ΜΑΝΟΛΗ ΚΟΥΝΟΥΠΑ -ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ : Το παράσημο του λοστρόμου

 

 

 

 

(Διήγημα)

 

Τον παλιό λοστρόμο, τον μπάρμπα – Νικόλα, τον έβλεπες σαν έπεφτε η μέρα να σεργιανάει στο μόλο, με το ναυτικό κασκέτο – να του κρύβει τα μάτια – κατεβασμένο  πάνω στο πρόσωπό του.

Και το σούρουπο να κάθεται στα βραχάκια πίσω και κάτω από το φάρο του λιμανιού με τις ώρες σε μια κατάσταση μακαριότητας, να χαίρεται τη γαλήνεψη, το καταλάγιασμα της ψυχής, αυτό το ύψιστο  αγαθό που μόνο ένας ναυτικός ξέρει ν’ απολάψει όταν  τ’ αλαφρό μελτεμάκι με το χάδι του ήλιου, κάνει τα γαλάζια νερά να στραφταλίζουνε σα διαμάντια.

Καλή καρδιά κι αγνή ψυχή, ο παλιός και ψημένος ναυτικός έζησε την πίκρα του θαλασσινού μόχτου από ανάγκη αυτοσυντήρησης και χαράμισε την πρώτη του νιότη στο βραχνά, στη μουγκαμάρα και στην κακία της απέραντης μοναξιάς.

Μονάχος κι έρμος περνούσε τις μέρες του ο μπάρμπα-Νικόλας στο Νησί. Ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά.

Όταν έγραψε της προκομμένης από το Μπουένος – Άυρες πώς θα ‘μενε πίσω στο βαπόρι για  καιρό, εκείνη αυτό περίμενε, τα ξέχασε όλα και την έκανε κοπάνα μ’ ένα μπερμπάντη, που δεν άφηνε θηλυκιά για θηλυκιά… Χάθηκε για πάντα…

Σαν ερχόταν ο πόνος να τον σουβλίσει τι πείραζε; Ήταν να γίνεται λόγος; Σάμπως να ‘ταν ο πρώτος θαλασσινός που πικράθηκε; Μα όσο και να ‘ναι η πληγή δούλευε πάντοτε και του ‘τρωγε τα  σπλάχνα.

Κάθε βράδυ ερχόταν στον μόλο για να ξεχάσει, απόψε όμως είχε άλλη δουλειά να κάνει. Ήρθε για να καρτερά το μεγάλο γκαζάδικο της εταιρίας Λουκιανού.

Κάτω απ’ τα πόδια του έσκαγε στα βράχια το κύμα κι όπως ατάραχος αγνάντευε το πέλαγος, μέσα του ξυπνούσαν ασίγαστες οι θύμισες.

Αναπολούσε πάλι  απόψε καθισμένους στην τραπεζαρία όλους τους συντρόφους του, ρημάδια του θαλασσοδαρμού, μαζεμένους κι  αμίλητους κι όξω να λυσσομανά η γρεγοντραμουντάνα κι η κοσμοχαλασιά. Ξαναείδε τα μάτια τους να γυαλίζουν παράξενα, και τις μορφές τους δίχως ζωή στο μισόφωτο της κρεμαστής γεμάτης κάπνια παλιόλαμπας, που την έβλεπε πάλι να κουνιέται εδώ κι εκεί στο μπότζι και το τραμπουκάρισμα του σαπιοκάραβου.

Ξαναγύρισε ο νους στο καταχτύπημα κάθε καιρού κάθε λυσσασμένης μπόρας καταμεσής του μανιασμένου Πασίφικου.

Στην παραφροσύνη, στο ατέρμονο μάκρος και στην ανία της πικροκυματούσας, όταν φλογιζόταν το σώμα, μουσκεμένο στον ιδρώτα και να πέφτει ξάπλα ψόφιος, κι άψυχος από τη λαύρα της πυρωμένης λαμαρίνας, μ’ ανακατωμένα τα σωθικά.

Το σακάτεψε η «σκύλα» το κορμί του ως και μέσα στο κόκαλο με ρευματισμούς, πιασίματα και κράμπες.

Ξαγρύπνησε για χάρη της ακοίμητος ολονυχτίς στο θαλάιμι της στενάχωρης καμπίνας πάνω στην άβολη κουκέτα, να του κόβεται η ανάσα στην κάπνα του τσιγάρου.

Μάγεψε και ξεγέλασε και τους ποιητάδες η φαρμακερή που λωλάθηκαν να την υμνούν και να τη δοξάζουν οι ανίδεοι κι ονειροπαρμένοι. Πολλοί ζηλεύουν τις χάρες της, το ρίγος ωστόσο που κρύβει η  αγριάδα της, το ‘χουν ζήσει  μόνο οι θαλασομάχοι.

