Aνιχνεύοντας μέσα από τη ζωή τους τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου
Ρέθυμνο 2014
Οι νεκροί επιζούν μέσα μας και μας ευλογούν
Παντελής Πρεβελάκης
ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη: ανιχνεύοντας μέσα από τη ζωή τους τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου
Έκδοση μνήμης με τη συμπλήρωση 40 ημερών από την εκδημία
της Αργυρής Ψιμικού-Στρατιδάκη
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Χάρης Κ. Στρατιδάκης
ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Τρουλινού
ΕΚΤΥΠΩΣΗ-ΒΙΒΛΙΟΔΕΣΙΑ: ΓΡΑΦΟΤΕΧΝΙΚΗ ΚΡΗΤΗΣ Α.Ε.Ε.
© 2014, Χάρης Στρατιδάκης
Καστρινάκη 5, 74100 Ρέθυμνο
e-mail: strharis@yahoo.gr
ΠΡΩΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: Ιανουάριος 2014
ISBN …………………….
Περιεχόμενα
Προλογικό σημείωμα
Οι προπάτορες
Ζαχαρίας Στρατιδάκης και Ελένη Κατσανάκη
Εμμανουήλ Ψιμικός και Ελένη Παπακωνσταντή
Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη
Τα παιδικά χρόνια και νεανικά χρόνια
Η γνωριμία και ο γάμος
Τα ώριμα χρόνια και ο θάνατος
Σύνοψη: Ανιχνεύοντας τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου
Ευχαριστήριο
Βιβλιογραφία
Προλογικό σημείωμα
Αφορμή για τη συγγραφή του παρόντος πονήματος αποτέλεσε ένα ευχαριστήριο, το οποίο συντάχθηκε εκ μέρους της οικογένειας λίγο μετά την κηδεία της Αργυρής Στρατιδάκη-Ψιμικού, ελάχιστες μέρες πριν την ανατολή του έτους 2014. Το κείμενο εκείνο, το οποίο δημοσίευσαν και οι τρεις εφημερίδες του Ρεθύμνου, χωρίς μάλιστα να δεχθούν την παραμικρή αμοιβή, κατέληγε με την ευχή όλοι οι άνθρωποι που της συμπαραστάθηκαν «…να είναι πάντα δυνατοί και δυνατές και να συνεχίσουν να υπηρετούν τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου, στο οποίο ανήκε η αγαπημένη μας».
Το ευχαριστήριο έτυχε σχολιασμού και αρκετοί επικοινώνησαν και επικρότησαν την αναφορά σε χαμένες ή σε λανθάνουσες αξίες. Ακολούθησε προβληματισμός για το αν υπήρξαν στην πραγματικότητα τέτοιες ή τις δημιουργούσε η επιθυμία επαναβίωσης της χαμένης για πάντα νεότητας των επιγόνων. Η καταφυγή στα σχετικά με τον προβληματισμό αυτό βιβλία «Το χρονικό μιας πολιτείας» και «Το Ρέθεμνος ως ύφος ζωής» του Παντελή Πρεβελάκη, «Ο χαλασμός» του Γιάννη Μανούσακα, «Οι Βουκέφαλοι» του Ανδρέα Νενεδάκη και «Εν Ρεθύμνω», «Ρεθεμνιώτες» και «Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που ήρθαν» [1] της Μαρίας Τσιριμονάκη έδειξε ότι μέχρι τουλάχιστον τον Μεσοπόλεμο οι αξίες αυτές υπήρχαν και χαρακτήριζαν πλατιά κοινωνικά στρώματα. Προέκυψε έτσι το ερώτημα αν εξακολούθησαν να υπάρχουν και μετά τη λαίλαπα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της Γερμανοκατοχής και του Εμφυλίου Πολέμου ή εγκαταλείφθηκαν ως ανεπαρκείς ή και ως υπεύθυνες για την μη αποτροπή των όσων φρικιαστικών έλαβαν χώρα τότε. Και αν ναι, πώς φαίνονται μέσα από τη ζωή ενός τυπικού ζεύγους Ρεθυμνίων της περιόδου εκείνης, του φιλόλογου καθηγητή Κωστή Στρατιδάκη και της Αργυρής Ψιμικού;
Σ’ αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει το βιβλιαράκι αυτό, που θα διανεμηθεί ως αντίδωρο σε όσους θα τιμήσουν τη μνήμη της κατά την τελετή των σαράντα ημερών από την εκδημία της. Γράφηκε μέσα σε πέντε ημέρες, από τις 11 μέχρι και τις 15 Ιανουαρίου 2014. Το ασφυκτικό αυτό χρονικό πλαίσιο δεν είναι δυνατόν να το άφησε άμοιρο παραλήψεων και λαθών. Σε κάθε περίπτωση ο συγγραφέας του θα ήθελε να ζητήσει την κατανόηση των αναγνωστών και να τους παρακαλέσει να μην το θεωρήσουν ως εγωιστικό ή ματαιόδοξο τόλμημα, αντίστοιχο των επικήδειων κειμένων που τα τελευταία χρόνια άρχισαν να δημοσιεύονται στον τύπο, από παιδιά για τους γονείς τους. Αντίθετα θα ήταν ευχαριστημένος αν εκλαμβάνονταν ως δοκιμή αυτοψυχανάλυσης ή καλύτερα ως μια ακόμη προσπάθεια έρευνας της κοινωνικής πραγματικότητας της γενέθλιας πόλης. Όπως το διατύπωσε κάποτε σεμνά ο Ν. Γ. Πεντζίκης: «Μητέρα Πόλη, με τα πρόσωπα που σε κατοικούν, κατοίκησαν και θα κατοικήσουν, αδελφώνω και υπάρχω» [2].
Ιανουάριος 2014 Χάρης Κ. Στρατιδάκης
Οι προπάτορες: Ζαχαρίας Στρατιδάκης και Ελένη Κατσανάκη
Η οικογένεια Στρατιδάκη δεν είναι καμία από τις μεγάλες του Ρεθύμνου ούτε και διαθέτει κάποιο τίτλο ευγένειας. Δεν κατάγεται, όπως ισχυρίζονται τόσες άλλες, από τα Σφακιά [3] αλλά ούτε και ανιχνεύεται σε κανένα αρχοντολόγιο. Δεν έχει τις ρίζες της στα 12 αρχοντόπουλα του Βυζαντίου, με τα οποία ο Νικηφόρος Φωκάς φέρεται ότι εποίκισε την Κρήτη. Η οικογένεια Στρατιδάκη, όπως άλλωστε και εκείνη των Κατσανάκηδων, δεν διεκδίκησε ποτέ τέτοιους τίτλους ευγένειας και μάλιστα σε ένα γεωγραφικό χώρο τον οποίο κατά καιρούς εποίκισαν Μινωίτες, Δωριείς, Ρωμαίοι, Άραβες, Σλάβοι, Αρμένιοι, Τούρκοι, Αιγύπτιοι και άλλοι, πολλοί από τους οποίους δεν είναι μέχρι σήμερα γνωστοί αλλά ανακαλύπτονται βαθμιαία από την ιστορική έρευνα αλλά και από εκείνη των γλωσσολόγων με τη μελέτη των τοπωνυμίων. [4]
Οι δύο οικογένειες, η πορεία των τέκνων των οποίων θα γίνει προσπάθεια παρακάτω να περιγραφεί, δεν θέλησαν ποτέ να αναγνωριστούν στην κοινή συνείδηση μέσω τέτοιων αναφορών αλλά μέσα από την εργατικότητά τους και την στάση τους απέναντι στις κοινωνίες στις οποίες ζούσαν. Οι Στρατιδάκηδες, που είχαν πρόγονο προφανώς κάποιον άγνωστο σήμερα Στρατή, ξεκίνησαν στη δεκαετία του 1830 από ένα μικρό χωριό του διαμερίσματος του Αγίου Βασιλείου με το όνομα Κισσός [5], το οποίο αδυνατούσε να τους ζήσει διατροφικά και περιόριζε τους ορίζοντές τους. Η λειτουργία σε απόσταση μικρότερη του χιλιομέτρου από το σπίτι τους ενός πρότυπου και μοναδικού στον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο εκπαιδευτικού ιδρύματος, του Σχολαρχείου του Αγίου Πνεύματος [6], δεν επηρέασε σε τίποτα το μέλλον τους, όπως άλλων παιδιών του Αγίου Βασιλείου αλλά και της Μεσαράς κι ακόμα πιο πέρα. Την εποχή που τα εκπαιδευτήρια αυτά ήταν μόλις τρία στο διαμέρισμα Ρεθύμνου, στην πόλη, στο Μοναστηράκι και στο Άγιο Πνεύμα, η γειτνίαση δεν φαίνεται να άγγιξε σε τίποτα τον έτοιμο να μεταναστεύσει Κωνσταντίνο, ο οποίος είχε πολύ βασικότερα από τη μόρφωση προβλήματα να λύσει, με προεξάρχον εκείνο της πλήρωσης του στομάχου του.
Ο Κωνσταντίνος έφυγε μικρός από τον Κισσό, όμως οι σχέσεις του με τον γενέθλιο τόπο δεν διακόπηκαν ποτέ. Όλοι οι απόγονοι μέχρι και εκείνοι της πρόσφατα απελθούσας γενιάς αναγνώριζαν το «συγγένειο» και προσπαθούσαν να το μεταδώσουν και στους απογόνους τους, με ισχνά οπωσδήποτε αποτελέσματα. Έτσι, η έκπληξη και χαρά του υποφαινόμενου ήταν μεγάλη όταν πρόσφατα συναντήθηκε με τον συνώνυμό του Ζαχαρία Στρατιδάκη, ο οποίος, πέραν του σπάνιου μικρού ονόματος (που σημαίνει «εκείνος που θυμάται τον Κύριο» στα Εβραϊκά) και που αποδεικνύει την κοινή καταγωγή, κοσμείται με την ακόμα σπανιότερη ιδιότητα του λυράρη, που αυτή τουλάχιστον, εξακολουθεί να είναι εκτιμητέα μέχρι σήμερα στην Κρήτη. Η χαρά του ήταν επίσης μεγάλη όταν, όντας παιδί, έμπαινε στο σπίτι του ένας εντυπωσιακός κατ’ όλα μακροσυγγενής, ο Ιωάννης Αλεξανδράκης, ο επονομασθείς και «Κρητολάτρης», με πλήρη την κρητική του εξάρτιση, η οποία αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τα φυσικά προσόντα του αείμνηστου δασκάλου [7].
Ο Κισσός δεν υπήρξε ποτέ μεγάλο χωριό. [8] Δεν διέθετε επαρκή γεωργική γη, οικοδομημένος στους πρόποδες του Κέντρους και περιοριζόμενος σε οριακά ορεινά εδάφη στον Γιους Κάμπο, τα οποία μπορούσαν να καλλιεργούνται μόνο κατά τη θερινή περίοδο, τα οποία τα μοιράζονταν με τους Γερακαριανούς, και σε ακόμα λιγότερα στον κάμπο, τα οποία μοιράζονταν με τα πολύ ακμαιότερα Ακούμια αλλά και με τον Πλατανέ και το Κεντροχώρι (τότε Δουμαεργειό). Ήταν επίσης χωριό με μικτό θρησκευτικά πληθυσμό, αφού στην αιγυπτιακή απογραφή του 1834 καταγράφηκε με 15 χριστιανικές και 15 μουσουλμανικές οικογένειες. [9] Έτσι η λύση της μετανάστευσης ήταν επιβεβλημένη για σημαντικό τμήμα του πληθυσμού του, όπως και όλων σχεδόν των μικροχωριών της Κρήτης και οπωσδήποτε των μετοχιών που είχαν μετεξελιχθεί σε μόνιμους οικισμούς. Η μετανάστευση αυτή ήταν προσωρινή στα μικρότερα χρόνια και μετατρεπόταν σε μόνιμη αργότερα. Τα αγόρια από τα μικράτα τους έφευγαν ως φαμέγιοι σε πλουσιότερα μέρη και τα κορίτσια ως μαζώχτρες, αλλά και εποχιακότερα για τον θερισμό και τον τρύγο στη Μεσαρά ή σε μοναστηριακά κτήματα [10]. Αργότερα, με βάση τα όσα είχαν συναντήσει στις εποχιακές αυτές περιπλανήσεις αλλά και με τη βοήθεια άλλων δικτύων (συγγένειας, κουμπαριάς κ.λπ.) έπαιρναν τη μεγάλη απόφαση της μετοικεσίας, όπως αντίστοιχα σε άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο, ακολουθούσαν τα καραβάνια προς την κεντρική Ευρώπη και στα νησιά μπάρκαραν στο σκάφος ενός συγγενή καραβοκύρη ή απλά καπετάνιου. Κάποια άλλα παιδιά έκαναν την τύχη τους, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, εγκαθιστάμενα στον πιο κοντινό αστικό χώρο και υφιστάμενα το καθεστώς της μαθητείας ως τσιράκια [11] και αργότερα -αν όλα πήγαιναν καλά- ως κάλφες σε επαγγέλματα όπως του τσαγκάρη, του σιδερά, του σαγματοποιού-πεταλωτή και σπανιότερα του εμπόρου. [12]
Για πολλούς λόγους η περιοχή των «Αρκαδιώτικων» [13] ήταν προνομιακή για εγκατάσταση την περίοδο πριν από την Μεγάλη Κρητική Επανάσταση αλλά και αργότερα, μέχρι τουλάχιστον τα μέσα του 20ου αιώνα. Διέθετε γενικά πλούσια γη, ιδιαίτερα τα γνωστά ως «Αδελοπήγια», και ελαιόδεντρα μεγάλης ηλικίας, τα οποία τότε απέδιδαν πλούσιο τον ξανθό χρυσό τους, το ελαιόλαδο. Ο υπογραφόμενος πρόφτασε κατά την δεκαετία του 1960 στο χωριό Πηγή, στο οποίο φιλοξενούνταν κατά τις χριστουγεννιάτικες διακοπές στα σπίτια των συγγενών του, βεντέμες, κατά τις οποίες κάποια νοικοκυριά είχαν στη δούλεψή τους όχι μόνο μεγάλο αριθμό μαζωχτρών (μέχρι και δέκα) αλλά και κουβαλέδων, αρχηγοί των οποίων ήταν ασφαλώς οι άρρενες των οικογενειών αυτών.
Ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης διέσπειρε τους απογόνους του όχι μόνο στην Πηγή αλλά και στο Χαμαλεύρι και στην Βιράν Επισκοπή. Δεν είναι τυχαίο ότι η περιοχή αυτή είχε την περίοδο εκείνη ακμαίο μουσουλμανικό πληθυσμό και ότι η Πηγή υπήρξε βακουφικό χωριό. [14] Θα άξιζε, με την έννοια της αναπαράστασης της εποχής, να παρατεθούν εδώ αποσπάσματα από τις περιηγητικές εντυπώσεις του Robert Pashley, οι οποίες περιγράφουν την κατάσταση ακριβώς την εποχή που ο πρόγονος ήρθε και εγκαταστάθηκε στο χωριό αυτό. Για λόγους συντομίας όμως ο αναγνώστης παραπέμπεται απευθείας στις αναμνήσεις του. [15] Σε κάθε περίπτωση η τουρκική παρουσία ήταν διαρκώς ελαττούμενη και από μία στιγμή και έπειτα, μετά τη Σύμβαση της Χαλέπας και ιδιαίτερα με την αυγή της Κρητικής Αυτονομίας, η αποχώρηση των Τουρκοκρητικών έλαβε διαστάσεις χιονοστιβάδας, με την όσο όσο πώληση των περιουσιών τους και την καταφυγή αρχικά μέσα στα τείχη του Ρεθύμνου και τη μετανάστευση λίγο αργότερα σε άλλες -πιο ήσυχες- περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορία, τη Ρόδο, τη Συρία και τη Μικρασία. [16]
Η Πηγή ήταν πάντα πλούσιο χωριό και είχε κατοίκους -εντόπιους και επήλυδες- σε μεγάλο βαθμό άρχοντες. Ο υποφαινόμενος μπορεί να επιχειρηματολογήσει ο ίδιος για την «αρχοντιά» αυτή, όταν κατά τη θερινή περίοδο συναντούσε τους εργατικούς αυτούς ανθρώπους στον κάμπο, κυριολεκτικά μέσα στη λάσπη των «καταποτών» και με προστατευμένο το κεφάλι από τον ανελέητο ήλιο με ένα μαντίλι, ιδιόρρυθμα διπλωμένο, και την επόμενη Κυριακή ή «σχόλη» δυσκολευόταν να τους αναγνωρίσει στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και στη συνέχεια στο καφενείο, όταν φορούσαν τη γιορτινή τους στολή, η οποία μπορεί να μην ήταν πια η τυπικά παραδοσιακή, αλλά η νεότερη της κρητικής κυλότας και των στιβανιών. Η μεταμόρφωση εκείνη των ανθρώπων του μόχθου σε ανθρώπους της αρχοντιάς, που προσπαθούσαν με τα λίγα γράμματα που γνώριζαν να υποστηρίξουν τις βυζαντινές ψαλμωδίες στο στασίδι, ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακή.
Η αποχώρηση των Τουρκοκρητικών -στα Αρκαδιώτικα και παντού αλλού στην Κρήτη- δεν υπήρξε τόσο οικειοθελής, όσο προσπαθεί μέχρι σήμερα να μας πείσει η εθνική ιστοριογραφία. Ευτυχώς έχει αρχίσει να ερευνάται τα τελευταία χρόνια το καθεστώς υπό το οποίο το ένα τέταρτο του μουσουλμανικού πληθυσμού της Κρήτης βρέθηκε εκτός αυτής αρκετά πριν την υποχρεωτική ανταλλαγή, με ένα συνδυασμό οικονομικού πολέμου και πράξεων βίας και καταστροφής του υλικού υποβάθρου που θα επέτρεπε την επανεγκατάστασή του στην ύπαιθρο μετά τη λήξη καθεμιάς επανάστασης. [17]
Κάπως έτσι, ως φαμέγιος στα κτήματα του μπέη της Πηγής, θα πρέπει να εγκαταστάθηκε εκεί ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης. Έκανε τουλάχιστον τρία παιδιά, τον Εμμανουήλ (1863-1922), τον Κυριάκο (1864-;) και τον Ζαχαρία (1866-1950). Ο Εμμανουήλ παντρεύτηκε την Καλλιόπη και έκαναν τουλάχιστον πέντε παιδιά, την Στυλιανή, τον Κωνσταντίνο, τον Παντελή, την Αντιγόνη και την Ερασμία.
Θα σταθούμε όμως περισσότερο στον Ζαχαρία, ένα άνθρωπο πολυπράγμονα και κατά γενική ομολογία όμορφο. Η πολυπραγμοσύνη του φαίνεται από τα επαγγέλματα του φαμπρικάρη, καφετζή, μπακάλη και κουρέα που εξήσκησε ταυτοχρόνως. Η ομορφιά του φαίνεται από τη σημαντική δωρεά που του έκανε μεταναστεύοντας το 1911 η Τουρκοκρητική Νουριγιέ, αποτελούμενη από σχεδόν εκατό ελαιόδεντρα στην περιοχή της Παγαδιανής. Τέτοιες ενέργειες έκαναν τη σύζυγό του, που καταγόταν από μια από τις καλύτερες οικογένειες της Πηγής, τους Κατσανήδες, να τον ζηλεύει ενδόμυχα, παρότι ποτέ δεν είχε δείξει ενδείξεις χρήσης της ομορφιάς του. Η Ελένη Κατσανάκη-Στρατιδάκη πέθανε νωρίς, από πέσιμο, με τη στενοχώρια ότι έχασε μετά τη γέννα της ένα παιδί αλλά και την ικανοποίηση ότι ανέθρεψε με καλές αρχές άλλα τέσσερα, τον Κώστα, τον Μανόλη, που παντρεύτηκε τη Ρούσσα Μαϊνωλά και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Ματθαίο, που παντρεύτηκε την Άννα Γαλανάκη και έκαναν ένα άτυχο παιδί και την Ειρήνη, που παντρεύτηκε τον Σπύρο Χαλακατεβάκη και έκαναν επίσης ένα παιδί.
Το τελικό αποτέλεσμα των παραπάνω διασταυρώσεων οικογενειών και γονιδίων γινόταν φανερό κάθε Χριστούγεννα, όταν όλο το συγγενολόι συγκεντρωνόταν στο σπίτι του Μανόλη Στρατιδάκη, με τα παιδιά και τα εγγόνια του, για να του ευχηθεί τα χρόνια πολλά με ολοήμερη παραμονή και να επιβεβαιώσει τη δυναμικότητα αλλά και την αρχοντιά του. Και η επιβεβαίωση ανανεωνόταν στο μεγάλο-τεράστιο τραπέζι, κάτω από την «πινακοθήκη» της οικογένειας, με τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, το θωρηκτό Αβέρωφ με τον ναύαρχο Κουντουριώτη, την Τριανδρία της Θεσσαλονίκης και τις φωτογραφίες των προπατόρων, που αυστηροί αλλά ικανοποιημένοι κοίταζαν από ψηλά τους απογόνους τους να ομονοούν, να αυξάνουν και «να αγαπούν την ευπρέπειαν του οίκου των».
Οι προπάτορες: Εμμανουήλ Ψιμικός και Ελένη Παπακωνσταντή
Ο Εμμανουήλ Ψιμικός γεννήθηκε σ’ ένα κεφαλοχώρι του 19ου αιώνα, τον Φουρφουρά Αμαρίου, από μια οικογένεια σημαντική την εποχή εκείνη και κινδυνεύουσα να εκλείψει σήμερα. Ένας πρόγονός του, ο Κωνσταντίνος, που πέθανε το 1928, είχε διατελέσει οπλαρχηγός του χωριού του και είχε δράσει σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις από το 1866 κ.ε. Κατά την επανάσταση του 1866 είχε αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, οι οποίοι τον κρατούσαν στα αμπάρια της φρεγάτας τους στη Σούδα αλλά κατάφερε να δραπετεύσει κολυμπώντας. [18] Ο Εμμανουήλ Ψιμικός είχε μια αδελφή, που έμεινε νωρίς χήρα, οπότε ανέλαβε την υποστήριξή της. Ως στρατιωτικός καριέρας θεωρητικά μπορούσε να επικουρεί μία ακόμη οικογένεια πέραν της δικής του, μόνο που αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει σε οποιαδήποτε άλλη εποχή εκτός εκείνης του διχασμού.
Ο Εμμανουήλ Ψιμικός είχε μάθει τα εγκύκλια γράμματα στο αλληλοδιδακτικό σχολείο του Φουρφουρά, που στεγαζόταν απέναντι ακριβώς από το νεκροταφείο του χωριού, ώστε να είναι πολύ κοντά και στο διπλανό χωριό, το Βιζάρι. Η γειτνίαση αυτή δεν ήταν επιτρεπτή την εποχή εκείνη, όπως άλλωστε και σήμερα, αλλά στην πράξη γινόταν αποδεκτή με τη λογική της εις άτοπον απαγωγής. Στη συνέχεια παρακολούθησε τρεις τάξεις στο ελληνικό σχολείο (Σχολαρχείο) του Μοναστηρακιού και ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμιά του εκπαίδευση στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου, που είχε γίνει πλήρες από το 1909 [19]. Στη συνέχεια εισήχθη στη Σχολή Ευελπίδων, ως αριστούχος αλλά και ως έχων υπερφυσικό για την εποχή του ανάστημα και γενικότερα σωματική διάπλαση. Για παράδειγμα, φορούσε παπούτσια Νο 46, τα οποία την εποχή εκείνη παραδίδονταν μόνο επί παραγγελία.
Αποφοιτώντας από τη Σχολή υπηρέτησε στους Βαλκανικούς πολέμους, αρχικά στο μέτωπο της Ηπείρου. Εκεί, στην χρονοβόρα καθήλωση μπροστά στα οχυρά του Μπιζανίου, το Κρητικόπουλο, που όπως και όλοι σχεδόν οι συμπατριώτες του ήταν μέχρι τότε «Βενιζελικό», υπηρετώντας στο επιτελείο του διαδόχου Κωνσταντίνου, έγινε «Βασιλικό» ή καλύτερα «Λαϊκό». Η πολεμική κατάσταση συνεχίστηκε ως γνωστόν μέχρι την καταστροφή του 1922. Απ’ όλα αυτά ο Εμμανουήλ Ψιμικός διδάχτηκε ότι δεν «έκανε για τον πόλεμο» και προσανατολίστηκε προς τις υπηρεσίες στρατολογίας. Εκείνο που τον συγκλόνισε και δεν δίσταζε να τονίζει αργότερα στα παιδιά και στα εγγόνια του ήταν οι καταστροφές που είχαν προξενήσει τα ελληνικά στρατεύματα στα χωριά και στους μουσουλμάνους της Μικρασίας (εμπρησμοί, βιασμοί, δολοφονίες κ.λπ.) και τα επίσης φρικιαστικά αντίποινα (ακρωτηριασμοί, εξορύξεις οφθαλμών κ.α.) που εφάρμοζαν οι Τσέτες στους Έλληνες στρατιώτες που ξεμονάχιαζαν.
Ευτυχώς για τον ίδιο επιλέγηκε πριν την καταστροφή, ήδη από τον Αύγουστο του 1921, να συμμετάσχει σε στρατιωτική-διπλωματική αποστολή στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον, και δεν χρειάστηκε να ζήσει την τραγική κατάληξη του μετώπου, η οποία επέφερε ακόμη μεγαλύτερες βιαιότητες. Από την αμερικανική εκείνη περίοδο το οικογενειακό αρχείο διαθέτει αρκετές φωτογραφίες, στις οποίες το πιο εντυπωσιακό είναι τα αυτοκίνητα της εποχής, οι κλασικές Ford αλλά και άλλα θεαματικότερα. Να σημειωθεί ότι κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους του απονεμήθηκε παράσημο, το οποίο ανέγραφε «Κωνσταντίνος Βασιλεύς των Ελλήνων 1913», το οποίο ο δισεγγονός του όταν ήταν μικρός χρησιμοποίησε ως παιχνίδι και, όπως ήταν φυσικό, το έχασε. O tempora o mores…
Πριν όμως μεταταγεί στη Στρατολογία είχε αποταχθεί από το στράτευμα, ως «βασιλόφρων». Αναγκάστηκε λοιπόν να υποστεί κατατακτήριες εξετάσεις και να σπουδάσει, αποφοιτώντας το 1924 από τη μοναδική τότε Νομική Σχολή της χώρας, της Αθήνας. Όμως δεν πρόλαβε να δικηγορήσει και ξαναγύρισε στην υπηρεσία, αρκετά πριν από την επάνοδο της Βασιλείας, ήδη από το 1926. Το ίδιο έτος παντρεύτηκε τη Μαρία Παπακωνσταντή από το Μελιδόνι.
Ο πεθερός του Εμμανουήλ Παπακωνσταντής ήταν -για τα μέτρα της εποχής- γαιοκτήμονας του Μυλοποτάμου και έτρεφε πολλά όνειρα για τις δυο του κόρες, την Ελένη και τη Μαρία. Η γυναίκα του ήταν από του Δαμαβόλου και υπήρξε επίσης επιφανής νύφη της περιοχής, αφού μάλιστα η αδελφή της είχε παντρευτεί τον μπέη του Αγίου Ιωάννη. Η μεγαλύτερη από τις κόρες των Παπακωνσταντήδων, η Ελένη, παντρεύτηκε στο Ρέθυμνο τον Σταύρο Λιαναντωνάκη. Γράφει για το ζευγάρι αυτό η Μαρία Τσιριμονάκη, με αφήγηση του γιου Αριστείδη Λιαναντωνάκη: «…Η πραγματική αξία της γιαγιάς μου φάνηκε όταν ο γιος της ο Σταύρος -ο πατέρας μου- παντρεύτηκε μια πλούσια και ωραία χωριατοπούλα, τη μητέρα μου. Η πεθερά Αννίκα ανάλαβε με λεπτότητα και εξυπνάδα την εκπαίδευση της νεαρής νύφης, για να μπορέσει να μπει με αξιοπρέπεια στην τόσο δύσκολη ρεθεμνιώτικη κοινωνία. Επρόσεχε πολύ να μη θεωρήσει η νεαρή νύφη ότι της επιβάλλει τίποτα, αλλά χρησιμοποιώντας εκφράσεις μεταξύ αστείου και σοβαρού, υποδείκνυε, χωρίς να πικραίνει. Με την αλληλεγγύη που χαρακτήριζε τότε την κρητική οικογένεια, σχεδόν αμέσως μετά το γάμο του πατέρα μου, ήρθε από το Μελιδόνι η απάντρευτη αδελφή της μητέρας μου, για να παντρευτεί κι αυτή στη «χώρα», όπως εδικαιούνταν και της άξιζε. Η γιαγιά μου αγκάλιασε και τις δύο νεαρές γυναίκες με την ίδια στοργή. Τις συνόδευε σαν κόρες αγαπημένες στον κινηματογράφο. Και καθώς τις έβλεπε να κάθονται βουβές, περιμένοντας ν’ αρχίσει το έργο, τους έλεγε: –Μιλάτε, χαμογελάτε η μια στην άλλη, γιατί σας κοιτάζουνε. –Και τι να λέμε, ρωτούσαν εκείνες με απορία. –Η μια θα λέει με χαμόγελο στην άλλη, άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα και η άλλη θ’ απαντά το ίδιο χαμογελαστά έψιλον, ζήτα, ήτα, θήτα»! [20]
Κάποτε ήρθε η σειρά να παντρευτεί και η μικρότερη αδελφή από το Μελιδόνι, που είχε μετατραπεί σε «χωραΐτισσα»: της έγινε ένα εξαιρετικό προξενιό με τον αξιωματικό-νομικό Εμμανουήλ Ψιμικό. Η Ελενίτσα ήθελε να έχει μια πρώτη εικόνα του ενδιαφερόμενου, γι’ αυτό και ζήτησε να περάσει μια ορισμένη μέρα κάτω από τα παράθυρά της για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι με τι είχε να κάνει. Και εκείνος, γνώστης των συμβάσεων της εποχής, για να μην εκθέσει την υποψήφια νύφη πήρε μαζί του για καμουφλάζ έναν συνάδελφό του. Και, όπως ήταν φυσικό, τα μάτια της Ελενίτσας δεν έπεσαν πάνω στον υπερμεγέθη στρατιωτικό, που φόραγε 46 νούμερο παπούτσια ενώ η ίδια 35, αλλά στον κατά όμορφο συνοδό, οπότε και συναίνεσε με μεγάλη ευχαρίστηση. Πολλά χρόνια αργότερα περίγραφε στα εγγόνια της τον τρόμο που ένιωσε όταν κανονίστηκε η επίσημη επίσκεψη, του «σημαδιού», του υποψηφίου στο σπίτι και άκουσε τα σκαλοπάτια της ξύλινης σκάλας που οδηγούσε στο σαλόνι να τρίζουν ανησυχητικά, οπότε και ήρθε αστραπιαία στο μυαλό της η ιδέα της πλάνης στην οποία είχε υποπέσει…
Ο γάμος όμως ήταν πια αναπότρεπτος και κατά παράδοξο τρόπο είχε αντιστρόφως ανάλογη τύχη με την πρώτη εντύπωση. Η μικροκαμωμένη Μαρία Παπακωσταντή αφέθηκε στα στιβαρά χέρια του Εμμανουήλ Ψιμικού, ο οποίος την είχε «κοντέσα» του σε όλα τα επίπεδα: στη συμπεριφορά, στις εξόδους, στις υπηρέτριες, στη μαγείρισσα, στις ορτινάντσες για τα θελήματα. Ο ίδιος ήταν απόλυτα ευχαριστημένος, τόσο από το γάμο του όσο και από τη μετάταξή του, ως ταγματάρχης και αργότερα συνταγματάρχης στρατολογίας του Ρεθύμνου, πλην των περιπτώσεων που ήταν «περιοδεύων» για στρατολογήσεις στα χωριά του Πάνω Μυλοποτάμου. Σε εκείνες τις περιοδείες του ετύγχανε μεν αβραμιαίας φιλοξενίας από τις τοπικές κοινωνίες αλλά αντιμετώπιζε, όπως διηγούνταν αργότερα, τεράστιο πρόβλημα όταν χρειαζόταν να ανακουφιστεί. Έπρεπε τότε να καταφεύγει είτε στους στάβλους είτε στην ύπαιθρο, οπότε τα μαθημένα και από άλλες περιπτώσεις γουρούνια του οικισμού υποπτεύονταν τον λόγο και έτρεχαν πίσω του για να του αποσπάσουν τις αιτίες της εξόδου στην ύπαιθρο, με κίνδυνο να τον ανατρέψουν!
