Πριν λίγες μέρες ο κασμάς των ανακαινιστών γκρέμισε μια μνημειακού χαρακτήρα εκκλησία, 128 χρόνων, που σημείωνε μια βαθειά ιστορική περίοδο τούτης της μικρής Μεσογειακής Πολιτειούλας.
Ήταν η περίοδος αυτή τόσο αξιόλογη σ’ ολάκερη τη ζωή της πολιτείας, στη μακρινή διαδρομή του καιρού, γιατι σ’αυτά τα εκατό τόσα χρόνια γενήκαν οι πιο σοβαρές και ζωηρές εξελίξεις της πολύχρονης σκλαβωμένης ζωής, που έκριναν αποφασιστικά τη μοίρα του τόπου και γενικότερα του Νησιού μας.
Τα μνημεία δεν έχουν για τους μεταγενέστερους συναισθηματικό χαρακτήρα.
Ισως για μερικούς επιζώντες να χτυπά η καρδιά με καημούς στους ρυθμούς των αναπολήσεων των ξαναγυρισμάτων στο νου παλαιϊνών εικόνων, στο ανακύκλωμα χρόνων παλιών, νεότητας, ζωντάνιας και δραστηριότητας και αργότερα κάλμας και γερατειών όμως σαν περάσουν οι άνθρωποι αυτοί οι συγκαιρινοί των γεγονότων που σύνθεσαν το μνημειακό χρώμα της εκκλησίας, στης αιωνιότητας την απύθμενη καταβόθρα κι άλλοι στις σελίδες της ιστορίας του τόπου, κι άλλοι στη ζωντανή διήγηση του Λαού μας, αφού τ’ αξίζουν και θα το χουν κερδίσει με τα καλά τους έργα, τότε θα απόμενε η εκκλησία στην αντικειμενική κρίση των συγχρόνων και μεταγενέστερων και θα σημείωνε τη ιστορική και σημαντική περίοδο των τελευταίων 128 χρόνων του τόπου αυτού.
Έτσι ένοιωθαν και μερικοί μεταγενέστεροι την εκκλησία των Εισοδίων. Μπορεί να ‘χουν δίκιο όσοι υποστήριξαν, με ζεστασιά και επιμονή το μνημειακό χαρακτήρα το Ναού και άφησαν κάποια φωνή πόνου να πλανιέται στο μουχρό Ρεθεμνιώτικο αγέρα. Έμεινε η κραυγή αυτής της διαμαρτυρίας σαν θλιβερό σκούξιμο του Γκιώνη πάνω στα ερείπια. Πάνω στα χαλάσματα του Καθεδρικού Ρεθεμνιώτικου Ναού. Έμεινε πια μια θλιβερή σκιά, στις απαιτήσεις των σύγχρονων εκκλησιαστικών αναγκών και επικράτησε η ανακαινιστική ιδέα της τωρινής νοοτροπίας.
Θλιμμένοι σωροί ξύλα και πέτρες, που χουν μουσκεφθεί , χρόνια και καιρούς από τις ψαλμουδιές, τους λιβανωτούς, τα ευχολόγια, τις προσευχές. Ειδαν δοξολογίες και τελετουργίες αρχιερατικές . Νεκρόσημες και επιμνημόσυνες δεήσεις, παρακλήσεις και εξομολογήσεις . Στεγασαν αμαρτωλούς πλήθος και δίκαιους λιγοστούς. Π’ακουσαν πανηγυρικά μεγαλόστομα λόγια. Που είδαν ν’ αναφτει ευλαβικά το ταπεινό κεράκι της φτωχικής προσφοράς από τα ροζιάρικα χέρια του τίμιου δουλευτή, και ξάνοιγαν παραξενεμένα με συγκατάβαση το άναμμά της χοντρής Λαμπάδας λιπαρών ψυχών, που ζήταγαν ίσως με τη δυνατή φλόγα να λιώσουν τα ξύγκι τους και ν’ αφήσουν λέυτερες τις πνοές των χριστιανών εντολών ν’ αγγίξουν τη περιχαρακωμένη ψυχή..
