Αλλά δεν θα πέσω ζωντανός στα χέρια των Τούρκων.

Ταύτα δε λέγων εξήγαγε τα περίαπτόν του και της το έδωκε μεθʼ ό έτρεξε εις το ρήγμα, διότι οι Τούρκοι ανασυναχθέντες επήρχοντο εκ νέου. Και όσοι επέζησαν της καταστροφής του Αρκαδίου δεν τον επανείδον ζώντα. Τον επανείδον νεκρόν εν μέσω Τουρκικών πτωμάτων διάτρητον υπό σφαιρών και ξιφισμών και έχοντα την κεφαλήν αποκεκομμένην.

Οι Τούρκοι, πατήσαντες επί των πτωμάτων των ολίγων ηρώων, οίτινες όρθιοι εις το ρήγμα και επί των καπνιζόντων ερειπίων προέτασσον το στήθος αυτών ως τελευταίον προμαχώνα κατά της εισβολής των εχθρών, εισώρμησαν εις την αυλήν. Αλλʼ οι ζώντες ακόμη εκ των υπερασπιστών του Αρκαδίου, αποσυρθέντες εις τα κελλία αντέταξαν εκείθεν την τελευταίαν άμυναν και έστρωσαν την αυλήν με Τουρκικά πτώματα.

– Παραδοθήτε, μωρέ, να γλυτώσετε, εφώναζον προς αυτούς οι εντόπιοι Τούρκοι.

– Ωστε νάχωμʼ ένα φυσέκι θα πολεμούμε, απήντων οι πολιορκούμενοι.

– Θα βάλωμε φωτιά να σας κάψωμε.

– Ο,τι σας περάση να μη τʼ αφήσετε.

Εις έν των κελλίων ευρίσκετο ο Κωστής Δασκαλάκης μετά της μητρός και των συγγενών του. Ενώ δε από του παραθύρου εμάχετο, επληγώθη εις το μέτωπον και το αίμα περιέλουσε το πρόσωπόν του.

– Ω! ανεφώνησεν.

– Για τόσο πράμμα;… του είπεν η μήτηρ του εξετάζουσα το τραύμα με την σπαρτιατικήν της αταραξίαν. Θέλεις να σʼ ακούσουν να πουν πως εφοβήθηκες, γυιέ μου;

Προ του κελλίου είχε πέσει φονευθείς είς Τούρκος στρατιώτης επειδή δε τα πολεμοφόδια των υπερασπιστών του κελλίου επλησίαζον να εξαντληθώσιν, ήνοιξαν την θύραν επί μίαν στιγμήν και έσυραν μέσα τον νιζάμην, επί του οποίου εύρον πυριτοδοβολάς τινάς και δοχείον εκ λευκοσιδήρου περιέχον καφέ και ζάχαριν. Με το τελευταίον τούτο εύρημα κατώρθωσαν να καταπραΰνωσι μίαν αρτιγέννητον εγγονήν της Δασκαλάκη, ήτις, κλαίουσα απαρηγόρητα, τους είχε τρελλάνει με τας κραυγάς της.

Η από των κελλιών αντίστασης διήρκεσεν επί ώραν ικανήν. Αλλά τα πολεμοφόδια των τελευταίων υπερασπιστών του Αρκαδίου εξηντλήθησαν, τα πλείστα δε των όπλων κατέστησαν άχρηστα. Εις την τραπεζαρίαν της μονής είχον κλεισθή περί τους 40 πολεμισταί, εξ ών πολλοί ήσαν πληγωμένοι. Οταν δε τα όπλα των ήρχισαν να σιγώσι, Τούρκοι εντόπιοι, οίτινες τους εγνώριζον, επλησίασαν και τους εκάλεσαν να παραδώσουν τα όπλα, διαβεβαιούντες αυτούς μεθʼ όρκων ότι δεν είχον να φοβηθώσι τίποτε. Οι δυστυχείς εκείνοι επείσθησαν και εκ των παραθύρων, παρέδωκαν τα όπλα, τα οποία άλλως ήσαν άχρηστα. Αλλʼ οι Τούρκοι, επιορκούντες, εισώρμησαν, αφού τους αφώπλισαν, και τους κατέσφαξαν όλους, πλην ενός νέου, Εμμανουήλ Μπριλάκη ονομαζομένου, όστις προλαβών ανερριχήθη και εκρύβη εις την καπνοδόχην. Εκείθεν, μόλις κρατούμενος εκ του τρόμου, ήκουσεν ούτος τας κραυγάς των σφαζομένων και όλον τον φρικτόν θόρυβον της πάλης μεταξύ των αόπλων και των ωπλισμένων. Οι Τούρκοι τον ανεκάλυψαν μετά τινας ώρας εις την καπνοδόχον, αλλά τον έσωσε λοχαγός τις του τακτικού στρατού. Μετά την επανάστασιν εχειροτονήθη ιερεύς, αλλά μετά τινά καιρόν παραφρονήσας απέθανε.

