ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αθήνα 2005
– Ο Μανόλης Κούνουπας γεννήθηκε στο Ρέθυμνο. Σπούδασε οδοντιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
– Έχει ασχοληθεί συστηματικά με το χρονογράφημα και το ηθογραφικό διήγημα ως συνεργάτης στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, καθώς και με φυσιολατρικά και περιβαλλοντικά θέματα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις κ.ά.
– Έχει γράψει ακόμα:
“Ακόμα ψηλότερα”
Ο σκοπός και το νόημα της πεζοπορίας – ορειβασίας.
Εκδόσεις “Καλέντης”.
“Στενοποριές και Στενορύμια”
Διηγήματα,
Εκδόσεις “Ιωλκός”
“Μισαλλοδοξία”
Η μάστιγα της ανθρωπότητας.
Εκδόσεις “Ιωλκός”
Βραβεύτηκε από το Σύνδεσμο Φιλολόγων Χανίων για το ποίημά του “το Ξύπνημα” σελ. 21, σε Παγκρήτιο διαγωνισμό λογοτεχνίας.
Στους ποιητάρηδες, στους μαντιναδολόγους, στους παραμυθάδες και σε όλους εκείνους που σεβάστηκαν και σέβονται τη φυσιογνωμία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας, που κρατούν ζωντανή την παράδοση, που διασώζουν από τη λησμοσύνη την κρητικιά ντοπιολαλιά μας και αναδείχνουν την ομορφιά και τον πλούτο της,
Τιμητικό Αφιέρωμα
* ΑΝΑΒΟΛΕΜΑΤΑ
Αναβόλεμα = ανηφοριά, ανηφόρα, ανηφόρι, ανήφορος
“Πέρασα τη λαγκαδιά και τ’ ανηφόρι κι ήρθα στην κορφή”
Κωστής Παλαμάς
Μεταφορικά: Η πρόοδος, η εξέλιξη που συνοδεύεται και από δυσκολίες
(Λεξικό Ν. Ελλην. Γλώσσας Γ. Μπαμπινιώτη)
“Πολλοί ευρωπαϊκοί λαοί όχι μόνο έδειξαν,
ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες,
μεγάλο ενδιαφέρον για να γνωρίσουν τα ιδιώματά τους,
αλλά και βοήθησαν την πρακτική τους καλλιέργεια
στο θέατρο και στην υπόλοιπη λογοτεχνία.
– Περιττή και άσκοπη η τάση αυτή
όταν δεν περιορίζεται σε όρια λογικά,
επικίνδυνη ενδεχομένως όταν έχει ή μπορεί
να πάρει πολιτικό χωριστικό χαρακτήρα,
είναι ωφέλιμη και καλοπρόσδεκτη,
όσο δίνει αφορμή να εκφραστούν λογοτεχνικά είδη
ιδιότυπα,
που αλλοιώς δε θα έβλεπαν καθόλου το φως
ή θα νοθεύονταν”.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ,
γλωσσολόγος, εκπαιδευτικός, μεταρρυθμιστής,
πρωτοπόρος αγωνιστής τον δημοτικιστικού κινήματος
1883-1959
ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΚΙ’ Η ΕΛΑΙ
“Αλαζονείας ου τις εκφεύγει δίκην”
Μένανδρος 341 – 291 π.Χ.
“Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται, ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν”
Παρ. Σολωμόντος 3 – 34
Πέρα μέσα στα λιόφυτα στο μ-πηγιανό-ν-το γ-κάμπο
στέκει γερω-κυπάρισσος, το πέλαγος βιγλίζει
κι έχει τσοι κλάδους τ’ ανοιχτούς, τα μπράτσα-ν-τ’ απλωμένα
κορδίζει και παινεύγεται, σειέται και καμαρώνει
σε μια μ-πολυλογούν ‘ελαί καλή γειτόνισσά ν-του
γουβρίζει-ν-τη μιάς κοπανές και τα κνεκτά τζη βρίστει:
“Ωφου μπρε κακομάζαλη κρίμας που ζιω μαζί σου
κι είντα-ν-το μαύρο χάλι σου κι είντα ‘ναι το ειδή σου
κακοτερένια και ζοφή, σκεβή και ζαρωμένη
εγούγια σου, ολάκαιρη ζωή ‘σαι σκλαβωμένη.
– Εγώ ‘μαι τ’ αψηλό δεντρό κι ούλοι με μπεγιεντίζου
για τα περίσσα κάλλη μου και για τη λεβεδιά μου,
– Δε μοιάζω με χαμοδεντρό, που σέρνεται στο χώμα
σαν τραμηθέ στον ποταμό, αστύρακα γη σκίνο
έχω το ψήλος γίγαντα σαράντα μέτρα μπόι
πραγιός, μα κακοπάντηδος δε σκύφτω σε κιανένα.
– Ποτές μου να μη-ν-τ’ αξωθώ και να κακαποδώσω
φαμέγιος κι υποταχτικός για το γενώ γη δούλος
ν’ άχω το κάθε γίβεντο πάν’ απ’ την κεφαλή μου.
Την ταχινή με τη δροσά κι όν-τ’ αποδιαφωτίζει
λαγουδογέρακά ‘ρχουνται, να κάτσου να βιγλίσου
πάνω σε λυγερό κλαρί που να βγορίζ’ ο κάμπος…”
– Ξεταλαγιάστην’ η ελαί και λέει στο κυπαρίσσι:
“Λώπως εξεμπουρδούκωσες και μ’ αποκουντουρίζεις
γράντησα με τ’ ελόγου σου και με την αφεδιά σου
τα γίδια παλ’ εντάκαρες, άφηκε μ’ ορνική μου
πολλές είν’ οι κουβέντες σου κι’ όλο με ταραχίζεις,
Σάεικα δα τ’ ανήμενα, πως είσαι καυκησάρης
μα ποιός το μπόϊ σου ρέχτηκε και ποιός σ’ ούπε για κάλλη
και πού κατές είντα θα πει αγάπη των αθρώπω
απούρχουνται κάθε βολά, ξανοίγου-ν-το ν’ αθό μου
και καρατάρου-ν-το-ν-καιρό, στιμάρου-ν-τη βεντέμα
κι απου τσοι σταύλους τη-ν- κοπρέ γομάρια κουβαλούνε
σά’ θελα βρέξει ο Θεός, να ποτιστούν οι ρίζες
για να θραφούνε τα δεντρά να βγάλουνε λουμάκους.
