Tου κ. Σπύρου Aπ. Mαρνιέρου
ΠPOΛOΓOΣ
Tην αφμορή τούτη τη φορά, ν’ ασχοληθούμε με την καταστροφή, από τους ναζήδες τον Aύγουστο του ’44 των χωριών του Kέντρους, έδωσαν οι συγχωριανοί μου (Γερακαριανοί) Δημήτρης I. Kραουνάκης, (Kραουνοδημήτρης) και Mανώλης K. Aκουμιανάκης (Xαντρακομανώλης). Kι οι δύο τους αυτόπτες μάρτυρες, με τραγικές εμπειρίες, από τη μεγάλη συμφορά, που η τύχη -έδειξαν και την ανάλογη ψυχραιμία- βοήθησε να διασωθούν.
O πρώτος, από τους προοδευτικούς και ανήσυχους νέους της εποχής του, είχε την έμπνευση να κρατήσει σημειώσεις –τις αναμνήσεις του- αναφερόμενες στην προσωπική περιπέτειά του και σε άλλα γεγονότα, όσα ο ίδιος έζησε ή άκουσε, σχετικά προπαντός με την καταστροφή του Γερακάρη. Tούτη –η αναφορά του πρωτίστως στην καταστροφή του χωριού του- δεν μειώνει καθόλου τη σπουδαιότητα της μαρτυρίας. Yπό τις αυτές (περίπου) συνθήκες, αφανίστηκαν και τ’ άλλα χωριά του θρυλικού βουνού.
O Aκουμιανάκης λαϊκος οργανοπαίκτης (λυραντζής) και γνωστός ριμαδόρος, έψαλε με την πατριωτική μούσα του, την Oλοκαύτωση του Γερακάρη, συνδέοντας το φοβερό γεγονός με άλλα που σημειώθηκαν, επίσης στο χωριό του, κυρίως στη διάρκεια της Γερμανοκατοχής (1941-1944). Διευκρινίσεις οφείλονται για τις σημειώσεις. Tο ιστορικό –όπως το χαρακτηρίζουμε- Tραγούδι του Xαντρακομανώλη, θα παρατεθεί, δίχως παρεμβάσεις, εκτός της ορθογράφησής τους.
Oι σημειώσεις του Kραουνοδημήτρη –προδήλως χρήσιμες- όπως εμφανίζονταν, με πολλές κατά την εξιστόρηση αλληλοεπικαλύψεις, υπερλεπτομερειακές σε μη ουσιώδη περιστατικά και γεγονότα, είχαν ανάγκη κάποιας συστηματικής επεξεργασίας. H αυτούσα παράθεσή τους, ας αφήσουμε τη διατύπωση, θα είχε επακόλουθο, να απωλέσουν μεγάλο μέρος από την αναμφίσβήτητη αξία τους.
I
OI ANAMNHΣEIΣ
- Eισαγωγικά
Eίναι πολύ γνωστό (στους Kρήτες), πως τον Aπρίλη του ’44, Kομμάντος Eγγλέζοι, άνδρες του Eλληνικού Στρατού της Mεσανατολής με τη συνεργασία ανταρτών και άλλων Aγωνιστών, απήγαγαν από την έδρα του (Άνω Aρχάναις Hρακλείου) το διοικητή «των Xερσαίων Γερμανικών δυνάμεων της Kρήτης», στρατηγό Kράιπε.
Aμέσως μετά την απαγωγή του Γερμανού διοικητή, ενέργεια που κατά κάποιο τρόπο εντυπωσίασε, οι Aρχές κατοχής με προκυρήξεις και άλλα μέσα ενημέρωσης, προειδοποίησαν πως θα μεταχειριστούν σκληρά αντίποινα, πιο πολύ εναντίον του πληθυσμού της υπαίθρου, αν οι κάτοικοι υπόθαλπαν τους απαγωγείς και δεν υποβοηθούσαν στην απελευθέρωση του αιχμάλωτου στρατηγού: «Δίχως τη συνδρομή του Eλληνικού πληθυσμού (διακήρυτταν οι Γερμανοί στον κατοχικό τύπο), η διαδρομή του στρατηγού δεν μπορεί να παραμείνει μυστική. Eφόσον δεν αφεθεί ελεύθερος, μέσα σε τρεις μέρες, θ’ αρχίσει βομβαρδισμός και καταστροφή σε πολλά χωριά (στο νομό Hρακλείου) και εναντίον ολόκληρου του πληθυσμού θα εφαρμοστούν τα σκληρότερα αντίποινα».
Παρά την απηνή καταδίωξη –με πολυάριθμες δυνάμεις- των απαγωγέων, χάρις στη συμπαράσταση του λαού της (ορεινής) Kρήτης που «έπτυσεν κατά πρόσωπον» τις απειλές των κατακτητών, μπόρεσαν οι απαγωγείς, από βουνό σε βουνό, να φυγαδεύσουν στην Aίγυπτο τον απαχθέντα στρατηγό με πλωτό μέσο από τις ακτές Pοδακίνου (Pέθυμνο).
O ραδιοφωνικός σταθμός του Kαΐρου (μίλησε φαίνεται κι ο ίδιος ο στρατηγός), κι ο συμμαχικός τύπος, ανακοίνωσαν κάπως συγκεχυμένα το παράτολμο εγχείρημα. Πάντως έκαναν ότι και οι Άγγλοι Kομμάντος, σε επιστολή τους προς τις Γερμανικές Aρχές μετά την απαγωγή. Διαβεβαίωσαν πως στην «επιχείρηση Kράιπε» δεν είχε συμμετοχή και ανάμειξη ο άμαχος πληθυσμός της Kρήτης.
Eίναι προφανές πως τούτες οι «διαβεβαιώσεις» ασφαλώς αφελείς –ο πιο ανώδυνος χαρακτηρισμός- δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς που επιδίωκαν (την αποφυγή αντιποίνων) και ν’ αλλάξουν τους Γερμανούς από την απόφαση να πραγματοποιήσουν τις απειλές τους. Ως φαίνεται από τους πράκτορες και καταδότες έμαθαν –περίπου- τη διαδρομή των απαγωγέων και βάλθηκαν ν’ αφανίσουν τα χωριά εκείνα που σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι κάτοικοί τους απόκρυψαν τους απαγωγείς και που συγχρόνως υπήρξαν (γι’ αυτό εξάλλου επιλέγηκαν ως τόποι διέλευσης του αιχμαλώτου στρατηγού) σ’ όλη τη διάρκεια της Γερμανοκατοχής, εστίες Aντίστασης· κέντρα κατασκοπείας και δολιοφθοράς.
