" Με την πρώτη ριπή σκοτώθηκαν η μάνα η γιαγιά μου και η θεία μου…"
Παιδιά μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα
Λίγες μέρες πριν πέσουν οι Γερμανοί στην Κρήτη ένα περίεργο φαινόμενο συνέβαινε στο σπίτι του Παπαδόπουλου στα Μισσίρια. Η εικόνα της Παναγιάς ,κειμήλιο πίστης, έσταζε δάκρυα. Οι χωριανοί ταράχτηκαν μόλις το έμαθαν . Σε μικρούς τόπους τίποτα δεν μένει κρυφό για πολύ καιρό. Αναστατώθηκαν άντρες και γυναίκες γιατί το σημάδι δεν ήταν σίγουρα καλό. Για να το ξορκίσουν έφθαναν οι πάντες με το θυμιατό , θύμιαζαν την εικόνα και παρακαλούσαν. Ας το πάρει η μαύρη θάλασσα ότι κι αν ήταν αυτό. Ας τους σπλαχνιστεί γιατί είχαν και μεγάλωναν μικρά παιδιά.
Αλλά το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Κι ήρθε ο πόλεμος.
Πρωί στις 21 του Μάη 1941 τα Γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα σκορπίζουν τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό.Στόχος των Γερμανών ν’ αδειάσουν τα χωριά για να μη βρουν καμιά αντίσταση.
ΤΟ ΜΟΥΛΑΡΙ ΤΟΥΣ ΕΣΩΣΕ ΤΗ ΖΩΗ
Εκείνο το πρωινό-θυμάται ο Βασίλης Παπαδόπουλος – παιδί εφτά χρόνων ήμουν τότε,με τη θεία μου Αθηνά Δρανδάκη είχα πάει στο περιβόλι για να ποτίσουμε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν το βομβαρδισμό.Το μουλάρι που γύριζε το "ντολάπι"για να βγάλει νερό με δεμένα τα μάτια για να μη ζαλίζεται, τρελλαμένο από το θόρυβο των αεροπλάνων άρχισε να κλωτσά με λύσσα. Κατάφερε σε λίγο να λύσει τα σκοινιά κι άρχισε να τρέχει στο περβόλι. Τα δεμένα του μάτια το εμπόδιζαν να διακρίνει που πηγαίνει.Έπεφτε και σηκωνόταν. Κρυφτήκαμε με τη θεία μου στη στέρνα ,ώσπου να περάσει το κακό. Ούτε καταλάβαμε πόση ώρα πέρασε.Και μόνο λίγο μετά που είδαμε όταν όλα ηρέμησαν κάπως που έπεσαν οι βόμβες κάναμε το σταυρό μας. Γιατί παραξενεμένοι από την αντίδραση του ζώου είχαμε μετακινηθεί από την αρχική μας θέση κι έτσι σωθήκαμε. Τέσσερις βόμβες είχαν πέσει λίγα μέτρα από μας. Αν μας εύρισκαν , σίγουρα θα μας σκότωναν.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι, όλοι ήταν μαζεμένοι εκεί. Τότε πήραμε την απόφαση να βγούμε έξω. Φθάσαμε στο γεφυράκι, το οποίο βρίσκεται ακόμα έξω απ’ την πόρτα του σημερινού κάμπινγκ «Ελίζαμπεθ». Όλα τα γυναικόπαιδα της γειτονιάς μαζευτήκαμε εκεί. Ήμαστε περίπου δεκαέξι. Πήραμε νερό και λίγη τροφή και μπήκαμε μέσα στο γεφύρι. Πολλοί έκοβαν καλάμια και σκέπαζαν το τσιμέντο του γεφυριού, για να μη φαίνεται απ’ το μπροστινό και το πίσω μέρος. Περιμέναμε να βραδιάσει, για να «πάρουμε» κι εμείς τα βουνά. Πέρασαν περίπου τρεις με τέσσερις ώρες και οι αλεξιπτωτιστές άρχισαν να πέφτουν. Ο ουρανός είχε γεμίσει με αλεξίπτωτα. Εμείς κρυμμένοι μέσα στο γεφυράκι βλέπαμε να πέφτουν αλεξιπτωτιστές στο έδαφος και σε μισή περίπου ώρα είχε γεμίσει ο τόπος γύρω μας. Κάποια στιγμή έπεσε ένας αλεξιπτωτιστής περίπου δέκα μέτρα δίπλα μας. Εγώ, κρυμμένος μέσα στα καλάμια, είδα τον αλεξιπτωτιστή να κόβει τα σχοινιά, με τα οποία ήταν δεμένος και τα κλαδιά στα οποία είχε μπερδέψει. Έπειτα, έβγαλε ένα κουτί κι έριξε κάτι στο στόμα του. Αργότερα, μάθαμε ότι έπιναν χάπια για να μη ζαλίζονται.