Ξανάφερε στη μνήμη ο λοστρόμος το λιπαντή το Νώντα από το Ληξούρι, να πιάνει το μπαγλαμαδάκι, να το κάνει ν’ αναστενάζει με το αβάσταχτο ντέρτι του.

Το Μαχμούτ, το θερμαστή, από  τη Μπιγκάζα  να βολοσέρνει μεθυσμένος τα ξυπόλυτα πόδια του, στα ζεϊμπέκικα λυγίσματα που τον δασκάλεψαν.

Παρακεί το Γαλαξιδιώτη ναύτη, το Στρατή, να κάθεται δίπλα σ’ αδειανά μπουκάλια, να μιλά μονάχος του κι ν’ αναστηλώνει το κεφάλι  του στις δύο παλάμες.

Το Γιακουμή τον Παριανό και τον Αλέξη τον  Ανδριώτη να καταχτυπάνε με δύναμη τα ζάρια απάνω στο τραπέζι.

Τον ανοιχτόκαρδο Παυλή και τη Σύρα, να ξεδιπλώνει το πολυκαιρινό του πορτοφόλι, για να τραβήξει μια φωτογραφία του χρονιάρικου μωρού του που δεν το γνώρισε.

Τον Παναή, το Σπετσιώτη, να λέει για μια φορά ακόμα την ιστορία της γκέισας στην Οζάκα με το χρυσοκέντητο κιμονό της το γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια, την υποψία χαμόγελου ανάμεσα στα  παράξενα λοξά μάτια της και να στέκει έτοιμη να του  σερβίρει το τσάι.

Ξαφνικά, σαν να  ξύπνησε από ένα λήθαργο τινάχτηκε απ’ τη θέση του κι ίσαμε να σταθεί ορθός οι λογισμοί του χάθηκαν.

Πίσω από τον κάβο πρόβαλε η πλώρη του μεγάλου γκαζάδικου. Ο γιγαντένιος κολοσσός κινιόταν νωχελικά με το αργό το σκαμπανέβασμα κι όπως φαίνεται δε θ’ αργούσε να φτάσει κανά δύο μίλια έξω από το λιμάνι, για να ρίξει αρόδο την  άγκυρα.

Ο μπάρμπα – Νικόλας είχε κλείσει απ’ το πρωί δρομολόγιο με την εταιρία για να πάει στο πλοίο τρεις υπαλλήλους με την μπενζίνα του κι ένιωθε βαριά την ευθύνη. Έπρεπε να βιαστεί για να κρατήσει το λόγο του.

Τρεις άνθρωποι τον περίμεναν στο μόλο κι ένας που του ‘γνεφε να βιαστεί, είχε μεγάλη πρεμούρα, όπως έδειχναν οι κινήσεις των χεριών του. Ήταν αυτός με τη γραβάτα και μ’ ένα χαρτοφύλακα στο χέρι.

Το ‘ξερε καλά ο θαλασσόλυκος πως είχε χασομερήσει κι ωστόσο βάδιζε όπως συνήθιζε κι όπως έμαθε μια ολάκαιρη ζωή πάνω στα ποστάλια, με εκείνο το ανέμελο κι αργό περπάτημα του ναυτικού, βαρυκίνητος μ’ ένα δικό του τρόπο.

Σαν έφτασε στο μουράγιο, σίμωσε στην άκρη κι  έσυρε το πλεούμενο. Οι άνδρες πήδησαν μέσα κι ίσαμε να βρούνε την ισορροπία τους, εκείνος είχε λύσει κιόλας το παλαμάρι από τη δέστρα και τ’ αμολούσε χάμω. Τράβηξε το σχοινάκι του κινητήρα να πάρει στροφές και λεύτερο το σκάφος ξεκίνησε με ένα μονότονο, τρανταχτό γδούπο.

Η λάντζα πέρασε από το φάρο, βρήκε απ’ το λιμάνι, ξανοίχτηκε, με κόντρα τον καιρό και σκαμπανέβαζε αρμενίζοντας στο πέλαγος.

 Ο μπάρμπα – Νικόλας βάσταγε  γερά το τιμόνι κι έβαλε πλώρη ίσα κατά το μεγάλο γκαζάδικο.

Ο καπετάνιος του θαλασσινού γίγαντα καρτέραγε να καλωσορίσει τους ανθρώπους της εταιρείας πάνω στην κουβέρτα.

Θα ‘χε σιμώσει διακόσια με τριακόσια μέτρα η μπενζίνα, όταν αναπάντεχα ακούστηκε ένας δαιμονικός κρότος σα να βρόντηξαν χίλια κανόνια. Πύρινες γλώσσες τινάχτηκαν ψηλά από την πλώρη του βαποριού κι έλαμψε ο κόσμος.

Ακολούθησαν κι άλλες απανωτές εκρήξεις.

Ως κι η θάλασσα είχε αρχινίσει να λαμπαδιάζει.