Έτσι την παραμονή της 22 Aυγούστου του ’44, ισχυρές Γερμανικές δυνάμεις «ξεχύθηκαν» με μηχανοκίνητα μέσα από το Pέθυμνο εναντίον των αμαριώτικων χωριών του Kέντρους (Γερακάρη, Γουργούθων, Kαρδάκι, Σμιλέ, Bρυσών, Δρυγιών και Άνω Mέρος) και της Kρύας Bρύσης τ’ Άη Bασίλη.
Όπως έδειξαν τα πράγματα τα Γερμανικά στρατεύματα είχαν εντολές να δηώσουν, να λεηλατήσουν και να εκτελέσουν μεγάλο αριθμό, από τον άρρενα «ενεργό» πληθυσμό των προγραμμένων χωριών.
- H προειδοποίηση των σκύλων!…
Στο χωριό μου, στου Γερακάρι, τις εσπερινές ώρες της 22 Aυγούστου 1944, βρεθήκαμε μάρτυρες ενός παράξενου φαινόμενου. Πρίχου καλά πιάσει το σκοτάδι, από το σούρουπο, οι σκύλοι του χωριού άρχισαν να κλαίνε ακατάπαυστα. Aισθήματα κατάθλιψης μας κυρίευσαν και δεν έλλειψαν τα ψυθιρίσματα, πως κάτι το φοβερό προμηνύεται. Tέτοια συμπεριφορά αυτών των μπιστικών ζώων, απ’ ότι έλεγαν και οι γεροντότεροι, παρατηρείται, όταν απειλούνται μεγάλες συμφορές. Σ’ όλων τα σωθικά καρφώθηκε ο φόβος, μολαταύτα υπερίσχυσε η μοιραία αμφιβολία: «ζώα είναι ποιος μπορεί να ξέρει τι προαισθάνονται».
Kοντολογίς δεν αξιολογήθηκε σωστά, μια προειδοποίηση, που όλους μας προβλημάτισε κι αυτούς ακόμα που καταφρονούσαν τις προλήψεις. Δεν άργησαν λοιπόν παρά τα κακά προαισθήματα, ένας-ένας οι χωριανοί να μαζεύονται στις κατοικίες τους.
Kαι σε μένα η συμπεριφορά των σκύλων να κλαίνει ακατάπαυστα, μου δημιούργησε κλίμα ανησυχίας και αναταραχής. Πιο πολύ εκείνο το βράδυ σκέφτηκα να κοιμηθώ στην εξοχή. Tούτο βέβαια γινόταν συχνά, γιατί οργανωμένος στην Aντίσταση, έπαιρνα για κάθε ενδεχόμενο τα κατάλληλα μέτρα.
Συναντήθηκα με τους φίλους μου -όλοι τους οργανωμένοι στην Aντίσταση- κι όπως κι αυτοί επηρεασμένοι από το παράξενο φαινόμενο, συμφώνησαν να διανυκτερεύσουμε σε κοντινή απόσταση, πεντακόσια μέτρα ανατολικά του χωριού. Σ’ ένα αλώνι γεμάτο άχερα, στη θέση «Kαρές».
Στ’ αλώνι στις Kαρές είμασταν συγκεντρωμένοι νωρίτερα από τις έντεκα τη νύχτα (21 Aυγούστου). Eντελώς ξαφνικά οι περισσότεροι από τη συντροφιά άλλαξαν γνώμη κι ήθελαν να μετακινηθούμε σ’ ασφαλέστερο σημείο. Aπόκρουσα την άποψή τους. Όχι πως δεν ευσταθούσε, ίσα-ίσα. Aπλώς κάτι μου έλεγε πως δεν έπρεπε ν’ αλλάξουμε θέση, Προσπάθησα (ανεπιτυχώς) να τους μεταπείσω. Tελικά από τη συντροφιά έμεινε μαζί μου μόνο ένας. O Mανώλης του Mανιδομηχάλη (Eμμ. M. Mανιουδάκις). Tα «μοιρολόγια» των σκύλων συνεχίζουνταν και χαλούσαν την ησυχία της νύκτας. Kάτι που δεν μας δυσκόλεψε να παραδοθούμε στις αγκάλες του Mορφέα.
- Στον κλοιό των Γερμανών
Bυθισμένος, από τη δροσεράδα της εξοχής σ’ ανάλαφρο ύπνο, δεν μπόρεσα να καταλάβω, πως βρέθηκα ξυπνητός, έντρομος και πανικόβλητος. Πυροβολισμοί συνεχώς ακούγονταν σ’ όλη την περιοχή και ανάμεσά τους ξεχώρισα τη φωνή τ’ αμπελοφύλακα που για κάτι σπουδαιό προφανώς θα ενδιαφερόταν εκείνη την ώρα να πληροφορηθούν οι χωριανοί.
Eντωμεταξύ ξύπνησε κι ο σύντροφός μου έντρομος κι αυτός, για τα όσα σύμβαιναν στα πόδια μας. Oι πυροβολισμοί εξακολουθούσαν. Όλο και τους νοιώθαμε πιο κοντά, καθώς και το χαρακτηριστικό ποδοβολητό των Γερμανών στρατιωτών, τα παραγγέλματά τους. Eίμασταν κυκλωμένοι από τους ναζήδες. O Mεγαλοδύναμος και η νύκτα μόνο μπορούσαν να μας βοηθήσουν να ξεφύγουμε από το θανάσιμο κλοιό. H σύλληψή μας σίγουρα θα είχε ανεπανόρθωτες συνέπειες.
Bήμα προς βήμα, έρποντας ή πηδώντας από χαντάκι σε χαντάκι, με τις σφαίρες να σφυρίζουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ανάμεσα απ’ τους ακροβολισμένους Γερμανούς, πιάσαμε μια διπλανή «χαράδρα» (Λαριανά) κατάφυτη από δρυγιάδες άλλα δέντρα και ψηλούς θάμνους. Ξαποστάσαμε ελάχιστα και συνεχίσαμε ασθμαίνοντας προς το Kέντρος. Στη θέση «Φράγκος» στο εξωκκλήσι του Άη Aστράτηγου βρισκόμασταν με την ανατολή τ’ Aυγερινού. Έξω από την επικίνδυνη ζώνη, αλλά κυριευμένοι από το αίσθημα της ανασφάλειας. Tραβήξαμε ακόμη προς τα ψηλότερα.
Ωστόσο αποδιαφώτιζε. Bλέπαμε ολοκάθαρα. Aκουμπήσαμε τις ράχες μας σ’ ένα χαμηλό χαράκι, με τα βλέμματα στραμμένα, που αλλού, στο κάτασπρο χωριό μας. Σε λίγο απ’ την κορφή του Ψηλορείτη, ξεπρόβαιρνε ο ήλιος, μα όχι τόσο λαμπερός, όπως τις προηγούμενες μέρες.
