ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ
της ΕΛΕΝΗΣ Γ. ΓΑΓΑΝΗ
Ο Λύκος γέλασε. Τα ολόισια ξανθά μαλλιά΄ έπεφταν στα μάτια που π’ αντιφέγγιζαν ήλιο. Η Ερόϊκα τον κύτταξε. Προσπάθησε να ξεχωρίσει τι χρώμα είχαν τα μάτια του. Μα χάθηκε μέσα τους.
Μπορεί να ναι καμωμένα από άμμο την ώρα που τη φωτολούζει ο ήλιος. Μπορεί κι από οργισμένη θάλασσα. Μπορεί κι από γκρίζα διάφανη βροχή, πνιγμένη μέσα στη ομίχλη.
Ο Λύκος, συνέχισε να γελά.
- Γιατί γελάς; Ρώτησε η Ερόϊκα. Ετσι είναι τα μάτια σου. Το ξέρεις δα πως έχει τα πιο δυσκολοδιάβαστα μάτια κι έκοψε το λευκό λουλουδάκι για να το βάλη στα μαλλιά της.
- Γιατί, φώναξε, γιατι να πεθαίνουμε; Για ο Θεός να μας δίνη τοσο συχνά το δικαίωμα να τον φωνάζουμε σκληρό;
Γιατί να μας δίνη χαρίσματα που θα τα ξαναπάρη; Για να τα δώσει σε άλλο; Γιατι να σπαταλούμε τη ζωή μας στον απάνω κόσμο, να χαρίζουμε την αγάπη μας να σκοτώνουμε τις δυνάμεις μας μάταια και να φτάνουμε εξαντλημένοι, και αποκαμωμένοι στην Αιωνιότητα;
Γιατί; Γιατί;
Άδραξε τον Λύκο απ’ τους ώμους και τον κούνησε δυνατά, απελπισμένα. Με μιας λευτερώθηκε ο λύκος από σφίξιμό της, χύθηκε στο πιάνο, κι άρχισε να παίζη.
Μονοστιγμής, πιάστηκε η ανάσα της Ερόϊκας. Τι ήταν τούτο το θαύμα; Η ψυχή της γιόμισε μουσική. Ξεχείλισε μουσική. Κυττούσε τος λεπτούς ώμους τους Λύκου πως τραντάζουνταν, κι έτρεμαν και σπαρταρούσαν κι ορθώνουνταν παλι ανένδοτοι , ανατριχιασμένοι. Κυττουσε τα λευκά κυκλάμινα δάχτυλα που γλυστρούσαν πάνω στα πλήκτρα κι έστηναν χορό και κυνηγιούνταν;
Κοιτούσε ολόκληρο το κορμί που αγωνίζουνταν και τυαγνιούνταν κι έπαλλε ακατάπαυστα σα χορδή λύρας. Την έρχουνταν να χυθή ν’αρπάξη τ’ ασπροδάχτυλα χέρια ετσι βίαια και ορμητικά που να σταματήσουν, γιατι ένιωθε φόβο στη θέα τουτου του μαχόμενου κορμιού. Λόγιαζε πως μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να σταματήσει η καρδιά, να παραλύσουν τα χέρια να ουρλιάξει σαν λαβωμένο πουλί το πιάνο πριν ολότελα σωπάση. Κα τότε;
Μα την τελευταία στιγμή η καρδιά της έβγαζε παράπονου φωνή. Όχι πως τέτοια δραματική εξομολόγηση θα τολμούσε να κόψει στη μέση. Συνταιριάζουνταν οι νότες, μετουσίωναν τον παλμό του κορμιού σε θρήνο και τούτο παραλύσαν οι ώμοι, γλυστρούσαν σα γλάροι πάνω στο λευκό αφρό τα δάχτυλα, έκλαιγαν μια δυο πολλές συγκεχυμένες φωνές, έκλαιγε μαζί κι ο Λύκος, κι αυλακώνουνταν με τ’ αρμυρό νερό τα μάγουλα. Έκλαιγε κι η Ερόϊκα κι έμπλεκαν οι σταγόνες μέσ’ τα μαλλιά του Λύκου, και στραφτάλιζαν πολίτιμες αναμεσά τους.
Ανακατώνουνταν οι λυγμοί, τρόμαζαν κι έπαιρναν τον δρόμο της απόγνωσης η μουσική δεν σταματούσε. Κρατούσε στ’ ακροδάχτυλα τους δυο νιούς και δοκίμαζε πάνω στην πανίσχυρη νειότητη τους, τη δύναμή της.
Αλλοτε οι νότες ούρλιαζαν θριαμβευτικά κι αρχινούσε τότε ενας Διονυσιακός ύμνος κι αντηχούσε πέρα ως περα ο αγέρας θρίαμβο, νίκη, νειοτη.
Τότε τα μάτια στένωναν. Η Διονυσιακή μέθη διαπερνούσε το κορμί. Κυριαρχούσε ο ρυθμός, θριάμβευε λίγο, ώσπου να πέση πάλι. Μα τούτο γίνουνταν ύστερα από αγώνα σκληρό πάνω στα πλήκτρα, κυνηγητό άγριο, σωστή μάχη.
Ηταν όλη τουτη η εξομολόγηση ενας τραγικός αυτοσχεδιασμός του Λύκου στην απελπισμένη ερώτηση της Ερόϊκας: Γιατί;
Ηταν τραγικός μονόλογος, μια τρομακτική απολογία που κρέμουνταν απ’ τα τειχία του πιάνου και στέριωνε στον αγέρα σα μουσική. Τη φοβερή σκέψη.
«Τι να’ ναι η μουσική;» σκέφτουνταν η Ερόϊκα κι ανατρίχιαζε. «Τι ‘ναι η μουσική;» συλλογούνταν κι ο Λύκος και νέα δυναμη τρύπωνε στις φλέβες να δυναμώση το θριαμβευτικό τραγούδι και την αντοχή.
Και σαν να μην τον χωρούσε το πιάνο, άρπαξε την κιθάρα στα χερια και χάϊδεψε απαλά τις χορδές της. Ο λυγμός ξεχύθηκε αβάσταχτος και εσμιξε με τη νύχτα.
Η Ερόϊκα ένοιωσε τα δάκρυα να πλημμυρίζουν ανεξήγητα τα μάγουλα της . τίναξε τ ότε ο Λύκος το λιγνό λαρύγγι κι άγριο, ανέκφραστο ουρλιαχτό στην προσπάθεια να τραγουδήσει!
Με μιας κατάλαβε η Ερόϊκα και το κλάμα ξέσκισε βασανιστικά το στήθος.
Αδικία.. ήθελε να φωνάξει μα δεν το κανε.
Ο Λύκος όμως, ευλογούσε κάτι τετοιες στιγμές το Θεο που του δωκε τέτοια δύναμη ομιλίας: τη μουσική. και λόγιαζε πως έπρεπε να τον ευχαριστή που είχε ξεχάσει να φυτέψει τη φωνή στο δικό του σκουριασμένο λαρύγγι.
Γιατί ο Λύκος ήταν βουβος…
ΚΡΗΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΙΣΗ
28 Ιανουαρίου 1965