Ο Εμμανουήλ Ψιμικός παρέμεινε βασιλόφρων, παρόλο τον χλευασμό στους ελάχιστους πολίτες αυτών των πεποιθήσεων της ρεθεμνιώτικης κοινωνίας, ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις έφθανε στα όρια της τρομοκράτησης. Άλλαξε πολιτικό προσανατολισμό αργότερα, κατά την Γερμανοκατοχή. Τότε επιστρατεύτηκε από τους αλεξιπτωτιστές να ανασύρει νερό από πηγάδια στα Περιβόλια και να δοκιμάζει πρώτος, μήπως και ήταν δηλητηριασμένο. Προοριζόταν, όπως και οι άλλοι 110 Μάρτυρες, για εκτέλεση, αλλά διαβλέποντας τις προθέσεις κατάφερε το βράδυ να ξεφύγει, ακολουθώντας προς νότο το ρέμα Κουτσολίδι. Από εκεί κατευθύνθηκε προς το πάντα φιλόξενο Αρκάδι και στη συνέχεια έφτασε εξουθενωμένος στο γυναικοχώρι του Μελιδόνι, στο οποίο είχε μεταφέρει προκαταβολικά την οικογένειά του, διαβλέποντας την επικείμενη Μάχη της Κρήτης. Μερικές μέρες αργότερα οι επικρατήσαντες Γερμανοί τον αναζήτησαν, ως ανώτατο στρατιωτικό, και τον ανάγκασαν να δίνει τακτικά το παρόν. Στις επισκέψεις του αυτές δεχόταν αφόρητες πιέσεις να αποδεχτεί τον ορισμό του ως κατοχικού νομάρχη Ρεθύμνου και αντιστάθηκε σθεναρά. Τότε ήταν που αηδίασε με τη φιλογερμανική στάση πολλών στελεχών του Λαϊκού κόμματος και άλλαξε προσανατολισμό, προς το Κέντρο.
Οι καταστροφές της οικογένειας από την Γερμανοκατοχή υπήρξαν τεράστιες. Ο ίδιος τις υπολόγισε σε 1.840.000 δραχμές, όταν το έτος 1945 οι πολίτες κλήθηκαν να τις καταθέσουν στην γνωστή Επιτροπή υπό τον Νίκο Καζαντζάκη. Τα χρήματα αυτά κατανέμονταν σε χαμένες ομολογίες του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου, σε ζημιές του σπιτιού στο Ρέθυμνο και σε άλλες στην περιουσία της οικογένειας, ιδίως στον οικισμό Μπραχίμος [21]. Άλλοι στη θέση του θα είχαν καταβληθεί από την ολική καταστροφή, όχι όμως και ο Ψιμικός, ο οποίος είχε την φιλοσοφία να μην στενοχωριέται για «ό,τι μπορεί να γίνει με λεφτά». Έλεγε συχνά και το εφάρμοζε πιστά στη ζωή του: «Μη μου δείχνεις πόσες φορές ανέβηκες στην κορφή αλλά πόσες φορές ξαναβγήκες στην επιφάνεια από τον πάτο». Και δεν παρέλειπε να τραγουδά τους πρώτους στίχους του Ερωτόκριτου:
«Του κύκλου τα γυρίσματα π’ ανεβοκατεβαίνου
και του τροχού π’ ώρες ψηλά και ώρες στα βάθη πηαίνου…» [22]
Είχε θηλάσει από τη μητέρα του μαζί με το γάλα της τον Ερωτόκριτο και τις αξίες του, είχε φτάσει στο ναδίρ στους πολέμους που συμμετείχε και απολάμβανε τις καλές στιγμές, με την επίγνωση ότι και οι άσχημες ήταν αναπότρεπτες.
Η τιμιότητά του ήταν περιώνυμη. Αμέσως μετά την απελευθέρωση ορίστηκε μέλος του μεταβατικού προς τις εκλογές Δημοτικού Συμβουλίου, εκείνου που πήρε την απόφαση κατεδάφισης του Βενετσιάνικου Ρολογιού. Ο ίδιος όχι μόνο μειοψήφησε αλλά αρνήθηκε να προσυπογράψει και την απόφαση αγοράς ενός ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους για τον ηλεκτροφωτισμό του Ρεθύμνου από τη Ρόδο, για το οποίο υπήρχαν πληροφορίες –που δεν διαψεύστηκαν- ότι ήταν ελαττωματικό.
Ο Εμμανουήλ Ψιμικός και η Μαρία Παπακωνσταντή έζησαν ευτυχισμένοι, σχεδόν ερωτευμένοι όσο περνούσαν τα χρόνια, και έκαναν δύο κόρες, την Αργυρή και την Ειρήνη. Κατοικούσαν σε ιδιόκτητο σπίτι στην οδό Επιμενίδου Μαρούλη και προπολεμικά αγόρασαν ένα μεγάλο οικόπεδο απέναντι από το Δημοτικό Νοσοκομείο, προκειμένου να οικοδομήσουν τρία στη σειρά σπίτια, ένα για τους ίδιους και από ένα για τα παιδιά τους. Ο υποφαινόμενος έγραψε παλιότερα σε σχετικό βιβλίο του για την αγορά εκείνη: «…Δεν είναι ίσως άσκοπο να καταθέσω εδώ τα της αγοράς του οικοπέδου μας, περισσότερο για να φωτίσω τα συναλλακτικά ήθη της προπολεμικής περιόδου. Ο παππούς είχε κλείσει την αγορά ενός τεράστιου οικοπέδου, που ξεκινούσε από την οδό Μαρούλη και έφτανε στον οδό Ζυμβρακάκη, δίνοντας τα απαιτούμενα χρήματα στο Αντρεάκι να τα στείλει στον μεταστεγασθέντα στην Αθήνα ιδιοκτήτη. Το ίδιο πρωί συνάντησε τον φίλο του γιατρό Γεώργιο Σαουνάτσο, ο οποίος -όπως και άλλοι γιατροί της εποχής- υπήρξε ανάργυρος προς όλους και προς την οικογένειά μας. Τα προς το ζην ο γιατρός προσποριζόταν από τις μικρές εισπράξεις του φαρμακείου του (κληρονομιά από τον αδελφό του), περίπτωση συχνή την εποχή εκείνη. Παρακάλεσε, λοιπόν, τον παππού μου να παραιτηθεί της αγοράς μέρους του οικοπέδου, προκειμένου να το αγοράσει ο ίδιος και να ανεγείρει τον μελλοντικό παράδεισο της Παγωνίτσας του. Ο παππούς επιφυλάχτηκε να του απαντήσει το ίδιο απόγευμα, οπότε όχι μόνο συναίνεσε αλλά και δέχτηκε να παραιτηθεί του γωνιακού και πλησιέστερου στην πόλη οικοπέδου. Ένα μέρος του ο γιατρός πούλησε αργότερα στον Αντώνη Βιστάκη και ένα άλλο στην οικογένεια Ανυφαντάκη».
Όμως το εγχείρημα δεν είχε ευτυχή κατάληξη. Ο Μανολάκης πρόλαβε μεν να συγκεντρώσει τα οικοδομικά υλικά για την ανέγερση (άμμο, ασβέστη, καντονάδες, αργούς λίθους κ.α.), όμως τα υλικά αυτά έπεσαν στα χέρια των κατακτητών, που τα κατάσχεσαν για την ανέγερση του βορεινού τοίχου της Σχολής Χωροφυλακής. Παρόλα τα προβλήματα κατάφερε να καλοπαντρέψει τις κόρες του, την Αργυρή με τον φιλόλογο Κωστή Στρατιδάκη και την Ειρήνη με τον υπάλληλο του ΟΤΕ Δημήτρη Μουσούρο. Το σπίτι τους αποτελούσε άσυλο για τους χωριανούς τους από το Αμάρι και τον Μυλοπόταμο, ιδιαίτερα για τους συγγενείς, αλλά και για τα ανίψια που έπρεπε να φοιτήσουν στο Γυμνάσιο.
Ο Εμμανουήλ Ψιμικός πέθανε σχετικά πρόωρα, το έτος 1966. Από τότε η Μαρία του περιέπεσε σε μελαγχολία, η οποία την οδήγησε στα όρια φοβιών και ιδιαίτερα της μικροβιοφοβίας. Η αδελφή της προσπαθούσε κάθε τόσο να τη συνεφέρει, θυμίζοντάς της ότι δεν ήταν πάντα αστή και πειράζοντάς την με την ανάμνηση της παιδικής στρωματσάδας στο πάτωμα, από τις χαραμάδες των ξύλων του οποίου ανεδύοντο οι μυρωδιές των σταβλισμένων ακριβώς από κάτω ζωντανών. Μερικά χρόνια ακόμη της χάρισε η αγάπη του γαμπρού της, τον οποίο ομολογούσε ότι αγαπούσε περισσότερο και από την κόρη της. Πάνω απ’ όλα εκτιμούσε σ’ αυτόν το χιούμορ με το οποίο αντιμετώπιζε τις παραξενιές της. Όμως ο γαμπρός δεν θα μπορούσε ποτέ να αναπληρώσει τον σύζυγο, τον οποίο δεν άργησε να φύγει για να συναντήσει.
Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη: Τα παιδικά και νεανικά χρόνια
Η Αργυρή Στρατιδάκη γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, στο οποίο και πέρασε τα 84 από τα 86 χρόνια του βίου της. Ήταν μια γυναίκα αστή, με αρκετές αναφορές στην ύπαιθρο του Ρεθύμνου, περισσότερο στους εκεί συγγενείς και λιγότερο σε κάποια περιουσιακά στοιχεία. Τη διετία που απουσίασε από τη γενέθλια πόλη, 1941-1943, την πέρασε με τους γονείς και την αδελφή της στο Μελιδόνι, όταν η επιβίωση στο Ρέθυμνο ήταν προβληματική και επικίνδυνη. Γι’ αυτό και άργησε να αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο Ρεθύμνου κατά ισόχρονο διάστημα, αν και ήταν ομολογουμένως άριστη μαθήτρια. Αποφοίτησε το 1946 και ένα μεταγενέστερο απολυτήριό της, του έτους 1949, που υπογράφεται από τον τότε γυμνασιάρχη Ε. Ξενικάκη, αναγράφει βαθμό 18 ακέραιο. Ο βαθμός εκείνος, όπως θυμούνται οι παλιότεροι, σε μια εποχή που οι καθηγητές ήταν εξαιρετικά φειδωλοί στην απονομή τους, αντιστοιχεί με το άριστα, αν και ο πληθωρισμός του άριστα και των αρίστων της σημερινής εποχής ακυρώνει την όποια αντιστοίχηση. Εξίσου καλή και ίσως καλύτερη μαθήτρια διετέλεσε η αδελφή της Ειρήνη.
Καμία από τις δύο αδελφές δεν συνέχισε τις σπουδές της. Κι αυτό όχι γιατί ο πατέρας τους δεν αναγνώριζε τις επιδόσεις των παιδιών του ή επειδή θα μπορούσε να διακατέχεται από τις κυρίαρχες ιδέες της εποχής για τη θέση των γυναικών στην κουζίνα. Ο Ψιμικός σε καμία περίπτωση δε συμμεριζόταν την αντίληψη ότι «τα γράμματα ανηθικοποιούν τα θήλεα, εξαιτίας της δυνατότητας ερωτικής αλληλογραφίας που τους παρέχουν». Εμφορούνταν από έρωτα για τη μάθηση, γεγονός που φαίνεται όχι μόνο από τη στάση σε διάφορα ζητήματα αλλά και από τη βιβλιοθήκη που κατέλειπε. Στην περίπτωση της μεγάλης κόρης του, της Αργυρής, είχε ένα πρόσθετο λόγο να θέλει την πρόοδό της, αφού είχε συνδεθεί ιδιαίτερα μαζί της όταν στην Γερμανοκατοχή την έσωσε κυριολεκτικά από τον τύφο και τα παρεπόμενά του. Ήταν τότε που ο πατέρας ξόδεψε σημαντικό τμήμα των προμηθειών που είχε κάνει εν όψει πολέμου -σε δημητριακά και όσπρια- για να πληρώνει σε είδος κυρατζήδες να μεταφέρουν χιόνι από τον τάφκο του Μυγερού, ώστε ο πυρετός να μην ανεβαίνει ψηλά και θίξει κάποιο από τα οργανικά συστήματα του παιδιού.