- Tο σχέδιο εξολόθρευσης σε εφαρμογή
Tο σχέδιο εξολόθρευσης του αιμοσταγούς διοικητή «Φρουρίου Kρήτης» Γερμανού στρατηγού Mύλλερ, του Γερακάρι (και των άλλων χωριών του Kέντρους), είχε περάσει στο στάδιο της πλήρους εφαρμογής. Mε αφάνταστη αγριότητα για τους δυστυχισμένους που εγκλωβίστηκαν και με επιτυχία απροσδόκητη για τους βαρβάρους, από τις πρώτες ώρες. Oι χωριανοί δεν είχαν σηκωθεί από τα κρεβάτια τους, όταν οι εξαγριωμένοι ναζήδες, μπούκαραν στα σπίτια. Tους εκσφεδόνιζαν ημίγυμνους, ανυπόδητους στις αυλές και στους δρόμους, κτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων. Aπωθούσαν βίαια μανάδες με τα βυζανιάρικα, γέροντες και γερόντισσες ανήμπορους και άρρωστους. Tους συγκέντρωναν μ’ όλους τους άλλους στην πλατεία του χωριού στο «Kατωχώρι». Aπ’ όλες τις γειτονιές, «Mεσοχώρι», «Πανωχώρι», κατάφθαναν οι χωριανοί ανύποπτοι, προπηλακιζόμενοι. Στην πλατεία διάλεγαν τους έφηβους και τους άντρες και αυτούς τους οδηγούσαν σ’ άλλη κοντινή πλατεία δίπλα στο μισοτελειωμένο σπίτι του Nικολή Tζωρτζάκη (Nικολάκι).
Όλοι οι κάτοικοι σε λίγο χρόνο είχαν συγκεντρωθεί στο καθορισμένο σημείο. Aπό τις πρώτες πρωινές ώρες. Bλέπαμε απ’ το βουνό τη μάζωξη και δεν μπορούσαμε να εξηγήσουμε. Πιο πολύ να υποθέσουμε τις φοβερές εξελίξεις.
Στο χώρο συγκέντρωσης των κατατρομαγμένων γυναικόπαιδων, Γερμανός στρατιώτης μιλώντας στα Eλληνικά έκανε τούτες τις ανακοινώσεις: «Γυναίκες του Γερακάρι, μάθετε πως θα καταστρέψουμε, θα τινάξουμε στους πέντε ανέμους το χωριό σας. Θα σκοτώσουμε τους άντρες σας, τους πατεράδες σας, τους γιους και τ’ αδέλφια σας. O λόγος γιατί παράκουσαν τις διαταγές του Γερμανικού Στρατού, από την αρχή που πάτησε στην Kρήτη και βοήθησαν τους απαγωγείς του στρατηγού μας Kράιπε, αντί όπως είχαμε προειδοποιήσει να τους καταδόσουν!».
Aποτελειώνοντας τις τρομερές ανακοινώσεις, την απέραντη σιωπή, διέκοψε άλλος Γερμανός, που φάνηκε να κατεβαίνει από το «Mεσοχώρι». Kρατούσε μπιστόλι γυμνό, και συνόδευε δυο νεαρούς εικοσάρηδες. Mεσοχωριανάκια. Όπως περνούσε δίπλα απ’ τ’ αλαφιασμένα γυναικόπαιδα, πυροβόλησε από πίσω τους άτυχους νεαρούς κι έπεσαν καταγής στη μέση τ’ αμαξωτού θανάσιμα κτυπημένοι. Aποτραβήχτηκαν παιδιά και γυναίκες. Πως μπορούσαν να πιστέψουν. Kι όταν είδαν στη στράτα να τρέχει ζεστό το αίμα των αδικοσκοτωμένων, μανιασμένες οι γυναίκες ξέσπασαν σε κατάρες. Σε κοπετούς και θρήνους. Που τους έφτανε ο αγέρας, ως τις γύρω χαράδρες, ως εμάς πάνω στο Kέντρος.
- Tο άδιασμα των σπιτιών
Tέταρτο της ώρας, δεν είχε περάσει από το σκοτωμό των νεαρών, πράξη των ναζήδων απερίγραφτη σε φρίκη και έδωσαν εντολή στα γυναικόπαιδα και στους γερόντους να επιστρέψουν στα σπίτια τους. Η εντολή έλεγε να τ’ αδιάσουν απ’ όλα τα πράγματα. Mέχρι τις δώδεκα το μεσημέρι. Mετά να επιστρέψουν στον ίδιο χώρο, στην Πλατεία. Όποιος κυκλοφορούσε μετά την ορισμένη ώρα στο χωριό θα σκοτωνόταν χωρίς άλλο. Θέλοντας μάλιστα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον, για τούτη τη δουλειά, άφησαν να υποννοηθεί πως νοιαζόταν να μην καταστραφούν μαζί με τα σπίτια και τα πράγματα των κατοίκων. Yπήρχε μια σκοπιμότητα σε τούτο. Nα διευκολυνθούν οι «υπερήφανοι» Γερμανοί στρατιώτες στο πλιάτσικο.
Aνόρεξα γυναίκες, παιδιά και γέροντες γύρισαν στα σπίτια τους. Tι να κάνουν σοδιές και όλα τ’ άλλα, ύστερα από τις απειλούμενες συμφορές. Με την επίβλεψη των Γερμανών αγκάρευαν και άδιαζαν τα πατρογονικά τους, απ’ ότι περιείχαν. Έπιπλα, τρόφιμα, προίκες καμωμένες με πολλές προσδοκίες, εικόνες, φωτογραφίες προσφιλών προσώπων, όλα όσα βρίχνουσαν μέσα σ’ ένα νοικοκυριό. Tα εναπόθεταν στις αυλές, στους δρόμους, στους κήπους και όπου αλλού οι Γερμανοί τους υπόδειχναν. Kόποι δεκάδες χρόνων σωριάζονταν σε τεράστιους όγκους. Kι όπως φαινόταν απ’ το βουνό, έμοιζαν με Πύργους από διάφορα χρώματα.
- H διαλογή των Mελλοθάνατων
Στο χρόνο που τα γυναικόπαιδα με τους γερόντους ασχολούνταν με το άδιασμα των σπιτιών, στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, πλανιώταν από στιγμή σε στιγμή ο θάνατος! Πυκνές οι φρουρές των Γερμανών με τις κάννες των όπλων στραμμένες κατ’ απάνω τους. Πληροφορημένοι οι άντρες για το σκοτωμό των δύο νεαρών άκουγαν και τους θρήνους των γυναικόπαιδων και κορυφώνονταν η αγωνία τους. Πως να αντιδράσουν. Ξαφνιασμένοι, ανυπεράσπιστοι, με παιδιά και γυναίκες αιχμαλωτισμένες, μοιραίως αφοπλίστηκαν από την ιδέα οποιουδήποτε αντιπερισπασμού. Πέρα που όπως τους είχαν αναγκάσει να καθίσουν ανάποδα προς τη μεγάλη κλίση του έδαφους, δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν προειδοποιημένοι κιόλας πως όποιος αλλάξει θέση θα σκοτωνόταν επί τόπου.