Σωροί κείτονται μαζί με τις αναμνήσεις των λιγοστών παλαιϊνών Ρεθεμνιωτών που έκλαψαν μ’αληθινό καημό το γκρέμισμα των στοχασμών τους, σαν ανάβαν το κεράκι της ευλάβειας κάτω απ’ το βαθυπράσινο θολωτό της εκκλησίας.
Το παλιό Ρεθεμνος πέθανε!..πέθανε και η εκκλησιά του!.. Η αντικατάσταση γίνεται με τον αδιάφορο ρυθμό τους ενστίκτου που μακροχρονίζει τις γενιές.
Και σύγχρονα γίνεται μια βουβή μα ζωντανή πάλη για να κινήσει η πολιτεία το βαρυφορτωμένο από τις προλήψεις σώμα της στις πλατείες λεωφόρους του πολιτισμού και της προόδου, βγαίνοντας από την θαμπή ατμόσφαιρα και την υγρασία των στενοσόκακων.
Ο συναισθηματισμός μαζί με τις αρετές και τις αδυναμίες του φεύγει κι αυτός κι αφήνει στη θέση του τις αντηχήσεις απ’την προσπάθεια, της ανόδου της τωρινής ζωής. Ανάριες απηχήσεις ζούνε ανάμεσα μας – μερικοί παλιοί, βετεράνοι, παλιών ωραίων αγώνων Ρεθεμνιώτες.
Αξίζουν το σεβασμό και την αγάπη μας, γιατι ο καθένας στην εποχή του, βοήθησε και εσύμβαλε στο κατά δύναμη, για την ανέλιξη και πρόοδο του τόπου. Ανθρώπους της παλιάς Ρεθεμνιώτικής φρουράς αξίζουν να τους μαθαίνει, η καινούρια γενναιά και η τοτεσινή δραστηριότητα των στο κοινωνικό και πολιτιστικό τομέα να μνημονεύεται με αγάπη, σεβασμό και να παίρνει την αξία που της ταιριάζει..
Η κάθε εποχή έχει τους φλογερούς οραματιστές καινούργιου, καθάριου, ζωντανού κόσμου.
Απ’ τ’ Αρχαία χρόνια και ειδικότερα από τα παλιά Ρεθεμνιώτικα χρόνια.
Χρόνια βαριά και σκοτεινά για το πολύ κόσμο των Τουρκοβασανισμένων, των μαχαλάδων των λαϊκών. Για τον κόσμο των φυλακισμένων ξεζώνωτων – των καλτεριμητζήδων. Μακάρια και ωραία χρόνια είσανε μονάχα για τους λαδάδες της
«Ντάρα Μανέλα’ και του «Αστο Μερτζάν αγά να κλάψει» ( Σε άλλα χρονικά το περιγράφω τούτα )
Σ’ αυτά τα χρόνια πολλοί εκπρόσωποι της μισοφεουδαλικής τάξης στάθηκαν αληθινά σκληρά εμπόδια στην εξέλιξη της πολιτείας. Τη θελα..στατική ακούνητη, αμόρφωτη και οπισθοδρομική, βαθυπροληπτική και ολόστραβη για να γίνονται αυτοί οδηγητές των βημάτων της, ακουμπώντας με ικανοποίηση πάνω στη λαδάδικη μανέλα του καμπάνου. Αυτοί νεολόγησαν την εποχή και ονοματίσανε κατά τη νοοτροπία της εποχής με τη βαριά βρισιά «Μόρτες» κάθε καλό και προοδευτικό Ρεθεμνιώτη,κάθε νέο ζωντανής θέλησης που αγαπούσε τον τόπο κι ήθελε την προκοπή του.
