Ο περίεργος τίτλος της ανά χείρας δημοσίευσης οφείλεται στον φίλο ερευνητή και συλλέκτη Γιώργο Π. Εκκεκάκη. Λίγο καιρό μετά την παρουσίαση του βιβλίου «370 μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου» με είχε ρωτήσει ποια υπήρξε η «προστιθέμενη γνώση» του, αυτή που, όπως μου εξήγησε, προστέθηκε όχι τόσο από την κυκλοφορία του όσο μετά την κυκλοφορία του. Πραγματικά δεν μπορώ αλλά και δεν δικαιούμαι να αποτιμήσω την πρώτη, μπορώ όμως να ισχυριστώ ότι η δεύτερη υπήρξε μέχρι στιγμής, πέντε μήνες μετά, αξιόλογη.
Μια πρώτη συναγωγή προστιθέμενης γνώσης είχα κάνει παλιότερα με το άρθρο «Ενός βιβλίου πολλά και διάφορα έπονται». Εκεί είχα παρουσιάσει με φωτογραφίες και μικρά κείμενα πρόσθετες πληροφορίες για μερικά από τα χαμένα μνημεία του Ρεθύμνου αλλά και είχα συμπληρώσει και ανασκευάσει κάποια από τα ατοπήματα του βιβλίου. Σήμερα θα συνεχίσω την προσκόμιση νέων στοιχείων, αλλάζοντας όμως τον τότε τίτλο, προκειμένου να τραβήξω την προσοχή των κυνηγών θησαυρού, στη συνεισφορά των οποίων στην υπόθεση της γνώσης της ιστορίας του τόπου και των ανθρώπων του πολλά ελπίζω.
1Θα ξεκινήσω με κάτι που δείχνει το μέγεθος της ιστορικής μας άγνοιας, όχι για περιόδους που απέχουν χιλιετίες από σήμερα, όπως για το Ρέθυμνο των νεολιθικών και κλασικών χρόνων, ούτε και λίγους αιώνες, όπως για τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της Βενετοκρατίας, αλλά για λιγότερο από ένα αιώνα πριν. Αρκεί γι’ αυτό να παρατηρήσουμε την παρατιθέμενη φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα, πιθανότατα του έτους 1920. Η φωτογραφία μου έγινε γνωστή από τον Χανιώτη ερευνητή Μανώλη Μανούσακα, τον οποίο ευχαριστώ θερμά και από αυτή εδώ τη θέση. Η φωτογραφία έχει παραχωρηθεί ως χρησιδάνειο στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης από τον ΟΠΕΠ και ανήκει στο «Αρχείο Fred Boissonnas», με αύξοντα αριθμό 18921 και προσπελάσιμη από το www.thmphoto.gr/?page_id=1063. Οπωσδήποτε η λεζάντα με την οποία έχει εκεί αρχειοθετηθεί, που αναφέρεται στο λιμάνι του Ρεθύμνου, είναι λανθασμένη, γι’ αυτό και δεν την είχαμε προσέξει μέχρι σήμερα.
Μετά την πρώτη έκπληξη συνειδητοποιούμε ότι έχουμε μπροστά μας ένα πανομοιότυπο του εσωτερικού θυρώματος του τεμένους Μασταμπά. Το εικονιζόμενο θύρωμα ολοκλήρωνε την περίφραξη του τεκέ, η οποία μάλιστα είχε μεγάλο ύψος, σημαντικά μεγαλύτερο του σημερινού. Κι άλλες λεπτομέρειες της φωτογραφίας είναι σημαντικές, όπως για παράδειγμα το καλντερίμι με το οποίο ήταν επιστρωμένοι οι ελεύθεροι χώροι αλλά και η ανυπαρξία ξύλινης αυλόθυρας, οπότε τα τέμενος προστατευόταν από τα καιροφυλακτούντα αιγοπρόβατα από απλή ξύλινη περίφραξη του προστώου του. Το σημαντικότερο όμως είναι το ίδιο το θύρωμα, το δεύτερο τοσκανικού ρυθμού στο Ρέθυμνο, αφού το πρώτο είναι ακριβώς το ευρισκόμενο σε απόσταση εκατό περίπου μέτρων, στην είσοδο του τεμένους. Την ανάλυση του πρώτου έχει κάνει ήδη από το έτος 1977 ο Ιορδάνης Δημακόπουλος στα «Σπίτια του Ρεθέμνου». Ας μου επιτραπεί να προσθέσω μερικά στοιχεία για το δεύτερο, που σήμερα πρωτοπαρουσιάζεται.