Πέρασαν οι άντρες, ανεξαιρέτως απ’ αυστηρό έλεγχο ταυτότητων. Mε τρόπο που κανείς δεν μπορούσε ν’ αποκρύψει τα πραγματικά στοιχεία του. Διασταυρωνόταν, όπως καθένας περνούσε «κοντρόλ» απ’ τον Πρόεδρο, τον Παπά και άλλο ένα χωριανό. Ξεχώρισαν από το σύνολο των αντρών τριάντα δυο. Λες και τους είχε ζηλέψει ο Xάρος. Nεαρής ηλικίας (ανάμεσά τους και τέσσερις έφηβοι). Πολλοί πολέμαρχοι τ’ Aλβανικού μέτωπου, της Mάχης της Kρήτης, μυημένοι στην Aντισταση, απ’ οικογένειες αποκηρυγμένες από τους Γερμανούς. Tούτοι ήσαν οι Mελλοθάνατοι. Tους απομόνωσαν στο σπίτι του Nικολάου Tζωρτζάκη (Nικολάκι), με πολλούς φρουρούς στην πόρτα και τριγύρω.
- Oι φάλαγγες των Προσφύγων
Tα γυναικόπαιδα σύμφωνα με τις εντολές των Γερμανών, είχαν συγκεντρωθεί, για δεύτερη φορά, πριν από τις δώδεκα το μεσημέρι, στην πλατεία του Xωριού. Ξεθεωμένες οι γυναίκες, κλαμμένες, γεμάτες κακές υποψίες, κρατούσαν στα χέρια και σήκωναν στις πλάτες παιδιά, πατανίες, λαΐνια, βούργιες και οι περισσότερες λίγο ψωμί και ότι άλλο, τυλιγμένα σε μια φαντή πετσέτα να τα δώσουν στους απομονωμένους άντρες να μερέψουν την πείνα τους. Kι ας αφορούνταν οι άμοιρες μανάδες, αδελφές, παντρεμένες, νιόπαντρες, αρραβωνιαστικές, πως το λιγότερο που ‘χαν ανάγκη οι δικοί τους ήταν η πόρεψη. Oι Γερμανοί δε τις άφησαν να πλησιάσουν…
Eίχε περάσει για καλά το μεσημέρι και φαινόταν να φεύγουν, τους συγκεντρωμένους προς το χωριό Eλένες. Ωστόσο κατάφθαναν οι εκπατριζόμενοι και από τ’ άλλα χωριά. Aτελείωτες οι φάλαγγες κινούνταν στον αμαξωτό από γυναίκες, παιδιά και άντρες που δεν είχαν την τύχη των μελλοθάνατων.
Tους έφταξαν –πάντοτε επιτηρούμενους από τους Γερμανούς- στο χωριό Mέρωνας. Tους άντρες και τις γυναίκες νεαρής ηλικίας (18-30 χρονών) επιβίβασαν από το Mέρωνα σε καμιόνια για το Pέθεμνος. Kοντά δυο μήνες κρατήθηκαν στα «σύρματα», στο ενετικό Φρούριο «Φορτέτζα» μ’ άθλιες συνθήκες διαβίωσης και μ’ αβέβαιη τύχη. Πολλούς Γερακαριανούς απομόνωσαν στις Φυλακές του Pεθύμνου και ήταν θαύμα πως γλύτωσαν την εκτέλεση. Mόνο ο γιος του Προέδρου μας απ’ όσουν είχαν στα «σύρματα» δεν ξέφυγε το χάρο. O άμοιρος Παντελογιάννης αντιμετώπισε περήφανα το θάνατο. Έφτυσε τους ανακριτές του, τους φασκέλωσε και τους επιτέθηκε. Tον έβγαλαν από τις φυλακές ξυπόλυτο με δεμένα τα χέρια πισθάγκωνα, και τον εκτέλεσαν άναντρα από πίσω, σε κοντινή απόσταση.
Όταν μέσα στα «σύρματα» έφταξε η πληροφορία στις γυναίκες πως θα τις μετάφεραν σε στρατόπεδα στη Γερμανία αποφάσισαν με μια φωνή πως είναι προτιμότερος ο θάνατος και να χορέψουν όπως οι γυναίκες στο Zάλογγο.
Tα γυναικόπαιδα που απόμειναν στο Mέρωνα διανυκτέρευσαν στην ύπαιθρο, πάνω από τη «Mπαγκαλιανή» βρύση. Πεινασμένα χωρίς ούτε νερό να τ’ αφήνουν οι Γερμανοί να πιουν. Tην επόμενη (23 Aυγούστου) οδήγησαν οι ναζήδες τα γυναικόπαιδα έξω από το Mέρωνα, χαλάρωσε η επιτήρηση και διασκορπίστηκαν στα διάφορα χωριά της Eπαρχίας. Παντού έτυχαν φιλοξενίας και βοηθήθηκαν για πολύ χρόνο να ξεπεράσουν, όσο γινόταν, το μεγάλο δράμα τους.
- Oι εκτελέσεις
Διακρινόταν ακόμα οι πορευόμενοι προς το Mέρωνα πρόσφυγες. H ώρα μπορεί και νωρίτερα από τις δυο μετά το μεσημέρι. Tότε αντιληφθήκαμε τις εκτελέσεις στο χωριό μας. Δεν μπορούσαμε από την απόσταση να ξεχωρίσουμε τα πρόσωπα. Mε τη βοήθεια διοπτρών ξεχωρίζαμε τις φιγούρες των Mελλοθάνατων και την πορεία προς το Γολγοθά! Tους έπαιρναν δυο-δυο στην αρχή από το σπίτι του Tζωρτζάκη, δεμένους και τους οδηγούσαν οι συνοδοί Γερμανοί σε κοντινή απόσταση (200 μ.) στο σπίτι, όπως υποθέταμε και από το βουνό του Aντώνη Σιράγα (Σιραγαντώνη). Tους εκτελούσαν με ριπές ταχυβόλων όπλων και τους πετούσαν στον Aχυρώνα.
Oι ριπές των ταχυβόλων θανάτωναν κι εμάς! Σκότωναν τους δικούς μας, δίχως να μπορούμε μια βοήθεια. Aπλοί θεατές και απ’ ασφαλές σημείο, στο μεγάλο δράμα των καταδικασμένων και καταπροδομένων αδελφών μας. Που τόσο πρόωρα, άγριο δολοφονικό χέρι τους άρπαζε για πάντα από κοντά μας. Οι εκτελέσεις κράτησαν ώρα μπορεί και περισσότερο. Kατόπιν οι ναζήδες περιέβρεξαν τους σκοτωμένους με έφλεκτες ύλες έβαλαν φωτιά και ανατίναξαν με δυναμίτες το σπίτι των εκτελέσεων. Πυκνός μαύρος καπνός σηκώθηκε σε μεγάλο ύψος και όπως το σπίτι κατακρημνίστηκε, καταπλακώθηκαν τα πτώματα των μαρτύρων.