Η κουβέντα αυτή ήταν ανάλογη με τη ψυχοσύνθεση, το μορφωτικό περιεχόμενο και την κοινωνιολογική τοποθέτηση αυτών των σκοταδιακών. Περιπαίζανε και περιγελούσανε τους καινούργιους ανθρώπους που πολεμούσανε για το ηθικό, πνευματικό και υλικό ίσως ανέβασμα της πολιτείας. Στις κλειστές και θλιφτές άγονες βεγγέρες, περνούσανε την ανία και την πλαδαρότητα της ακούνητης ψυχής κουτσομπολεύοντας άγρια πρόσωπα και πράγματα. Αυτή είναι η υποδοχή που γινόταν σε κάθε κίνηση ανθρωπιάς και προκοπής. Στο βάθος οι εκδηλώσεις αυτές ήτανε μια απόλυτη αδυναμία ν’ αντισταθούνε στο πέρασμα των καινούριων ρευμάτων. Αδυναμία ν’ αντιδράσουν και μια υποταγή.
Παραδοχή και λύγισμα του κορδακισμού μπροστά στις αξιώσεις της γενιάς του καιρού για προοδευτική κατάκτηση. Αυθόρμητα, εσώτερα, από λόγους ιστορικής αναγκαιότητας εκδηλώνανε οι ζωντανότεροι και φλογερότεροι εκπρόσωποι της Γενιάς.
Μια από τις φωτεινές και ζωντανές μορφές της παλιάς Ρεθεμνιώτικης γενιάς του Πολιτισμού και της προόδου είναι και ο σεβαστός φίλος Μανώλης Νικ. Γοβατζιδάκης. Ευγενικός καλοσυνάτος και λαμπρός Ρεθεμνιώτης. Έμπορος ψιλικών βαφτιστικών και μουσικών οργάνων και άριστος συνειδητός τεχνίτης ρολογάς.
Αυτός ο πράος και ειρηνικός πρεσβύτης, με τ’ ανάλαφρο χαμόγελο, σαν πικρά φευγάτων χρόνων και την αστραπή της παρατηρητικότητας στα μάτια, ήτανε ενας από τους πρωτοποριακούς δημιουργικούς και προοδευτικούς ανθρώπους του παλιού Ρεθύμνου. Με θέληση, με δύναμη και οργή ακόμα, αντιμετώπισε τις αντιξοότητες, τις αντιδράσεις , την κατηγορία και τη ανακοπή των ψευτοπουριτανών. Μέσα στη ψυχή του κλείνει την πλάστρα φλόγα που κληρονομικά εκδηλώθηκε στον ειρηνικό τομέα.
Γιος του Νικόλα Γοβατζιδάκη του ταχυδρόμου των επαναστάσεων. Ανθρώπου δραστήριου, αποφασιστικού και φλογερού πατριώτη. Ασυμβίβαστου με κάθε ιδέα υποταγής . Αφοσιώθηκε ολότελα στην επαναστατική κίνηση και ήταν ο μεταφορέας της αλληλογραφίας και των χρημάτων από την πόλη στις επαναστατημένες επαρχίες. Από το 1866 ο Νικόλας Γοβατζιδάκης , μαζί με τους αδελφούς του Δημήτρη και Μανώλη αναμίχτηκε σ’ολες τις επαναστατικές κινήσεις. Προδόθηκε για την πατριωτική του δράση και βασανίστηκε αλλα δεν μολόγησε. Αλύγιστος συνέχισε το έργο του μέχρι την απελευθέρωση από τον Τούρκο τύραννο. Ετσι ο γιος του Μανώλης κληρονόμησε το πατριωτικό δυνατό φρόνημα του πατέρα και των θείων του και το μετουσίωσε στη ζωντανή ιδέα της προόδου και της απελευθέρωσης απ’ τα δεσμά της Τουρκικής νοοτροπίας των νέων των μεταπολιτευτικών χρόνων. Δούλεψε ζεστά για την άνοδο της εκπαίδευσης του τόπου μας, γιατι πρωταρχική προσπάθεια του μοναδικού προοδευτικού, μορφωτικού και καλλιτεχνικού συλλογικού οργάνου της εποχής εκείνη, ήταν ο φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος, αποτελούμενος από λογίους μορφωμένους πατριώτες Ρεθεμνιώτες . Ολη τη προσοχή και τη προσπάθεια τους γύρισαν πάνω στην ιδέα της προόδου και της εξάπλωσης της εκπαίδευσης, των σχολείων. Η μόρφωση των παιδιών αρχή για μακρύτερα ξεκινήματα. Για να πάρει ο τόπος μπροστά.