Η αιτία που οι «Ψιμικίνες» δεν συνέχισαν τις σπουδές τους ήταν ότι θα έπρεπε να συνοδεύονται στην Αθήνα από τους γονείς τους. Και ναι μεν η μετάθεση ενός στρατιωτικού της Στρατολογίας δεν ήταν δύσκολη, όμως η σύζυγός του Μαρία για πρώτη, και ίσως τελευταία φορά στη ζωή τη,ς στήλωσε τα πόδια: αρνήθηκε τη μετοικεσία και απέτρεψε τον άντρα της από το να κλείσει τη συμφωνία αγοράς μιας διώροφης νεοκλασικής κατοικίας στην οδό Σταδίου που διαπραγματευόταν. Σημειωτέον ότι υπήρχαν τα απαραίτητα χρήματα για την αγορά, τα περισσότερα από τα οποία εξανεμίστηκαν με τις προαναφερθείσες μετοχές του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Ευτυχώς ένα μικρό τμήμα τους διασώθηκε με την αγορά του οικοπέδου κάτω από τη Σχολή Χωροφυλακής, η οποία όμως ήταν μικρής συγκριτικά αξίας, αφού τότε κανένας Ρεθεμνιώτης (πλην του Ιωάννη Βογιατζάκη και του Νικολάου Ανδρουλιδάκη) δεν τολμούσε να οικοδομήσει έξω από τα νοητά τείχη της πόλης ή έστω από την μπαζωμένη τάφρο μπροστά τους.
Η Αργυρή Στρατιδάκη είχε από μικρή πολλές φίλες, με μερικές από τις οποίες, όπως την Ειρήνη Παπαδάκη και την Ευθυμία Ζουρμπάκη, ευτύχησε να συμπληρώσει σχέση πολλών δεκαετιών. Είχε επίσης αρκετές προτάσεις για γάμο, τις οποίες απέρριψε για διαφορετικούς λόγους και χωρίς να υπάρξει αντίρρηση ή πίεση από τους γονείς της. Λίγους μήνες πριν πεθάνει εκμυστηρεύτηκε μερικές από αυτές, από τις οποίες παραδοξότερη φαίνεται εκείνη του εκλεκτού κατά τα άλλα γαμπρού, ο οποίος όμως δεν της ενέπνεε ικανό ανδρισμό. Τελικά από αυτή τουλάχιστον την άποψη ευτύχησε, αφού ο σύζυγός της ήταν ένας «ομορφάντρας», όπως τον χαρακτηρίζουν όλοι όσοι τον γνώρισαν και ιδιαίτερα οι μαθητές του, στων οποίων -μικρούληδων τότε- τα μάτια φάνταζε ως «αντρούκλα».
Ο Κωνσταντίνος Στρατιδάκης γεννήθηκε το έτος 1909 και τελείωσε το δημοτικό σχολείο στην Πηγή Ρεθύμνου, στο διδακτήριο δίπλα στον ναό της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα, που κατεδαφίστηκε άδικα. Αγαπημένη του δασκάλα υπήρξε η Φλωρεντία Καρδάνη, η οποία και θα πρέπει να του ενέπνευσε την αγάπη για το «δασκαλίκι». Συνέχισε τη μέση του εκπαίδευση στο Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Ήταν κι αυτός ένας καλός μαθητής, όπως φαίνεται από το διασωζόμενο απολυτήριο, με βαθμό 8 και 1/10 (με άριστα το δέκα). Το απολυτήριο υπέγραψε στις 3 Ιουλίου ο τότε Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης, ενώ ακριβές αντίγραφο υπέγραψε 23 μέρες αργότερα ως Γυμνασιάρχης ο Μάρκος Σκινάς.
Τα γυμνασιακά χρόνια ενός χωριατόπαιδου στο Ρέθυμνο δεν μπορούσαν να είναι άνετα. Μαζί και με άλλα συγχωριανάκια του πηγαινοερχόταν με τα πόδια από την Πηγή στο Ρέθυμνο δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ, αφού τότε τα σχολεία είχαν και απογευματινή ζώνη λειτουργίας. Την απόσταση την 9 χιλιομέτρων διήνυε ουσιαστικά ξυπόλυτος, αφού κρεμούσε τα παπούτσια στον ώμο και τα φορούσε μόνο όταν έμπαινε στην πόλη, στην Καμάρα του Κόρακα, προκειμένου να τα προφυλάξει από την φθορά. Το ίδιο θα έκαναν ασφαλώς και οι συνοδοιπόροι, Γιώργος Παπαδάκης (μετέπειτα δικηγόρος), Λευτέρης Χαλκιαδάκης (μετέπειτα παιδίατρος) και Μιχάλης Κουτρουμπάς (μετέπειτα φιλόλογος καθηγητής), με τους οποίους διατήρησε δυνατή φιλία εφ’ όρου ζωής. Τα χωριανάκια αυτά, όπως άλλωστε και όλα τα επαρχιωτόπουλα, αντιμετώπιζαν τρομερά ρατσιστικό κλίμα, και όχι μόνο από τους «χωραΐτες» συμμαθητές τους αλλά και από τους καθηγητές της εποχής, όπως διηγούνταν πολύ αργότερα. Θα πρέπει να ήταν αυτές οι τραυματικές εμπειρίες που τον οδήγησαν στη διάρκεια της καθηγητικής του ζωής να συμπεριφέρεται πατρικά στα γυμνασιόπαιδα που είχαν καταγωγή από την επαρχία, συμβουλεύοντάς τα και βοηθώντας τα όταν και όπου μπορούσε.
Τα φοιτητικά του χρόνια υπήρξαν πολύ περισσότερο επώδυνα. Ο Κωστής Στρατιδάκης ευτύχησε να έχει δυνατούς πανεπιστημιακούς καθηγητές, όπως τον Θ. Βορέα, και επίσης δυνατούς συμφοιτητές, όπως τον συγχωριανό του Παντελή Πρεβελάκη, τον Αργυρουπολίτη Μανόλη Μανούσακα (με τον οποίο συνδέθηκε με δυνατή φιλία) και τον Χανιώτη Εμμανουήλ Κριαρά. Με βαθειά φιλία συνδέθηκε επίσης με τον μετέπειτα εκλεκτό ιστορικό επιστήμονα Νίκο Σβορώνο. Όμως η οικογένειά του, η οποία ήταν μέχρι τότε καλοστεκούμενη, αδυνατούσε στην πραγματικότητα να υποστηρίξει τις σπουδές του. Ο πατέρας του χρειάστηκε να δανειστεί με τοκογλυφικό επιτόκιο από ιερομόναχο της Μονής Αρκαδίου και το δάνειο κινδύνεψε να τον γονατίσει. Στα πρώτα δύο χρόνια ο φοιτητής πείνασε πραγματικά και κυκλοφορούσε ρακένδυτος. Σε κάποια στιγμή πήρε την απόφαση να καταταγεί στην τότε Βασιλική Χωροφυλακή, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Όμως κατά τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε βρέθηκε ότι διήνυε προφυματικό στάδιο και αποκλείστηκε.
Απελπισμένος κατέβηκε στην Κρήτη και εμπιστεύτηκε το τραγικό -την εποχή εκείνη- μυστικό μόνο στη μητέρα του. Δεν έμεινε καθόλου στην πατρική οικία αλλά αυτοεξορίστηκε για ένα τετράμηνο σε μια καλύβα που κατασκεύασε σε οικογενειακό αμπέλι στην περιοχή Παπίδας. Εκεί περνούσε την ώρα του διαβάζοντας αδιάκοπα και μαγειρεύοντας, όταν δεν μπορούσαν να του μεταφέρουν το φαγητό της ημέρας τα αδέλφια του. Σε εκείνη την περίοδο, η οποία του έσωσε τη ζωή, θα πρέπει να οφείλεται και η υπέρμετρη αγάπη που ανέπτυξε για την φύση, ιδιαίτερα για την χλωρίδα της.
Τον επόμενο χειμώνα μετακόμισε αποθεραπευμένος στην Πηγή και μεταβλήθηκε σε κανονικό χωρικό, εργαζόμενος για δύο χρόνια στα οικογενειακά κτήματα αλλά και στο μεροκάματο, στα αμπελοσκάμματα, στην ελαιοσυλλογή, στον θερισμό, στους τρύγους και στα μποστάνια. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε να κάνει κάποιο κομπόδεμα αλλά και να εισπράξει τις ειρωνείες κάποιων συγχωριανών του, οι οποίοι βλέποντάς τον να εργάζεται, τον ρωτούσαν «τι γίνεται με τις σπουδές του», αποκαλώντας τον «καθηγητή». Μέχρις ότου πέθανε, συχνά θυμούνταν κλαίγοντας τις ειρωνείες εκείνες, εξηγώντας τις μεγάθυμα όχι ως κακίες αλλά ως αποτέλεσμα της ελλιπούς παιδείας των χωρικών. Αργότερα, όταν είχε πια αποφοιτήσει, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι σηκώνονταν να του παραχωρήσουν τιμητικά τη θέση τους όταν έμπαινε στα καφενεία του χωριού και αυτός, ανεξίκακος πάντα, δεν τους το επέτρεπε.
Η αναγκαστική διακοπή βοήθησε στο αίσιο τέλος των σπουδών, με την σωτήρια βοήθεια από τον συγχωριανό, εγκατεστημένο στην Αθήνα, νονό του Κωνσταντίνο Γιαννακάκη. Ο βαφτισιμιός του μακάριζε εφ’ όρου ζωής τον στρατιωτικό προστάτη του, που κι αυτός κάποτε είχε αναγκαστεί να διακόψει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή και να εργαστεί ως δάσκαλος, προκειμένου να τις ολοκληρώσει. Τελικά είχε μονιμοποιηθεί ως αξιωματικός το 1918 και αποστρατεύτηκε το 1937, ως παθών εν υπηρεσία. [23] Στα δύο αυτά σχετικά ξένοιαστα χρόνια ισχυροποιήθηκε η φιλία με τους υπόλοιπους φοιτητές της Πηγής. Στα καλοκαίρια που επέστρεφαν οργάνωναν μικρές και μεγάλες καζούρες, πολλές από τις οποίες έχουν καταγραφεί από τον συγχωριανό συνταξιούχο δάσκαλο Σταύρο Βογιατζή. [24]
Ο Κωστής Στρατιδάκης πέρασε στη συνέχεια αρκετά εργένικα χρόνια, τα πρώτα από τα οποία διδάσκοντας στο ιδιωτικό Λύκειο «Κοραής» του Ηρακλείου. Εκεί γνωρίστηκε με τον Μενέλαο Παρλαμά, τον οποίο είχε σε μεγάλη εκτίμηση για τις φιλολογικές και τις ευρύτερές του γνώσεις. Περηφανεύονταν επίσης ότι είχε πολλές φορές «νταχτιρντίσει» στα πόδια του τον Στυλιανό Αλεξίου, του οποίου τις επιστημονικές προόδους παρακολουθούσε με χαρά μεγαλύτερη απ’ όση θα έπαιρνε αν αφορούσαν τον ίδιο.
Τα ευτυχισμένα χρόνια διακόπηκαν με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Πολέμησε ως τραυματιοφορέας στην πρώτη γραμμή, μαζί με τα αδέλφια του Μανόλη και Ματθαίο. Ο τελευταίος το βράδυ της παραμονής της κατάρρευσης του μετώπου προσπάθησε να τον πείσει αν φύγουν, όπως το είχαν κάνει ήδη χιλιάδες στρατιώτες και αξιωματικοί, αλλά δεν τα κατάφερε Έμεινε μαζί του και την επομένη το πρωί τραυματίστηκε σοβαρά από ιταλικό όλμο. Σε καμία στιγμή της ζωής του ο Ματθαίος δεν του καταλόγισε ευθύνη για το περιστατικό εκείνο, το οποίο του δημιούργησε αρκετά προβλήματα στη ζωή του, αφού το σώμα του ήταν γεμάτο με δεκάδες ανεγχείριστα θραύσματα. Στη συνέχεια τα τρία αδέλφια αποκλείστηκαν στην Αθήνα και προσπάθησαν πολλές φορές να περάσουν στην Κρήτη από απομονωμένα μικρολίμανα της Αττικής, μέχρι που οι Γερμανικές δυνάμεις Κατοχής το επέτρεψαν.
Στη διάρκεια του πολέμου ο Κωστής Στρατιδάκης προσέγγισε το ΕΑΜ και διενήργησε πολλές κατηχητικές ομιλίες στα Αδελοπήγια. Όμως στη συνέχεια κράτησε αποστάσεις, αρνούμενος να υποτάξει τη συνείδησή του σε σκοπιμότητες, ανένταχτος, πάντα στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Η εκπαιδευτική του πορεία συνεχίστηκε με υπηρεσία στα Γυμνάσια Παλαιόχωρας, Βάμου και Καστελλίου Κισάμου. Στο Καστέλλι συνδέθηκε με δια βίου φιλία με τον τότε θεολόγο καθηγητή Μιχαήλ Γαλανάκη, τον μετέπειτα μητροπολίτη Κισάμου και Σελίνου. Η φιλία αυτή ανανεωνόταν συχνά τις επόμενες δεκαετίες, όταν ο μακαριστός μητροπολίτης τον καλούσε κοντά του για να περάσουν ατελείωτες ώρες, ανταλλάσσοντας πνευματική τροφή και φιλοσοφώντας. [25]
Ο Κωστής Στρατιδάκης έζησε έτσι αρκετά ξένοιαστα χρόνια και μπόρεσε με τον μικρό μισθό του να κάνει κάποια αντίδωρα στους γονείς και στα αδέλφια που τον είχαν σπουδάσει. Παράλληλα είχε αρκετές προτάσεις για γάμο, τις οποίες και απέρριπτε, επιλέγοντας να ζήσει περισσότερο την εργένικη ζωή και να βοηθήσει στην αποκατάσταση της αδελφής του. Σ’ αυτό το σημείο ήρθε να συναντήσει τον άνθρωπο με τον οποίο έκανε οικογένεια και συνέδεσε την υπόλοιπη ζωή του.
Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη: Η γνωριμία και ο γάμος
Το προξενιό του Κωστή Στρατιδάκη με την Αργυρή Ψιμικού ξεκίνησε με τρόπο παράδοξο, αν και όχι ασυνήθιστο στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο συνάδελφος και μέντοράς του και αργότερα κουμπάρος Ανδρέας Ακτουδιανάκης του ζήτησε να ανέβουν από μια καταπακτή στην κεραμοσκεπή του «Οίκου Παιδείας», του τότε 1ου Γυμνασίου Αρρένων Ρεθύμνης. Από εκεί του έδειξε ένα μοναχικό σπίτι κοντά στη Σχολή Χωροφυλακής και τον ρώτησε αν του αρέσει. Στην καταφατική απάντηση τού γνώρισε ότι αποτελεί προίκα μιας αξιόλογης σε υλικά αγαθά και σε πνευματικά προσόντα Ρεθεμνιώτισσας, κόρης του Στρατολόγου του Ρεθύμνου. Ο πρόωρα χαμένος Ανδρέας απέσπασε αμέσως την άδεια να προχωρήσει σε συνάντηση γνωριμίας με την φερέλπιδα νύφη, κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει και τη μόρφωσή της.
Όχι μόνο σε εκείνη τη στιγμή αλλά και σε κάθε άλλη ο Κωστής Στρατιδάκης εκτιμούσε πάνω απ’ όλα στους ανθρώπους την παιδεία τους και τόνιζε στα παιδιά του το πολύ γνωστότερο σήμερα, ότι «παιδεία είναι ότι μένει στους ανθρώπους όταν ναυαγήσουν και σωθούν ημίγυμνοι ναυαγοί σε κάποιο νησί». Πολλά χρόνια αργότερα σε ερώτηση της κόρης του τι ακριβώς τον τράβηξε να δώσει συνέχεια στο προξενιό, εφόσον η υποψήφια νύφη δεν διέθετε ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, εκείνος τόνισε την μόρφωσή της και το ότι για στον ίδιο φαινόταν γοητευτική. Και διευκρίνισε ότι πίστευε πάντα ότι η αγάπη δεν γεννιέται σαν πυροτέχνημα αλλά οικοδομείται, σε μία κατεξοχήν παιδαγωγική για όλους διαδικασία.