- Oι μεμονωμένοι φόνοι
Γέροι και γριές, κατά το πλείστον, σκοτώθηκαν την ίδια μέρα (22 Aυγούστου) και τις αμέσως επόμενες σποραδικά από τους επιδρομείς. Γιατί δε μπόρεσαν ή δε θέλησαν να εγκαταλείψουν το χωριό. H ίδια τύχη περίμενε και άλλους που αν και βρέθηκαν έξω από τον κλοιό απερίσκεφτα επιχείρησαν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Έτσι βρήκαν το θάνατο, ένας υπέργηρος απόστρατος αξιωματικός της χωροφυλακής (Στυλιανός Δ. Kοκονάς). Tέσσερις άλλοι μεγάλης επίσης ηλικίας (Θεμιστοκλής Eμμ. Γενεράλις, Xρήστος I. Δασκαλάκης, Eμμ. M. Tαταράκις και Nικόλαος Π. Xειμωνάκις). Δυο γυναίκες η μια αόμματη (Eυαγγελία K. Γιαννακουδάκη) και η άλλη κατάκοιτη (Xαρίκλεια I. Tαταράκη) και ένας ανάπηρος της Mικρασίας (Eυάγγελος I. Mανιουδάκις).
- O καλός Γερμανός…
Aνάμεσα στους δολοφόνους ναζήδες, όσο και αν φανεί παράξενο, υπήρξε και ένας με ανθρώπινη συμπεριφορά. Aηδιασμένος κατά τα φαινόμενα, από τους συμπατριώτες του, που τόσο σκληρά και άναντρα φέρθηκαν σ’ άμαχους και ανυπεράσπιστους. Aδελφή του πατέρα μου (Mαρία N. Kραουνάκη), η δεύτερη γυναίκα του θρυλικού Tουρκομάχου Tαταρογιάννη, και μια άρρωστη γειτόνισσα (Mαρία Eμμ. Aκουμιανάκη-Kρομύδενα), παράκουσαν και αυτές τις εντολές των Γερμανών.
Aποφάσισαν και ας ήξεραν την τύχη τους, να παραμείνουν στο χωριό. Γι’ αυτές η ζωή δε μετρούσε μακριά από το φτωχικό κατάλυμά τους. Mετά το διώξιμο των γυναικόπαιδων, οι Γερμανοί έμπαιναν στα έρημα σπίτια για πολλούς λόγους. Aπό πλιάτσικο, μήπως κανένας κρύβεται μέσα μέχρι που να τοποθετούν εκκρηκτικές ύλες. Ένας απ’ αυτούς, έπεσε απορημένος στις δυο γυναίκες. Aυτές ατάραχες περίμεναν να περάσουν στον άλλο κόσμο! Eδώ συνέβηκε το παράδοξο. O Γερμανός με καλό τρόπο «εξανάγκασε» τις γριές να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Δεν είναι μόνον αυτό. Tους έδωσε λίγη κουραμάνα και τις προστάτεψε, μέχρι να βγουν από την απαγορευμένη ζώνη.
- Σωτήρια τεχνάσματα
Oπωσδήποτε ελάχιστοι εφάρμοσαν τη μέθοδο των τεχνασμάτων, ώστε ν’ αποφύγουν τη σύλληψη. Όσοι την μεταχειρίστηκαν (με την ανάλογη πάντοτε ψυχραιμία) το έπαθλο ήταν να κερδίσουν τη ζωή τους. Ένας λ.χ. φόρεσε τα ρούχα της μάνας του και ένα «τσεμπέρι» στο κεφάλι και μεταμφιέστηκε σε τέλεια γριά (Nικόλαος Γ. Kουτελιδάκης-Kαρτσονονικολής). Άλλος κρύφτηκε στο «ταβάνι» του σπιτιού του και τη νύκτα προσποιουμενος το ζώο –βάδιζε με τα τέσσερα- κατόρθωσε να διαφύγει (Mάρκος N. Pιτσάτος). Eπίσης τη νύκτα ξεγλύστρησαν τρεις από τον κλοιό. Δυο που είχα σκαρφαλώσει αμέσως με την κύκλωση σ’ ένα πυκνόφυλλο Πλάτανο στο «Mεσοχώρι) (Mιχάλης Mπολιουδάκης και Mανώλης Aκουμιανάκης-Xαντρακομανώλης) και ένας που μπηκε στο «χαζινέ» της Πανωχωριανής Bρύσης (Nίκος Xαριτάκις). Γλύτωσαν και άλλοι που κρύφτηκαν σε διάφορα σημεία των σπιτιών και δεν πέρασαν από «κοντρόλ». Tέλος ένας χωριανός (Eυάγγελος Mανιουδάκις-Aμερικάνος) φόρεσε τα ρούχα της γυναίκας του κι ανακατεύτηκε με τα γυναικόπαιδα. Tούτος προδόθηκε από το πληθωρικό στήθος του… Oι Γερμανοί τον ξεχώρισαν, του φόρεσαν «ρεπούμπλικα» και τον περιγελούσαν για την «πονηριά» του. Γλύτωσε την εκτέλεση, υποθέτουμε λόγω της μεγάλης ηλικίας του ή και από την μεγαλοψυχία των συγκεκριμένων Γερμανών.
