Με το ζόρι …δήμιος

Κάθε κατακτητής άφησε τα ίχνη του στη μαρτυρική αυτή γη. Οι γενίτσαροι όμως δεν συγκρίνονται σε θηριωδία. Όσο μεγάλη ήταν η δύναμη που τους παρείχε το σύστημα, τόσο μεγαλύτερο και το θράσος τους .
Περιφρο¬νούσαν και καταπατούσαν και αυτά ακόμη τα σουλτανικά διατάγματα. Η κατά τόπους εξουσία των πασάδων, που αντιπροσώπευαν τη σουλτανική διοίκηση, ήταν σκιώδης και πολλές φορές απλώς συμβατική.
Σύμφωνα με τον Pashley, οι γενίτσαροι εκτόξευαν σφαίρες τυλιγμένες σε ένα χαρτί που έγραφε το ποσόν, το οποίο έπρεπε να πληρώσουν, και αν οι παραλήπτες του σημειώματος δεν πλήρωναν, τότε δολοφονούνταν ασελγώς. Αυτά τα διεφθαρμένα άτομα είχαν φτάσει στο σημείο να παίζουν με τα όπλα, πυ¬ροβολούσαν δηλαδή από τα τείχη της πύλης, τα άτομα που παρουσιάζονταν για να μπουν, και στοιχημάτιζαν από ποια πλευρά θα πέσει το θύμα τους.
Τη συμπεριφορά των Γενίτσαρων εκφράζει παραστατικά και η ρήση τους: «Τούτο θα σου πάρω, εκείνο θα μου δώσεις και αυτό θα μου το χαρίσεις».
ΣΚΗΝΕΣ ΦΡΙΚΗΣ ΣΤΑ ΚΟΝΑΚΙΑ
Όπως αναφέρει σε μια εργασία του αξιόλογη, ο εκπαιδευτικός κ Εμμανουήλ Σαβοϊδάκης, τραγικότατες είναι οι σκηνές που ξετυλίγονταν και άπειρες, στα κονάκια και τους πύργους των γενιτσάρων και αγάδων. Πόσες γυναίκες δεν έφευγαν από το κονάκι του αγά χωρίς μαστούς με δύο φριχτές πληγές στη θέση τους, που η αιμορραγία τους έφερνε το θάνατο, όταν ο αγάς στην άρνησή τους να δουλωθούν στις βάρβαρες ορμές του, διέταζε και έβαναν τα στήθια τους στην κόχη της κασέλας κι ύστερα έβανε ένα αράπη δούλο να χορεύει πάνω στο σκέπασμά της.
Πόσες κόρες που δεν δέχτηκαν τα χάδια του αγά ,δεν καταδικάστηκαν να φάνε τα συκώτια του σφαγμένου γαμπρού, που ο αγάς δήθεν από αγάπη τους έδινε με την όρεξή του. Πόσες γυναίκες ολόγυμνες μπρος στον αγά δε χόρευαν στο ρόβι το χυμένο πάνω, για να γλιστρούν και να ξαπλώνουν τα ροδαλά κορμιά τους κάτω στον οντά και να γελά ο Μπέης στην απροσδόκητη στάση τους. Πόσες δύσμοιρες Κρητικοπούλες δεν είδαν πάνω στο δίσκο το κεφάλι του παιδιού τους -του μονάκριβου παιδιού τους- γιατί αρνήθηκαν να δεχτούν τ’ αγκάλιασμα του τρομερού βαρβάρου. Και πόσες κόρες δεν καταδικαζόταν να δεχτούν την κτηνωδία των αραπάδων της Βεγγάζης, που αφρισμένοι από ορμή και κτηνωδία εσπάραζαν την τιμή των κοριτσιών μπρος στα μάτια των γερόντων, των αντρών και των γονέων τους. Αυτών των φριχτών και ανατριχιαστικών και άλλων άπειρων εγκλημάτων που περιγράφει ο ιστορικός Μουρέλλος, ήρθαν αρχικά αμείλικτοι τιμωροί οι χαϊνηδες της αδάμαστης κρητικής ψυχής και αργότερα η ίδια η κεντρική τουρκική εξουσία, η «Υψηλή Πύλη» να περιορίσει ή να σταματήσει στέλνοντας στην Κρήτη για τιμωρό τον Χατζη-Οσμάν Πασά.