Όταν συναντάς έναν χαρισματικό άνθρωπο θα ‘χει τύχει να πεις: «Χαρά στη μάνα που τον έχει».
Αυτό λέγανε συχνά και στο Ρέθυμνο για το «Μανολάκη της Κακουλής». Κι ήταν φυσικό να καμαρώνει η κ. Κυριακή Βογιατζάκη για το μοναχογιό της. Μήπως ο πατέρας πήγαινε πίσω; Ο κ. Ιωάννης Βογιατζάκης από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου άκουγε συνέχεια την καλή κουβέντα για το γιο του. Και πόσο λεβέντης γινόταν όσο μεγάλωνε. Μπορεί να του έλειπε η εντυπωσιακή σωματική διάπλαση αλλά η ευγένεια των χαρακτηριστικών του πρόσθετε περισσότερη γοητεία.
Άριστος μαθητής και καμάρι των δασκάλων του, έδειχνε πως παίρνει τα γράμματα. Και οι γονείς δεν μπορούσαν να του στερήσουν το αγαθό της μόρφωσης.
Έτσι έγινε ένας σοφός καθηγητής ο Μανόλης Ι. Βογιατζάκης που κυριάρχησε στην πνευματική και καλλιτεχνική ζωή του τόπου και στο διάστημα της επίγειας πορείας του γέμισε φως τόσες ψυχές.
Αγάπη για τη δημιουργία
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1906 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που τον προίκισε με τα πιο ακριβά εφόδια για τη ζωή σε αξίες.
Η μητέρα του Κυριακή (Κακουλή), το γένος Δετοράκη, ήταν μια ιδανική γυναίκα για την ανατροφή ενός παιδιού με πολλές αρετές.
Ο μικρός Μανόλης μεγάλωνε κι έδειχνε να είναι περήφανος για τον τόπο του. Από το θείο του Ιωάννη Δετοράκη μάλιστα, αδελφό της μητέρας του, είχε πάρει και την αγάπη για δημιουργία.
Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε το 1929 πτυχίο του καθηγητή Φυσικής και Χημείας. Δίδαξε στο γυμνάσιο Ηρακλείου και το 1931 ανέλαβε καθήκοντα στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου.
Ευγενικός, μειλίχιος, υπομονετικός έκανε αμέσως εντύπωση στην εκπαιδευτική κοινότητα του τόπου μας. Ήξερε να επιβληθεί στο μαθητή, με τον οποίο ήταν φιλικός αλλά δεν επέτρεπε οικειότητες. Είχε ένα ελάττωμα όμως για την εποχή. Δεν χρησιμοποιούσε χάρακα και ήταν ενάντια στις παιδαγωγικές μεθόδους της σωματικής βίας. Έβαζε τιμωρίες αλλά κυρίως γραπτές και με περιεχόμενο που θα ωφελούσε τον τιμωρημένο.
Είχε και μια συνήθεια επίσης πρωτόγνωρη για την εκπαιδευτική διαδικασία του καιρού του. Έπαιρνε νύχτα τους μαθητές του σε περιπάτους και τους δίδασκε αστροφυσική.
Μια ανήσυχη φύση
Διετέλεσε επίσης μέλος του Δ.Σ. και Τεχνικός Σύμβουλος της Δημοτικής Επιχείρησης Ηλεκτροφωτισμού και τη δεκαετία του 50 πάλεψε με τους μηχανοδηγούς και τεχνίτες για την αντιμετώπιση όλων των προβλημάτων που τους ταλαιπωρούσαν για την ηλεκτροδότηση της πόλης.
Φύση ανήσυχη, ήθελε να μεταδίδει στους μαθητές του βιωματική γνώση. Έτσι με τη δύναμη της θέλησης που τον διέκρινε είχε οργανώσει μόνος του ένα εργαστήριο φυσικής και χημείας στο σχολείο που έκανε το μάθημά του εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Αυτό φαινόταν και από την επίδοσή τους. Εκείνος όμως δεν πίστωνε ποτέ στον εαυτό του επιτυχίες σαν κι αυτές.
Κάποτε είχε μια συνεργασία στο Ωδείο τεχνικής φύσης με τον πρώην μαθητή του τον Μπάμπη Πραματευτάκη. Επιστήμονας πια και ο συμπολίτης μας μουσικοσυνθέτης βοηθούσε με χαρά τον Βογιατζάκη, όπου τον χρειαζόταν. Και στο Ωδείο ήταν το δεξί του χέρι μαζί με το Μανό Αστρινό φυσικά.