Οι Τούρκοι εκάλεσαν και τους άλλους να παραδοθώσιν, αλλʼ αν και ούτοι είχαν εξαντλήσει τα πολεμοφόδιά των, δεν παρεδίδοντο εις τους εντοπίους. Αι κραυγαί των παραδοθέντων εις την τραπεζαρίαν τους είχον ειδοποιήσει περί της τύχης, ήτις τους ανέμενε.

– Θα πάρετε πρώτα της τελευταίες μας σφαίρες και έπειτα τα τουφέκιά μας, απήντησεν ο Δημακόπουλος εκ τινός κελλίου.

Μόνον δε όταν ήλθε στρατός τακτικός, συγκατένευσαν να παραδοθώσιν. Αλλʼ οι άτακτοι ορμώντες δια μέσου των στίχων του στρατού, εθανάτωσαν πολλούς, κατά την στιγμήν της παραδόσεως. Τινές μάλιστα αρπάσαντες νήπια από τας αγκάλας των μητέρων, τα διεμέλισαν.

Οι υπολειφθέντες εκ των πολιορκουμένων, ουχί περισσότεροι των 150, ωδηγήθησαν εις το στρατόπεδον του Μουσταφά, όστις είπε προς τους άνδρας, υποκρινόμενος ευαισθησίαν φιλανθρώπου:

– Δεν ελυπηθήκατε, μωρέ, τα παιδιά και τις γυναίκες; Φτού σας, αντεψίζηδες!

Ηρώτησεν έπειτα αν ο Κορωναίος ήτο εντός της μονής και μαθών ότι ούτος είχεν μείνει έξω της πολιορκίας, είπε:

– Κρίμα! άδικα χάσαμε τόσους ανθρώπους.

Μετά τούτο διέταξε να χωρισθώσιν οι ολίγιστοι άνδρες από τα γυναικόπαιδα, και ερωτών ένα έκαστον εκ των ανδρών αν ήσαν εθελονταί ή Κρήτες, εχώριζε και τούτους.

– Είσαι ξένος εσύ; είπε προς τον Δημακόπουλον.

– Είμαι στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν ο ανθυπολοχαγός, όστις φορών την στολήν του, δεν ηδύνατο, και αν ήθελε, νʼ αποκρύψη την ιδιότητά του.

– Και σύ; ηρώτησε τον Κωνσταντίνον Δασκαλάκην, όστις εφόρεε στολήν Ελληνος εθνοφύλακος.

– Στρατιώτης του Βασιλέως των Ελλήνων, απήντησεν και ούτος.

Την αύτην απάντησιν έδωκε και ο Βασίλης Αράπης ο σαλπιγκτής, είς στρατιώτης του ιππικού ονόματι Σπύρος και ο εκ Ρεθύμνου Νικόλαος Γαληνάκης.

Εις την ακολουθίαν του Πασσά ήτο αγαθός τις Μωαμεθανός Ρεθύμνιος, όστις εγνώριζε τον Γαληνάκην, ως κάτοικον Ρεθύμνου. Γνωρίζων δε ότι οι εθελονταί θα εθανατώνοντο, ηθέλησε να τον σώση.

– Βρε δεν είσαι συ ο Νικολής ο Γαληνός από το Ρέθεμνο; Δεν είσαι ράφτης στο Ρέθεμνο; Γιάϊντα δεν λες την αλήθεια;

Αλλʼ ο Γαληνάκης, νομίζων ίσως ότι η σωτηρία του ήτο ασφαλεστέρα αν συγκαταλέγετο εις τους εθελοντάς, επέμεινε διατεινόμενος, ότι ήτο εθελοντής και στρατιώτης.

