MNHMH MANOYΣΟΥ ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΑΚΗ
Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Λεβεντονιός δρασκέλιζε του χρέους το κατώφλι
και τα βουνά θαυμάζανε την άσωστη ορμή του
η νιότη αποταυρίζονταν στο ποθητό κορμί του
μ’ αυτός τον όρκο έβλεπε κι αυτόν ακολούθησε
Ξοπίσω του σερνότανε βρεγμένο από το δάκρυ
της μάνας το σπαρακτικό και μάταιο παρακάλιο
σειρήνα που της άνοιξης τα κάλλη ανιστορούσε
όσα μεθούνε τη ματιά και το μυαλό θολώνουν.
– Γιε μου κάτσε και λόγιασε γλυκιά που ‘ναι η ζήση
που σού ‘δωσα γουλιά-γουλιά μες το ζεστό μου κόρφο
τώρα γιατί την έγνοια μου σκληρά τη βασανίζεις
και θέλεις να τρεμοκοπά στης τουφεκιάς το χτύπο.
Γιατί στην έρμη κλίνη σου μ’ αφήνεις να προσμένω
για νύφη μου τη μαύρη γη πάνω σου να φιλήσω;
δε φτάνει όσα έκανες στους άνομους προδότες
που τα κορμιά τους έγιναν σκαλιά για το δυνάστη.
Μα κείνος ορθανοίγοντας το βήμα δε μερώνει
μόνο στηλώνει την καρδιά και της απηλογάται.
– Μάνα μου είναι μαχαιριά τα λόγια σου με σκέψου
πώς να χαρά τη ζήση μου χαμένη στο σκοτάδι
και πώς γαμπρός να στολιστώ απάνω στα σημάδια
που άφησαν τα γόνατα τόσων προσκυνημένων;
Στις αλυσίδες άμαθη η νιότη μαραζώνει
κι ο έρωτας δούλος κι αυτός μονάχα δούλους δίνει.
—————————-
* Έπαινο, στο διαγωνισμό του «ΕΜΕΙΣ»