Κάποια στιγμή προέκυψε ένα ζήτημα σε μια κατασκευή που χρειαζόταν άμεση λύση. Ενώ ο Βογιατζάκης είχε πέσει σε συλλογή, ο Πραματευτάκης με τη γνωστή ευγένεια που τον διακρίνει είπε δειλά τη σκέψη του. Έφεξε το πρόσωπο του άλλου. Επιτέλους αυτό ήταν. Πως δεν το είχε σκεφτεί;
– Μπράβο μωρέ Μπάμπη του είπε. Αλήθεια ποιον είχες καθηγητή;
– Μα εσάς κύριε. Θυμάστε όταν μας διδάξατε το κεφάλαιο…
Χαμογέλασε ο καθηγητής. Και καμάρωσε για τον μαθητή του.
Μεγάλος φυσιολάτρης
Ο Μανόλης Βογιατζάκης λάτρευε τη φύση. Αν μπορούσε θα φύτευε παντού δέντρα και φυτά. Μιλούσε θαρρείς με τα λουλούδια κι όποτε τον έβλεπες στον κήπο του να τον φροντίζει με τα επιδέξια χέρια του. Μάλιστα είχε καταφέρει πολλά στον τομέα αυτό και με προσωπική εργασία επί δημαρχίας Ευαγγέλου Δασκαλάκη. Παρτέρια, αλσύλλια ήταν δημιουργίες του.
Είχε μια λεπτή ρομαντική ψυχή. Αλλά σαν νέος ήταν πολύ προσεκτικός, γιατί δεν ήθελε να εκθέσει τους γονείς του. Κι όμως η καρδιά του χτυπούσε δυνατά για μια αρχοντοπούλα του τόπου. Ήταν η Ελένη Πρεβελάκη. Είχαν γνωριστεί -τρόπος του λέγειν- σε ένα χορό. Ήταν οι γνωστές γιορτές που οργάνωναν ο Σύλλογος Κυριών και το Λύκειο Ελληνίδων με μεγάλη επιτυχία. Οι κανόνες συμμετοχής ήταν αυστηροί όμως, όπως άλλωστε πρόσταζαν και τα ήθη της εποχής.
Να τολμήσεις να κοιτάξεις ελεύθερα στα μάτια την καλή σου; Θεός φυλάξοι. Την είχες εκθέσει ανεπανόρθωτα.
Έτσι ο Μανωλάκης ανέπνεε μόνο για την Ελένη του και με χίλια βάσανα προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να τη δει.
Μπορούσε όμως μια οικογένεια όπως τον Πρεβελάκηδων να μη θέλει για γαμπρό ένα τόσο λαμπρό νέο;
Ένας ευτυχισμένος γάμος
Ο κόσμος έγινε πιο φωτεινός όταν ο Μανόλης Βογιατζάκης και η Ελένη Μιχ. Πρεβελάκη ενώθηκαν στη ζωή.
Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές της ζωής του, η οποία έμελε στη συνέχεια να τον ποτίσει πικρά ποτήρια.
Πατριώτης, ειλικρινής και αφοσιωμένος έκανε το χρέος του στον πόλεμο και με διακρίσεις μάλιστα. Έζησε και την αγωνία της συμμετοχής στην Αντίσταση, καθώς στο χωριό του τον Άρδακτο έπρεπε να κρυφτούν και να φιλοξενηθούν κύματα ολόκληρα οι κυνηγημένοι σύμμαχοι πριν βρουν τρόπο να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Γι’ αυτά ποτέ δεν μου μιλούσε, γιατί στο μεταξύ είχαμε φιλευτεί μέσω της εφημερίδας και ήρθε η σειρά μου να μου διδάξει τα μυστήρια που έκρυβε ο ουράνιος θόλος. Στεκόμασταν στη γωνία, όπου είναι σήμερα το ιατρείο Ανδρουλιδάκη και μου μάθαινε τους αστερισμούς. Ειλικρινά δεν ήθελα να τελειώσει το μάθημα.
– Κοιτάζοντας ψηλά, παιδί μου, μου έλεγε, κάτι περισσότερο κερδίζεις σαν άνθρωπος. Φαντάσου τον εαυτό σου μέσα σ’ αυτή την απεραντοσύνη.
Ένας πονεμένος πατέρας
Άλλοτε πάλι στο γραφείο μου μιλούσε με θαυμασμό για τους Πολωνούς, τους οποίους εκτιμούσε πολύ. Επειδή ήταν βασανισμένος λαός. Είχε πάντα μια συμπάθεια ξεχωριστή για τους κυνηγημένους και ταλαιπωρημένους ο σεβαστός καθηγητής.
Ήταν αρχές του 70. Εποχή χούντας. Ο καλός μου φίλος είχε γίνει σκιά του εαυτού του. Ρώτησα κι έμαθα. Είχαν συλλάβει τα παιδιά του, το Γιάννη του και την Αιμιλία του, μαζί κι ο γαμπρός του ο Γιώργης Περάκης.
– Τι να λέω στη γυναίκα μου; με ρωτούσε σαν να είχα την απάντηση.