Την ίδια θετική εικόνα σχημάτισε για τον επίσης φέρελπι καθηγητή και η Αργυρή Ψιμικού αλλά και οι γονείς της. Εκείνη θα πρέπει να το σκέφτηκε περισσότερο, αφού το εμφανές μειονέκτημα του υποψήφιου γαμπρού ήταν η ηλικία του, η οποία υπερέβαινε τη δική της -ούτε λίγα ούτε πολλά- κατά 18 χρόνια. Όμως τα χαρίσματα φαίνεται ότι κρίθηκαν βαρύτερα στη ζυγαριά της κρίσης της και ο γάμος δε άργησε να έλθει, οπότε αποφασιστικός παράγοντας αποδείχτηκε και πάλι ο Ανδρέας Ακτουδιανάκης. Κι αυτό γιατί είχε στριμώξει τον μέχρι τότε σπάταλο φίλο του, την κοινή ανέμελη ζωή με τον οποίο στην Παλαιόχωρα περιγράφει σε βιβλίο του ο Γιώργης Μαθιουδάκης [26], να ανοίξει κουμπαρά και να αποταμιεύει εκεί κάποια υπολείμματα του μισθού, με τα οποία όμως έγινε εφικτή η αγορά του απαραίτητου για τον γάμο κουστουμιού. Στην πορεία η πειθαρχημένη και στα οικονομικά κόρη στρατιωτικού είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει ότι είχε συνδέσει τη ζωή της με έναν εξαιρετικό μεν άνθρωπο αλλά που αδυνατούσε να κάνει οποιαδήποτε οικονομική διαχείριση. Και εκείνος, όταν για τρίτη συνεχόμενη φορά κατά την περίοδο του μέλιτος είχε καταφύγει σε δανεικά και παρατηρήθηκε ευγενικά από τη συμβία του, έσπευσε να της παραδώσει το ταμείο, χωρίς ποτέ στη ζωή του να ξαναστενοχωρηθεί για τέτοια πράγματα…
Η περίοδος ήταν ασφαλώς δύσκολη, ιδιαίτερα μετά τη γέννηση των παιδιών τους, τα έτη 1954 και 1958 αντίστοιχα. Σκέψη για γυναικεία εργασία δεν μπορούσε να γίνει και οι τρεις κι εξήντα (3.600) δραχμές του φιλόλογου καθηγητή δεν επαρκούσαν για ζωή στο Ρέθυμνο. Έτσι σταδιακά η προικώα περιουσία εκποιήθηκε και το σπίτι μπόρεσε να εξοπλιστεί με τις στοιχειώδεις τότε συσκευές: με γκαζιέρα και ψυγείο πάγου αρχικά, με συσκευή πετρογκάζ και ψυγείο ηλεκτρικό αργότερα, με ηλεκτρική κουζίνα και πλυντήριο πολύ αργότερα και στο τέλος με τηλεόραση, συσκευή μίξερ και ηλεκτρική σκούπα.
Όμως στη πρώτη περίοδο οι απαραίτητες για τη συντήρηση της οικογένειας ζωικές πρωτεΐνες προσφέρονταν αποκλειστικά από το κοτέτσι και από την κλούβα κουνελιών που διατηρούσε στον κήπο της, και το γάλα και λοιπά γαλακτοκομικά προϊόντα από την ατίθαση κατσίκα που ζούσε με τα υπολείμματα των λαχανικών του σπιτιού. Παράλληλα, τα ρούχα και τα παπούτσια όλων έπρεπε να μπαλώνονται μέχρι που να μην υπάρχει πια σταθερό έδαφος για την στήριξη της κλωστής των μπαλωμάτων. Κι όταν ο κόμπος έφτανε στο χτένι, ο πατέρας υποσχόταν στο παιδί ότι νέα παπούτσια θα μπορούσαν να αγοραστούν με τον επόμενο δεκαπενθήμερο μισθό. Και ήταν τότε που ο υποφαινόμενος αποφάσισε ότι η χαρά του μελλοντικού του γάμου δεν θα έπρεπε να μεταβληθεί σε λύπη κάποιου άλλου, όταν δηλαδή ο Κωστής Στρατιδάκης ανήγγελλε με λύπη στο μεσημεριανό τραπέζι: «Λενιώ, σου είχαμε υποσχεθεί παπούτσια αλλά δυστυχώς αυτό το δεκαπενθήμερο έχουμε γάμο»!
Ο αναγνώστης θα μπορούσε να αναρωτηθεί γιατί ο Κωστής Στρατιδάκης, φιλόλογος με καλό όνομα στο αντικείμενό του («οτρηρός» το έλεγε ο ίδιος για άλλους δυνατούς φιλολόγους), δεν έκανε ιδιωτικά μαθήματα, ώστε να συμπληρώσει τον γλίσχρο μισθό. Αυτό όμως βρισκόταν εντελώς έξω από τις αρχές του, οι οποίες όχι μόνο περιλάμβαναν πλήρη συμμόρφωση στη νομιμότητα αλλά και δεν μπορούσαν να ανεχθούν το ασυμβίβαστο της δημόσιας κρίσης των μαθητών από έναν εκπαιδευτικό που θα χρηματοδοτούνταν ιδιωτικά από τις οικογένειές τους. Γιατί ο Κωστής Στρατιδάκης ήταν αδέκαστος στη βαθμολόγηση των μαθητών του, σε σημείο που άγγιζε τα όρια της αυστηρότητας. Εκείνο που ήταν σύμφωνο με τον νόμο ήταν η περιορισμένη -οπωσδήποτε- διδασκαλία σε ιδιωτικά σχολεία, οπότε μαζί με άλλους εκλεκτούς συναδέλφους του αποφάσισαν να την προσφέρουν στο «Παλλάδιον Λύκειον». Όπως ήταν φυσικό βγήκαν όλοι σχεδόν χαμένοι, από έναν ιδιοκτήτη -συνάδελφο κατά τα άλλα-, αλλά «περπατημένο», όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, όταν διέπρεψε στον κατεξοχήν χώρο της λαμογιάς, στη ναυτιλία. Ο μόνος που κατόρθωσε να πάρει τα χρεωστούμενα ήταν ο κουμπάρος του Κωστής Ξεξάκης, ως πιο αποφασιστικός αλλά και θητεύσας και επιβιώσας γερμανικού στρατοπέδου συγκέντρωσης. [27]
Η αυστηρότητα στον χώρο εργασίας του Στρατιδόκωστα είχε να κάνει με όλους τους μαθητές και έπαιρνε υπερβολική διάσταση σε ό,τι αφορούσε τα παιδιά του και τα συγγενάκια του, πιστός στο ρητό που επιβάλλει η γυναίκα του καίσαρα όχι μόνο να είναι τίμια αλλά και να το δείχνει. Κανένας ποτέ δεν διανοήθηκε να του ζητήσει να βοηθήσει να «περάσει» κάποιο παιδί, ακόμα κι όταν ήταν υποδιευθυντής κι αργότερα διευθυντής του 1ου Γυμνασίου και προδικτατορικά εκείνου της Αργυρούπολης. Ο ίδιος δεν ήθελε να δώσει την παραμικρή υπόνοια αδυναμίας, επιστημονικής ή διδακτικής, και διάβαζε πριν ανέβει στην έδρα ακόμη και την τελευταία μέρα της υπηρεσίας του.
Υπήρξε δημοκράτης και δίδασκε τη δημοκρατία, ιδιαίτερα μέσα από τον Επιτάφιο του Περικλή, εν μέσω δικτατορίας. Όταν αμέσως μετά την 21η Απριλίου του 1967 ο τότε στρατιωτικός διοικητής κάλεσε όλους τους εκπαιδευτικούς του Ρεθύμνου και τους εξήγησε ότι «από τούδε και στο εξής θα είναι ή με το μέρος τους ή εναντίον τους», χωρίς ενδιάμεσες καταστάσεις, και ότι θα πρέπει να το δείχνουν εμπράκτως, στη σιωπή που απλώθηκε δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και απάντησε αυθόρμητα ότι είχε ορκιστεί για να εφαρμόζει το Ελληνικό Σύνταγμα και να εργάζεται γι’ αυτό και όχι για να κάνει προπαγάνδα. «Αν θέλετε να κάνετε προπαγάνδα, θα πρέπει να την κάνετε εσείς», δήλωσε προς γενική κατάπληξη. Και πραγματικά δεν έκανε την παραμικρή προπαγάνδα για τη χούντα όχι μόνο κατά τα δημοψηφίσματα αλλά και κατά την ορισμένη γι’ αυτόν «στημένη» πανηγυρική ομιλία της 25ης Μαρτίου 1971, οπότε και γιορτάστηκε πανηγυρικά σε όλη τη χώρα η 150ετία της Ελληνικής Επανάστασης και μέσω αυτής δοξολογήθηκε η χούντα των συνταγματαρχών. Ο υποφαινόμενος θυμάται ακόμα τα συγχαρητήρια τηλεφωνήματα που έγιναν στη συνέχεια από ανθρώπους που δεν δίσταζαν να τον επαινέσουν ακριβώς για την έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς στο τότε καθεστώς. Όλα αυτά και κάποια άλλα δεν μπορούσαν παρά να του στερήσουν τη θέση του Γυμνασιάρχη στο Γυμνάσιο Αργυρούπολης, που είχε μέχρι το 1967, και να τον καθηλώσουν στον βαθμό του απλού καθηγητή. Η επαναφορά στη δημοκρατία τον αποκατέστησε, οπότε και του αποδόθηκε και πάλι ο βαθμός και πρόλαβε να υπηρετήσει για δύο χρόνια στο αγαπημένο του από τα μαθητικά ήδη χρόνια 1ο Γυμνάσιο.
Οι μαθητές του έγραψαν πολλά τιμητικά στις τοπικές εφημερίδες μετά τη συνταξιοδότησή του και κάποιοι, όπως ο Μανόλης Σκαρσουλής και ο Κωστής Καλλέργης θύμισαν πρόσφατα κάποια περιστατικά. Πριν λίγο καιρό ο τελευταίος σημείωσε ότι ο χουντικός τότε διευθυντής του σχολείου του είχε αναθέσει -ως εξ απαλών ονύχων διαθέτοντα ποιητική φλέβα- να συνθέσει και να απαγγείλει ένα δοξαστικό για το καθεστώς ποίημα. Εξυπακούεται ότι ο Κωστής, γνωστός τότε ως «Ξαστεριανάκης» και γνωστότερος αργότερα ως «Κιγκ», είχε από μικρός κρίση και ήθος και σκάρωσε ένα εξάστιχο, που μόνο άνθρωποι που δεν διέθεταν χιούμορ δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι χλεύαζε τους δικτάτορες. Αναφέρει στο δημοσίευμά του: «…Ο αείμνηστος δημοκράτης καθηγητής Κωστής Στρατιδάκης, που είχε επιστρατευθεί από τον τότε Γυμνασιάρχη μας, για να μου κάνει ιδιαίτερα μαθήματα απαγγελίας, κατ’ ιδίαν, αγανακτισμένος και οργισμένος μου έλεγε: -Μα για τουτουσές, μωρέ Κωστή, τους βρωμιάρηδες, έγραψες το ποίημα;» [28].
Η σύζυγος Αργυρή Ψιμικού, παρότι είχε ζήσει τα νεανικά χρόνια σ’ ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον, δεχόταν και συχνά ενίσχυε τις αρχές του άνδρα της. Κάποτε είχε ζητήσει ακρόαση από τον τότε αρχιμανδρίτη της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, ο οποίος διέδιδε ότι ο σύζυγός της ήταν κομμουνιστής, και δεν δίστασε να τον «βάλει στη θέση του», όπως έλεγε, εννοώντας ασφαλώς όχι με βρισιές, στις οποίες ποτέ δεν κατέφευγε, αλλά οπωσδήποτε με απειλές. Μόνο μια φορά έκρινε ως απαράδεκτη τη συμπεριφορά του συζύγου της. Αξίζει, ίσως, να αναφερθεί το περιστατικό, προκειμένου να τονιστεί η ανιδιοτέλεια πολλών από τους ανθρώπους του παλιότερου Ρεθύμνου. Ένα φτωχόπαιδο με καταγωγή από χωριό του Μυλοποτάμου, που έμενε νοικιάζοντας δωμάτιο στη πόλη, με λίγες βάσεις από το εκεί σχολείο αλλά πολύ φιλότιμο, έμεινε ανεξεταστέο σε κάποια γλωσσικά μαθήματα. Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, ο Κωστής Στρατιδάκης το εντόπισε και ανέλαβε ανιδιοτελώς την προετοιμασία ενόψει των εξετάσεων του Σεπτεμβρίου. Και όταν τις πέρασε με άνεση, οι γονείς του παιδιού του έδωσαν το μόνο αξιόλογο που διέθεταν, ένα ζωντανό κόκορα με δεμένα τα πόδια, να τον προσφέρει ως αντίδωρο στον ευεργέτη του. Ο Κωστής Στρατιδάκης έλειπε από το σπίτι όταν το παιδί καταχαρούμενο ήρθε να αναγγείλει την επιτυχία του και να παραδώσει το πεσκέσι, ευγνωμοσύνης ένεκεν. Η σύζυγος Αργυρή συνεχάρη το φτωχόπαιδο και όπως ήταν φυσικό δέχτηκε το αντίδωρο, αφού μάλιστα δεν ήταν προϊόν αγοράς. Όμως, ποιος είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε, όταν ο Στρατιδόκωστας επέστρεψε το μεσημέρι και αντίκρισε τον κόκορα. Παρόλες τις ικεσίες της γυναίκας του και τις προσπάθειες να του εξηγήσει ότι θα αποτελούσε προσβολή για την οικογένεια του παιδιού να τους επιστρέψει το δώρο τους, άρπαξε από τα πόδια το άτυχο ζώο και σαν σίφουνας έτρεξε και πρόφτασε το παιδί στο πρακτορείο λεωφορείων του Μυλοποτάμου, που τότε βρισκόταν στην κοντινή πλατεία του Άγνωστου Στρατιώτη. Κι εκεί, παρόλα τα σπαραχτικά κλάματά του, το ανάγκασε να γυρίσει στο χωριό με το ανεπίδοτο ζώο!
Εξυπακούεται ότι «πριν αλέκτωρ λαλήσαι τρις» είχε αναγνωρίσει το σφάλμα του, μετά μάλιστα και από την τιμωρία σιωπής («μπουρώματος») που εφάρμοσε η σύζυγός του. Ο χαρακτήρας τους διέφερε σε πολλά σημεία, που άλλα ζευγάρια θα τα θεωρούσαν ίσως αποφασιστικά για το μέλλον της σχέσης τους: στη διαχείριση των οικονομικών, στην διατήρηση της ψυχραιμίας στις δύσκολες στιγμές, στην απολυτότητα και στην έλλειψη οποιασδήποτε διπλωματικότητας, στην ανατροφή των παιδιών, στη θρησκευτικότητα, στη συναισθηματικότητα, στην προβλεπτικότητα ως προς τις καταστάσεις και ως προς τη συμπεριφορά των ανθρώπων.