" ΠΟΥ ΙΓΚΛΙΣ;"
Δεν πέρασαν περίπου δέκα λεπτά κι ο αλεξιπτωτιστής ήρθε να κρυφτεί μέσα στο χαντάκι. Τότε μας ανακάλυψε. Οι πρώτες λέξεις που είπε ήταν «πού ίγκλες;» δηλ. «πού είναι οι Εγγλέζοι;». Έπειτα, ήρθε κοντά μας μάς καθησύχασε και μάς είπε να μείνουμε στη θέση μας κι έφυγε. Είχα την τύχη να γνωρίσω τον πρώτο αλεξιπτωτιστή που έπεσε στα Μισίρια. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ένα αεροπλάνο έπεσε σχεδόν πάνω απ’ το γεφυράκι, σε απόσταση σαράντα μέτρων. Το αεροπλάνο πήρε φωτιά και κάηκε. Εμείς, παρά λίγο να κρουφτούμε απ’ τις σκόνες και τους καπνούς. Κατά τις 5-6 μ.μ. είδαμε δυο τανκς να έρχονται, το ένα απ’ την παραλία και το άλλο απ’ τον κεντρικό δρόμο και να κατευθύνονται προς το σημείο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί Γερμανοί. Στο σημείο αυτό είχε πέσει ένα ακόμα μεγάλο αεροπλάνο που είχε μια κεραία απ’ το πίσω μέρος έως το μπροστινό. Σ’ αυτό το σημείο έριχναν τα τανκς με τα κανόνια τους. Τα Περιβόλια ήταν αιματοβαμμένα, προτού βραδιάσει. Οι Γερμανοί αργότερα ακινητοποίησαν τα τανκς. Αργότερα είδαμε ότι στο ένα έριξαν βενζίνη και το έκαψαν και στο άλλο έκοψαν τα καλώδια. Το τανκ μπλόκαρε, οι αλυσίδες του δεν μπορούσαν να κινηθούν κι έτσι αιχμαλώτισαν το τανκ.
ΜΑΤΩΜΝΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Ο κ. Βασίλης σταματά για λίγο , σκουπίζει το μέτωπό του που έχει ιδρώσει από την αγωνία που προκαλούν οι ματωμένες μνήμες και συνεχίζει:
Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μάς πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Μέσα στο σπίτι ήμαστε όλοι ξαπλωμένοι, γιατί έμπαιναν απ’ τα παράθυρα οι σφαίρες και κινδυνεύαμε να σκοτωθούμε. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν τα σημάδια απ’ τις σφαίρες στο σπίτι. Έπειτα, μάς πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ’ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
– Ακόμα και τα γυναικόπεδα.