Μέλος διαλεχτό του φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου διορίστηκε το Μάη του 1903 ο Μανώλης Ν. Γοβατζιδάκης.
Παράλληλα με το κεντρικό έργο του μέσα στο Σύλλογο γίνηκε ο κυριότερος δημιουργός της Μουσικής κίνησης του τόπου, καταρτισμένος ο ίδιος μουσικός.
Συγκρότητσε τη φιλαρμονική του Ρεθύμνου και ειδικά φέρανε από τον Πειραιά το δάσκαλο της Μουσικής το Βασίλη κουτσό στα 1901. Ο δάσκαλος δούλεψε φιλότιμα και πάνω στις αρχές του 1902 είχε συγκροτήσει τη φιλαρμονική του Ρεθύμνου με 20 όργανα.
Αλλα από καμιά προσπάθεια προόδου και καλλιέργειας δε λείπουν τα εμπόδια του σκοταδισμού και τα ζιζάνια των αντιδράσεων όμως δεν απογοητεύτηκε ο Μανώλης Ν. Γοβατζιδάκης και οι είκοσι διαλεχτοί Ρεθεμνιώτες νέοι. Ούτε οι βρισιές, ούτε τίποτε τους φόβισε. Τράβηξαν τον ωραίο δρόμο τους. Η αρχή έγινε και έμεινε πια παράδοση η Μουσική στο Ρεθεμνος η καλλιτεχνία. Οι είκοσι νέοι του καιρού είναι :
- Ο Γιώργης Βλαστός ο ξυλέμπορας
- Ο Βας. Μπεμπιδάκις ταχυδρομικός
- Ο Αντώνιος Λάριος (στην Αμερική)
- Ο Γιώργης Πρινιωτάκης ο δερματέμπορος
- Εμμ. Σκευάκης (μακαρίτης)
- Ο Βαγγέλης Ζουρμπάκης (μακαρίτης)
- Χρύσανθος Βυτζικουνάκης Αρχιμανδρίτης
- Βαγγέλης Πλειαδάκης (μακαρίτης)
- Σπύρος Δροσουλάκης συνταξιούχος
- Γιάννης Γιαννακουδάκης (μακαρίτης)
- Νικολ. Τουρνάκης
- Μιχ. Τουρνάκης (αδελφοί μακαρίτες)
- Θοδωρής Μακριδάκης εργατικός
- Ευάγγ. Δορυφόρος
- Βασίλης Πηγουνάκης (στην Αμερική)
- Ισίδωρος Κόκκινος (στην Αμερική)
- Αντων. Βιτζικουνάκης (Μακαρίτης)
- Πολυνίκης Σκευάκης (στην Αμερική)
Ο εξαιρετικός δάσκαλος της Μουσικής Βασίλης Κουτσός δούλεψε με συνέπεια και αφοσίωση το έργο του.
Στις 17 Φεβρουαρίου 1902 παρουσιάστηκε συγκροτημένη η πρώτη Ρεθεμνιώτικη φιλαρμονική και έπαιξε μπροστά στους παράξενους Ρεθεμνιώτες περιπατητές.
Μοναδικός τόπος ψυχαγωγικού περιπάτου ο δρόμος που φέρνει στο ανηφορικό χωριό του Ατσιποπούλου, ο Κουμπές, ονοματίστηκε έτσι από ένα θολωτό Τουρκικό κτίσμα στρατιωτικό φυλάκιο που φανερωνόταν στην ανηφοριά του δρόμου προς τους λοφίσκους του Ατσιποπούλου.