Εγνωσεν’ άνοιξεν η γης κι εγίνει ένα τσιτσέκι
οι φούντες ροδαμίζουνε, ντακάρουνε ν’ αθιούνε.
Κι’ όντε θα σφίξου-ν-τα κρυγιά στη -γ-κάργα-ν-του χειμώνα
συφάμελα σηκώνουνται, πριχού να φέξ’ η μέρα
κεφαλοχώρια και χωριά, μετόχια, μαναστήρια.
Τότες βαβούρα να θωρείς ξεμύγιση μεγάλη
κεράδες να διαρμίζουνε, μαζώχτρες να γλακούνε
τα μπράτη να τοιμάζουνε ζούμπερα και γαϊδάρους
να βάνουνε το καβαλτί με ντάγκους, τυροζούλια
ελιές, κρασί και συντρημά στσοι πλουμιστές τσοι βούργιες
να γκάψου για τα λιόφυτα καματερή και σκόλη
σάεικα να προκάνουνε, μη χάσου-ν-το μαξούλι.
– Σταλέ – σταλέ μαζώνουν-ν-το στη φάμπρικα το λάδι
κι’ αγάλια – αγάλια ξεχειλού-ν-τα πήλινα πιθάρια
με το λαπάντε λάδι μου το μοσκομυρισμένο
το λαμπερό, τ’ ολόχρυσο, καλό κι’ ευλοημένο
πούχει τη χάρη-ν-του Θεού κι ειν-του φτωχού το πλούτος
κι’ οι διάκοι μέσα στσ’ εκκλησές άφτουνε τα καντήλια.
Κάθ’ ομπανέ και καθ’ αργά κι απής θα πεσ’ ο ήλιος
και σκοτεινιάσ’ ο ουρανός γρικώ τσοι τροξαλίδες
τρυγόνια δίχως τσάχαλο σιμώνου να κοιτάξου
και να χωθού σ’ τσοι φούντες μου στα λυγερά κλαδιά μου.
Την ταχινή κι άλλα πουλιά γυρεύγου-ν-τη φιλιά μου
να ζευγαρώσου θέλουνε, να στέσου-ν-τζοι φωλιές των
φάσες και μαύροι κοτσιφοί, μέσα στην αγκαλέ μου…”
– Έλεε κι’ έλεεν η ελαί κι απάνω στη γ-κουβέντα
Απομαυρίζ’ο ουρανός και ντάκαρε να βρέχει
μπουμπουνητ’ αστραπόβροντα, τα ύστερα του κόσμου
κατσόχοιροι σκιαχτήκανε, λαγοί, καλογιαννούσες κουράδια
μ’ αίγες, πρόβατα, βούγια ξετρουμιστήκα.
– Μιαν αστραπή ν’ εφώτισε, μια χαρακιάν εφάνη
ελάμψανε ν-τα νέφαλα κι εγίν’ η νύχτα μέρα
με μια βροντή θανατερή-ν-εσείστηκε ν’ ο κάμπος.
Τ’ αστροπελέκι του κακού το γέννημα δαιμόνου
εξάμωσενε το δεντρό το γίγαντα τση Κρήτης
τάξε μανάρι να’ τονε, έσκισε ν-το κορμίν-του
βαρύχνει -ν-του θανατερά και ντάκαρε να γέρνει
φωθιά πιασεν’ απ’ την κορφή κι’ άψενε σα λαμπάδα
και δεν απόμεινε δροσ’ άπού το θεριό το μέγα
μα θώριες ένα γ-κάουδο μαύρον’ ωσάν τη-μ-πίσσα!…
…Και πουν’ εδά τα κάλλη ν-του και πούνε το ειδή-ν-του;
την αντρειγιά, την αρχοντιά ποιός την αναστοράται;
και ποιός κατέει το νάμι ν’ του και πούν ‘η λεβεδιά-ν-του;
Πυρί – πυριούν απόδωσε κι’ ετσά γιαμιάς εχάθη!…
βιγλίζει = παρατηρεί
κορδίζει = κομπάζει
γουβρίζει = κατσαδιάζει
μιας κοπανές = κάποια στιγμή
τα κνεκνά τζη = τα χαρακτηριστικά της ελαττώματα, τα κουσούρια
κακομάζαλη = κακομοίρα
το ειδή σου = η όψη σου, η θωριά σου
ζοφή = καχεκτική
σκεβή = χαζή, ηλίθια
εγούγια σου = αλίμονό σου
να μην τ’ αξωθώ= να μην τα καταφέρω
μη σώσω = μη φτάσω στο τέλος, αποσώσω
κακαποδώσω = καταντήσω
φαμέγιος = υπηρέτης
μπεγιεντίζω = καμαρώνω, αποθαυμάζω
τραμηθέ και αστύρακας = αυτοφυείς δενδροειδείς θάμνοι (ο αρχαίος στύραξ)
πραγιός = πράος, ήπιος, μειλίχιος
κακοπάντηδος = ζόρικος, ανάποδος
φαμέγιος = άμισθος υπηρέτης, δούλος
γίβεντο = ο ρεζίλης, ο ξεφτιλισμένος. (Γίβεντα(τα) = ρεζιλίκια)
ταχινή = πρωινή
αποδιαφωτίσει = να χαράξει η μέρα
να βγορίζει = να είναι ορατός, θεατός
ξεταλαγιάστηνε = ξεσηκώθηκε, ταράχτηκε
λώπως = μήπως, μπας και, μη τυχόν
εξεμπουρδούκωσες = αποθρασύνθηκες, πήραν τα μυαλά σου αέρα, ξεδιαντραπώθηκες
αποκουντουρίζεις = αποπαίρνεις, κατσαδιάζεις
γράντησα = έμπλεξα
με του λόγου σου = με εσένα
με την αφεδιά σου = με τα μούτρα σου
εντάκαρες = άρχισες
ορνική = ήσυχη
σάεικα δα = επομένως, κατά συνέπεια, άρα, ώστε
ρέχτηκε = (καθαρ. ορέγομαι): κυριεύομαι από επιθυμία
τ’ ανήμενα = το περίμενα (εκ του αναμένω)
κατές = γνωρίζεις καλά (εκ του κατέχω)
ξανοίγω = βλέπω