2Στα θυρώματα του Ρεθύμνου, που είναι πιο πλούσια σε τυπολογία από αυτά οποιασδήποτε άλλης πόλης της Κρήτης, αναπτύσσονται και οι πέντε ρυθμοί της ιταλικής Αναγέννησης: ιονικός, κορινθιακός, δωρικός, σύνθετος και τοσκανικός. Πρόκειται για θυρώματα με ημικυκλικό ανώφλι, η χρονολογική εξέλιξη των οποίων μας είναι γνωστή. Και ενώ όλοι οι ρυθμοί υπεραντιπροσωπεύονται, ο τοσκανικός εκπροσωπείται τελικά από δύο μόλις περιπτώσεις, εκείνες του τεκέ Μασταμπά. Ο Δημακόπουλος είχε κάνει δύο υποθέσεις, γνωρίζοντας μόνο το ένα θύρωμα: είτε ότι έχουμε ένα κατάλοιπο της βενετογοτθικής αρχιτεκτονικής είτε ότι έχουμε μια αναβίωσή της στην περίοδο της πρώιμης οθωμανικής κυριαρχίας. Ο εντοπισμός του δεύτερου θυρώματος μας δίνει σήμερα το δικαίωμα να ισχυριστούμε ότι σωστή ήταν η πρώτη υπόθεση. Όχι όμως και η επόμενη, που είχε διατυπώσει ο ερευνητής, ότι δηλαδή, εάν επρόκειτο για ένα βενετικό μνημείο, αυτό προερχόταν από την εκκλησία που εμφανίζεται στον χάρτη του F. Basilicata του έτους 1618.
3Ο περιγραφόμενος όμως ναός είναι στην πραγματικότητα εκείνος της συνοικίας των Τσικαλαριών, αφιερωμένος πιθανότατα στη Μεταμόρφωση του Σωτήρα. Μεταξύ της συνοικίας αυτής και του αναζητούμενου ναού μεσολαβούσε και μεσολαβεί (έχοντας σκεπαστεί σήμερα) το ρέμα Καμαράκι, το οποίο φαίνεται καθαρά σε όλους τους χάρτες της Βενετοκρατίας και τους μεταγενέστερους. Άρα ο ναός δεν μπορεί να είναι άλλος από τον εμφανιζόμενο σε πέντε τουλάχιστον χάρτες, εκείνους του A. Oddi του έτους 1607, του E. Nanni του έτους 1613, του F. Basilicata του έτους 1618, του F. Basilicata του έτους 1619 αλλά και σε δύο ακόμη που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Και μπορεί αυτός ο ναός να μην περιβάλλεται «από μια υπαίθρια αυλή κλεισμένη με μανδρότοιχο», όμως θυμίζει την αρχιτεκτονική του μεταγενέστερου τεμένους, αφού στη νοτική του πλευρά φέρει μια τετραπλή τοξοστοιχία.
4_4Οπωσδήποτε το εξεταζόμενο σήμερα εδώ θύρωμα της περιτείχισης του τεκέ του Μασταμπά δεν είναι πανομοιότυπο με εκείνο του καθαυτού τεμένους. Πάνω στο επιστήλιό του πατά μια αετωματική επίστεψη, που το καθιστά πολύ εντυπωσιακότερο εκείνου. Δεν ξέρουμε βέβαια αν αυτή ήταν η επιθυμία του κατασκευαστή ή η λύση αυτή του επιβλήθηκε από το γεγονός ότι η επίστεψη δεν θα μπορούσε να προστεθεί στο εσωτερικό θύρωμα εξαιτίας της μικρής απόστασης του επιστηλίου από το εμπεριέχον αυτό ελαφρώς οξυκόρυφο τόξο του προστώου. Σε κάθε περίπτωση η αετωματική επίστεψη μας παραπέμπει στο σωζόμενο και σήμερα, τροποποιημένο στην περίοδο της οθωμανικής κατοχής, θύρωμα του μεγάρου Ιζέτ πασά (σήμερα οικία Δρανδάκη), αν και εκείνο ανήκει οπωσδήποτε στον δωρικό τύπο. Κατά τα άλλα, τα δύο θυρώματα του τεκέ είναι πανομοιότυπα, με βάθρα με κολόνες που πλαισιώνουν τα καθαρώς ημικυκλικά τόξα, με τονισμένα τα κλειδιά των τόξων, με σκαλιστά ανθέμια στα τέσσερα πλευρικά τρίγωνα κ.λπ.