– Ναι Αυτό κατάλαβαν οι μεγαλύτεροι από μας. Γιατί εμείς είμασταν παιδιά.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγος του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
" ΑΝ ΣΩΘΕΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΕΙ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ"
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Ο κ.Βασίλης συγκινείται με τη θύμηση αυτή,κι εμείς δεν τολμάμε ούτε να μιλήσουμε. Ο πόνος του άλλου προκαλεί δέος. Κάποια στιγμή ,δίνοντάς μας τη διαβεβαίωση ότι θέλει να μιλήσει γιατί το θεωρεί μνημόσυνο για τους νεκρούς του παίρνει μια βαθειά ανάσα και συνεχίζει.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε το λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
ΘΑ ΕΡΡΙΧΝΑΝ ΤΟ ΜΩΡΟ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Καθώς περνούσε η ώρα και οι Γερμανοί δεν είχαν έρθει να μας εκτελέσουν, συνέβη το εξής περιστατικό: Η Δελή είχε τραυματιστεί κρατώντας το μωρό στη «φασκιά» της. Τρεις με τέσσερις σφαίρες πέρασαν απ’ το χέρι της και απ’ τη φασκιά του μωρού τραυματίζοντάς την. Το μωρό δε σκοτώθηκε αλλά έκλαιγε συνέχεια, όπως και τ’ άλλα δυο μεγαλύτερα. Αυτό έκλαιγε περισσότερο. Τότε άρχισαν να φοβούνται οι μεγάλοι, μήπως το ακούσουν οι Γερμανοί κι έρθουν να μας αποτελειώσουν. Της είπαν, λοιπόν, να το ρίξει στη θάλασσα που ήταν δύο μέτρα σε απόσταση από εμάς. Αυτή δέχτηκε, αφού την πίεζαν και την παρακαλούσαν οι μεγάλοι. Τότε άρπαξαν το μωρό απ’ την αγκαλιά της δυο κοπέλες, η Κωνσταντίνα Μελισσουργού και η Αθηνά Δρανδράκη και είπαν: «Αν είναι τυχερό, θα σωθούμε κι εμείς και το παιδί θα σωθεί». Χωρίς την ψυχραιμία των κοριτσιών, το μωρό δε θα είχε σωθεί.
ΚΑΙ ΞΑΦΝΙΚΑ ΟΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΕΣ ΑΡΧΙΣΑΝ ΝΑ ΟΥΡΛΙΑΖΟΥΝ
Εκείνο που μας έδωσε λίγα ανάσα είναι ότι οι μεγάλοι άκουσαν τους εκτελεστές να ουρλιάζουν. Είχε συμβεί το εξής: Είχε πέσει κοντά τους ένας όλμος και τραυματίστηκαν κι έφυγαν. Αυτό το συμπέρασμα έβγαλαν οι μεγάλοι. Να σημειωθεί ότι τη νύχτα φυσούσε νοτιάς και μας είχε σκεπάσει η άμμος. Όταν σηκωθήκαμε, ήταν για εμάς η πιο τραγική μέρα, βλέποντας τους δικούς μας σκοτωμένους τον ένα δίπλα στον άλλο. Αυτό που θυμάμαι και δε θα ξεχάσω ποτέ ήταν ότι για να φιλήσουμε και να αποχαιρετήσουμε τους γονιούς μας, σκύψαμε και καθαρίσαμε τα πρόσωπά τους απ’ την άμμο. Τους αφήσαμε στην παραλία και φύγαμε. Δεν μπορέσαμε να τους πάρουμε, γιατί δε μας άφηναν οι Γερμανοί. Πιστεύω ότι τους πήρε η θάλασσα, γιατί δεν τους βρήκαμε ποτέ.