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Η ευκαιρία τους δόθηκε στην Πύλη, από μία ενέργεια που ‘χε κάμει τον Απρίλιο του 1812 ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’. Την εποχή εκείνη ένας γενίτσαρος Αμπαδιώτης, ο Μπραήμ Αγακάκης από το Βαθιακό σκότωσε τον Καπετάν Γιακουμή από τις Μέλαμπες Ρεθύμνου. Οι χωριανοί του, γυναίκες και άνδρες, χωρίς τουφέκια κατόρθωσαν να τον πιάσουν και να τον πετσοκόψουν. Μα ο θάνατος του Μπραήμ Αγά, που τον παρακολούθησαν από μακριά οι σύντροφοί του, οι οποίοι γλεντούσαν στο «Σελί των Μπίκηδων», έγινε αίτια και σε δύο μέρες σκοτώθηκαν μέσα στις Μέλαμπες εβδομήντα δύο (72) άνθρωποι, γέροι, γριές, παιδιά, όσοι δεν πρόφθασαν να τραβηχτούν ψηλά προς τα βουνά και να γλυτώσουν.
Οι Μελαμπιανοί αφού έθαψαν τους νεκρούς τους, εξέλεξαν μία αντιπροσωπεία που με κόπο και κίνδυνο πήγε στο Μεγάλο Κάστρο, για να παραπονεθεί στον Σαμήρ Μπεκήρ Πασά.
—Ίντα να σάσε κάμω, κακομοίρηδες, που σκοτώσατε γενίτσαρο και κανείς δεν τολμά να σας υπερασπιστεί, ούτε εγώ ο ίδιος. Μόνο το καλό που σας θέλω τραβήξετε πάλι πίσω ένας-ένας, όπως ήρθετε, για να μη σας υποψιαστούνε, γιατί θα χαθείτε κι άλλοι και κάτσετε στ’ αυγά σας.
Γυρίζοντας πίσω έτυχε να συναντήσουν τον Πισκοπιανό παπα-Μανώλη, που οι Τούρκοι του ατίμασαν την κόρη του και τον καταδίκασαν να κρατά το κερί. Ετοιμαζόταν να πάει στην Κωνσταντινούπολη να ζητήσει την τιμωρία του Τούρκου από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε’. Αποφάσισαν κι έστειλαν κι αυτοί δύο Μελαμπιανούς μαζί με τον παπα-Μανώλη.
ΕΝΤΟΛΗ ΓΙΑ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΑ
Πραγματικά οι δύο αυτές διηγήσεις που σε κατάλληλη στιγμή έκαμε ο Πατριάρχης στο Σουλτάνο Μαχμούτ Χάν τον Δίκαιο, τον εστενοχώρησαν τόσο -ίσως περισσότερο η αδυναμία του πασά να υπερασπιστεί τους Μελαμπιανούς- που αποφάσισε ο Σουλτάνος να στείλει ένα από τους πιο δυνατούς και γενναίους πασάδες του για να τιμωρήσει και να δαμάσει τους άγριους γενίτσαρους που εξευτέλιζαν την ισχύ του.
Διάλεξε λοιπόν τον Χατζη-Οσμάν Πασά, ένα γενναίο Κούρδο, και τον διέταξε να βγει στη Σούδα με στρατιωτική δύναμη και να πρωτοδαμάσει τους Χανιώτες και σιγά σιγά να τραβήξει στο Ρέθυμνο και στο Μεγάλο Κάστρο, ώσπου να ξεκαθαρίσει όλη την Κρήτη.