καρατάρου = υπολογίζουν, λογαριάζουν
στιμάρου = εκτιμούν
γομάρια = φορτία που μεταφέρει στο σαμάρι του το ζώο
έγνωσε = εξύπνησε
λουμάκους = βλαστάρια, νεαρά κλαδιά
ντακάρουνε = αρχίζουνε
φούντες = χλωρά κλαδιά ελιάς με πλούσιο, πυκνό φύλλωμα
τσιτσέκι = μπουκέτο λουλούδια
ροδαμίζου = βλασταίνουν, μπουμπουκιάζουν
όντε θα σφίξουν τα κρυγιά = όταν θα πιάσει το κρύο
κάργα του χειμώνα = καταχείμωνο
ξεμύγιση = αναστάτωση
συφάμελα = συν γυναιξί και τέκνοις
βρούχος = θόρυβος
βαβούρα = φασαρία, αταξία (λέγεται και βαβουρανιά)
θωρείς = βλέπεις
διαρμίζουνε = τακτοποιούν, συγυρίζουν, συμμαζεύουν
να γλακούνε = να τρέχουνε
μπράτη = εφόδια, αποσκευές
τα ζούμπερα = τα ζωντανά, τα ζώα που συντηρεί ο άνθρωπος
καβαλτί = πρόγευμα, κολατσιό
ντάγκοι = μεγάλα παξιμάδια
συντρημάς = (εκ του συντηρώ) συντηρημένο κρέας
να γκάψου = να φύγουνε
καματερή = καθημερινή
σκόλη = αργία (εκ τον ασχολία)
μαξούλι = εισόδημα
άφτουνε = ανάβουνε
ομπανέ (επίρ.) = σε προχωρημένη ώρα, βραδάκι
κι απής = κι αφού
γρικώ = ακούω
τροξαλίδες = γρύλλοι
σκλόπες = κουκουβάγιες
τσάχαλο= σάλαγος, ελαφρός θόρυβος
να κοιτάξου = να κοιμηθούν
εντάκαρε να βρέχει = άρχισε να βρέχει
σκιαχτήκανε = φοβηθήκανε
καλογιαννούσες = νυφίτσες
κουράδια = κοπάδια
ξεστρουμιστήκα = ταράχτηκαν, αναστατώθηκαν
χαρακιά = χαραγματιά
νέφαλα = σύννεφα
εξάμωσενε = εσκόπευσε
τάξε = σαν να, σάμπως
μανάρι = τσεκούρι
βαρύχνει = χτυπά
ντάκαρε = άρχισε
άψενε = άναψε
δροσά = τίποτα
κάουδο = καμένο αντικείμενο
αναστοράται = θυμάται
κατέει = γνωρίζει, ξέρει
νάμι = όνομα με αξία, προσωπικότητα
το ειδή = η όψη
πυρί – πυριού = τέλεια καταστροφή (πυρί = πυρ)
Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΡΙΦΙ
“Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ
τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν,
και εάν έχω πάσαν την πίστην, ώστε και άρη μεθιστάνειν,
αγάπην δε μη έχω, ουδέν ειμί”
Απάστ. Παύλος, Προς Κορινθίους, κεφ. ΙΓ, 2
Ο Σήφης ο καλόσυρος ο μέγας νοικοκύρης
μαζί με το Μανούσο-ν-του το λεβεντον’ υγιό-ν-του
πραγιό και καλεπίταγο, πεσίχαρο κοπέλι
πορίζανε τα ζούμπερα σ’τσοι σφακιανές Μαδάρες
στα Σώπατα, στο Γούργουθο και βόσκαν όλη μέρα.
Κύρης και γιος αρμέγανε καθ’ ομπανέ στη μάντρα
ασβέλτα να προκάνουνε, πριχού να νυχτωθούνε
κι’ απής αποδιαφώτανε την ταχινή κι’ εγνώθα
έχνη κι’οζά να διαρμιστού, το γάλα να φορτώσου
γερά-γερά να γκάψουνε για το παλιό μιτάτο
καζάνες να γεμίσουνε, να πήξου-ν-τζή μυτζήθρες.
Σα θελά πιάσουν-ν-τ κρυγιά στο έμπα του χειμώνα
τα έγκαλα λαλούσανε μαζί με τον Καρτσώνη
αίγες κι’αρνιά συγκούραδα οθέν το κατωμέρι
ξαναγκασάς σε χειμαδιά που’τονε παχτωμένα.
Στα όρη στα ψηλά βουνά στον όβγορο τον τόπο
μ’ ένα ριφάκι κουζουλό-ν-έπαιζε-ν-το κοπέλι
το κράθιεν’ ανακούρδουδ’ απου τον ατζίποδά-ν-του
κι εις το -γ-καφά το κρέμανε, το χάιδεύε-ν-το φίλιε
στρούσιο δεν απόμεινε-ν-απού να μη-ντ’ αξώσει
κι αγκαλιαστά ν’εθέτανε, σά ‘θελα μαϊνάρου.
Όσον επαίρναν’ο καιρός, μεγάλων’ ο Μανούσος
κατέστεσεν’ άντρας θεριό, σκαντρής δυο μέτρα μπόϊ
και στο μικρό το κουζουλό, τ’ ολότροζο το ρίφι
δύο κέρατα προβάλανε παν’ απού την κοντρίκα
κάτ’ από το πηγούνι-ν-του ξεφύτρωξ’ ένα γένι
κι’αίγα τρανή ξετέλεψε, κιεδά-εδά τη θώριες
στσοι δέτες, στ’άγρια γκρεμνά, στω φαραγγιώ τα πλάγια
με το λεβέντικον ειδή να στέκει, με καμάρι.
Και μιαν αργαδινή τ’οζό λέει στο βοσκαρούδι
“Α θες ορτάκη, αδερφοχτέ να παίξουμενε πάλι
να ιδώ τη σβελτοσύνη σου, στο γλάκιο ανέ με φτάνεις
κι αναστορούμ’ ανέβουλα τσοι περασμένους χρόνους”.