Η σύζυγος είχε μάθει ότι «περνάμε με όσα έχουμε, δεν δανειζόμαστε και πάντα βάζουμε κάτι τις στην άκρη». Ο σύζυγος είχε πλήρη αδυναμία να κάνει οικονομική διαχείριση και όταν αυτό γινόταν απαραίτητο (αρρώστιες συζύγου, παιδιών κ.λπ.) τα θαλάσσωνε, μη μπορώντας να ιεραρχήσει τις ανάγκες. Ο σύζυγος ήταν απόλυτος, χαρακτηριστικό που ίσως μεγεθυνόταν από τη σχέση του με τους μαθητές του, που οπωσδήποτε ήταν σχέση εξουσίας. Η σύζυγος, χωρίς ποτέ να κι εκείνη να κάνει ελιγμούς, μπορούσε να επεξεργάζεται νοητικά περισσότερες πτυχές των προβλημάτων και να γίνεται διαλλακτικότερη. Ο σύζυγος πίστευε σε πιο ελεύθερη ανατροφή των παιδιών ενώ η σύζυγος συχνά «έπιανε την παντόφλα στο χέρι». Η τελευταία αυτή τακτική ίσως και να μην απέρρεε από κάποιες αρχές αυστηρότητας, αλλά να ήταν αποτέλεσμα της κατά πολύ μεγαλύτερης ενασχόλησης με τα παιδιά και της αναπότρεπτης τριβής της καθημερινότητας.
Ο σύζυγος δεν είχε ιδιαίτερες θρησκευτικές πεποιθήσεις, φθάνοντας σχεδόν στα όρια της αθεΐας, ενώ η σύζυγος, χωρίς ποτέ να ολισθήσει σε θρησκοληψία, πίστευε ότι η πίστη είναι απαραίτητη στους ανθρώπους προκειμένου να ελέγχουν τις παρορμήσεις τους και να ζουν κοινωνικά. Ο σύζυγος ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικός, απέναντι στους ενδεείς, στους αδύναμους, στους δυστυχισμένους, στους καταπιεσμένους κάθε είδους (λόγω πεποιθήσεων, φύλου κ.α.) και στους «πτωχούς τω πνεύματι». Η σύζυγος φαινόταν πολύ ψυχραιμότερη απέναντι σε τέτοιες καταστάσεις, δεν εκδηλωνόταν αλλά τελικά και, χωρίς να ξέρει η αριστερά της τι ποιεί η δεξιά, στεκόταν δίπλα στον πόνο και στη στέρηση με τρόπο ουσιαστικό. Ο σύζυγος ενθουσιαζόταν με κάθε καινούρια γνωριμία που έκανε και γινόταν στο έπακρο δοτικός, ενώ η σύζυγος κρατούσε τις αποστάσεις και προτιμούσε να χτίζει λιγότερες μεν σχέσεις αλλά με διάρκεια ζωής.
Αυτές, όπως και άλλες μικρότερες διαφορές δεν τους έκαναν να αλλάζουν σε τίποτα την εκτίμησή τους ο ένας για τον άλλον, που ήταν απεριόριστη. Τα παιδιά τους ποτέ δεν τους θυμούνται να αντάλλαξαν μεταξύ τους φανερά κάποια κακή κουβέντα και είναι σίγουρα ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να είχε συμβεί ούτε και όταν αυτά δεν ήταν παρόντα. Το μυστικό ίσως να βρισκόταν στο γεγονός ότι δεν τους είχε φέρει κοντά κάποιος έρωτας, που θα τους τύφλωνε στον εντοπισμό των αμοιβαίων ελαττωμάτων. Αντίθετα πίστευαν ότι οι οικογενειακές και οι προσωπικές σχέσεις οικοδομούνται κάθε στιγμή, περισσότερο στις δύσκολες, ότι ο αλληλοσεβασμός αποτελεί όρο εκ των ουκ άνευ και ότι το παράδειγμα των γονέων και όχι οι κατηχήσεις είναι αυτό που παιδαγωγεί τους απογόνους τους.
Κωστής και Αργυρή Στρατιδάκη: Τα ώριμα χρόνια και ο θάνατος
Με όλα αυτά και πολλά άλλα η οικογένεια Στρατιδάκη πορευόταν προς το αναπότρεπτο. Η σφικτή οικονομική διαχείριση τους επέτρεψε να οικοδομήσουν ένα δικό τους σπίτι, επάνω από το πατρώο της συζύγου. Εξυπακούεται ότι αυτό έγινε με μεγάλες οικονομίες, αφού πρωταρχικός και αδιαπραγμάτευτος στόχος παρέμενε η σπουδή των παιδιών. Σε αντίθεση με τα νεότερα χρόνια, που ο δανεισμός είναι ο κανόνας, τότε αποτελούσε την ύστατη λύση και ο φόβος «μη σε βάλει κάτω το δάνειο» κυριαρχούσε στο υποσυνείδητο. Για να αποπερατωθεί το νέο σπίτι, χρειάστηκε να νοικιαστεί πρόωρα το υπάρχον, ώστε να υπάρχει ένα πρόσθετο έσοδο. Χρειάστηκε επίσης να εκποιηθούν τα εναπομείναντα περιουσιακά στοιχεία της υπαίθρου και να συνυπάρξουν επί πολλούς μήνες σε ένα δωμάτιο χωρίς παντζούρια όλα τα μέλη της διευρυμένης οικογένειας: παππούδες, γονείς και παιδιά.
Η περίοδος εκείνη του «τσιγγαναριού» ήταν οπωσδήποτε η πιο ευτυχισμένη για τα παιδιά, που είχαν αναλάβει να φροντίζουν την ανάρτηση κουβερτών μπροστά από τα τζαμιλίκια, προκειμένου να μη γίνονται θέαμα από τους περαστικούς. Ήταν η περίοδος ακριβώς που ολόκληρη σχεδόν η οικογένεια κινδύνεψε να αναχωρήσει για τις αιώνιες μονές, όταν δηλητηριάστηκε από το μονοξείδιο του άνθρακα του μαγκαλιού της και σώθηκε λίγο πριν το τέλος από τον μεγαλύτερο σε ηλικία, που είχε επισκεφθεί το καφενείο για το απαραίτητο τάβλι του. Ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα μπορούσε -για να ευθυμήσει- να ανατρέξει στο βιβλίο του υποφαινόμενου «Έναντι Σχολής Χωροφυλακής», για να μάθει περισσότερα για τους ταβλαδόρους του Ρεθύμνου και για τη λαθροχειρία του Μανολάκη, τη σχετική με αυτό το πάθος του. [29] Στο ίδιο θα μπορούσε ίσως να ζήσει για λίγο την ατμόσφαιρα της τότε γειτονιάς, όταν ίσχυε το «καλύτερα ένας καλός γείτονας παρά ένας καλός συγγενής». Η αλληλοκατανόηση ανόμοιων κατά τα άλλα ανθρώπων, η έμπρακτη αλληλεγγύη τους και οι απίθανες διασκεδάσεις με μηδαμινούς υλικούς πόρους είναι πολύ δύσκολο να γίνουν κατανοητές σήμερα, που οι κοινωνικές σχέσεις καταρρέουν μόλις η κρίση αγγίξει τους ανθρώπους και μαζί με αυτές οι -όποιες- αρχές τους.
Ο Κωστής Στρατιδάκης εξακολουθούσε να διδάσκει, παρότι Γυμνασιάρχης, αφού αυτό ήταν το πάθος του, γι’ αυτό άλλωστε και οι μαθητές του είχαν δώσει το προσωνύμιο «Χότζας». Ο υποφαινόμενος έφερε κατά συνέπεια το προσωνύμιο «Χοτζάκι», γεγονός που πολύ τον στενοχωρούσε και μπόρεσε να ξεπεράσει μόνο όταν συνειδητοποίησε ότι το δικό του δεν είχε άσχημη χροιά, σε αντίθεση με άλλα καθηγητικά που ήταν εμφανώς απαξιωτικά: «Γαλότσα», «Κατσίκα», «Κατσαρόλα», «Κούτσαβλος», «Νταχάου», «Ξόανο», «Χοιρούτσα» και άλλα, ων ουκ έστι αριθμός.
Αν και κατά κοινή ομολογία δυνατός φιλόλογος, ο Κωστής Στρατιδάκης έδινε την πρωτοκαθεδρία σε έναν μη φιλόλογο. «Ο καλύτερος φιλόλογος στο Ρέθυμνο δεν είναι φιλόλογος. Είναι φυσιογνώστης και ονομάζεται Κωστής Ξεξάκης», έλεγε και έγραψε κάποτε σε τοπική εφημερίδα [30]. Συμπλήρωνε όμως και κάτι άλλο, που θα μπορούσε να αποκαλυφθεί σήμερα από αυτή εδώ τη θέση: «Ο δεύτερος καλύτερος φιλόλογος του Ρεθύμνου όχι μόνο δεν είναι κι αυτός φιλόλογος αλλά και δεν έχει καν σπουδάσει σε πανεπιστημιακή σχολή. Ονομάζεται Αργυρή». Και μιας και άρχισαν οι αποκαλύψεις, ας προστεθεί εδώ η εκτίμηση για τον μαθητή του Ματθαίο Τσιριμονάκη, τον τόσο πρόωρα χαμένο, για τον οποίο πίστευε ότι θα έπρεπε να σπουδάσει ελληνική φιλολογία και ότι με την οξυδέρκεια και τις γνώσεις του θα εξελισσόταν σε κορυφή. Γιατί ο Κωστής Στρατιδάκης μέσα στα άλλα είχε και ένα ακόμη χάρισμα: να θαυμάζει τους καλύτερούς του κι όχι να τους ζηλεύει, όπως ίσως άλλοι. Αναγνώριζε όχι μόνο τους εξυπνότερους από αυτόν ανθρώπους αλλά και τους εργατικότερους, τους χρησιμότερους, τους δημιουργικότερους. Και ήταν πάντα προβληματισμένος με τις αξιολογήσεις του. Κάποτε στο καφενείο των εκπαιδευτικών, «του Στάθη», ρώτησε ένα συνάδελφό του καθηγητή τι βαθμούς έβαζε σε έναν μαθητή, που στη συνέχεια είχε αναδειχθεί σε πρωτοπόρος του τουρισμού και της οικονομίας του Ρεθύμνου. Κι όταν εκείνος του δήλωσε την χαμηλή αξιολόγηση, του απάντησε ότι κι ο ίδιος «τον είχε του κλώτσου και του μπάτσου». Και συνέχισε: «Κι όμως, την τελική αξιολόγηση την έκανε η κοινωνία, κι εκείνη τον βαθμολόγησε με άριστα»!
Οι Στρατιδάκηδες κάποια στιγμή έμειναν μόνοι τους, κυριολεκτικά «κούτσουρα». Είναι η αναπότρεπτη στιγμή κατά την οποία τα παιδιά φεύγουν από το σπίτι, προσωρινά κατ’ επίφαση αλλά μόνιμα στην πραγματικότητα. Κι αν κατά περιόδους ξαναγυρίζουν στο σπίτι, αυτό γίνεται πια με μια εντελώς άλλη σχέση. Η Αργυρή ήταν προετοιμασμένη για τη στιγμή εκείνη, έχοντας παρακολουθήσει τις σχολές γονέων της Μαρίας Χουρδάκη και της Ελένης Ανυφαντάκη και έχοντας αντιμετωπίσει επιτυχώς δυο εκρηκτικές εφηβείες των παιδιών τους. Είχε επίσης διαβάσει χιλιάδες βιβλίων, που την καθιστούσαν με διαφορά πρώτη αναγνώστρια της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης αλλά και αρκετών ιδιωτικών βιβλιοθηκών. Διάβαζε όμως, όχι απλά καταναλώνοντας βιβλία και μελέτες, αλλά εντρυφώντας σ’ αυτά, κρατώντας σημειώσεις σε δικά της τετράδια και ανατρέχοντας κάπου κάπου σ’ αυτά, όταν χρειαζόταν πνευματική στήριξη και τροφή για να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. Μία από αυτές ήταν και η πρόωρη απώλεια της μητέρας της, οπόταν αισθάνθηκε ότι «πραγματικά ορφάνεψε», συναίσθημα που δεν είχε νιώσει 15 χρόνια πριν, με την απώλεια του πατέρα της.
Ο Κωστής Στρατιδάκης κάποια επίσης αναπότρεπτη στιγμή συνταξιοδοτήθηκε. Ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τον αποχωρισμό από τους μαθητές του, που τον έκαναν να αισθάνεται κατά πολύ νεότερος ανάμεσά τους. Άκουγε από τον κήπο του, στον οποίο αφιερώθηκε, τον ήχο του κουδουνιού του «Οίκου Παιδείας» και ανατρίχιαζε, σαν να τον χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Ευτυχώς συναντούσε παντού όπου πήγαινε παλιούς μαθητές του, που του αναγνώριζαν στο ακέραιο τις αγωνίες που είχε νιώσει γι’ αυτούς. Η μεγαλύτερη περηφάνια του, μετά την οικογένεια που έκανε, ήταν η επιτυχία σε πανεπιστημιακές σχολές 48 από τους 52 μαθητές του κάποιας Έκτης Γυμνασίου που είχε διδάξει.
Το όνειρό του να εξαντλήσει το εφάπαξ που δικαιούνταν σε ταξίδια με την Αργυρή του, για «να γνωρίσουν τον κόσμο», δεν μπόρεσε να το πραγματοποιήσει. Ευτυχώς είχαν προλάβει με τις οικονομίες τους να επισκεφθούν κάποιες χώρες, όπως η Βουλγαρία, η τότε ΕΣΣΔ και η Γαλλία. Το εφάπαξ καταναλώθηκε για τον «προικισμό» της κόρης, η οποία επέλεξε -χωρίς τη σύμφωνη γνώμη τους- αυτόν που γέμιζε την καρδιά της. Κανένας από τους γονείς δεν επέμεινε στη γνώμη του, που αποδείχτηκε προφητική, αλλά πλαισίωσαν το νέο μέλος της οικογένειας με απόλυτο σεβασμό και κατανόηση. Αργότερα δεν δίστασαν να ρίξουν το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης του χωρισμού στο παιδί τους και να διατηρήσουν τακτική επικοινωνία με τον τέως γαμπρό τους, ο θάνατος του οποίου κυριολεκτικά τους συγκλόνισε.
Την ίδια κατανόηση έδειξαν για το αίσθημα του γιου τους, τον οποίο με την καλή του φιλοξένησαν χωρίς να έχει προηγηθεί η τυπική τελετή του γάμου στο σπίτι τους για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Κωστής Στρατιδάκης όχι μόνο άνοιξε την πόρτα του και τους δέχτηκε με χαρά αλλά και έσπευσε να κατέβει στον κήπο του για να κόψει και να τους προσφέρει τα καλύτερα σύκα και ροδάκινά του. Και δεν έκανε ασφαλώς λάθος, αφού η μελλοντική νύφη τούς ανταπέδωσε τα αισθήματα αυτά στο πολλαπλάσιο και μάλιστα έμπρακτα, όταν τους περιποιήθηκε, περισσότερο ίσως κι από τους γονείς της.