5Ας μου επιτραπεί να σημειώσω εδώ ότι η άγνοια του μνημείου που παρουσιάστηκε δεν είναι γενική. Την ίδια έκπληξη που αισθάνθηκα όταν ο Χανιώτης φίλος μου υπέδειξε τη φωτογραφία του Boissonnas ένιωσα και όταν αντίκρισα το παρατιθέμενο σχεδίασμα της Μαρίας Κουτσουράκη στο ολόφρεσκο βιβλίο του Χάρη Καλαϊτζάκη «Τα δικά μας καφενεία». Είναι φανερό ότι η συμπολίτισσα εδράζεται για τη δημιουργία του σκίτσου της σε φωτογραφία-ντοκουμέντο, έχοντας κάνει τις δικές της προσθήκες, όπως π.χ. τους στροβιλιζόμενους δερβίσιδες, εξαιτίας των οποίων και έχει προσθέσει στον τίτλο «1651/1789. Άγιος Ονούφριος ως Τζαμί Βα(ε)λή με μοναστήρι» τον χαρακτηρισμό «Φανταστική απεικόνιση». Η απεικόνισή της όμως είναι πολύ περισσότερο πραγματική απ’ ότι θα μπορούσαμε να φανταστούμε πριν αντικρίσουμε τη φωτογραφία Boissonnas.
6Ας συνεχίσουμε όμως με κάτι λιγότερο εντυπωσιακό. Για το τέμενος Χασάν Μπαμπά, τον πρόδρομό του Χατζή Ιμπραΐμ Ντεντέ, που είχε αγοράσει το οικόπεδό του, τον ιδρυτή του Χασάν Ουστά-ζαδέ Μπαμπά, την κρήνη, τους κήπους και τον τουρμπέ του πολλά έχουν γραφτεί αλλά σχεδόν τίποτα δεν έχει επιδειχτεί. Στο πρόσφατο βιβλίο μου παρέθεσα δυο πολύ μακρινές λήψεις για την οπτικοποίηση των μνημείων αυτών. Η μία αποτελεί την πρώτη γνωστή φωτογραφία του Ρεθύμνου, τοποθετείται στο έτος 1870 και είχε τραβηχτεί από τον J. Berinda. Στη φωτογραφία αυτή οι εγκαταστάσεις του τεκέ απεικονίζονται κάτασπρες, από ασβέστωμα προφανώς. Στην άλλη, που τοποθετείται στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ανήκει στο αρχείο του Φωτο-Ρέθυμνο, τα κτήρια διακρίνονται αμυδρά επάνω στο λόφο του Εβλιγιά, που τότε ακόμα δεν καλυπτόταν από τα πεύκα. Στη φωτογραφία που παραθέτουμε σήμερα εδώ διακρίνεται το μοναδικό ίσως υπόλειμμά τους, απ’ όταν το έτος 1932 κατεδαφίστηκαν και το οικοδομικό τους υλικό χρησιμοποιήθηκε για την οικοδόμηση του Εθνικού Ορφανοτροφείου Αρρένων Ρεθύμνης. Το σπάραγμα αυτό, πιθανόν απόληξη γυναικείας ταφικής στήλης (μεζαρόπετρας), είχε διασώσει ο αείμνηστος γυμνασιάρχης Μανόλης Βογιατζάκης και χρησιμοποιείται σήμερα σε κοντινό ιδιωτικό αναβρυτήριο.