Μα το κοπέλι λέει τ’οζού: “Γιάειντα βάνεις αμέντες
ετούτα τα παλαιινά, άφηκε μ’ορνικό μου
εδά σικλέτι με κρατεί, δε θέλω τραφαπάλιο.
Κουγιούρντισε μου απολιγού, ρόδα για ν’ αποχτήσω
τη νύχτα τ’ονειρεύγουμαι, τη μέρα τριμιχούμαι
ντουσούντισατο ιγούγια μου, μεγάλην έχω τράλη
μεγάλην έχω παιδωμή, ξέτελα δε-γ-κατέω
και τα μαντάτα ο κύρης μού ‘Θε μού ξεμίστευγέ μου
δε θέλει να τ’αφουγκραστεί, δε θέλει με ξανοίξει
δε θέλει μουδέ με στραφεί, παράδες άμ’ ακούσει
μανίζει μου, γουβρίζει μου, πλαντώ και πάω να σκάσω.
Πάνω στην τούρλα Σάββατού η γι’αίγα λέει του Σήφη
“Κύρη κι’αφέντη σφάξε με για χάρη του Μανούσο
και γδάρε με και πούλιε με ντουγρού στο Κατωμέρι
και βγάλ’ απ’ το κεμέρι σου παλιά κωνσταντινάτα
μάζωξε και χρυσά φλουριά, λίρες, ναπολεόνια
κι άμε στη Χώρα ξόδεψε κάμε το θέλημάν’του”.
Σ’ένα λαγκόν’ολημερνίς δούλευεν ο Σηφάκης
διακόσες αίγες έσφαξε με νοικοκεροσύνη
τσοι’γδαρε και τσοι κρέμασε σε γαντζωτά τζεγκέλια
κάτω απ’όναν-πλάτανο, μεσ’τη δροσοποτάδα
Ποπεραθιός σ’ένα-ν-τρουλίν-έστεκεν ο λεβέντης
κι’έχυνε μαύρα δάκρυα κι’εγούβριζ’απ’ τον πόνο.
Περάσα χρόνοι και καιροί, κι ήρθα χρονιάρες μέρες
κι’ο πάσα εις που θελά μπει στ’αρχοντικό του Σήφη
και θελά κάτσει στον οντά με τα φαντά στρωσίδια
τσ’αίγας επάθιεν τη-μ-προβέ με τα παλιά στιβάνια
που η κερά Μαγδαληνή η μάνα του Μανούσο
σαν την καλή νοικοκυρά έθετ’ομπρός στο τζάκι.
Και μια βολά πιργιόπερσης σε μιαν αποσπερίδα
του Σήφη ο ντεληκανής στο μαχαλά’ποσώνει
κι απλώνει τσοι ποδάρες του στο τρίχινο πατάκι
κι εσείστηκεν η γης γιαμιάς τρίξαν’ τα μεσοδόκια
σβήσαν’ οι φλόγες του τζακιού, τα ύστερα του κόσμου
και μια φωνή που την προβέν, ελάλιενε κι εμίλιε
κι έλεενε λυπητερά “Μανούσο μου αγαπώσε!”.
καλόσυρος = από καλό σόϊ, από αρχοντική γενιά
πραγιός = πράος, ήπιος, ήρεμος
καλεπίταγος = φρόνιμος, υπάκουος
πορίζανε = βγαίναν έξω
τα ζούμπερα = τα ζώα που συντηρεί ο άνθρωπος, προ πάντων τα αιγοπρόβατα
ομπανέ = βραδάκι, δειλινό
αποδιαφώτανε = μόλις φώτιζε η αυγή, το χάραμα
την ταχινή = το πρωί
εγνώθα = ξυπνούσαν
να διαρμιστού = να τακτοποιήσουνε, να συγυρίσουνε
να γκάψουνε = να φύγουνε, να πάρουνε δρόμο
μιτάτο = στάνη
τα έγκαλα = τα γαλακτοφόρα ζώα εν αντιθέσει με τα “στέρφα” (στείρα)
συγκούραδα = όλο το κοπάδι μαζί
ξαναγκασάς = εξ’ ανάγκης
όβγορας τόπος = τόπος με θέα
κουζουλό = μουρλό, παλαβό
ανακούρκουδα = τα πάνω κάτω, ανάποδα
ατζίποδας = γάμπα του ποδιού κάτω από το γόνατο
καφάς = σβέρκος
στρούσιο = παίδεμα
να τ’αξώσει = να υποβάλλει σε βασανιστήρια, σε δοκιμασίες
μαϊνάρου = αποκάνουν, τούς εγκαταλείπουν οι δυνάμεις
ολότροζο = θεότρελο
κουτρίκα = κούτελο
ξετέλεψε, ξετελεύω = αναπτύσσομαι, παίρνω μπόι
εδά = τώρα
δέτης = η απότομη, κάθετη υψομετρική διαφορά μεταξύ επιπέδων εδάφων
το ειδή = η όψη
αργαδινή = αργά το απόγευμα
ορτάκης = γκαρδιακός φίλος
γλάκιο = τρέξιμο
αναστορούμαι = θυμούμαι
ανέβουλα = άθελα (εκ του βούλομαι = Θέλω, επιθυμώ)
βάνεις αμέντες = βάζεις στο νου σου
άφηκε μ’ ορνικό μου = άφησέ με ήσυχο
σικλέτι = επίμονη στενοχώρια
τραφαπάλιο = παιχνίδι με πάλεμα
κουγιούρντισέ μου = μου κάπνισε, μ’ούρθε στο μυαλό
απολιγού = σιγά-σιγά, σταδιακά
τριμιχούμαι = αναστατώνομαι, ταράζομαι
ντουσούντισάτο = το σκέφτηκα, το μελέτησα
ιγούγια μου = αλίμονό μου
τράλη = θόλωση διανοίας, ζάλη
παιδωμή = παίδεμα, ψυχική τυραννία
θε μου ξεμίστευγέ μου = Θεέ μου συγχώρεσέ με
αφουγκραστεί = ακούσει
ξανοίξει = κοιτάξει
μανίζει μου = μου θυμώνει
γουβρίζει μου = μου βάζει τις φωνές
πλαντώ = πλαντάζω από τη στενοχώρια, σκάζω
ντουγρού και ντογρού = στα ίσια, κατ’ ευθείαν
κεμέρι = μικρό χρηματικό απόθεμα
λαγκός = χαράδρα
μια βολά πιργιόπερσης = μια φορά πρόπερσι
ντεληκανής = λεβέντης, παλληκάρι
μαχαλάς = μεγάλο σπίτι, άλλα και γειτονιά
γιαμιάς = στη στιγμή, αμέσως
μεσοδόκια = δοκάρια
ΑΝ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΤΟ ΡΕΘΕΜΝΟΣ
(Ριζίτικο)
Καλότυχος, καλόμοιρος στην Κρήτη αν’ ε μπροβάλλεις
κι αν είναι για το Ρέθεμνος δυο βολές καλομοίρης
γιατί στη μέση του νησιού η αρχοντοπολιτεία
σε σωντηρά πεσίχαρη σα λυγερή νεράιδα.