Ο Κωστής Στρατιδάκης, πέραν του κήπου και των διαβασμάτων του, βρήκε σκοπό ζωής στους περιπάτους του στη φύση και σε αγώνες για επικράτηση της ειρήνης. Κι όταν συνειδητοποίησε ότι οι αγωνιστές της ειρήνης τον χρησιμοποιούσαν, για το κύρος και την ηλικία του, αλλά δεν είχαν καμιά διάθεση να ακούσουν τις απόψεις του, δεν δίστασε να αποχωρήσει και να αφοσιωθεί στα διαβάσματα και στη γυναίκα του, που του άρεσε να της κουβαλά λουλούδια από τον κήπο του και να της βάζει φασκομηλιές κάτω από το προσκεφάλι της. Όμως δεν μπόρεσε ποτέ να συμβιβαστεί με τα γηρατειά, παρόλα τα σχετικά ρητά που είχε διδάξει στις χιλιάδες των μαθητών του. Σιγά σιγά έπεσε στο κρεβάτι, ιδιαίτερα αφ’ ότου άρχισε να υφίσταται αλλεπάλληλα μικρά εγκεφαλικά χτυπήματα. Τον κράτησαν για πολλά χρόνια στη ζωή η αγάπη και συμπαράσταση της Αργυρής του και οι προσπάθειες των οικογενειακών γιατρών Γιώργου Αγγελιδάκη και Νίκου Κοκονά. Η τελική κρίση για τη γυναίκα του εκφραζόταν με την υπόδειξη ότι δεν θα έπρεπε να ονομάζεται Αργυρή αλλά Χρυσή.
Λίγες βδομάδες πριν πεθάνει παρακάλεσε τη γυναίκα του να μην τον αφήσει μόνο. Κι εκείνη με παράπονο του θύμισε ότι έχουν διαφορά ηλικίας 18 ετών και τον παρακάλεσε να αντέξει μόνος κάμποσα χρόνια, μέχρι να πάει να τον βρει. Κι όπως θα δούμε, κράτησε στο ακέραιο την υπόσχεσή της και τον ακολούθησε μετά από 18 ακριβώς χρόνια.
Μετά τον θάνατο του συζύγου και με την κούραση πολλών χρόνων η Αργυρή κατέρρευσε. Η πνευματική επικοινωνία που διατηρούσε με τον άνδρα της ζωής της, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του, είχε λήξει. Δεν θα μπορούσε πια να ανταλλάξει απόψεις για τα βιβλία που τελείωνε, να ζητάει μια γνώμη, να μεταφέρει σε κάποιον αυτά που αποκόμισε από μια διάλεξη. Δεν θα μπορούσε πια να του διαβάσει ένα κομμάτι από κάποιο τόμο της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» ή να ανταποκριθεί στην παράκλησή του να φέρει κάποιο τόμο από το λεξικό «Λίντελ-Σκοτ» για να διαβάσουν κάποιο λήμμα του ή, τέλος, να παρακολουθήσουν μαζί από την τηλεόραση την πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Βιέννης. Γιατί και οι δύο τους μπορεί να μην έπαιζαν κάποιο μουσικό όργανο αλλά εκτιμούσαν πολύ τη μουσική και τους ανθρώπους της. Ήταν γι’ αυτό που υπολήπτονταν εξαιρετικά τον Ευάγγελο Νησιανάκη, τον Μανόλη Βογιατζάκη και τον Μανό Αστρινό, που είχαν διατελέσει πρόεδροι του Ωδείου και τον Βαγγέλη Στεφανάκη που είχε ιδρύσει στο Ρέθυμνο παράρτημα των «Μουσικών Νιάτων» και έδινε έτσι στους Ρεθεμνιώτες, μικρούς και μεγάλους, τη δυνατότητα να τύχουν κλασικής μουσικής παιδείας. Ας αναφερθεί εδώ η λύπη που ένιωσε η Αργυρή για την εκδημία του συμμαθητή της Μανού Αστρινού αλλά και η ικανοποίησή της αργότερα, όταν στο κρεβάτι του πόνου άκουσε από τον υποφαινόμενο να της διαβάζει ένα δημοσίευμά του, αντί νεκρολογίας, με τον τίτλο «Μανός Αστρινός, ο άρχων αρχειοθέτης του Ρεθύμνου». [31]
Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός της κούρασης που είχε βγει στην επιφάνεια με τη αναπόφευκτη μελαγχολία της μοναξιάς, κινδύνεψε να κλονίσει την Αργυρή. Της εμφανίστηκαν κάποια προβλήματα υγείας και υπέστη μια σειρά ατυχιών, από τις οποίες η σοβαρότερη ήταν το σπάσιμο ψηλά του ενός χεριού. Όμως σταδιακά και με τη συμπαράσταση των καλών της φιλενάδων κατόρθωσε να συνέλθει και ξαναβγεί στην επιφάνεια. Σ’ αυτό τη βοήθησε και η σχέση με τα εγγόνια της. Στο πρόσωπο του εγγονού της αναγνώριζε εκείνο του συζύγου της, παρόλες τις εξάρσεις της εφηβείας του. Από την άλλη πλευρά είχε αποποιηθεί του όποιου δικαιώματος να δώσει το δικό της όνομα στην εγγονή της, όπως άλλωστε και η καλή της συμπεθέρα. Θα άξιζε ίσως να μελετηθεί η σχέση με τα εγγόνια της, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν ήταν η συνηθισμένη του «ξενινιάσματος» και των παροχών. Όταν πια είχε ξαναβρεί τη συνηθισμένη της ζωτικότητα, θέλησε να παραμείνει μάχιμη στη ζωή και όχι να αναλάβει το ρόλο της φύλαξης της εγγονής. Κρατούσε τα εγγόνια της μόνο όταν ήταν απολύτως απαραίτητο, διεκδικώντας για τον εαυτό της το δικαίωμα να έχει τη δική της ζωή, με τις επισκέψεις μεταξύ των φιλενάδων, τις διαλέξεις, τα απογευματινά του «Κύκλου του Ελληνικού Φωτός», τα καλοκαιρινά μπάνια, την παραμονή τους χειμωνιάτικους μήνες στην Αθήνα στην κόρη και στην αδελφή της και, κάπου κάπου, τους εκκλησιασμούς της. Η σχέση με τα εγγόνια της χαρακτηριζόταν οπωσδήποτε από στοργή και δοτικότητα, όχι όμως από τις συνηθισμένες αλλού παροχές σε ζαχαρωτά, παιχνίδια και χρήματα, αλλά ως ανάληψη του κόστους της παροχής ξενόγλωσσης παιδείας και ιδιωτικής επαγγελματικής ασφάλειας όταν τα εγγόνια θα ενηλικιώνονταν. Ονειρευόταν να τη συνοδεύσουν να επισκεφθεί τη Μεγάλη Βρετανία, όνειρο που έμεινε τελικά ανεκπλήρωτο. Όμως πρόλαβε να επισκεφθεί μια ολόκληρη σειρά χωρών, όπως η Τουρκία, η Κύπρος και η Ιταλία. Στο τελευταίο αυτό ταξίδι εντυπωσίασε τους συνταξιδιώτες της με τη ζωτικότητά της αλλά και με την άρνησή της να επιβιβαστεί κάποιου τελεφερίκ στην Πομπηία, με την ατάκα: «Φανταστείτε τις εφημερίδες να γράφουν Γραία ογδοηκοντούτις απεβίωσεν ορειβατούσα»!
Όπως και με τον σύζυγό της, σπανιότατα έδιναν δίκιο στα παιδιά τους. Ο υποφαινόμενος θυμάται ένα περιστατικό με τον θεολόγο καθηγητή του, ο οποίος ισχυριζόταν ότι κάποιος άγιος δεν θήλαζε ως νήπιο κάθε Τετάρτη και Παρασκευή τη μητέρα του. Του είχε λοιπόν αντιτείνει ότι αυτό σημαίνει ότι η αγιότητα είναι έμφυτη, εφόσον μπορεί να την έχει ένα άβουλο ον, και όχι επίκτητη. Ο αξέχαστος εκείνος θεολόγος είχε εκραγεί και είχε ζητήσει από τον Γυμνασιάρχη τότε πατέρα να συνετίσει το γιο του. Και πραγματικά οι γονείς τού έσυραν τα εξ’ αμάξης, χωρίς να του αναγνωρίσουν οποιοδήποτε ελαφρυντικό. Την επόμενη ημέρα πατέρας και γιος βαδίζοντας προς το Γυμνάσιο συνάντησαν τον θρησκόληπτο καθηγητή και ο πρώτος ζήτησε από τον δεύτερο να απομακρυνθεί. Όμως ο υποφαινόμενος είχε τη χαρά να υποκλέψει μια απολαυστική συζήτηση, κατά την οποία ο καθηγητής επέμενε στην άποψή του και ο πατέρας, που δεν είχε αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό στο γιο του, γελούσε λέγοντας: «Μα είπες μωρέ τέτοια πράγματα στα παιδιά; Ο νους σου και του μπογιατζή ο κόπανος»!
Η Αργυρή Στρατιδάκη αποδείχτηκε στα γηρατειά της αρχόντισσα, πιστή στο αγαπημένο της ρητό «τα ύστερα τιμούν τα πρώτα». Συνέχισε να διαβάζει και να είναι ενεργή πολίτης, διεκδικώντας για τον εαυτό της το δικαίωμα της ευθυκρισίας και της λογικής. Σε μια εποχή εντεινόμενου ρατσισμού υπήρξε ουσιαστικός συμπαραστάτης των μεταναστών, πολλοί από τους οποίους παρευρέθηκαν στην εξόδιο ακολουθία της. Απετέλεσε καταφυγή για πολλούς ανθρώπους, συγγενείς και φίλους, οι οποίοι της εμπιστεύονταν τα προβλήματά τους κι εκείνη, με τη σοφία που είχε αποκομίσει από μια πολύχρονη ζωή, φρόντιζε να τους παράσχει μια καίρια, λογική και εφαρμόσιμη συμβουλή. Στενοχωρούνταν με τα προβλήματα υγείας της κόρης της, ιδιαίτερα την τελευταία περίοδο που η ίδια δεν μπορούσε να της παράσχει βοήθεια από κοντά, και ευγνωμονούσε τους ανθρώπους που της συμπαραστέκονταν. Έχοντας επιζήσει στην σκληρή Γερμανοκατοχή και με την ανάμνηση της μεταπολεμικής φτώχειας, αντιμετώπιζε με στωικότητα την προϊούσα οικονομικοκοινωνική κρίση, μέσα στη γενική αλλοφροσύνη. Εξακολουθούσε να εκτιμά -περισσότερο τώρα- τους ανθρώπους του μόχθου. Μέχρι το τέλος δεν βγήκε από το στόμα της οποιουδήποτε είδους και μορφής κουτσομπολιό, ενώ απέφευγε να φέρνει καν στο στόμα της πρόσωπα και καταστάσεις. Επιζητούσε την αυτονομία της, και την οικονομική, κρατώντας την επικαρπία της απαραίτητης για την αξιοπρεπή επιβίωσή της περιουσίας. Βοηθούσε και στον οικονομικό τομέα αρκετούς ανθρώπους και φρόντιζε για την υγεία της, ώστε να μην χρειαστεί να επιβαρύνει τους άλλους. Πρόσφατα χάρηκε που της αφιέρωσε ο γιος της ένα του βιβλίο, αλλά περισσότερο χάρηκε που το συναφιέρωσε στον πατέρα της Εμμανουήλ Ψιμικό. Παράλληλα λυπόταν που δεν είχε πια τη δύναμη να το διαβάσει, ούτε καν να το σηκώσει για ανάγνωση επάνω στο σώμα της, στο κρεβάτι στο οποίο είχε πια καταφύγει.
Την τελευταία διετία οι δυνάμεις της είχαν αρχίσει να πέφτουν. Παρόλα αυτά έκανε δύο εγχειρήσεις -καταρράκτη και καρπιαίου σωλήνα- και ετοιμαζόταν να φορέσει ακουστικά για να ενισχύσει την ακοή της, που ολοένα αδυνάτιζε. Πριν από ένα περίπου χρόνο αρρώστησε. Ο οικογενειακός γιατρός Στέλιος Αλεξανδράκης διέγνωσε αμέσως το πρόβλημά της και φρόντισε ώστε στον υπολειπόμενο χρόνο ζωής της να έχει την καλύτερη δυνατή ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό και με ενέργειές του μεταφέρθηκε άμεσα στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο και στη συνέχεια στο ΠαΓΝΗ και στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, στα οποία και έτυχε εξαιρετικής ιατρικής βοήθειας, για τα δεδομένα μάλιστα μιας χρεοκοπημένης χώρας. Το προσωπικό της κλινικής του ΠαΓΝΗ που την νοσήλευσε πέρασε την ημέρα της αποχώρησής της για να αποχαιρετήσει την «κυρία Στρατιδάκη», που παρόλους τους πόνους της και τα ατελείωτα τρυπήματα που υπέστη, σε καμία στιγμή δεν επέτρεψε στον εαυτό της, όχι να πει κακά λόγια, αλλά ούτε καν να βαρυγγομήσει. Οι γιατροί του Νοσοκομείου στο Ρέθυμνο όπου νοσηλεύτηκε την τελευταία περίοδο την επανέφεραν τουλάχιστον δύο φορές στη ζωή, εφαρμόζοντας όλα τα ιατρικά πρωτόκολλα που θα εφάρμοζαν και για ένα νέο και φέρελπι άνθρωπο. Η ίδια συνειδητοποίησε σε κάποια στιγμή την κατάστασή της και αφέθηκε σε έναν σταδιακό θάνατο. Έδωσε τις τελευταίες της οδηγίες, υπό το απειλητικό φάσμα του θανάτου, σχετικές με την αποφυγή περιττών τελετών και την χορήγηση αντί αυτών βοήθειας σε αναξιοπαθούντες ανθρώπους. Άφησε επίσης την υποθήκη να μεταφερθεί στην παιδική της φίλη η εικόνα της ότι «το πιο δύσκολο πράγμα σ’ αυτό τον κόσμο είναι να βγει η ψυχή του ανθρώπου». Παρακάλεσε τους γιατρούς να μην ασχολούνται πια μαζί της και να την αφήσουν να πεθάνει ήρεμη. Έσβησε σαν κεράκι στο σπίτι της, ανάμεσα στους αγαπημένους της.
Η Αργυρή Στρατιδάκη πέθανε όχι ανώδυνα, όπως το ήθελε, αλλά οπωσδήποτε ανεπαίσχυντα και ειρηνικά. Έφυγε 18 χρόνια ακριβώς μετά τον Κωστή Στρατιδάκη, μία εβδομάδα πριν από την επέτειο των γενεθλίων του, για να τον συναντήσει, ως αστρική σκόνη ή όπως αλλιώς κάπου στο επέκεινα. Και οι δύο τους δεν θα πεθάνουν πραγματικά όσο θα υπάρχουν άνθρωποι που τους θυμούνται και που θα προσπαθούν να ζουν με τις αρχές που χαρακτήρισαν τον βίο και την εποχή τους. Όπως το είχε διατυπώσει ο συμπολίτης Παντελής Πρεβελάκης, «οι νεκροί επιζούν μέσα μας και μας ευλογούν».