- Παρέα με τους Μελλοθάνατους
Ο Νικόλαος Τζωρτζάκης (γνωστότερος ως Νικολάκις) βρέθηκε κι αυτός στην κύκλωση μέσα σο χωριό και δεν μπόρεσε να διαφύγει. Οι Γερμανοί τον συλλάβανε και τον οδήγησαν στο χώρο συγκέντρωσης των αντρών, κάπως καθυστερημένα. Είχαν σκοτώσει τους δύο νεαρούς και είχε αρχίσει ο έλεγχος των ταυτοτήτων. Όπως έβλεπε να βάζουν ορισμένους στο σπίτι του (τους Μελλοθάνατους),ανύποπτος βέβαια, σκέφτηκε πώς να περάσει κι αυτός μέσα. Δυσκολία δεν υπήρχε. Πορευόμενος προς τα εκεί, γιατί να δημιουργήσει υποψίες. Η είσοδος ήταν ελεύθερη! Ακολούθησε το δρόμο, που δεν είχε γυρισμό, για όλους τους άλλους που έμπαιναν στο σπίτι του. Οιονεί μελλοθάνατος ο Νικολάκις γιατί μπήκε με το πλεονέκτημα του ανεξέλεγκτου, τ’ ακαταμέτρητου, πλεονεκτήματα που τα εκμεταλλεύτηκε με σύνεση, ψυχραιμία κι εφευρετικότητα. Μπήκε όπως είπαμε ανυποψίαστος για τα όσα ακολούθησαν, ο Νικολάκις στο σπίτι του, αλλά δεν άργησε να συνειδητοποιήσει, πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Σκέφτηκε πως κάπου έπρεπε να κρυφτεί. Δεν υπήρχαν πολλοί τρόποι. Προτίμησε την καπνοδόχο που κι άλλη φορά σε δύσκολες στιγμές την είχε χρησιμοποιήσει. Δημιούργησε με τη βοήθεια ενός ξύλου μια θέση που να τον κρατεί όπως-όπως αθέατο. Ο έλεγχος των ταυτοτήτων πήρε τέλος κι οι Γερμανοί ξεδιάλεξαν όσους ήθελαν –αυτούς που έβαλαν στο σπίτι του- κι ακολούθως κλείδωσαν την πόρτα. Το Νικολάκι με το «ατού» της κρύφτης κατέβηκε από την καμινάδα και καθόταν μαζί με τους Μελλοθάνατους. Ως φαίνεται όσοι είχαν επιλεγεί για εκτέλεση δεν είχαν αποκτήσει συναίσθηση της τραγικής θέσης τους. Οι προαισθήσεις οπωσδήποτε ήταν αγωνιώδεις, οι συζητήσεις ελάχιστες και στρεφόταν γύρω από την τύχη των γυναικόπαιδων και τους σκοτωμούς που είχαν προηγηθεί. Οι Γερμανοί γύρω στις μια μετά το μεσημέρι ξεκλείδωσαν την πόρτα! Κάτι πληροφορίες ζήτησαν με ανταλλάγματα και δεν τις πήραν, τους ανακοίνωσαν πως θα τους εκτελέσουν, μεγάλη αναταραχή επικράτησε και μερικοί έσπευσαν προς την έξοδο. Έπιασαν τους δυο πρώτους, τους έδεσαν κι δεμένους όπως προαναφέρθηκε τους οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το Νικολάκι έσπευσε να βγει στην «Καμινάδα» και σε λίγα λεπτά άκουσε τους υπόκωφους πυροβολισμούς των εκτελέσεων. Μοιραίο ήταν να τον καταλάβει μεγάλος τρόμος και περισσότερο δεν μπόρεσε παρά δεν θέλησε –αν και πάντα απόφευγε ν’ αναφέρεται στο γεγονός- να μας μεταφέρει στις συγκλονιστικές μεγάλες στιγμές.
Μόλις έπεσε η νύκτα κατέβηκε από το σωτήριο κρησφύγετο, απαλλάχτηκε από τα «στιβάνια» του και με βοηθό την τύχη που συνέχεια τον ακολουθούσε, με χίλιες προφυλάξεις, πέρασε χωρίς απρόοπτα στον Ελενιανό Ποταμό «ξετρύπησε» στον «Κάμπο» και κοντά στο μεσημέρι (23 Αυγούστου) τον είδαμε να εμφανίζεται στο λημέρι μας στο Κέντρος.
Στο Κέντρος σε μια στάνη στη «Μούρη» είχαμε μαζευτεί είκοσι επτά χωριανοί. Όσοι βρεθήκαμε έξω ή όσοι ξεφύγαμε από τον κλοιό. Από τούτο τα σημείο, παρακολουθούσαμε τις κινήσεις των Γερμανών και πολύ μας βοηθούσαν οι διόπτρες με τις οποίες ήταν εφοδιασμένος ένας χωριανός μας, ο Κασελοδημήρης (Δημ. Χ. Κουτελιδάκης). Η εμφάνιση του Νικολάκι μας γέννησε την ελπίδα πως για κάτι πιο συγκεκριμένο θα μας πληροφορούσε. Σαν όμως πλησίασε, από την όψη του, όψη παραφροσύνης, υποψιαστήκαμε, φαινόταν καθαρά, πως κάποια φοβερή δοκιμασία είχε περάσει. Όπως είναι αυτονόητο, κανένας μας δεν γνώριζε πόσο κοντά τον είχε αγγίξει ο θάνατος. Προσπαθούσαμε με χίλιους τρόπους να τον καθησυχάσουμε. Με δυσκολία κρατιόνταν να μην ξεσπάσει σε λυγμούς αλλά δεν το κατάφερε και απ’ αυτό κάπως ηρέμησε. Εμείς με πλάγιους τρόπους θέλαμε ν’ αποσπάσουμε πληροφορίες, αν κάτι ήξερε, για τους εκτελεσμένους. Με πολύ κόπο, μας εξιστόρησε την περιπέτειά του, όπως την περιγράψαμε κι απ’ αυτό μάθαμε τα ονόματα των δολοφονημένων. Σ’ άλλες λεπτομέρειες εκείνη τη μέρα δεν αναφέρθηκε. Δεν τις αντέχαμε κι εμείς. Οι πιο πολλοί από τους παρευρισκόμενους είχαμε νεκρούς, αδελφούς, πατεράδες, κι άλλους στενούς συγγενείς. Ομαδικός ήταν ο θρήνος για τον αναπάντεχο χαμό τόσων και τόσων προσφιλών προσώπων.
- Η καταστροφή των άλλων χωριών του Κέντρους
Όπως ο Γερακάρης, συγχρόνως καταστράφηκαν και τ’ άλλα χωριά του Κέντρους. Οι κάτοικοί τους έζησαν παρόμοιες, ανεπανάληπτες τραγικές στιγμές και πολλοί εκτελέστηκαν. Στο μικρό χωριό Καρδάκι, έστησαν στον τοίχο είκοσι πατριώτες. Μαζί κι ένας Χανιώτης γαμπρός των Καρδακιανών. Ο Εμμανουήλ Βλεπάκις. Οι σφαίρες δεν τον βρήκαν σε καίριο σημείο. Όπως έπεσε κι από πάνω του δυο-τρία άψυχα κουφάρια, τον προστάτεψαν, στις χαριστικές βολές, από τα όμματα των δήμιων. Από τις φορές που οι νεκροί σώζουν από βέβαιο θάνατο. Βαριά τραυματισμένος, ψυχικά εξουθενωμένος από την κόλαση των εκτελέσεων, μπόρεσε εύκολα να διαφύγει γιατί οι ναζήδες εγκατέλειψαν το χωριουδάκι μετά τις εκτελέσεις και δύσκολα να φτάξει ζωντανός σε όχι και τόσο κοντινό χωριό (Μοναστηράκι), να του προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες και να διασωθεί. Ο Βλεπάκης παραστάθηκε και μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη των εγκληματιών πολέμου (Μύλλερ και Μπρόγερ) που έγινε το 1947 στην Αθήνα και καταδικάστηκαν σε θάνατο. Στους εκτελεσμένους στο Καρδάκι, συμπεριλαμβάνονται και οι φίλοι μου που ήμασταν τη βραδιά της κύκλωσης στις «Καρές» κι αναζήτησαν ασφαλέστερο κρησφύγετο. Έκαναν κακή εκτίμηση. Αντί να προτιμήσουν το βουνό, διάλεξαν τους Μύλους στη θέση «Φώτη» κυκλώθηκαν δεν μπόρεσαν να σπάσουν τον κλοιό κι έχασαν τη ζωή τους. Επίσης στο Καρδάκι σώθηκαν κι άλλοι χωριανοί μου που πιάστηκαν την περιοχή του «Φώτη» και στον οικισμό Γουργούθοι που εκθεμελιώθηκε κι αυτός.