Οι ούτως αποχωρισθέντες ως εθελονταί παρεδόθησαν εις απόσπασμα στρατού, το οποίον αφού τους απεμάκρυνε, τους περιεκύκλωσε και τους εφόνευσε δια λογχισμών. Επειτα επικόπησαν αι κεφαλαί των και εξεσφενδονίσθησαν εις το μέρος όπου εφυλάσσοντο τα γυναικόπαιδα.

Εν τω μεταξύ οι άτακτοι ελεηλάτουν και κατέστρεφον ό,τι έμενεν ακόμη εις το Αρκάδιον, και εβεβήλουν τον νανόν. Ευρόντες δε εις εν κελλίον τρεις βαθυγήρους μοναχούς, τυφλούς και παραλυτικούς εκ του γήρατος τους έκαυσαν ζωντανούς. Ενώ δε ούτοι εις ταύτα κατεγίνοντο, μια των περιστερών, τας οποίας είχε φυγαδεύσει εκ του μοναστηρίου της μάχης η βοή και ο πάταγος, ήλθεν κʼ εκάθησεν επί του κωδωνοστασίου. Ιδών δε αυτήν είς των Τούρκων, την επυροβόλησε και την εφόνευσε. Δεν έπεσεν όμως κάτω το πτηνόν, αλλʼ έμεινεν επί της στέγης. Ο δε Τούρκος αναβάς να πάρη την περιστεράν, εύρεν ένα χριστιανόν, κρυπτόμενον μεταξύ των δύο θόλων του ναού και τον εφόνευσεν.

Ο Μουσταφάς παρέμεινεν εις το οροπέδιον του Αρκαδίου δια να θάψη τους νεκρούς του, οίτινες πολυάριθμοι εκάλυπτον τα πέριξ και την αυλήν της μονής τους δε αιχμαλώτους απέστειλε μετά μέρους στρατού και εντοπίων Τούρκων εις Ρέθυμνον.

Καθʼ οδόν οι αιχμάλωτοι υπέφεραν μαρτύρια, ως να μη ήσαν αρκετά όσα είχον υποφέρει μέχρι τούδε. Οι παρακολουθούντες Τουρκοκρήτες τους επροπηλάκιζον παντοιοτρόπως.

Επειδή όπως ήσαν εξηντλημένοι σωματικώς και ψυχικώς, τινές δε και πληγωμένοι, εσύροντο μάλλον παρά εβάδιζον, τους εκτύπων με τα όπλα δια να ταχύνουν το βήμα. Μόνον προς την Χαρίκλειαν Δασκαλάκη εφέρθησαν μετά τινος σεβασμού, διότι τινές εκ των Τούρκων χωρικών την εγνώριζον, της προσέφερον μάλιστα και ημίονον να ιππεύση, αλλά δεν εδέχθη. Αλλʼ όταν είδε να βασανίζουν τόσον βαρβάρως τους άλλους αιχμαλώτους, δεν ηδυνήθη να κρατήσει την αγανάκτησίν της και είπε προς τους Τούρκους:

– Ανάθεμα τσι μπάλλας που μας αφήκανε ζωντανούς! Δε μας σκοτώνετε μια και καλή να γλυτώσωμε;

Είς των Τούρκων έσυρε την πιστόλα του.

– Εχεις και γλώσσα, γκιαούρισα, αϊ;

– Και διηύθυνε το όπλον κατʼ αυτής επειδή δε οι άλλοι τον ημπόδισαν, ήρπασεν από την αγκάλην της Δασκαλάκη την μικράν της εγγονήν και την ετίναξεν εις απόστασιν. Εκ της πτώσεως εκείνης έπαθε κάταγμα η κνήμη του βρέφους, εξ ού διετήρησε και κατόπιν μικράν βλάβην χωλαίνουσα ολίγον. Σήμερον είνε διδασκάλισσα η εγγονή της Χαρίκλειας Δασκαλάκη, ονομαζόμενη Παρασκευή Δαμουλάκη.

Εις το χωρίον Μέση απέθανον τινές των τραυματισμένων αιχμαλώτων. Οι δε Τούρκοι εκάλεσαν ένα ιερέα να τους θάψη, ουχί εκ γενναιοψυχίας και σεβασμού προς τα ευγενή εκείνα θύματα, αλλά δια να λάβουν αφορμήν να υβρίσουν και την θρησκείαν αυτών. Καθʼ ήν ώραν λοιπόν ο ιερεύς ανεγίνωσκε τας ευχάς της εκκλησίας επί των νεκρών, οι Τουρκοκρήτες πλησιάζοντες τον ολάφιζον διότι τάχα δεν τάψαλλε καλά.

