• Έπαιζε κορώνα γράμματα τη ζωή του για το παράνομο ραδιόφωνο
|
07/04/2016 της Εύας Λαδιά
Τα καφενεία ήταν ανέκαθεν ο τόπος που έπαλε η κοινωνική ζωή κάθε χωριού. Εκείνα τα χρόνια μάλιστα, πριν από τον πόλεμο, κάποια από αυτά έγραψαν τη δική τους ιστορία. Ένα από αυτά ήταν και του Γιώργη Μαυροτσουπάκη στην Κρύα Βρύση, που ξεκίνησε την πορεία του στο χρόνο το 1935. Εκεί το 1939 εγκατέστησε και ραδιόφωνο, που διατήρησε και κατά την Κατοχή μέχρι την καταστροφή του χωριού τον Αύγουστο του 1944.
Να διαθέτεις ραδιόφωνο εκείνη τη σκοτεινή εποχή ήταν, όπως επισημαίνει και ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης στην εμπεριστατωμένη αναφορά του στο χωριό, και μια σημαντική μορφή αντίστασης.
Ήταν η σωστή διαφώτιση του λαού, που καθώς ζούσε απομονωμένος από το ραδιόφωνο (άκουε ελεύθερα μόνο όσα διατυμπάνιζε μέρα νύχτα όσα εξυπηρετούσαν τους τυράννους) περίμενε σαν το «μάνα εξ ουρανού» ένα δελτίο από τα «παράνομα» ραδιόφωνα που παράτολμοι πατριώτες συντηρούσαν με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους.
Σε όλο το διάστημα της κατοχής το ραδιόφωνο αυτό έδιδε κουράγιο στους πατριώτες και τους θύμιζε πως το ξημέρωμα της λευτεριάς δεν αργεί.
Περισσότερο από τρία χρόνια λειτουργούσε το «παράνομο» ραδιόφωνο. Όλοι το ήξεραν. Κανένας δεν το πρόδωσε.
Αυθεντική μαρτυρία
Για το παράνομο αυτό ραδιόφωνο μας είχε μιλήσει ο γιος του Γιώργου, Μανόλης Μαυροτσουπάκης το 2003, αναφέροντας με κάθε λεπτομέρεια στοιχεία για ένα τόσο σημαντικό κεφάλαιο της σύγχρονης ιστορίας.
Μας είχε πει σχετικά:
«Το ραδιόφωνο το είχαμε αγοράσει τον προηγούμενο χρόνο, το ’39, από κάποιο Τσαγκαράκη Ιωάννη ο οποίος διατηρούσε κατάστημα στον Πρινέ. Κόστισε 15.000 τότε δραχμές και 2.500 δραχμές έκανε η μπαταρία.
Αλλά μετά ήρθε η Κατοχή το ’41 και οι Γερμανοί ειδοποιήσανε να παραδοθούν όλα. Ραδιόφωνα και κάθε άλλο μέσον επικοινωνίας.
Ήταν τότε στις Μέλαμπες σταθμάρχης ο νωματάρχης Σκαράκης, ένας καλός πατριώτης. Βρήκε τον πατέρα μου και του ζήτησε να ακούνε τα νέα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Ο γέρος μου δέχτηκε πρόθυμα. Αλλά, για να παραπλανήσει το χωριό, έβαλε το ραδιόφωνο σε μια βούργια και προφασίστηκε ότι πηγαίνει να το παραδώσει στον σταθμό Μελάμπων. Βρήκε όμως την ευκαιρία και το άφησε σ’ ένα χωράφι στον Πρίνο, σε μια σκιά από κάτω. Μετά το πήραμε, το φέραμε σπίτι για πέντε ημέρες και αμέσως μετά το μεταφέραμε για καμιά δεκαριά μέρες στο νεκροταφείο, στο χωνευτήριο».