Μιαν ταχινή με τη δροσά κι οντ’ αποδιαφωτίζει
να πάρεις τ’αναβόλεμα του κάστρου τση Φορτέζας
σφούγγιξε τον τον ίδρω σου, σά ΄θελα σωπατήσεις
κι απής σιμώσεις στα τειχιά πίσ’ απ’ τσοι πολεμίστρες
ξάνοιξ’ ομπρός δεξά-ζερβά, να τηνε μπεγιεντίσεις.
Από παέ ν’ οι γι’ εκκλησές με τα καμπαναριά τους
παλαιινά ν’ αρχοντικά, τζαμιά και μιναρέδες
πρεπιά ναι το Βενέτικο λιμάνι με το φάρο
καρσί βγορίζ’ο Ευληγιάς τα Τρία Μοναστήρια
η Τρυπητή κι ο Βρύσινας με τα χωριά στη ρίζα.
Κι οντ’ εμφραθού -ν- τα μάτια σου μεσ’ την παλιά τη -μ-πόλη
άμε και σάλεψε τηνε μη λυπηθείς τα ζάλα
να κάμεις το σεΐρι σου, να τηνε σεργιανίσεις
και να χαθείς μεσ’ τα στενά και στα πολλά σοκκάκια.
Ξάνοιξε θύρες σκαλιστές, καμάρες, καντονάδες
βρύσες μ’ ολόδροσα νερά, κιόσκια, ψηλά μπαλκόνια
πλατέες σαν του Πλάτανου και τση Μεγάλη-Πόρτας.
Γνώρα να δώκεις στη στραθιά μ’ όσους συναπαντήξεις
άντρες πούχουνε φρόνεση, ντρέτους και μπεσαλήδες
γυναίκες καλεπίταγες, με σέβας κι αξιοσύνη!…
βολές = φορές
σωντηρά = βλέπει, παρατηρεί
ταχινή = πρωινή
αποδιαφωτίσει = μόλις φωτίσει η αυγή, ξημερώσει
σωπατήσεις = πατήσεις επάνω στο ίσωμα
ξάνοιξε = ιδές
πρεπιά = ευπρέπεια, καλαίσθητη εξωτερική εμφάνιση, στόλισμα
καρσί = αντίκρυ
βγορίζει = προβάλλει με θέα
σάλεψε = περπάτησε
ζάλα = βήματα
σεΐρι = περίπατος
καντονάδες = γωνιές
γνώρα = γνωριμία
στη στραθιά = καθ’ οδόν
συναπαντήξεις = συναντήσεις
φρόνεση = σύνεση, σωφροσύνη
ντρέτους και μπεσαλήδες = ντόμπρους και ειλικρινείς, τίμιους
καλεπίταγες = φρόνιμες, φιλικές
ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ
“Prima est haec ultio, quod se judice nemo nocens absolvitur”
“Η μεγαλύτερη τιμωρία είναι, πως ο ένοχος δεν αθωώνεται στο δικαστήριο της συνείδησής του”
ΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ (60-128μ.Χ.) Λατίνος σατυρικός ποιητής που καυτηρίασε εκείνους οι οποίοι υποκρίνονται και εξωτερικά παρουσιάζονται άμεμπτοι.
Οντεν’ ακούσω μπαλοτέ κι όντε βρεθώ στα όρη
τα νιάτα μου τα έρημα στην Κρήτη αναστορούμαι
απούκανα τον κυνηγό κι έπαιζα των περδίκω
τω-ν- τρυγονιώ τω-γ- κοτσιφώ στα δάση και στσοί κάμπους…
Είχα και μια λαγωναρέ ασβέλτη σα σαΐτα
απού λαγό δεν άφηνεν, ήσυχο να λουφάξει
μόνο τονέ ξετρύπωνε μέσ’ απ’ τη-ν- κοιμητέ ν’του
στσοι κουμαρές, στσ’ ασπάλαθους
στσοί σπάρτους στσ’ αστιβίδες
στσ’ αλαδανές, στσ’ ακρέβατους
στσ’ οι βάτούς, στσ’ αγκαράθους…
Τα ταιριαστά ξεταίριαζα κι ορφάνευα φαμίλιες
μακελευτής, ξολοθρεφτής ξεχώριζα διαλυούσα…
Μια θλιβερή ν’ αργαδινή μια πένθιμη ν’ ημέρα
μέσα σε ποροφάραγγο πλάϊ σ’ ένα ρυακάκι
ξάμωσα και μπαλόταρα ένα φτωχό ν’ αγρίμι
την ώρα πού ‘πινε νερό κι έπεσε κι εσωριάστη.
Σηκώθηνε, ξανάπεφτε, κολύμπανε στο αίμα
κι εσύρθηνε με την κοιλιά μέσα σ’ ένα σπηλιάρι…
Εγλάκηξα κι εσίμωσα, θωρώ εν’ αγριμάκι
και πλάι η μάνα η έρημη να κλαίει, να σπαράσσει
και δεν εκάτεχενε μπλειό για το βυζασταρούδι
απ’ ού γλυφε-ν-το τρυφερά, είντα θελ’ απογίνει
πεντάρφανο κι’ αμοναχό και παραπεταμένο
έρημο κι απροστάτευτο, φτωχό κατατρεγμένο…
Οντεν’εμπήκα στη σπηλιά, ξεψύχανεν η μάνα.