Ο Οσμάν Πασάς έφθασε στη Σούδα στις 12 του Σεπτέμβρη του 1812 με αρκετή δύναμη τακτικού στρατού, προχώρησε προς τα Χανιά χωρίς να συμμορφωθεί προς την υπόδειξη που του έκαμαν εκείνοι που ήλθαν να τον συνεπάρουν, σαν περνούσαν μπρος από το μνήμα του Μπάρμπου, και όχι μόνο δεν προσκύνησε, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι πασάδες ,ως τότε, μα ούτε κάν έστρεψε να δει το μνήμα του αγιοποιημένου τούρκου ήρωα που είχε πέσει το 1646 όταν οι Τούρκοι πήραν τα Χανιά από τους Βενετσιάνους.
ΜΕ ΤΟ ΖΟΡΙ ΔΗΜΙΟΣ
Ο συνταξιούχος βιβλιοθηκονόμος κ. Γιάννης Δογάνης, που έχει συλλέξει ενδιαφέρουσες ιστορίες από την τοπική ιστορία , δημιουργώντας ένα θαυμάσιο αρχείο, μας έδωσε πρόσφατα και μια ιστορία σχετική με το θέμα μας ,που αξίζει να την παραθέσουμε . Ένας ακόμα θρύλος μέσα σε όλους.
Γράφει λοιπόν ο κ. Δογάνης:
«Στου Μπάμπαλη το χάνι καθόταν ο Πνιγάρης, ύστερα από τη μάχη που έδωσε με τους Γενίτσαρους στην Κάϊνα το 1812. Είχε αιχμαλωτίσει αρκετούς από αυτούς , μα τέσσερις ήταν τα ανήμερα θεριά και οι αρχηγοί των αλλωνών κι αυτούς αποφάσισε να κρεμάσει επί τόπου
Όπως καθότανε με το επιτελείο του όξω από τη σκηνή του είδε να περνά από ένα κοντινό δρομάκι ένας Χριστιανός με το γάϊδαρό του Είχε κάτι φορτωμένο στο ζώο γι αυτό πήγαινε πεζός Με το που αντιλαμβάνεται ο φουκαράς ο χωρικός, ποιοι βρίσκονται παραπέρα , άρχισε να χτυπά το ζώο με μανία , για να ξεμακρύνει το συντομότερο από το τουρκικό στρατόπεδο
Περισσότερο, μάλλον, για να κάνει χάζι ο Οσμάν πασάς, διέταξε να τον σταματήσουν
Και σε λίγο είχε μπροστά του τον Μανόλη Βορεινάκη από του Κεφαλά. Αυτός ,στα νιάτα του ,ήταν σπουδαίο παλικάρι και πολύ γενναίος Τώρα όμως κακογερασμένος και ταλαιπωρημένος,σε τίποτα δεν θύμιζε τον παλιό του εαυτό.
Φτάνοντας ως εκεί που επιτρεπόταν να πλησιάσει, έκανε βαθύ τεμενά ,σκεπτόμενος με τρόμο την τύχη των εννιά παιδιών του, που θα έμεναν πίσω ,αν πάθαινε κάτι κακό Γιατί σίγουρα με τον Τούρκο αυτό δεν θα καλοπερνούσε. Εκεί που στεκόταν παρακαλούσε από μέσα του την Παναγία να τον βοηθήσει και προσπαθούσε να κρατήσει την ψυχραιμία του και να μην τρέμει, όσο τον περιεργαζόταν χαμογελώντας περιπαιχτικά ο Οσμάν Πασάς
-Ρώτα μωρέ τι κουβαλά με το ζωντανό πρόσταξε τον διερμηνέα
Κόντεψε να καταπιεί τη γλώσσα του ο Μανόλης μέχρι να τα πει γρήγορα γρήγορα μήπως ξεμπερδέψει
-Κριθάρι λαλώ πασά μου Έδωκα το πουλάρι τουτησές τση χτηματσερής απου σέρνω επαέ κοντά σε ένα χωριό και το αγόρασα . Έχω εννιά κοπέλια πασά μου που έχουνε σαν έξε μήνες να ιδούνε ψωμί. Πεινάνε τα κακορίζικα Τους το πάω για να φάνε …Άσε με να φύγω
ΜΙΑ ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΔΙΑΤΑΓΗ
Σκοτείνιασε απότομα το πρόσωπο του πασά καθώς διέταζε το Μανόλη
-Άμε σ’ αυτό τον πλάτανο ,από κάτω, να ξεφορτώσεις το χτήμα και να το δέσεις
Ο Βορεινάκης υπάκουσε ,έκανε στα γρήγορα αυτό που ήθελε ο Οσμάν και περίμενε με αγωνία τη συνέχεια.