Κι άλλες λεπτομέρειες
Πόσα άτομα χρειάζονταν για τη μεταφορά;
Τουλάχιστον τέσσερα. Και να μπορούνε. Γιατί ήτονε υγράς μπαταρίας, δύο μπαταρίες, το ραδιόφωνο και το μπαούλο. Αργότερα το μεταφέραμε στου Κούμου το Λάκκο, όπου το αφήσαμε, πάντα σε χρήση βέβαια, για δύο χρόνια.
Κάθε πρωί τέσσερα άτομα, πηγαίνανε ν’ ακούσουνε τις ειδήσεις».
Συνέβη κάποιο χαριτωμένο περιστατικό;
«Ναι. Είχαμε ξεκινήσει μια μέρα εγώ, ο πατέρας μου, ο Πετρακάκης ο δικηγόρος και ο Στρατής ο Δουκάκης. Εγώ ‘μουνα βέβαια πιτσιρικάς, έτρεχα μπροστά και μόλις έφθασα κοντά στο ραδιόφωνο βλέπω δύο με γερμανικά φεσάκια και καθότανε στη σπηλιά, ακουμπισμένοι στον ξερότοιχο. Εγώ βέβαια βλέπω τα Γερμανικά καπέλα και νόμισα ότι βρήκαν το ράδιο οι Γερμανοί. Μετά από μερικές στιγμές αφάνταστης αγωνίας διαπιστώσαμε ότι ήταν οι δύο Μελαμπιανοί, ο Γιώργης Τσιράκης που σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί και ο Μπεργαδής ο Μαθιός. Οι πιο μεγάλοι βέβαια τους μάλωσαν για την τρομάρα που μας έδωσαν.
Ας είναι. Το ραδιόφωνο λειτουργούσε εκεί καθημερινά. Από ‘κει το πήγαμε στσοι Βωλάκους. Τότε προδόθηκε το ραδιόφωνο και ήρθανε στο σπίτι και κάμανε έρευνα οι Γερμανοί.
Θυμάμαι κιόλας η μάνα μου είχε μια ραπτομηχανή singer, χειροκίνητη με καπάκι. Όντε το ‘δανε μέσα σ’ ένα ντουλάπι, νομίσανε ότι ήτο ραδιόφωνο. Αλλά το ραδιόφωνο βέβαια δεν ήτανε. Μια και έχε προδοθεί όμως το πήγαμε στο Κακό Κεφάλι. Εκεί ήταν μια τρύπα που δεν το ‘βρισκε ούτε ο Θεός. Ήτονε μια τρύπα που κατέβαινε μέσα στο βάθος. Μετά προχωρούσε τουλάχιστον δέκα μέτρα βάθος κι ένα μέτρο πλάτος.
Εκεί για να καθίσεις μια ώρα, θα έχεις παγώσει. Το μεταφέραμε τέσσερα άτομα. Ο Γιώργης ο Ροδαμνάκης, ο Χαράλαμπος Πελαντάκης, (Σομαράς) και ο Μανόλης ο Κανακάκης που τον σκότωσαν ύστερα οι Γερμανοί ‘κει πάνω στο Ριζόπλακο.
Σ’ αυτή την τρύπα κάθισε το ραδιόφωνο χωρίς να λειτουργήσει, γιατί ποιος θα πήγαινε ν’ ακούσει ειδήσεις με τέτοιες συνθήκες. Γι’ αυτό το μεταφέραμε στη Δάφνη, στο ρυάκι μέσα.
Η Δάφνη, ήταν ένα μέρος στο Ρυάκι. Ένας βράχος σαν παραπέτασμα προστάτευε το ραδιόφωνο. Εκεί έμεινε, αλλά μια μέρα, πρωτοβρόχια τώρα, αρχινά μια μπόρα, κατεβαίνει το ρυάκι πλημμύρα. Εγώ μόλις το ‘δα, την ώρα βέβαια της βροχής, δεν μπορούσα να πάω. Εγώ νόμιζα ότι δε θα βρω ούτε μπαούλο, ούτε ράδιο, ούτε τίποτα. Κι όμως δεν το ‘χενε ταράξει. Ανοίγω το μπαούλο, με το κλειδί, σταλιά το νερό δεν είχε μπει μέσα. Αλλά το μπαούλο το ‘χε φέρει ο πατέρας μου από την Αμερική, οπότε ήτονε καλής κατασκευής. Από ‘κει το φέραμε στ’ Ανηφόρα το Σπηλιό, όπου κι έμεινε μέχρι τη μέρα της καταστροφής».
