Μακάβρια φάρσα

ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1969

Πρωτότυπη όσο και μακάβρια μασκαράτα έκανε προχθές ένας συμπολίτης γνωστός από τα αστεία του, αλλά και από τον μακαρίτη τον καρνάβαλο του Ρεθύμνου. Κι ασφαλώς αν εγένετο διαγωνισμός για την καλύτερη έμπνευση μεταμφίεσης θα παίρνε το πρώτο βραβείο.

Αλλά ακούστε τι έκανε:

Πήρε τρία ταξί, επιστράτευσε μερικούς φίλους του και τους έβαλε μέσα και δανείστηκε κι ένα φέρετρο απο ένα φερετροπολείο. Και όταν έφθασαν κοντά στο σπίτι ενός φίλου του στον Μασταμπά μπήκε  μέσα στο φέρετρο που φορτώθηκε έτσι στο πορτ  μπακαζ  ενός από το ταξί. «Η Νεκροπομπή» προσχώρησε έτσι μέχρι το σπίτι του φίλου και κατέβηκαν δύο τρεις  από τη συνοδεία» συντετριμμένοι και περίλυποι και του φώναξαν να κατέβη να δει τον καλό του φίλο που είχε πεθάνει αιφνιδίως. Εν τω μεταξύ είχε ξεμυγιστεί η γειτονιά, μια – δύο γυναικούλες άρχισαν να συρομαδιούνται και ενώ ο φίλος του βρισκότανε ακόμη στην κατάστασή της καταπλήξεως , σηκώθηκε  ο «νεκρός» τεντωμένος και σοβαρός παριστάνοντας τον Λάζαρο..
Aλλα μετά την «Ανάστασή του» ο χωρατατζής  συμπολίτης το’ βαλε στα πόδια,.. γιατί ήξερε πως οι περίοικοι και ο φίλος του θα τον κερνούσαν, κανένα «φόρτωμα» ξύλο για την λαχτάρα που του έκανε.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ

Το γεγονός αυτό περιγράφει με στοιχεία ο Νίκος Δερεδάκης μετά; από σχετικές αναφορές που έγιναν σε συνέδριο για το Μασταμπά Αναφέρει σχετικά ο ακούραστος αυτός ερευνητής

Μέρες αποκριάς που διανύουμε δεν μπορεί να μην είναι και η στήλη στο πνεύμα του κεφιού, του πειράγματος, της πλάκας και της φάρσας.

2

 

 

Ο Γελωτοποιός του Βασιλιά Καρνάβαλου που φαίνεται αριστερά στη φωτογραφία είναι ο αείμνηστος Μάρκος Γιουμπάκης, ο πρώτος Διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Ρεθύμνου. Γνωστός πλακατζής, πάντα πρώτος σε εκείνες τις παλιές Αποκριές. Το «δοχείο νυκτός» που κρατούσε πάνω στο αποκριάτικο άρμα μαζί με μια αρμαθιά λουκάνικα είχαν αφήσει εποχή. Δυστυχώς έφυγε πρόωρα στα 47 του χρόνια.

Οι φάρσες, πολλές φορές άκομψες και «χοντρές», εκείνη την εποχή έπαιρναν και έδιναν. Κανείς όμως δεν παρεξηγούσε τον άλλον γιατί όλοι ήξεραν ότι τα πάντα ήταν καλοπροαίρετα και μοναδικό στόχο είχαν να ξεφύγουν από τις δυσκολίες της καθημερινότητας που εκείνα τα χρόνια μάστιζαν το παντέρμο Ρέθεμνος.

Κάθε βράδυ ο Γιουμπάκης με την παρέα του πήγαινε στο ρακάδικο του Χαράλαμπου Αναγνωστάκη, του γνωστού Χαραλαμπά στην Αγιά Βαρβάρα.

Ήταν απόκριες του 1969. Αργά το βράδυ χτυπάει η πόρτα του σπιτιού του Χαραλαμπά, κάπου εκεί, ψηλά στον Μασταμπά. Ο Χαραλαμπάς μόλις είχε γυρίσει από το ρακάδικό του. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του περίλυπο τον φίλο του, τον ταξιτζή Γιώργο Βαλέργα. «Έλα γρήγορα Χαράλαμπε, γιατί πέθανε κάποιος στο χωριό σου το Όρος», του λέει ο Βαλέργας. Στο χωριό ζούσαν οι γονείς και τα αδέρφια του Χαραλαμπά. Βγαίνουν όλοι έξω και βλέπουν στο πορτμπαγκάζ του ταξί ένα φέρετρο. Από πίσω ένα περιπολικό με αναμμένο τον φάρο καθώς και άλλα αυτοκίνητα γεμάτα κόσμο. Η Ισμήνη, η γυναίκα του Χαραλαμπά αρχίζει να φωνάζει, να τραβάει τα μαλλιά της και να ξεσηκώνει τη γειτονιά στο πόδι. Με τη φασαρία βγήκαν όλοι οι γείτονες στα μπαλκόνια των σπιτιών τους. Μέσα στο φέρετρο είχε μπει ο Μάρκος Γιουμπάκης, που είχε όμως ξεχάσει να βγάλει τα χαρακτηριστικά γυαλιά του. Ο Χαραλαμπάς, με πόδια τρεμάμενα, πάει να σηκώσει το φέρετρο για να το  βάλει στο σπίτι. Στο μισοσκόταδο όμως διακρίνει τον σκελετό των γυαλιών (νεκρός και γυαλιά δεν πάνε) και καταλαβαίνει ότι πρόκειται για φάρσα. Δεν λέει όμως τίποτα. Ανασηκώνει το φέρετρο και το αφήνει με δύναμη να πέσει κάτω! Έντρομος ο Γιουμπάκης από την απρόσμενη εξέλιξη, «αναστήνεται» πετιέται μέσα από το φέρετρο και το βάζει στα πόδια φοβούμενος ότι θα φάει πολύ ξύλο. Μπαίνει στο περιπολικό που ήδη έχει αρχίσει να βαράει τη σειρήνα και φεύγουν.

Η πλάκα μαθεύτηκε την επομένη σε όλη την πολιτεία. Ακόμα και ο Δεσπότης το έμαθε και την Κυριακή κάλεσε όλη την παρέα στο Δεσποτικό και τους «έψαλε τον εξάψαλμο».

Άλλες εποχές, άλλοι άνθρωποι, άλλες συνήθειες, άλλες πλάκες…

 

Το κείμενο προέρχεται από τα πρακτικά του Συνεδρίου «Ο Μασταμπάς από το τότε στο σήμερα».

Αναρτήθηκε από Νίκος Δερεδάκης στις 10:42 μ.μ.

Ετικέτες ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

 

 

Αφήστε μια απάντηση