-Πάρε τούτο το σκοινί, τον άκουσε να του λέει , ανέβα στον πλάτανο να το δέσεις από τη μια άκρα και στην άλλη να κάμεις θελιά Μετά να σιμώσεις το γάϊδαρο από κάτω και να έρθεις επαέ. Τρέχα
Ο Μανόλης ένιωσε να πνίγεται στον ιδρώτα Δεν χωρούσε αμφιβολία ότι ο πασάς ήθελε να τον κρεμάσει Κλαίγοντας ,καθώς σκεπτόταν τα παιδιά του, έπραξε όπως τον διατάξανε και μετά πέφτοντας στα γόνατα ζητούσε το έλεος του Πνιγάρη.
Εκείνος όμως είχε άλλα στο νου…
-Θωρείς μωρέ κείνουσές τσι τέσσερις αιχμαλώτους πουνε στο αλώνι δεμένοι πιστάγκωνα; ρώτησε το φουκαρά τον ικέτη
-Θωρώ τσι πασά μου
-Ε πάρε τσι το λοιπός ,έναν έναν, να πας να τσοι πνίξεις εκέ στον πλάτανο απού έδεσες το σκοινί.
Ο Μανωλιός τάχασε. Κοιτούσε μια τον πασά και μια τους αιχμαλώτους Μα αυτοί δεν ήταν τυχαίοι Πρωτοπαλίκαρα των Γενίτσαρων της περιοχής ήταν Φόβος και τρόμος Θεωρώντας ότι ο πασάς τον δοκιμάζει του είπε:
-Πασά μου δεν είμαι άξιος εγώ για μια τέτοια δουλειά Μουδε όρθα δεν έσφαξα ποτέ μου κι εδά μου λες να σκοτώσω τούτους τους ανθρώπους ,απου τσι γνωρίζω και για καλούς ; Να χαρείς τα παιδιά σου Πασά μου άφης με να πάω στο σπίτι μου.
Μιλούσε με συμπάθεια για τους γενίτσαρους ενώ το κορμί του ανατρίχιαζε στη θύμηση όσων πέρασε κάποτε στα χέρια τους Αυτοί οι ίδιοι ήτανε που τον είχαν κάνει να φτύσει αίμα από τα βασανιστήρια που του έκαναν Ευχαρίστως ,λοιπόν ,θα τους σκότωνε ,αλλά έπρεπε να κρατήσει «πισινή»,μήπως και ο πασάς προσπαθούσε να τον παγιδέψει…
Άστραψε και βρόντησε ο Τούρκος
-Θαρρείς μωρέ γκιαούρη πως κάνει επαέ καθαείς τση κεφαλής του; Κάμε ότι σου λέω ειδεμής θα σε κρεμάσω εσένα
Και σαν προκαταβολή έβαλε το γιασατζή του να δώσει κάμποσους ραβδισμούς στην πλάτη του Μανόλη
ΗΤΑΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Παρά τους πόνους ο έρημος ο πολυφαμελίτης κατάλαβε ,με χαρά, πως ο πασάς δεν τον δοκίμαζε Χωρίς να χάσει καιρό με τη βοήθεια μερικών νιζάμηδων ,έπιανε έναν έναν ετοιμοθάνατο , δεμένο όπως ήτανε, τον ανέβαζε και τον κάθιζε στο γάιδαρο , του περνούσε στη θηλιά κι έσερνε το ζώο μέχρι να τελειώσει η ζωή του Γενίτσαρου.