Τα νέα πως τα παίρνατε και τα πηγαίνατε;
Όσοι πηγαίναμε εκεί, κρατούσαμε σημειώσεις και μετά μόλις γυρίζαμε γράφαμε περίληψη στο χαρτί που ως δελτίο πήγαινε παντού».
Πηγαίνατε τη νύχτα;
-Τη νύχτα βέβαια τη νύχτα. Αν είχαμε κανένα κλεφτοφάναρο και δεν υπήρχε περίπτωση να πέσουμε σε Γερμανό φωτίζαμε κάπως το δρόμο. Αλλά όταν ήταν εδώ οι Γερμανοί ούτε κλεφτοφάναρο μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε.
Παρά λίγο τραγωδία
Ένα βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς ’43 με ’44. Πήγαμε με το Βελουδάκη το Στρατή στου Ανηφόρα τη Σπηλιά. Μεγάλο παλικάρι, ο Στρατής. Αυτός ήταν ταχτικός μάλιστα Αντάρτης. Πηγαίναμε λοιπόν με το μακαρίτη το Στρατή, αλλά η κακή ώρα το κάνει και δεν ακούσαμε την πρώτη εκπομπή στις 8 η ώρα που μετέδιδε το Λονδίνο. Μείναμε λοιπόν μέχρι δέκα και τέταρτο. Ψιλόβρεχε, σκοτάδι που δεν έβλεπες ούτε το δάκτυλό σου μπροστά. Την ώρα που κατεβαίναμε εδώ πού ‘χενε τσι μέλισσες η Ελπινίκη, ήτανε ένας γκρεμός, μα ίντα να σου πω. Δέκα μέτρα βάθος. Την ώρα ακριβώς που ‘χα κάνει έτσι το πόδι μου να κατρακυλήσω, είχα ένα από αυτά τα τσακμάκια που δουλεύανε με ίσκα και με τη σπίθα, βλέπω το κενό μπροστά μου. Και του λέω «Στρατή κακομοίρη, εδώ θα σκοτωθούμε» το μονοπάτι βέβαια ήτανε πενήντα πόντους δίπλα. Δεν ήταν βέβαια μακριά, αλλά είχαμε περιπλανηθεί μέσα στο σκοτάδι. Κατεβαίναμε και δεν είχαμε ούτε, κλωστή στεγνή. Φορούσαμε βέβαια μουσαμάδες αλλά μέχρι να βγούμε από τον γκρεμνό πηγαίναμε βωλοσερτοί».
Τι έγινε μετά το κάψιμο του χωριού;
«Όταν κάηκε το χωριό πήγε ο μακαρίτης ο Χριστόφοράκης ο γιατρός, πήρε το ραδιόφωνο και το πήγε στο Σπήλι. Έχει γράψει σχετικά και στα βιβλία του».
Αυτοί που τα δούλευαν όλα αυτά τα χρόνια ήταν χωριανοί;
-Ήταν όλοι χωριανοί Κρυοβρυσανοί κι ένας από τη Μεσσαρά που έμενε εδώ συνέχεια και βγάζανε δελτίο. Χειριστές βέβαια ήμασταν εγώ και ο πατέρας μου. Αν δεν πήγαινα εγώ ή ο πατέρας μου, δεν μπορούσε κανένας ν’ ακούσει την εκπομπή. Για το γέρο μου βέβαια ήτανε ταλαιπωρία, επειδή ήτανε κατσάβραχα αλλά τι να πει κανείς».