Το τσούρμο, καμιά τριανταριά νοματαίοι, μαζεύτηκαν με την ψυχή στο στόμα στην  άκρη της πρύμνης και με ξεφωνητά και σινιάλα ζήταγαν βοήθεια.

Όπως  άπλωναν οι θεόρατες φλόγες είχαν κερώσει από την τρομάρα του ξολοθρεμού που όλο και σίμωνε.

Αλίμονο σ’ όποιον βρεθεί σε φλεγόμενο καράβι!

Μάνας γιος ο μπάρμπα-Νικόλας χωρίς να το πολυσκεφτεί φούλαρε τη μηχανή. Η λάντζα έσκιζε τα νερά σα δελφίνι κι έπλεε ίσια κατά το  καράβι και τη φωτιά.

«Γύρνα πίσω. Τρελός είσαι; Θα σκοτωθούμε!» ακούστηκε μια φωνή τρεμουλιαστή, αλαφιασμένη κι ήταν του κυρίου με τη γραβάτα και το χαρτοφύλακα.

Ούτε που τα’ άκουσε ο μπάρμπα-Νικόλας το μήνυμα – κραυγή απελπισίας. Λες κι ο νους του ταξίδευε αλλού.

Μία ζωή δεμένη με τη θάλασσα και τους ανθρώπους της μόνο πίκρες έμειναν στην ψυχή του γερολύκου από τις συμφορές και τα παθήματα.

«Το ίδιο θα ‘καναν κι αυτοί για μένα και για  σένα» ακούστηκε να λέει με τη βαριά, μπάσα φωνή του. Κι ύστερα ψιθύρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό του:

«Τους αγαπώ πολύ τους ναυτικούς!…».

Άναβε κι άπλωνε η φωτιά στη θάλασσα, άναβε κι άπλωνε μέσα στην καρδιά του παλιού λοστρόμου η ίδια  φωτιά.

Η μπενζίνα πέρασε πάνω από τις φλόγες με  ορμή. Σαν έφτασε, οι άνδρες τους γκαζάδικου έριξαν από πάνω μια ανεμόσκαλα κι ο παλιός ναυτικός την άρπαξε στον αέρα, για να τη  σύρει  μέσα στη λάντζα. Με πρώτη τη γυναίκα του και τελευταίο τον καπετάνιο αρχίνισαν να κατεβαίνουν ένας – ένας οι ναυτικοί.

Μόλις που χώρεσαν όλοι στο μικρό σκάφος που κόντευε να μπατάρει από την υπερφόρτωση και μόλις ξέφυγαν από την ύστερη έκρηξη που τους τράνταξε.

 Ο γίγαντας αρχίνισε  να  βουλιάζει… Το τσούρμο είχε γλιτώσει από του Χάρου τα  δόντια.

Σαν πάτησαν στη στεριά όλοι φανέρωναν με κάθε τρόπο την αγάπη τους στο γέρο-λύκο. Τον αγκάλιαζαν, τον χάιδευαν κι ένας του χάρισε χρυσού ρολόι. Η γυναίκα του καπετάνιου με δάκρυα στα μάτια του ‘δωσαν φυλαχτό και τον φίλησε. Αν ήταν τώρα όλοι τους ζωντανοί, το χρωστούσαν στον ένα που τα ‘βαλε με τη φωτιά!

«Απίστευτο αλλά αληθινό», είπε ένας υπάλληλος της εταιρείας.

«Και πιστευτό κι αληθινό», είπε ο θαλασσόλυκος.

Από την άλλη μεριά το μαντάτο μαθεύτηκε σ’ όλο το νησί κι ο βουλευτής της περιφέρειας έδειξε ενδιαφέρον για να παρασημοφορεθεί.

«Δεν έκανα τίποτα», είπε απλά ο λοστρόμος. Έσωσα τριάντα νοματαίους ναυτικούς. Από  μικρό παιδί ζω μέσα στη θάλασσα και τους αγαπάω πολύ τους ναυτικούς.

Σίμωσα τη λάντζα μου κοντά στην ανεμόσκαλα, τους βοήθησαν να κατεβούν, έφυγα  μεσ’  από τις φωτιές κι όλοι φτάσαμε καλά.

Το ίδιο θα ‘καναν κι αυτοί για μένα. Δεν  θέλω ούτε παράσημα, ούτε βραβεία. Το παράσημο για  μένα είναι το χαμόγελο, που έσκασε στο χείλι τους, σαν πατήσαμε όλοι στη στεριά».

Ανάτυπο

Από το περιοδικό

ΕΛΛΩΤΙΑ

ΕΤΗΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΔΗΜΟΥ ΧΑΝΙΩΝ

 

ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΧΑΝΙΩΝ

ΤΟΜΟΣ 6                                                             ΧΑΝΙΑ 1997

 

Αφήστε μια απάντηση