Στο μάκρος του δρόμου υψώνεται από τη μια μεριά η τραχιά λοφοσειρά προς τα Γαλιανά και από την άλλη οι τζουγκεροί βράχοι κι η απέραντη απλωσιά της μπλάβης θάλασσας.
Ανάρια λίγα καφενεδάκια.
Στις λιακάδες και τις σκόλες, ξεπόρτιζαν κατά κει αρκετές Ρεθεμνιώτικες οικογένειες. Βάδιζαν τελετουργικά, σε ρυθμό πομπής μπροστά τα παιδιά, πίσω οι γονέοι και καμαρώνανε, μυρίζανε νοικοκυράτο, πάστρα, λειτουργημένοι και ευχαριστημένοι.
Εκει στον Κουμπέ γίνηκε η πρώτη εμφάνιση της φιλαρμονικής. Μέσα σε πλήθος εκδρομέων, γιατι η αληθινή εκδρομή για τον στατικό και φοβισμένο Ρεθεμνιώτη ήταν ο περίπατος ως τον Κουμπέ- ή μέχρι τα Περιβόλια.
Πρόσχαρα όλα τα μέλη της φιλαρμονικής…………………..) θαυμάσια με αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία και μαέστρο τον άξιο Δάσκαλό τους, το Βασίλη Κουτσό, ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη στιγμή- την επίδειξη της τέχνης τους. Γύρω τριγύρω οι περιπατητές παραξενευμένοι κοιτάζανε το φαινόμενο και με ευχαρίστηση μαθαίνανε τα νέα. Πριν αρχίσει να παιανίζει η φιλαρμονική, παραστάτης και ο φίλος των , συνεργάτης βοηθός και χορηγός των, αντιπρόσωπος του φιλεκπαιδευτικού συλλόγου Μανώλης Ν. Γοβατζιδάκης ανέβηκε σ’ένα βραχάκι και γεμάτος χαρά και νικητήριο αέρα , εκφώνησε τον παρακάτω λόγο στους συγκεντρωμένους..
Λόγο γεμάτο παλμό, θέληση και αγάπη.
«Μικροί μου φίλοι
Δια του κόπου και της επιμέλειας αποκτάται ο πλούτος, η τιμή και η δόξα. Δια να δοξασθεί τις και προσελκήσει την συμπάθειαν του κόσμου δεν πρέπει να δειλιάσει και να αποθαρρυνθεί προ οιουδήποτε παρουσιαζόμενου κωλύματος. Το έργον εις το οποίον προ ολίγου μόλις χρόνου επεδόθημεν είναι αρκετά ευγενές και ωφέλιμον, δια παντα λαόν της προόδου.
Εν τευτοις μη αρεσκόμενοι τινές, ως ολίγον προς την προοδον έχοντες κλήσιν και ζηλούντες να βλέπωσι άλλους προς των οφθαλμών των δοξαζομένους, ους κατά την γνώμην των ενόμιζον της τελευταίας κοινωνικής τάξεως και απεκάλουν με την λέξιν «Μόρτες» επαρουσίασαν όσα εμπόδια ηδυνήθησαν προς ματαίωσιν του καλού τούτου έργου.