Έσκυψα και γονάτισα επάνω στο κουφάρι
με δάκρυα προσευχήθηκα, τον ουρανό ξανοίγω
φιλώ τ’ αγρίμι το μικρό, στην αγκαλιά το σφίγγω
ζεστά, μ’ αγάπη στοργικά και σκέφτομαι με πόνο:
“Ωφου: και γιάειντα τ’ ώκαμα κι’ είντα ψυχή θα δώσω…
Ανάθεμα στην τουφεκιά κατάρα στα ντουφέκια
Ιησού Χριστέ συχώρα μου τέθιο μεγάλο κρίμα! ι…”.
μπαλοτέ και μπαλοθιά = πυροβολισμός (που ρίχνεται εθιμοτυπικά στην Κρήτη κατά τη διάρκεια γιορτής, γλεντιού, σε γάμους, βαφτίσια κ.λπ.) Λεξικό Μπαμπινιώτη.
αναστορούμαι = θυμούμαι
έπαιζα = έριχνα πυροβολισμούς
λαγωναρέ = λαγωνικό σκυλί
κοιμητέ = κρυψώνα ή και φωλιά λαγού
αργαδινή = βραδάκι
ξάμωσα = σκόπευσα
μπαλόταρα = πυροβόλησα
εγλάκηξα = έτρεξα
θωρώ = βλέπω
εκάτεχενε = ήξερε
ξανοίγω = παρατηρώ, βλέπω
ΓΙΑΕΙΝΤΑ
“Ελεύθερον αδύνατον είναι τον πάθεσι δουλεύοντα και υπό παθών κρατούμενον”
“Αδύνατο ν’ αναι ελεύθερος αυτός που υποδουλώνεται στα πάθη και κυριαρχείται από αυτά”
ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ: Φιλόσοφος, μαθηματικός και φυσικός από τη Σάμο (580 – 480 π.Χ.)
Ένα λαγουδογέρακο μεσόρανα επέτα
κι εν’ άλλο φάνει στο μουρί πάν’ απού τσοι δρυγιάδες.
Τα δυο πουλί’ αλαργεύανε, μα πάλι ξανασμίγα
με μιαν’ αγάπη μπιστική βέβια και βλοημένη
κι’ από ψηλ’ άσου βγόριζε, βιγλίζανε το-ν- κάμπο.
Μέσα σε σφάκες και μυρτές σε σκίνους και κουμάρους
χωσμένος ένας κυνηγός ξάνοιγ’ οθεν’ απάνω
με καραμπίνα ξάσφερη σε φονική μπροσκάδα.
Τ’ ασερνικόν εσίμωνε, δεν έπαιρνε χαμπέρι
το θηλυκό θωρεί ζερβά, μαργώνει απού το φόβο
φωνιάζει: “αλύπητος φονιάς απάνω σου ξαμώνει
τρεμούλα ρίγος με κρατεί. Τ’ αμέντε σου ψυχή μου”.
Σέβου κι αλάργεψε γιαμιάς, γερά-γερά διαρμίσου.
Μα κείνο δεν εγρίκανε, αγάλια-αγάλια ελάλιε
και λέει τ’ άλλου: “λώπης νογάς, πως τρέμω και φοβούμαι.
Τον μακελλάρη κάτεχε, νισάφι δε γυρεύγω”.
Τρεις μπαλοτές βροντήξανε κι’ έχνη ξετρουμιστήκα
τ’ ασρενικό νιώσε βαθιά πόνους μεσ’ το κορμί-ν- του
η πρώτη μπάλα ξόφαρτση του’ ρθενε στη φτερούγα
η δεύτερη στον τζάρουκα μπέλικι και στ’ αμάτι
μ’ αλίμονο στο μπέτη του την ύστερήν’ επήρε
μπεϊλί του αποπά κι’ ομπρός δεν είχενε γλυτέρα
τ’ άζουδο χαροπάλευγε σαν το ζαβλακωμένο
κι’ έγειρ’ ομπρός την κεφαλή και ντάκαρε να πέφτει.
Σ’ένα παλιό νερόμυλο σε βάτους κι ακραβάτους
σ’ αλυγαρές και τραμηθές, σε μια δροσοποτάδα
στη ρίζα νους αστύρακα το βρήκεν η θανή-ν- του.
Ο άρχοντας των ουρανών απ’ όριζε-ν-τα όρη
και στα φαράγγια φώλιαζε, που χάνουνταν στα νέφη
το μεγ’ αέτητο πουλίν εδά το θώριες χάμαι
στα χάμπαθα να κείτεται δίχως ζωή κι’ ανάσα.
Το θηλυκό κατσ’ εύγορα’ ν’ εις την κορφή νιους πρίνου
ένιωθε πως απόμεινε δίχως στοργή κι’ αγάπη
έρημο κι’ εφταμόναχο σαν καλαμιά στον κάμπο
σαν κυπαρίσσι στο βοριά στη μάνητα τ’ αγέρα
εθώριενε το λείψανο τ’ άψυχο το κουφάρι
κι αναστουλούχανε βαριά, ξεστήχου εμοιρολόγα.
“Άντρα μ’ αφέντη τω βουνώ, τω φαραγγιώ δεσπότη
δικέ μ’ ορτάκη, τσιφτελή, το φως των αμαθιώ μου
λεβέντη κι’ αντρειωμένε μού κι έχασα την ορπίδα
γιάειντα σε σκότωσ’ ο φονιάς και σ’ έπεψε -ν- του Χάρου;
Ψυχή χεν από σίντερο γη την καρδ’ από πέτρα;
Και τ’ άζουδα τα ορφανά εδά μέσ’ τη φωλέ -ν-των
μέσ’ την κρυγιότη καθ’ αργά τον κύρη θ’ ανημένου
και θα μαργώνου και θα εργού, δε θάνε μπλιο σιμά των
κάτ’από τσοι φτερούγες του μ’ αγάπη να τα βλέπει.”