Κι έπειτα μου έλεγε για τους φόβους του. Πως θα άντεχαν τόσα βασανιστήρια τα καημένα τα παιδιά που δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από το να ζουν με αξιοπρέπεια. Μάρτυρες της Δημοκρατίας κι αυτά έκαναν το χρέος τους. Αλλά το τίμημα ήταν βαρύ.
Εκείνη την εποχή ένα πράγμα μόνο τον απασχολούσε. Πως θα γλιτώσουν με λιγότερες συνέπειες τα παιδιά από την περιπέτειά τους, ενώ θεωρούσε ευεργέτη όποιον τον βοηθούσε να τους στείλει λίγα καθαρά ρούχα και τρόφιμα. Κι ήθελε τόσο πολύ να τα δει. Έστω για ένα λεπτό. Το ευχόταν κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί.
Κάποια στιγμή τέλειωσαν κι αυτά τα βάσανα. Πήρε ανάσα ο πατέρας. Και καμάρωνε τώρα την προκοπή τους. Γιατί πράγματι είχαν μεγαλώσει με την Ελένη του καλά παιδιά. Αυτά του χάρισαν πολλές χαρές αργότερα με τις ευτυχισμένες τους οικογένειες και τα εγγόνια του.
Κατέθεσε ψυχή στο Ωδείο
Σαν Λυκειάρχης τερμάτισε ευδόκιμα στην εκπαίδευση με 35χρόνια δημιουργικής εργασίας, τα περισσότερα στο Γυμνάσιο Θηλέων.
Εκεί που πραγματικά επίσης έδωσε τον εαυτό του ήταν στο Ωδείο. Και υπέφερε όταν επί σειρά ετών ήταν ο χώρος «γιαπί», καθώς έκανε εργασίες εκεί η Αρχαιολογία. Πολλές φορές άστραψε και βρόντησε μέχρι που εδέησαν να παραδώσουν την αίθουσα για να συνεχίσει τη μεγάλη της αποστολή.
Ο Σύνδεσμος για τη Διάδοση των Καλών Τεχνών μεγαλούργησε επί των ημερών του και σ’ αυτόν οφείλεται η επιτυχία και της Ερασιτεχνικής Σκηνής. Ηθογραφίες που κλείνουν όλο το μεγαλείο της λαϊκής μας παράδοσης έγιναν αλησμόνητες παραστάσεις. Σαν σκηνοθέτης και σαν σκηνογράφος έφθανε την τελειότητα. Λάτρης της λεπτομέρειας έχοντας πολύτιμους συνεργάτες όπως μεταξύ πολλών άλλων, η Μαρία Παπαϊωάννου, ο Λευτέρης Κορωνάκης, ο Πέτρος Σκουλούδης, ο Μπάμπης Πραματευτάκης, ο Μανός Αστρινός και φυσικά ο Νίκος Ορφανός, που έγραφε για τη σκηνή του Ωδείου έδινε παλμό στην πολιτιστική μας ζωή. Ο Παντελής Πρεβελάκης ενθουσιασμένος για την πρόοδο αυτή έγραψε έργα ειδικά για τη Σκηνή του Συνδέσμου, που πήρε και το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1981.
Κι αυτό που ήξερε μόνο ο Μανός Αστρινός ήταν πως η γλάστρα με τα λουλούδια κάθε επέτειο θανάτου του Πρεβελάκη μπροστά στο άγαλμά του ήταν προσφορά τιμής και μνήμης του Μανόλη Βογιατζάκη.
«Για την Ελένη του…»
Όταν «έφυγε» η Ελένη του στις 4 Οκτωβρίου 1990 νόμισε ότι τέλειωσε ο κόσμος γι’ αυτόν. Εκεί κοντά στον τάφο της τον συνάντησε μια μέρα ο Λεωνίδας Καούνης και τον ρώτησε περίεργα τι κρατούσε φυλαγμένο σ’ ένα χρυσόχαρτο.
«Είναι Λεωνίδα μου το πρώτο ζουμπούλι που φύτρωσε στον κήπο μου και το έφερα στην Ελένη μου!…».
Η απώλεια αυτή ήταν καταστρεπτική για την υγεία του. Πέρασε όμως με μεγάλη αξιοπρέπεια όλη αυτή την ταλαιπωρία μέχρι που πήγε να τη συναντήσει 13 Οκτωβρίου 1993.
Ο κ. Λεωνίδας Καούνης τον χαρακτήρισε σε μια συζήτησή μας ως μια από τις πνευματικές κορυφές του Ρεθύμνου. Και με το χαρακτηρισμό αυτό πιστεύουμε ότι εκφράζει απόλυτα όλους εκείνους που γνώρισαν και θαύμασαν τον εξαίρετο καθηγητή, τον λαμπρό σκηνοθέτη και σκηνογράφο, τον ανιδιοτελή ευπατρίδη τον σπουδαίο άνθρωπο Μανόλη Βογιατζάκη.
ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