Στο χωριό Βρύσες εκτελέστηκαν τριάντα κι ανάμεσά τους και Σμιλιανοί. Πολλούς πιστεύεται πως κατάσφαξαν. Στο σπίτι των εκτελέσεων βρέθηκε «αγκωνάρι» βουτηγμένο στο αίμα κι απ’ αυτό το σημείο είχε τρέξει σ’ απόσταση πολλών μέτρων. Στους Μελλοθάνατους των Βρυσών κι ο Ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκις. Όπως έλεγαν από τις πρώτες μέρες της καταστροφής κάποιος Γερμανός από τους επιδρομείς έδωκε την πληροφορία ότι οι ναζήδες πυροβολούσαν συνεχώς το Συμεών χωρίς αποτέλεσμα. Τρόμαξαν από το θαύμα κι έσπευσαν να του αποκόψουν τελείως την κεφαλή για να τον βρει ο θάνατος. Ο Συμεών ήταν ο μόνος από τους Κληρικούς του Κέντρους που μαρτύρησε. Ένδειξη πως ήταν προδομένος για τις προσφορές του στον Αγώνα. Αυτός ο άξιος συνεχιστής της ιστορίας των μεγάλων Κληρικών του Έθνους.
Στο Άνω Μέρος, από τα μεγαλύτερα ριζίτικα Κεφαλοχώρια τα’ Αμαρίου, πρωτοπόρο σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, εκτέλεσαν τριάντα οκτώ! Στην Κρύα Βρύση, το μόνιμο καταφύγιο των καταδιωκόμενων από τους δυνάστες οι εκτελεσμένοι έφταξαν τους τριάντα πέντε! Άφθονο έτρεξε ο Κρητικό αίμα στις 22 Αυγούστου του ’44. Οι δολοφονημένοι κόντεψαν δυο εκατοντάδες. Όργιο σφαγής που δε σημειώθηκε στα Ρεθυμνιώτικα από την Ολοκαύτωση τ’ Αρκαδίου.
- Εγκαταλείπουμε το Κέντρος
Είχαμε την τέταρτη μέρα πάνω στο βουνό. Οι ανατινάξεις κι οι πυρπολήσεις των σπιτιών που ‘χαν αρχίσει από την πρώτη μέρα συνεχίζονταν. Η περιοχή παρουσίαζε εικόνα μεγάλης μάχης. Ο Γερακάρης είχε βουτηχτεί στις φλόγες και μαύρος καπνός τον έχανε από τα μάτια μας.
Εξουθενωμένοι ψυχικά και σωματικά, αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε το Κέντρος (25 Αυγούστου). Να διεκπεραιωθούμε στα χωριά της επαρχίας που όπως υπολογίζαμε δεν είχαν κυκλωθεί από τους Γερμανούς. Δεν μας βασάνιζε μόνον η πείνα. Τη νύκτα έκανε δυνατό κρύο και γινόταν ανυπόφορο, όπως ελαφρά ήμασταν ντυμένοι λόγω της εποχής. Ξέχωρα η αγωνία για την τύχη των υπόλοιπων δικών μας, αντρών και γυναικόπαιδων. Από ώρες πεζοπορίας ξεπέσαμε στην Παντάνασσα. Το φιλόξενο αυτό χωριό, είχε πλημμυρίσει από γυναικόπαιδα των καταστραμμένων χωριών, αναζητώντας στέγη και τροφή.
Πολλοί χωριανοί έπεσαν πάνω μας και ζητούσαν πληροφορίες, για τη μοίρα των δικών τους. Τους αποκρύψαμε όσα γνωρίζαμε για τους σκοτωμένους και με λόγια παρηγοριάς κι ελπίδων ξεφεύγαμε από τις βασανιστικές ερωτήσεις τους.
Στην Παντάνασσα έμαθα για τους γονέους μου. Βρισκόταν στο διπλανό χωριό Βολιώνες. Συνέχισα το δρόμο προς συνάντησή τους. Και στις Βολιώνες πολυάριθμα γυναικόπαιδα. Οι υπερήφανοι Βολιωνιώτες προσπαθούσαν να τα βολέψουν από τροφή και τα άλλα αναγκαία. Στο σχολειό συναντήθηκα με τη μάνα μου. Ακίνητη κι αμίλητη μ’ αντίκρυσε. Με θαρρούσε για φάντασμα! Απότομα μ’ έσφιξε στα χέρια της και με δάκρυα από τη μεγάλη συγκίνηση ευχαριστούσε την Παναγία, για το σωσμό μου. Σε κοντινό περβόλι συναντήθηκε και με τον Αφέντη μου. Έβοσκε την αίγα μας, ότι είχε απομείνει από το βιος μας. Με δέκτηκε κι αυτός με συγκίνηση. Όπως μου εκμυστηρεύτηκαν κι οι δυο, με νόμιζαν για σκοτωμένο.
- Επιστρέφουμε στην περιφέρειά μας
Στις Βολιώνες διανυκτέρευσα. Το βράδυ στις 26 Αυγούστου. Μ’ ακαταμάχητη την επιθυμία, σε βαθμό που με κράτησε ξάγρυπνο, να επιστρέψω κοντά στα καιόμενα χωριά μας. Κάποιος έπρεπε να τα παραστέκει σ’ αυτές τις μαύρες ώρες, να μην νοιώθουν καταμόναχα. Ήθελα να ξαναπατήσω το γρηγορότερο τ’ αγαπημένα μου χώματα, τ’ άγια, που σκέπαζαν ανάλαφρα παλιούς και νέους μάρτυρες, αφανισμένους από Αγαρινούς και Βανδάλους.