Σ’ αυτή τη γλαφυρή αφήγηση ξεδίπλωσε ο κ. Μαυροτσουπάκης την ιστορία του Ραδιοφώνου που ήταν κι αυτό μια αφορμή να μπει το χωριό στη μαύρη λίστα του κατακτητή και να περάσει στη χορεία των μαρτυρικών περιοχών αλλά και στη βίβλο τιμής και ιστορίας.
Από την περιγραφή αυτή ο ιστορικός ερευνητής αποκτά σαφή γνώση για τα γεγονότα της εποχής και τον τρόπο που πάλευαν να διώξουν τον κατακτητή βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους.
Μετά την τραγωδία κι όταν ξαναγύρισε η ζωή στο χωριό το καφενείο άνοιξε το 1950 με παράλληλη και τη λειτουργία κουρείου από τους ιδιοκτήτες του, ενώ διέθετε είδη μπακαλικής και ψιλικά.
Υπάρχει μάλιστα και μαντινάδα:
«Στου Μαυροτσούπη θ’ ανεβώ στο πάνω καφενείο
που ‘ ναι στο πλάι τσ’ εκκλησιάς και κάνει και κουρείο».
Έφυγε ένας άρχοντας
Η Κρύα Βρύση είχε μεγάλο ενδιαφέρον κάποτε για μένα. Δεν έβλεπα την ώρα να συναντήσω αυτούς τους ανθρώπους και να συμπληρώσω με αυθεντικά και απόλυτα ακριβή στοιχεία την έρευνά μου για το ολοκαύτωμα του χωριού.
Το περασμένο καλοκαίρι μόνο ο Μανόλης Μαυροτσουπακης υπήρχε από εκείνη τη μαρτυρική γενιά. Είδε τον εαυτό του στο ντοκιμαντέρ «Ελεγεία Ηρωων -Κρύα Βρύση» που αφηγείται τις λεπτομέρειες για το παράνομο ραδιόφωνο κι ήταν σαν να με αποχαιρετούσε όταν πήγα να του ευχηθώ για του χρόνου.
«Ποιος ξέρει αν με βρεις», μου είπε. «Βλέπεις πως απόμεινα αμοναχός. Τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας θα διηγούνται στο εξής…»
Έφυγε ο Μανόλης Μαυροτσουπάκης όπως το είχε πει. Πήγε να συναντήσει το Λεβεντάκη, το δάσκαλο το Σκούληκα τόσους ακόμα σημαντικούς ανθρώπους και ήρωες με κορυφαίους τους εθνομάρτυρες που έγιναν ολοκαύτωμα στο σχολείο πριν να καταστραφεί και το χωριό.
Ήταν 92 χρόνων μου είπαν. Ποτέ όμως δεν μέτρησε η ηλικία του όταν έσμιγε με ξένους. Άρχοντας με όλη τη σημασία της λέξης απολάμβανε την ικανοποίηση ότι έβγαλε επιστήμονες διαλεχτούς, εκλεκτά μέλη της κοινωνίας. Ο Γιώργος του μάλιστα «γραφή -γραφή» κράτησε με την επιμέλεια ημερολογίων και του βιβλίου «Κρύα Βρύση», που κυκλοφόρησε πέρυσι την ιστορία του χωριού. Φιλόξενος, καλόχαρος, ευγενικός, πρόθυμος να απαντήσει σε κάθε ερώτημα χωρίς ποτέ ν’ ακούσεις το «εγώ».
Ήταν τύχη για την κοινωνία του χωριού του που σώθηκε εκείνο το βράδυ, που προκειμένου να πάρει πληροφορίες από το παράνομο ραδιόφωνο για τις ανάγκες των ανταρτών, λίγο έλειψε να πέσει στο γκρεμό αφού επικρατούσε βαθύ σκοτάδι.
Αποχαιρέτησα με τον δικό μου τρόπο τον άρχοντα αυτό και θα μου λείψει η παρουσία του.
Πόσο φτωχοί γινόμαστε αλήθεια σαν τόπος όταν φεύγουν άνθρωποι με τον ηρωισμό και την τόση προσφορά όπως ο Μανόλης Μαυροτσουπάκης.