Η Θέλησις όμως του ιερού σκοπού υπερίσχυσεν, δεν εδώσαμεν προσοχήν προ των υβρεων και απειλών των ευγενών αυτών, αλλα με κλειστά τα ώτα ειργάσθημεν ως καλοί εργάται με ζήλον και σήμερον, οι «Μόρετες» αυτοί κατέστησαν άξιοι συγχαρητηρίων ζηλευτοί, και στεφανούμενοι με τας ευχάς του λαού μας, απέδειξαν ότι είναι υπέρτεροι των κατ’ εφημισμόν εκείνων των Ευγενών. Οι ίδιοι αυτοί σήμερον προστρέχουν να μας συγχαρούν, ημείς όλως υπερηφάνως δεχόμενοι τα συγχαρητήρια των δεν αρκούμεθα εις αυτό, αλλα την βοήθεια των καλών φίλων μας θα τους αποδείξωμεν δια της επιμέλειας μας και εις το μέλλον και θα τους κάμωμεν να πεισθούν ότι η Γενναία ψυχή και η Αρετή, κατοικούν εις τους ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΥΣ και όχι εις τους θαμώνες των καφενείων και λοιπών τοιούτων κέντρων.
Εχοντες λοιπόν την καλήν ιδέαν ας ευγνωμονούμεν τον Φιλεκπαιδευτικό Σύλλογον, υπο την αγαθή μέριμνα και προστασίαν του οποίου ευρισκόμεθα, και ας φωνήσωμεν όλοι όμου.
Ζήτω στα μέλη του Συλλόγου μας. Ζήτω ομοίως και του Διδασκάλου Βασιλείου Κουτσού τον οποίον ιδιαιτέρως άλλοτε θα ευχαριστήσωμεν.
Ας ζήσωμεν δε και ημείς, διότι και εις ημάς οφείλεται η πρόοδος.
Η υποδοχή που’ γινε στη φιλαρμονική ήτανε μοναδική. Γέμισε με ηπερηφάνεια και χαρά τους πρωτοπόρους δημιουργούς και τα μέλη της. Το έργο αυτό κράτησε μερικά χρόνια και ύστερα σκόρπισε.
Ο Μανώλης Γοβατζιδάκης πικραμένος αποσύρθηκε στο μαγαζί του. Είχε γίνει το Κέντρος της Κίνησης του κόμματος των φιλελευθέρων. Ο ξάδελφος του περίφημος για τον υπέροχο ήθος του, την αμεροληψία του και την υποστήριξή όλων που του ζήτησαν βοήθεια, ανεξάρτητα πολιτικών πεποιθήσεων. – ο Γιάννης Γοβατζής – στην κοινωνική και πολιτική ιστορία του Ρεθέμνου έμεινε σαν μια Αγαθή και φωτεινή μορφή ανθρώπου ηθικού και ακαίρεου, πέθανε πάμφτωχος.
Ο Μανώλης Ν. Γοβατζιδάκης στάθηκε πιστός συγγενής του και φίλος και ήταν τόσο συγκινητικό σαν περνούσαμε πριν δυο χρόνια ακομα από την οδο Τσουδερών και βλέπαμε στ’ ανοιχτό θυρόφυλλο του μαγαζιού του κολλημένη τη φωτογραφία σε ψηφοδέλτιο, του αλησμόνητου πολιτευτή. Ήτανε το καλλίτερο μνημόσυνο..
Ειρηνικά περνά τα θαλερά γεράματα ο πρωτοποριακός αυτός Ρεθεμνιώτης και ετσι καθώς πράος, περπατά ανάμεσά μας, με το γλυκό χαμόγελο της καλοσύνης και τη λάμψη της φωτερή ψυχής του στα μάτια, αφήνει συμπάθεια, την αγάπη, το σεβασμό, στο πέρασμά του, κατά που ταιριάζει σε άνθρωπο που προσέφερε σημαντικά τη συμβολή του για την πρόοδο του τόπου του.
Πέρασε από το βάλτο, όχι με αδιαφορία, μοιρολατρικά, συμβατισμένος, αλλα με συνείδηση και αγάπη και με ευθύνη βαριά.
Σαν μορφωμένος άνθρωπος έριξε στο βάλτο το πετραδάκι του.
Η αναγνώριση θα’ ρθει σαν δίκαιη ανταμοιβή, είναι το χρέος μας αυτό.
Ι.Μ.Δ
ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΙΣ
Τρίτη 27 Μαρτίου 1956