Αργότερα φεύγοντας πήραμε μια νεκρή, την Αναστασία Μελισσουργού και μια σοβαρά τραυματισμένη, την Παναγιώτα Δρανδάκη, η οποία αργότερα υπέκυψε στα τραύματά της. Οι Γερμανοί μας έκλεισαν μέσα σε ένα σπίτι μαζί μ’ άλλα γυναικόπαιδα που είχαν μαζέψει. Εκεί περάσαμε έντεκα μέρες, ενώ ο πόλεμος και οι μάχες γίνονταν γύρω μας. Μαζί μας υπήρχαν τρεις άνδρες που είχαν γλιτώσει. Ο πατέρας μου, ο Νίκος Σαλβαράκης που ήταν αιχμάλωτος στρατιώτης κι ο Τζιώτης Εμμανουήλ. Οι Γερμανοί περίμεναν να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα, αν δεν σταματούσαν οι αντάρτες να τους πολεμούν και να σκοτώνουν Γερμανούς. Μερικοί Γερμανοί έπαιρναν τους τρεις άνδρες για αγγαρεία. Τους μάζευαν τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα. Στη διάρκεια της αγγαρείας, ένας Γερμανός είπε στον πατέρα μου και στον Νίκο Σαλβαράκη, ότι αν δεν σταματήσουν να πολεμούν οι «παρτιζάνηδες» θα μας εκτελούσαν όλους. Ο Γερμανός τότε, ανέβηκε στον πρώτο όροφο που ήμαστε συγκεντρωμένοι εγώ, ο αδελφός μου κι άλλοι πολλοί κι έδωσε στον πατέρα μου τα κιάλια του. Σηκώθηκαν όρθιοι και του έδειξε τους αντάρτες που κρύβονταν και έτρεχαν από βράχο σε βράχο, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η ΚΕΓΕ και η ΔΕΛΤΑ. Ο Γερμανός προσπάθησε να μου βάλει κι εμένα τα κιάλια στο πρόσωπο, αλλά εγώ κοιτάζοντας είδα μόνο περιστέρια. Αυτό μου έμεινε αξέχαστο.
ΝΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΟΥΝ ΟΙ "ΠΑΡΤΙΖΑΝΗΔΕΣ" ΑΛΛΙΩΣ…
Στη συνέχεια ο Γερμανός έδωσε στον πατέρα μου να καταλάβει πως αν δεν σταματήσουν οι «παρτιζάνηδες» να τους πολεμούν την επόμενη μέρα θα μας εκτελούσαν όλους.
Με τη βοήθεια του Γερμανού, του πατέρα μου και του Νίκου Σαλβαράκη βρέθηκε μια ηλικιωμένη γριούλα. Αφού τη βοήθησαν να πάει προς το ποτάμι «Κουτσουλίδη», την αρμίνεψαν να πάει στους αντάρτες και να τους πει να απομακρυνθούν και να σταματήσουν να σκοτώνουν Γερμανούς. Επίσης, να αναφέρει, ότι έχουν γίνει τρεις εκτελέσεις και ότι έχουν ήδη σκοτώσει όλους τους άνδρες και ότι πολλά γυναικόπαιδα είναι αιχμάλωτα και θα εκτελεστούν. Φαίνεται ότι οι αντάρτες τότε κατάλαβαν ποιο είναι το σωστό κι έτσι δεν έγινε η τέταρτη εκτέλεση των γυναικόπαιδων. Θα μπορούσα να πως ότι οι αντάρτες έκαναν ότι μπορούσαν εναντίον των Γερμανών, όμως άργησαν να καταλάβουν τι κακό έκαναν στους αιχμαλώτους που πιάστηκαν πέφτοντας οι αλεξιπτωτιστές. Τα λάθη πάντα πληρώνονται. Αυτό δεν αντιλήφθηκαν οι αντάρτες και πλήρωσαν το τίμημα οι απλοί πολίτες. Αυτά συμβαίνουν στους πολέμους. Κάποιοι κάνουν λάθη και κάποιοι άλλοι τα πληρώνουν. Εγώ πλήρωσα το τίμημα με το θάνατο τριών ατόμων απ’ την οικογένειά μου.
Εύχομαι να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες…
Η ΟΡΦΑΝΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΔΕΝ ΞΕΠΕΡΝΙΕΤΑΙ
– Πόσο επηρέσασε τη μετέπειτα ζωή σας αυτή η οδυνηρή εμπειρία κ. Βασίλη;
– Θα σας πω μόνο ότι αυτό που δεν ξεπέρασα ποτέ ήταν η ορφάνεια από τη μάνα . Ξέρετε κι αλλα παιδιά έχασαν τους γονείς , μεγάλωσαν χωρίς πατέρα. Αλλά η ορφάνεια της μάνας δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη. Και η πληγή από αυτή δεν κλείνει ποτέ.Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Αύριο μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία με αφετηρία τη θρυλική μάχη της Κρήτης.
Εύα Λαδιά