μουρί = μικρό ύψωμα
αλαργεύανε = απομακρύνονταν
ξανασμίγμα = ξανανταμώνανε
μπιστική = πιστή
βέβια = αληθινή, γνήσια
βγόριζε = είχε θέα
βιγλίζανε = έβλεπαν, κοίταζαν
μπροσκάδα = ενέδρα
εσίμωνε = πλησίαζε
χαμπέρι = είδηση
ζερβά = αριστερά
θωρεί = βλέπει
μαργώνει = παγώνει
ξαμώνει = σκοπεύει
τ’αμέντε σου = έχε το νου σου
σέβου = πρόσεχε
γερά-γερά = γρήγορα
διαρμίσου = φεύγα
δεν εγρίκανε = δεν άκουγε
αγάλια-αγάλια = αργά-αργά
ελάλιε = πήγαινε, πορευόταν
λώπης νογάς = μήπως εννοείς, μήπως νομίζεις
κάτεχε = γνώριζε
νισάφι = έλεος, ευσπλαχνία
τα έχνη = τα ζώα του χωριού, τα ζωντανά
ξετρουμιστήκα = τρομοκρατήθηκαν, πανικοβλήθηκαν
μπάλα = βόλι
ξόφαρτση = ξυστά
τζάρουκας = λαιμός, λάρυγγας
μπέλικι = ίσως, ενδεχομένως
μπέτης = στήθος
ύστερη = τελευταία
μπεϊλί του = ήταν φανερό
απόπα = απ’ εδώ
γλυτέρα = γλυτωμός
τ’ άζουδο = το άμοιρο
ζαβλακωμένο = ζαλισμένο
ντάκαρε = άρχισε
απ’ όριζεν τα όρη = που διαφέντευε, εξουσίαζε τα βουνά
εδά το θώριες = τώρα το ‘βλεπες
χάμπαθα = απορρίμματα της εξοχής, πεσμένα ξερά φύλλα
εύγορα = ανοιχτός τόπος με θέα
Αγαπητέ μου Κύριε Κούνουπα,
Έλαβα τη μικρή σας ποιητική συλλογή “Αναβολέματα” και τη διάβασα αμέσως με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σας ευχαριστώ και σας συγχαίρω.
Το να γράφει κανείς στη γλώσσα των προγόνων του, πλούσια σε ωραίους ιδιωματισμούς, δεν είναι απλώς ενδιαφέρον, αλλά και συγκινητικό. Η κρητική λογοτεχνική γλώσσα είναι ένας τομέας δύσκολος (γιατί την έχουν χειριστεί ένας Κορνάρος και ένας Χορτάτσης) αλλά όχι και χωρίς ευχάριστες εκπλήξεις. Εύχομαι να μας δώσετε και άλλες παρόμοιες επαινετές εκπλήξεις, που να μας συγκινήσουν και πάλι.
Με φιλικώτατα αισθήματα
Μανούσος Μανούσακας*
*Ο αείμνηστος Μ. Μανούσακας υπήρξε Ακαδημαϊκός επί μακρόν
ΚΡΙΤΙΚΕΣ – ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΑ «ΑΝΑΒΟΛΕΜΑΤΑ»
“ΓΙΑΕΙΝΤΑ”
Έλαβα ένα μικρό βιβλιαράκι από τον γλυκύτατο και αισταντικό άνθρωπο και λογοτέχνη, Μανόλη Ι. Κούνουπα.
Άνοιξα αυτό το βιβλιαράκι σε μια σελίδα του στην τύχη. Μαγεύτηκα από τη γλώσσα, τη μουσική, την περιγραφή. Μια ανάταση και μια συγκίνηση ένιωσα ευθύς. Ακόμα δεν γύρισα σε άλλη σελίδα. Δεν ήθελα να φύγει η γεύση. Ακόμα ρεμβάζω στην όμορφη εικόνα, και ακούω τη γάργαρη ροή του κρητικού λόγου στ’ αυτιά μου. Ακόμα η θλίψη για το πληγωμένο πουλί βαραίνει την καρδιά μου. Και μια ενοχή επικάθεται στην ψυχή μου.
Θα μπορούσε να είναι ένα κλασικό ποίημα. Θα μπορούσε να είναι και του μεγάλου Κρητικού Μεσαίωνα η μαγεία. Θα μπορούσε να είναι ένα ψήγμα της μεγάλης Δημοτικής μας ποίησης. Είναι πάντως, η διαχρονική μουσική που αναδύεται εδώ, από την ποίηση την ελληνική και είναι ένα απεγνωσμένο κάλεσμα επίσης, ένα SOS, για τη διάσωση του πιο πολυτραγουδισμένου πουλιού της ελληνικής μας φύσης και πιο ιδιαίτερα της κρητικής φύσης.
[Κώστας Πετρίδης]
——————-
…Πρόκειται για ποιητική πραγματεία στην αυστηρή κρητική λογοτεχνία. Μέτρο, γλώσσα, παρομοιώσεις, θέμα, τεχνική δεν υπολείπονται από ανάλογες δημιουργίες των γνωστών κλασσικών κρητικών ποιητών.
Τη δουλειά αυτή την αφιερώνει ο Μ. Κούνουπας στους ποιητάρηδες, στους μαντιλαδολόγους, στους παραμυθάδες και σ’ όλους εκείνους που σεβάστηκαν και σέβονται τη φυσιογνωμία και την πολιτιστική κληρονομιά του τόπου μας.
[περιοδικό ΚΡΙ-ΚΡΙ]
Δημήτρης Ποθουλάκης
——————————
Και στο βιβλίο τούτο ξεναγήθηκα σε λέξεις ζωντανές, γεννήματα πλημμύρας αισθημάτων και λαχτάρας ν’ αγγίζουν τις ψυχές.
Ανθίσματα, θροΐσματα, τραγούδια δροσάτα, κελαρύσματα, πετάγματα αετίσια, χτύποι καρδιάς ανθρώπου, που ανασταίνονται στης μνήμης μας τη ρύμη και γλυκοροζονάρουνε στις πόρτες στα κατώφλια…
Κι είναι για μας για τη γενιά μας η μάννα και ο κύρης μας, οι φίλοι μας, οι συγγενείς μας, αγκάλιασμα ζεστό και τρυφερό απ’ ό,τι ζήσαμε, απ’ ό,τι αγαπήσαμε εις τα μικράτα μας, απ ό,τι μας εστήριξε να μεγαλώσουμε… Και στο βιβλίο τούτο είδα τις κρητικές τις λέξεις, υπάρξεις ζωντανές μάχη ζωής να δίνουν, με το χάροντα… Κι ύστερα σαν άνθρωπος που να μη θαυμάσω τον άνθρωπο, τον συγγραφέα τούτου του βιβλίου, το Μανόλη Κουνουπα, με την πλημμυρισμένη από αγάπη κι ευγενικά αισθήματα ψυχή του, για τον τόπο του, τη λαλιά του, για την παράδοση και την ιστορία του, για ό,τι του χάρισε πλούτο καρδιάς!