Οι ολίγοι άνδρες αιχμάλωτοι ήσαν δεμένοι. Μεταξύ αυτών ήτο και ο Κούβος, τον οποίον οι Τουρκοκρητικοί εμίσουν εξαιρετικώς, διότι ήτο φημισμένος δια την ανδρείαν του και προ της επαναστάσεως κατεδιώκετο υπό της Τουρκικής εξουσίας, διότι πολλούς εκ των θρασυτέρων Τούρκων είχε ταπεινώσει. Ητο όμως τόσον μαυρισμένος και παραμορφωμένος, ώστε και όσοι εκ των Τούρκων τον εγνώριζον δεν τον ανεγνώρισαν μεταξύ των αιχμαλώτων. Ολίγον δε κατωτέρω της Μέσης κατορθώσας να λύση τα δεσμά του, απεπειράθη να φύγη. Αλλʼ οι Τούρκοι τον συνέλαβον και ανακαλύψαντες τότε ποίος ήτο, τον εθανάτωσαν κατά τρόπον φρικτόν, ακρωτηριάσαντες και διαμελίσαντες αυτόν.

Εις το Ρέθυμνον ο Τουρκικός όχλος υπεδέχθη τους αιχμαλώτους με λοιδορίας και εμπτυσμούς. Ούτω δε τους συνώδευσε μέχρι του Διοικητηρίου, όπου οι μεν άνδρες ερρίφθησαν εις τας φυλακάς, αι δε γυναίκες και τα παιδία, παρεδόθησαν, ενεργεία των προξένων εις τον Επίσκοπον ίνα κρατηθώσιν εις την Επισκοπήν. Και τα μεν γυναικόπαιδα μετʼ ολίγας ημέρας αφέθησαν ελεύθερα, οι δε άνδρες εκρατήθησαν επί μήνας εις την φυλακήν.

Δεν πρέπει να παραλείψω ότι είς των εν Ρεθύμων Τούρκων, ο εξ Ηρακλείου Μουχαρέμ βέης, ανώτερος δημόσιος υπάλληλος, μετά τόσης φιλανθρωπίας εφρόντισεν υπέρ των αιχμαλώτων του Αρκαδίου και τοιούτον ενδιαφέρον έδειξε διʼ αυτούς, ώστε η διαγωγή του ενίσχυσε την υποψίαν, την οποίαν είχον σχηματίσει περί αυτού εξ άλλων παραπλησίων εκδηλώσεων οι Τούρκοι, ότι ήτο χριστιανός εν τω κρυπτώ. Η υποψία δε αύτη επεβεβαιώθη βραδύτερον, όταν τα τέκνα του, καταφυγόντα εις την Ελλάδα, εβαπτίσθησαν.

ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ ΣΚΡΙΠ: Εις μίαν σύντομον αφήγισιν ως η ανωτέρω δεν ήτο δυνατόν να περιληφθώσιν όλαι αι λεπτομέρειαι μιας τόσο μεγάλης ιστορικής σελίδος. Διʼ αυτό και παρελείφθη βεβαίως υπό του συγγραφέως μεταξύ άλλων το μεγαλοπρεπώς ωραίον επεισόδιον του θανάτου του Δημακοπούλου, ενός εκ των ιστορικών ηρώων της αμύνης του Αρκαδίου και αξιωματικού, όστις συλληφθείς ζών υπό των Τούρκων και προσαχθείς ενώπιον του Μουσταφά, παρά του οποίου εξεβιάσθη να τουρκέρψη, ηρνήθη γενναίως να το πράξη. Τότε, παραδοθείς εις τους δημίους όπως θανατωθή αμέσως, έδωκε πρώτος το σύνθημα της θανατώσεώς του διατρυπηθείς υπό του ιδίου ξίφους του και πεσών υπό τα κτυπήματα των αγρίων νικητών με την ιεράν πίστιν του Χριστού εις την γενναίαν καρδίαν του.

Πηγή : Εφημερίδα Πατρίς
Δημοσίευση : 15/11/2010

Αφήστε μια απάντηση