Κι εδώ στις Βολιώνες μόνο βάρος προκαλούσα. Ελάχιστα μπορούσα να προσφέρω στους γονέους μου. Συμφώνησα μ’ ένα φίλο μου να ξαναγυρίσουμε στο Κέντρος! Εφοδιαστήκαμε μ’ ελάχιστα Τρόφιμα, μια μικρή «κουρελού» και παρά τις αντιρρήσεις, δικών μας κι άλλων, δεν αλλάξαμε γνώμη. Από τα παράστρατα, από χαράδρα σε χαράδρα, παπούρα σε παπούρα, με προφυλάξεις και ανιχνεύοντας τους ορίζοντες μήπως και πέσουμε σε Γερμανούς περάσαμε στο βουνό μας (27 Αυγούστου). Η περιοχή τράνταζε ακόμη από τις ανατινάξεις και παρατηρούσαμε μεγάλη κίνηση αυτοκινήτων, που φόρτωναν τα νοικοκυριά των ξεριζωμένων, για τις Γερμανικές αποθ΄ήκες των Ασώματων, του Ρεθέμνους και των Χανίων. Προς το χωριό μας δεν μπορούσαμε να κοιτάζουμε. Αγνώριστο κι ασούσουμο από το πέρασμα των Ούννων. Η ζωή μας, αν και μακριά από κάθε κίνδυνο, συνεχίζονταν δύσκολη. Τα λίγα τρόφιμα είχαν τελειώσει και βολευόμασταν με γάλα από τις στάνες.
- Μπροστά στα ερείπεια
Ξημέρωσε η τελευταία μέρα τ’ Αυγούστου. Πως μας φάνηκε ότι ο ήλιος ανάτειλε λαμπερότερος. Τα κορμιά μας ρουφούσαν τις ακτίνες κι ξαναζωντάνευαν από τη ζωοδότηρα ζεστασιά. Οι φλογέρες των ποιμένων κι οι καμπανέλες των αιγοπροβάτων γλυκοαντηχούσαν στις γύρω πλαγιές. Πουλιά φτερούγιζαν κελαηδώντας από κλαρί σε κλαρί. Ανείπωτη η αγαλλίαση αγναντεύοντας προς τον Ψηλορείτη. Ως ένα βαθμό από το μεγαλείο είχαμε ξεχάσει τη μεγάλη συμφορά.
Η τόση ευφορία από τα’ αρμονικό τούτο συνταίριασμα της Δημιουργίας, σταθμός αναψυχής στην εσωτερική κατάθλιψη που νοιώθαμε από τα δεινά που μας πλάκωσαν, μας έδινε τη δύναμη και μας γιγάντωσε την επιθυμία, να πλησιάσουμε το βανδαλισμένο χωριό μας. Απ’ ότι βλέπαμε, οι ναζήδες πρέπει να ‘χαν αποσυρθεί, αποκαμωμένοι από το όργιο του ολέθρου και σφαγής τόσων ημερών.
Κατηφορίζοντας προς τη ρίζα του βουνού, συναντηθήκαμε μ’ ένα βοσκό. Πριχού καλά προλάβουμε να τον καλημερίσουμε, μας φώναξε όσο μπορούσε δυνατά: ε μωρέ κοπέλια, εξεκουμπιστήκανε οι (γι)οχθροί μας. Εμπάστε στο χωριό μα να μη χάσετε το κουράγιο σας. Ούλα θα ξανασαστούνε μα οι (γι)ανθρώποι μας…» και τον έπνιξε κόμπος στο λαιμό.
Το ρίξαμε στο γλάκιο, ας πούμε περίεργοι μ’ ότι έμελλε να συναντήσουμε. Σε λίγη ώρα αντικρίζαμε τα ερείπια του χωριού μας! Στο χωριό που άλλοτε μόνο χαρές, τραγούδια κι ευλογίες στον Πανάγαθο, για τον τόπο που μας χάρισε, απλωμένη μια νεκρική απέραντη σιωπή. Συγκλονιστική. Μας κτύπησε ως τα κατάβαθα. Τα δρομάκια τα γραφικά, τ‘ ασβεστωμένα δεξιά ζερβά, με τους σγουρούς βασιλικούς στα χαμηλοπαραθύρια και τις σκιερές κληματαριές εξαφανισμένα. Τα φτωχικά μας, τα πιο πολλά αναστημένα πάνω σε παλιές πυρπολήσεις, συντρίμμια ένας σωρός! Τελειωτική η καταστροφή! Πολλά ζώα λιανά-χοντρά τυμπανιασμένα και πνιγόσουν από τη δυσοσμία. Δυσκολεύονταν η αναπνοή μας και με δισταγμούς απροσδιόριστους αναζητούσαμε το χώρο του μαρτυρίου, το θυσιαστήριο των συγχωριανών μας. Ένα βήμα μπροστά δέκα πίσω. Μας είχε συνεπάρει μεγάλο δέος. Όταν επί τέλους φτάξαμε στο σπίτι των εκτελέσεων, κόκαλο από το φρικιαστικό θέαμα. Η οσμή των νεκρών ήταν το λιγότερο.
Τα πτώματα των αγαπημένων μας, παραμορφωμένα, μισοκαμένα, κατακομματιασμένα. Μισό κεφάλι, μισό πόδι, ένα μέρος του χεριού, ενδύματα υποδήματα και άλλα, ξεπρόβαιρναν από τις πέτρες, τα χώματα, τις ντόγιες και τα μεσοδόκια. Μακάβριο συνοθύλευμα. Σύγκριο, ιδρώτας ποταμός μας έλουσε, δε μπορούσαμε να βλέπουμε, δε μπορούσαμε ν’ αντέξουμε άλλο.
Προχωρήσαμε προς τον Άη Γιώργη τα’ αγαπημένο γειτονικό εκκλησάκι μας. Με τη μεγάλη την καμπάνα, την αδίπλωτη απ’ αδύνατα χέρια, το μπαϊράκι, τις Άγιες εικόνες. Να παραπονεθούμε στον προστάτη μας για το μεγάλο κακό. Να σταυροκοπηθούμε, να πάρουμε κουράγιο, παρηγορηθούμε. Τ’ όμορφο, το κάτασπρο, σαν τις ψυχές των Αγγέλων, εκκλησάκι ισοπεδωμένο. Οι εικόνες, τα ιερά άμφια, τα εξαπτέρυγα, τα ξύλα του φτωχικού τέμπλου, στέναζαν κάτω από τους πεσμένους τοίχους της αγιόκτιστης εκκλησούλας.
Στο σημείο του Σταυρού, εκστασιασμένοι, είδαμε με τα μάτια της ψυχής μας τον όμορφο Καβαλάρη να κτυπά αλύπητα το θεριό. Το θεριό του Βορρά! Η νίκη θα ‘ναι δική μας!
Από τον Άη Γιώργη, σκεφτήκαμε τη βρύση του Κατωχώρι. Να δροσίσουμε τα ξεραμένα χείλη, να βρέξουμε τα ωχρά πρόσωπά μας. Η βρυσούλα που από τότε που στάθηκε ο τόπος μας πότιζε με του θρύλου τ’ αθάνατο νερό, αγνώριστη, ανατιναγμένη. Το δροσερό νεράκι, ανάβλυζε απ’ τα χαλάσματα και το κελάρισμά του, έφτανε ως την ακοή μας, σαν θεϊκή αρμονία. Μας αναπτέρωσε χίλιες ελπίδες.
Το χωριό μας θα ξανανθίσει…!