«΄Αφτιαχτο κι αστόλιστο του χάρου δε σε δίνω, την όψη σου να πλύνω.
Το στερνό το χτένισμα με τα χρυσά τα χτένια, πάρ’ τα απ’ τη μανούλα σου
μαλάκια μεταξένια.
Μήπως του χάροντα, καθώς θα σε κοιτάξει, του φανείς αχάιδευτο και σε
παραπετάξει. Στο ταξίδι που σε πάει Μαύρος Καβαλάρης, κοίταξε απ’ το χέρι
του, τίποτα να μην πάρεις.
Κι αν διψάσεις, μην το πιείς, από τον κάτω κόσμο το νερό της λησμονιάς,
φτωχό κομμένο δυόσμο.
Μην πιείς κι ολότελα , κι αιώνια ξεχάσεις, βάλε σημάδια σου το δρόμο να μη
χάσεις.
Κι όπως είσαι ανάλαφρο, μικρό σα χελιδόνι, κοίταξε και γέλασε της νύχτα το
σουλτάνο και γλίστρησε σιγά- κρυφά και πέταξε δω πάνω.
Και στο σπίτι σας, άμοιρο γυρνώντας ακριβό μας, γίνε ακροφύσημα γλύκανε
τον καημό μας.»
Ποια άλλα λόγια –ποιο κατάλληλα – από αυτά που μοιρολόγησε ο Παλαμάς το
μονάκριβό του, θα μπορούσα να βρω να σου ταιριάζουν για να σ’ αποχαιρετήσω
άμοιρή μου παιδούλα.
Ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω – μικρό αγγελούδι- για να
σκιαγραφήσω την εκφραστική ομορφιά σου, την αθώα παιδική ψυχή σου το
μυροβόλημα σου στο σπίτι σας, τον καημό και την οδύνη των άτυχων γονιών σου.
Δεν έχω τη δύναμη, δυστυχισμένοι γονείς – φίλοι της καρδιάς μου- να μοιρολογήσω
τον πόνο σας, τη γοερή απόγνωσή σας, το μαρμάρωμα του σπαραγμού που σας
έφερε η τραγική μοίρα.
Δεν μπορώ – τόσο που σας νοιώθω αυτήν την ώρα – πατέρα κι εγώ – να σας
απευθύνω δύο λόγια παρηγοριάς που χρειάζεστε.
Μοναδικό βάλσαμο ας είναι η διαβεβαίωση πως το δικό σας μεγάλο πόνο
νοιώθουμε όλοι εμείς οι φίλοι που’ χουν δημιουργήσει η ανθρωπιά οι αρετές και η
καλοσύνη σας.
Κρατώ όσο μπορώ τα δάκρυα της προσωπικής λύπης που δοκιμάζω από τη
φοβερή δοκιμασίας σας και επικαλούμαι τη φιλοσόφηση του θανάτου σαν λυτρωμού,
για να σας την προσφέρω ποτήρι παρηγοριάς, στη μεγάλη πληγή που σας άνοιξε ο
πρόωρος χαμός του σπλάχνου σας.
ΕΠΙΚΗΔΕΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΑΛΚΙΑΔΑΚΗ Εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα (15/11/1966)