Μόλις ολοκλήρωσε τη μακάβρια διαδικασία, ένας στεναγμός ανακούφισης βγήκε από το στήθος του Ήξερε, τώρα, πως θα ερχόταν η σειρά του αλλά δεν τον ένοιαζε Με το θάνατο κάθε γενίτσαρου , ήταν σαν να έπαιρνε εκδίκηση για καθένα χωριανό του και όσα είχε περάσει ο ίδιος ,στα χέρια των τυράννων αυτών
Φαντάζεστε την έκπληξή του ,όμως, όταν, αντί για θάνατο, ο πασάς του πέταξε πενήντα γρόσια
-Πάρε μωρέ γκιαούρη τον κόπο σου του είπε Δέκα για κάθε ένα που σκότωσες και δέκα για το ζώο Χάσου από μπρός μου
Δεν ήθελε και παρακάλια ο Μανόλης για να πάρει δρόμο. Νόμιζε πως έβγαλε φτερά Στο δρόμο του ήταν το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής. Μπήκε μέσα και ευχαρίστησε από τα βάθη της καρδιάς του για το ανέλπιστο καλό. Δεν ήταν μικρό πράγμα να αξιωθεί να τιμωρήσει εκείνους τους γενίτσαρους Καλού κακού όμως παρακάλεσε να τον σώσει ο Θεός από τους άλλους γιατί αν μαθαίνανε τι έκανε δεν θα την έβγαζε καθαρή .
Κι ο Θεός ,τελειώνει την ιστορία του ο κ. Δογάνης, εφώτισε τον Πνιγάρη, και δεν άφησε κανένα Γενίτσαρο ,για να τιμωρήσει τον Μανόλη, μα τους έπιασε όλους , 230 ήταν , τους πήγε στο Ρέθεμνος κι εκεί τους έπνιξε …
ΦΟΒΟΣ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ
Αναφέρεται ότι ο Χατζή Οσμάν πασάς στα 1813 οργάνωσε την ίδια μέρα και την ίδια ώρα μια πραγματική νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου στα τρία φρούρια της Κρήτης για τους αγάδες και μπέηδες και 500 περίπου απ’ αυτούς σφάγηκαν.
Ήταν επόμενο ότι οι Γενίταροι θα έκαναν το παν να απαλλαγούν από αυτόν Έτσι με το χρυσάφι που ‘χαν στείλει έφθασε ειδικός απεσταλμένος της Πύλης για να εγχειρίσει το φιρμάνι της ανάκλησής του.
Το άγγελμα της ανάκλησής του διαδόθηκε σ’ όλη την Κρήτη με πρωτοφανή ταχύτητα για να ρίξει τους ραγιάδες στην πρώτη τους απόγνωση και την πρώτη συμφορά και τους γενίτσαρους σε διασκεδάσεις και βαρβαρότητες.
Ο Χατζη-Οσμάν Πασάς διατάχτηκε να γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη κι από εκεί εξορίστηκε στην Προύσα, ύστερα από τις συκοφαντικές καταγγελίες στο Σουλτάνο Μαχμούτ Χάν το Δίκαιο, πως όπλισε τους Χριστιανούς και συμφώνησε μαζί τους να τον βοηθήσουν να γίνει ηγεμόνας τους αν θα σκότωναν όλους τους πότες Τούρκους και πως με τις προγραφές που έκαμε απόκτησε σε δύο χρόνια μέσα αμύθητα πλούτη και θησαυρούς.. (ΠΗΓΗ: Διμηνιαία έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Ιεραπύτνης και Σητείας, «Άγκυρα Ελπίδος», περίοδος Β΄,τ.68, Μάϊος-Ιούνιος 2012)
Την πολιτική του Χατζή Οσμάν πασά ακολούθησε και ο διάδοχός του, ο Ρεσίτ Μουσταφά Πασάς, ο γνωστός Κιουταχής, που δάμασε αργότερα και τον Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ως σερασκέρης της Κρήτης, ο Κιουταχής (1815-1816), εξόντωσε με απαγχονισμό πολλούς ατίθασους γενίτσαρους.
Μα είναι πολλές οι ιστορίες και οι θρύλοι γύρω από την περίοδο αυτή και σύντομα θα επανέλθουμε
Εύα Λαδιά

Αφήστε μια απάντηση