Σύνοψη: Ανιχνεύοντας τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου
Παραπάνω καταβλήθηκε μια προσπάθεια ανίχνευσης των αξιών με τις οποίες πορεύτηκε η γενιά των Ρεθεμνιωτών των τεσσάρων μεσαίων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Οι αξίες αυτές αναζητήθηκαν μέσα από τους βίους δύο τυπικών ανθρώπων, του ζεύγους Κώστα Στρατιδάκη και Αργυρής Ψιμικού. Η προσπάθεια θα έμενε ατελέσφορη αν δεν καταβαλλόταν προσπάθεια να βρεθούν οι ρίζες τους στις παλιότερες γενιές, στην πρώτη γενιά των προπατόρων τους και λίγο πριν.
Το Ρέθυμνο και η ενδοχώρα του των δύο τελευταίων αιώνων είχε πολλές αξίες που δεν θεωρούνται ως τέτοιες σήμερα ή που κατατάσσονται με εντελώς άλλη αξιολογική σειρά. Επιγραμματικά, ακολουθώντας το κείμενο του βιβλίου, και όχι αξιολογικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ:
- Η εργατικότητα των ανθρώπων αλλά και η απόλυτη διάκριση καθημερινής και σχόλης
- Η αίσθηση ιστορικότητας που τους διακατείχε
- Η βαθειά αίσθηση του χιούμορ
- Ο σεβασμός στους προπάτορες
- Η πραότητα
- Η πολύ υψηλή αξιολόγηση της φιλίας
- Η διευρυμένη αίσθηση της ευπρέπειας
- Η εκτίμηση της μόρφωσης και των ανθρώπων που την διέθεταν
- Η αντίληψη ότι η αγάπη δεν είναι αυθύπαρκτη αλλά κτίζεται σταδιακά
- Η πεποίθηση ότι η οικοδόμηση αυτή αποτελεί παιδαγωγική διαδικασία
- Η ανιδιοτέλεια
- Η καλλιέργεια της έννοιας της συγγένειας στις επόμενες γενιές
- Η εγκαρτέρηση στις δυσκολίες
- Η συμπαράσταση στους ταπεινής καταγωγής ή κατάστασης ανθρώπους
- Η αλληλοκατανόηση μεταξύ ανόμοιων κατά τα άλλα ανθρώπων
- Η βαθειά επιθυμία για διατήρηση της ελευθερίας στη σκέψη
- Η έμπρακτη αλληλεγγύη των γειτόνων
- Ο αυτοσεβασμός
- Η ψυχαγώγηση με μηδαμινούς υλικούς πόρους
- Η αντίληψη ότι όλων των ειδών οι σχέσεις οικοδομούνται κάθε στιγμή και περισσότερο στις δυσκολίες
- Η γνώση ότι «του κύκλου τα γυρίσματα» είναι αναπότρεπτα
- Η πεποίθηση ότι ο αλληλοσεβασμός αποτελεί όρο εκ των ουκ άνευ για μια συζυγική σχέση
- Η συνειδητοποίηση ότι το παράδειγμα των γονέων και όχι οι κατηχήσεις παιδαγωγούν τους απογόνους
- Η πρακτική τους να μην παίρνουν άκριτα και άσκοπα τη θέση των παιδιών τους
- Η βαθειά επιθυμία για έναν θάνατο «ανώδυνο, ανεπαίσχυντο, ειρηνικό» και η προετοιμασία των συνθηκών για μια τέτοια κατάληξη.
Ευχαριστήριο
Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε τους γιατρούς του Παθολογικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου και ιδιαίτερα τους ακούραστους Κώστα Μαλά και Ελένη Ιωαννίδου και την ειδικευόμενη Νατάσα Μαλά, όπως και το σύνολο του νοσηλευτικού προσωπικού.
Κι ακόμα τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου και τον Γρηγόρη Πασπάτη του Βενιζέλειου Πανάνειου Νοσοκομείου. Όλοι τους αποδεικνύουν καθημερινά ότι τα νοσοκομεία παραμένουν ανοιχτά χάρις και στις δικές τους υπεράνθρωπες και ανιδιοτελείς προσπάθειες.
Θα θέλαμε επίσης να ευχαριστήσουμε από καρδιάς τον οικογενειακό μας γιατρό Στέλιο Αλεξανδράκη, που φροντίζει να μεταφέρει στο σήμερα την πολύ παλιότερη εποχή, τότε που η ιατρική αποτελούσε λειτούργημα.
Ευχαριστούμε τους ιερείς της ενορίας μας των Τεσσάρων Μαρτύρων, όπως και τους εφημέριους από άλλες ενορίες Χαράλαμπο Καμηλάκη, Σταύρο Γοργοράπτη και Πέτρο Τσερβάκη, που θέλησαν να ξεπροβοδίσουν μαζί μας την μητέρα μας.
Ευχαριστούμε όλους όσοι την συνόδευσαν στην εξόδιο ακολουθία και εκείνους που κατέθεσαν χρηματικά ποσά σε ευαγείς σκοπούς: τον Θωμά Κρεβετζάκη και την Άννα Γαλλιάκη, την Βαγγελιώ Κρεβετζάκη και τον Στάθη Στιβακτάκη, την οικογένεια Βασίλη Μαράκη, την οικογένεια Ευάγγελου Στρατιδάκη, την οικογένεια Γιώργου και Ανθής Πολάκη, την οικογένεια Θεόδωρου Μαράκη, την οικογένεια Τάσου Κόλλια, την Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, τις Άννα Παπαδάκη και την Μαρία Χαριτάκη, τον Βαγγέλη Νικολακόπουλο, τον Μίνωα Αλεφαντινό και τους συναδέλφους της Ελληνικής Σπηλαιολογικής Εταιρείας- Τμήματος Δυτικής Κρήτης.
Ακόμη ευχαριστούμε όλους όσοι στάθηκαν δίπλα της στους δέκα μήνες που βασανίστηκε και δίπλα σε μας που προσπαθούσαμε να απαλύνουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, τους πόνους της.
Ιδιαίτερα ευχαριστούμε τον φίλο Τάσο Κόλλια που με την καθημερινή του παρουσία της έδινε τη δυνατότητα ενός χαμόγελου, έστω και πικρού μέσα από τους πόνους της. Κι ακόμα την βοηθό της κατά τους τελευταίους μήνες Νίνα Πέτροβα, που την περιέθαλψε σαν δικό της άνθρωπο.
Τέλος, ευχαριστούμε όλους όσοι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία αλλά και εκείνους που δεν το έμαθαν, παραμονές των Χριστουγέννων, κι όλους εκείνους που απάλυναν τον πόνο μας με τα παράγορά τους λόγια.
Ευχόμαστε σε όλους και όλες να είναι πάντα δυνατοί και δυνατές και να συνεχίσουν να υπηρετούν τις αξίες του παλιότερου Ρεθύμνου, στο οποίο ανήκε η αγαπημένη μας.
Οικογένεια Αργυρής Στρατιδάκη-Ψιμικού
Βιβλιογραφία
Αλεξίου 1999: Αλεξίου Στ. (επιμ.), Ερωτόκριτος, Βιτζέντζος Κορνάρος, Αθήνα.
Ασημομύτη 1997: Ασημομύτη Μ.-Δρανδάκης Ν. (επιμ.), Από την ιστορία του 1ου Γυμνασίου και του 1ου Λυκείου Ρεθύμνου. Πρόγραμμα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Ρέθυμνο.
Βογιατζής 2005: Βογιατζής Στ., Πηγιανά. Εύθυμα και σοβαρά, Ρέθυμνο.
Εκκεκάκης 2007Α: Εκκεκάκης Γ., Το χωριό Πηγή του Ρεθύμνου. Αναφορές στο παρελθόν. Καταγραφές για το μέλλον, Ρέθυμνο.
Εκκεκάκης 2007 Β: Εκκεκάκης Γ. Π., Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη, Ρέθυμνο.
Herzfeld 1991: Herzfeld M., A Place in History: Monumental and Social Time in a Cretan Town, Princeton.
Καλλέργης 2012: Καλλέργης Κ., «Μια μικρή εξομολόγηση για ένα ποίημα και έναν δημοκράτη δάσκαλο», Κρητική Επιθεώρηση, 12-2012.
Κωστόπουλος 2007: Κωστόπουλος Τ., Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. Η ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης, 1912-1922, Αθήνα.
Μαθιουδάκης 1987: Μαθιουδάκης Γ., Μνήμες παλιές και πρόσφατες, Ρέθυμνο.
Μανούσακας 1978: Μανούσακας Γ., Ο χαλασμός, Αθήνα.
Μουρέλλος 1931-1934: Μουρέλλος Ι., Ιστορία της Κρήτης, τ. 1-3, Ηράκλειον.
Νενεδάκης 1991: Νενεδάκης Αν., Οι Βουκέφαλοι, Αθήνα.
Pashley 1991: Pashley R., Ταξίδια στην Κρήτη, μετ. Γόντικα Δ., τ. Α΄ , Ηράκλειο.
Πεντζίκης 1970: Πεντζίκης Ν. Γ., Μητέρα Θεσσαλονίκη, Αθήνα.
Πεπονάκης 1998: Πεπονάκης Μ., «Η τουρκοκρητική μετανάστευση του 1897-1899», Κρητολογικά Γράμματα, τ. 14, 247-267.
Πρεβελάκης 1938: Πρεβελάκης Π., Το χρονικό μιας πολιτείας, Αθήνα.
Πρεβελάκης 1977: Πρεβελάκης Π., Το Ρέθεμνος ως ύφος ζωής. Εορταστικός λόγος για τα σαραντάχρονα από τη συγγραφή του «Χρονικού μιας Πολιτείας», Αθήνα.
Σανουδάκης 1996: Σανουδάκης Α., Ράους. Στην κόλαση του Μελκ ο Κώστας Α. Ξεξάκης, Ρέθυμνο.
Σπανάκης 1991: Σπανάκης Στ., Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων, τ. 1, Ηράκλειο Κρήτης.
Σταγάκης 2004: Σταγάκης Ε., Απ’ του Κουρνά στο Ρέθυμνο. Αναμνήσεις μιας ζωής, Ρέθυμνο.
Στρατιδάκης 2006: Στρατιδάκης Ζ., Η διαμόρφωση του σχολικού και διδακτηριακού δικτύου της στοιχειώδους εκπαίδευσης στον Μυλοπόταμο Ρεθύμνου (1840-1940), ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα.
Στρατιδάκης 2008: Στρατιδάκης Ζ., «Η συμβολή του Κώστα Ξεξάκη στην Κρητική Σπηλαιολογία: σελίδες από τις ανέκδοτες σημειώσεις του», Γ΄ Παγκρήτιο Σπηλαιολογικό Συμπόσιο, Ρέθυμνο 2006, στα Πρακτικά 3ου Παγκρήτιου Σπηλαιολογικού Συμποσίου, Ρέθυμνο 2008, 63-72.
Στρατιδάκης 2009: Στρατιδάκης Ζ., Έναντι Σχολής Χωροφυλακής. Ο μετασχηματισμός μιας ρεθεμνιώτικης γειτονιάς μέσα σε μισό αιώνα, Ρέθυμνο.
Στρατιδάκης 2013Α: Στρατιδάκης Ζ., «Μανός Αστρινός, ο άρχων αρχειοθέτης του Ρεθύμνου», Ρεθεμνιώτικα Νέα, 5-2013.
Στρατιδάκης 2013Β: Στρατιδάκης Ζ., «Ο Μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης ως κοινωνική και ιστορική προσωπικότητα», Νέοι Ορίζοντες Κρήτης, 11-9-2012 κ.ε.
Τσιριμονάκη 1997: Τσιριμονάκη, Μ., Εν Ρεθύμνω. Αφηγήματα, Ρέθυμνο.
Τσιριμονάκη 2000: Τσιριμονάκη, Μ., Ρεθεμνιώτες. Αφηγήματα, Ρέθυμνο.
Τσιριμονάκη 2002: Τσιριμονάκη, Μ., Αυτοί που έφυγαν. Αυτοί που ήρθαν. Από την Αυτονομία ως την Ανταλλαγή, Ρέθυμνο.
Τσιγδινός 1986: Τσιγδινός Γ., Μνημεία, Ιστορία, Παράδοση Κισσού Αγ. Βασιλείου, Ρέθυμνο.
Τσιγδινός 2010: Τσιγδινός Γ., Η Μονή και η Σχολή Αγίου Πνεύματος (στον Κισσό Αγίου Βασιλείου), Ρέθυμνο.
Τωμαδάκης 1938: Τωμαδάκης Ν., «Σλάβοι εν Κρήτη», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. 1, 425 κ.ε.
Τωμαδάκης 1939: Τωμαδάκης Ν., «Συμβολή εις την μελέτην των Σλαβικών, Αρμενικών, Τουρκικών εποικίσεων εν Κρήτη», Επετηρίς Εταιρείας Κρητικών Σπουδών, τ. 2, 7 κ.ε.
ISBN ……
[1] Πρεβελάκης 1938 και 1977, Μανούσακας 1978, Νενεδάκης 1991, Τσιριμονάκη 1997, Τσιριμονάκη 2000, Τσιριμονάκη 2002.
[2] Πεντζίκης 1970, 23.
[3] Παρ’ ότι δεν αναφέρεται τίποτα τέτοιο στην οικογενειακή παράδοση, ο Ι. Μουρέλλος (1931-1934) αναφέρει ότι πρόγονοι της οικογένειας είχαν μετοικήσει στον Κισσό από το χωριό Σκούρβουλα Μοιρών.
[4] Τωμαδάκης 1938, 425 κ.ε. και Τωμαδάκης 1939, 7 κ.ε.
[5] Εκκεκάκης 2007Α, 254-255.
[6] Τσιγδινός 2010.
[7] Εκκεκάκης 2007Β, 7-8.
[8] Τσιγδινός 1986.
[9] Σπανάκης 1991, 403.
[10] Στρατιδάκης διδακτορικό
[11] Βλ. ενδεικτικά από την πλούσια βιβλιογραφία, Σταγάκης 2004.
[12] Herzfeld 1991.
[13] Για τις ανθρωπογεωγραφικές ενότητες του Ρεθύμνου, βλ. Στρατιδάκης 2006, 12. Για την ενότητα του Αρίου, βλ. Εκκεκάκης 2007Α κ.α.
[14] Για τα βακουφικά χωριά του Ρεθύμνου, βλ. Στρατιδάκης 2006, 41, υποσ. 41.
[15] Pashley 1991, 103-108.
[16] Πεπονάκης 1998, 247-267.
[17] Κωστόπουλος 2007, 189-212.
[18] Εκκεκάκης 2007Β, 33.
[19] Ασημομύτη 1997.
[20] Τσιριμονάκη 2000, 47-48.
[21] Στρατιδάκης 2009, 17-18.
[22] Αλεξίου 1999.
[23] Εκκεκάκης 2007Β, 17.
[24] Βογιατζής 2005.
[25] Στρατιδάκης 2013Β, 17.
[26] Μαθιουδάκης 1987.
[27] Σανουδάκης 1996.
[28] Καλλέργης 2012.
[29] Στρατιδάκης 2009, 61.
[30] Στρατιδάκης 2008, 63-68.
[31] Στρατιδάκης 2013Α.