Η λαχτάρα της ψυχής του να επικοινωνήσει και να διεισδύσει, ο όποιος αναγνώστης, στο περιεχόμενο των εξαίσιων ασμάτων του, να γνωρίσει την ντοπιολαλιά του και τον κρητικό τρόπο ζωής, εκφράζεται με το ερμηνευτικό λεξιλόγιο και τις χαρακτηριστικές φωτογραφίες, που ακολουθούν κάθε τραγούδι του…
[Δέσποινα Μαριανάκη-Κουτζόγλου]
——————————–
Μανόλης Ι. Κούνουπας
Ήρθε στα χέρια μου, ένα μικρό βιβλιαράκι, γραμμένο από το Μ. Κούνουπα. Τα “Αναβολέματα”. Άρχισα να τα διαβάζω περασμένα μεσάνυχτα και ξαφνικά… Και ξαφνικά τούτο το βιβλιαράκι, έγινε μεγάλο, τεράστιο, για-τί τ’ αναβολέματά του είχαν γίνει, της δικιάς μου ψυχής αναβολέματα. Βρέθηκα, σε μια καταιγίδα από λέξεις της ντοπιολαλιάς μας. Λέξεις-έννοιες, λέξεις σημειολογικές, λέξεις που έχουν τις ρίζες τους στην Αρχαία Ελληνική γραμματεία, λέξεις που ήρθαν απ’ έξω κι εζυμώθηκαν κι έγιναν δικές μας ρίζες, λέξεις που μας δείχνουν τη διαδρομή της ιστορίας του τόπου μας. Από το αρχαιοελληνικό “ειδή”, στο βενετσιάνικο “μπροσκάδα” ως το τουρκικό “σικλέτι”, όλα μαζί χωνεμένα στο ζυμωτήρι της λαϊκής ντοπιολαλιάς. Στις ρίζες μας.
Αυτή είναι η δύναμη της ρίζας. Να παίρνει όσα χρειάζεται, να τα ζυμώνει και να τα αφομοιώνει όλα, που θελημένα ή αθέλητα, τις έρχονται κατ’ απάνω της. Αυτή η σκέψη, είναι βέβαιο, πως για να τη δεχτείς, γίνεται από μόνη της αναβόλεμα ψυχής. Όλες τούτες τις “κακοπάντηδες” στη γραφή και τη μετρική τους λέξεις, ο Μανόλης Κούνουπας τις πειθάρχησε πλέκοντάς τις στο καμβά του ριζίτικου τραγουδιού, δίδοντας άλλη μια θύελλα εικόνων της επαφής του κρητικού, από τη μία με τη φύση και από την άλλη με τη ψυχή του. Ο Μ.Κ. περιγράφει με λυρική θάλεγα δεξιοτεχνία τ’ αναβολέματα της ψυχής στα δρώμενα του κάθε ποιήματος. Νάσαι καλά Μανόλη και πάντα τέτοια.
Τ αναβολέματά σου γίνηκαν και δικά μας αναβολέματα, θύμισες και πραγματικότητες.
[γιατρός Γιάννης Τσουδερός]
——————————
“Αναβολέματα”
του Μανόλη Ι. Κούνουπα
…Και τα πέντε αυτά ποιήματα αναδεικνύονται αληθινά λογοτεχνικά αριστουργήματα, που, αν σκύψεις και τα περιδιαβείς προσεκτικά, θα τα νιώσεις να σου χαϊδεύουν ευεργετικά και ανάλαφρα στην ψυχή, θα αφουγκραστείς μέσα σου όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου και πολιτισμού των παλιών Κρητικών, θα νιώσεις να σου σιγοτραδουδά μέσα σου αυτή η ίδια η ψυχή της Κρήτης.
Η τρυφερότητα, ο πλούτος των συναισθημάτων, το ανώτερο ήθος και η πνευματικότητα, απαντιούνται σε όλη την έκταση των ποιημάτων. Ο κ. Κούνουπας μας μεταγγίζει αυτήν την αληθινή παιδεία, που διαπότιζε τον παλιό Κρητικό πολιτισμό, όπως αυτή διαγράφεται και ορίζεται μέσα από το απόσταγμα των άγραφων ηθών, εθίμων και παραδόσεων της Κρήτης…
[Κωστής Ηλ. Παπαδάκης]
Στο λογοτεχνικό διαγωνισμό
για το Πολυτεχνείο
Βραβεύτηκε
ο συμπολίτης συγγραφέας
Μανόλης Κούνουπας
Από τα ΡΕΘΥΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Το Ρέθυμνο είχε την τιμητική του στον Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων, αφιερωμένο στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Συγκεκριμένα βραβεύτηκε ο λογοτέχνης κ. Μανόλης Κούνουπας (ψευδώνυμο Μανούσος Αζήλακας) για το ποίημά του “Γιάειντα”.
Την κριτική επιτροπή αποτελούσαν ο επίκουρος καθηγητής φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Κρήτης Σταμάτης Φιλιππίδης, ο λογοτέχνης Γιώργος Μανουσάκης και η διδάκτωρ φιλοσοφίας σύμβουλος φιλολόγων Ελπινίκη Νικολουδάκη-Σουρή.
« Ντροπή στο έθνος που ακόμα που ακόμα δεν κατάλαβε, ύστερα από πέντε αιώνων περπάτημα, πως ο ποιητής του Ερωτόκριτου, αυτός είναι ο μέγαs του ελληνικού έθνους και αθάνατος ποιητής !…»
Παλαμάς 1907
«είναι (η γλώσσα του Ερωτόκριτου) η τελειότερα οργανωμένη γλώσσα που άκουσε ο μεσαιωνικός κι ο νεότερος ελληνισμός, μια γλώσσα που εκφράζει με σταθερό χαρακτήρα, την ευαισθησία του κόσμου που τη μιλούσε»
Σεφέρης