7Το επόμενο αφανές μνημείο στο οποίο θα σταθούμε είναι ο Μπιριτζή Κουλές, ο πρώτος προς τα ανατολικά πύργος του δικτύου ακτοφρουράς του Ρεθύμνου. Ανήκε σε ένα εκτεταμένο δίκτυο αμυντικών πύργων, που περιλάμβανε στη συνέχεια επί της παραλίας τον Αδελιανό και Πηγιανό Πύργο και στα μεσόγεια τους πύργους στο Χαμαλεύρι, στο Αρσάνι, στον Μαρουλά, στο Γιαννούδι, στην Αμνάτο και στου Πίκρη. Όλοι αυτοί οι πύργοι επανδρώνονταν επί εικοσιτετραώρου βάσεως και είχαν ως σκοπό την έγκαιρη ειδοποίηση της φρουράς του Ρεθύμνου για την προσέγγιση πειρατικών σκαφών, τόσο κατά την περίοδο της όψιμης Βενετοκρατίας όσο και σε εκείνη της πρώιμης Οθωμανικής κατοχής.
Τα παραπάνω σημείωνα στο βιβλίο, μαζί με μερικά ακόμη στοιχεία, παρμένα από το βιβλίο για τα Περιβόλια του Δημήτρη Βιβιλάκη. Ουδέποτε όμως φαντάστηκα ότι θα μπορούσαν να υπάρξουν περισσότερες πληροφορίες, ούτε ασφαλώς φωτογραφία υπολειμμάτων του μνημείου. Και όμως ο συνταξιούχος φιλόλογος καθηγητής και λόγιος Θεόδωρος Πελαντάκης είχε κάνει δύο ολόκληρες δημοσιεύσεις γι’ αυτό στην εφημερίδα Ρεθεμνιώτικα Νέα στις 24/25 Μαρτίου 2007 και στις 29 Μαρτίου 2007, όπου και παρέθεσε την παραπάνω φωτογραφία. Τον ευχαριστώ και από αυτή τη θέση για την υπόδειξη, όπως και για την ενθουσιώδη βιβλιοπαρουσίαση που μου επεφύλαξε. Θα προσθέσω λοιπόν από τα στοιχεία που προσκόμισε ότι ο Μπιριτζή Κουλές βρισκόταν στη βραχώδη έπαρση Κεφάλι ή Χοχλιδιανά των Περιβολίων, βορειοδυτικά του καφενείου Μακρυγιάννη και ότι κατεδαφίστηκε από τους Γερμανούς κατακτητές, προκειμένου να μην εμποδίζει την προς ανατολάς ορατότητα από το πολυβολείο-παρατηρητήριό τους στην Παπούρα Τσουρλάκη. Ο πύργος φαίνεται ότι ήταν αρκετά ψηλός αλλά και ότι υποστηριζόταν από βοηθητικά κτήρια και ότι είχε υποστεί αβαρίες ήδη από την κατάληψή του από τους χριστιανούς επαναστάτες στις 3 Φεβρουαρίου του 1822.
8Με την ευκαιρία θα παραθέσω την φωτογραφία των υπολειμμάτων δύο ακόμη πύργων του δικτύου ακτοφρουράς του Ρεθύμνου. Η πρώτη, που τραβήχτηκε από τον φίλο Μπάμπη Σκεπετζάκη, απεικονίζει τη σύγχρονη κατάσταση του αντίστοιχου πύργου στο Γεράνι. Τον πύργο αυτό είχε εντοπίσει πρώτος ο G. Gerola στις αρχές του 20ου αιώνα και τον είχε φωτογραφήσει σε πολύ μεγαλύτερο ύψος και σε πολύ καλύτερη κατάσταση. Η ενοποιημένη πρόσφατα Εφορεία Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου δεν θα πρέπει να αφήσει να συμβεί και στο Γεράνι εκείνο που συνέβη τον προπερασμένο χρόνο στον Πίκρη, με την κατάρρευση του εκεί μνημειακού θολωτού περάσματος της βίλας Clodio, ακόμη κι αν ο πύργος του Γερανίου ανήκει όπως κι εκείνο σε ιδιώτες. Όσοι έχουμε την τύχη ή την ατυχία να είμαστε ιδιοκτήτες διατηρητέων μνημείων θα πρέπει να καταλάβουμε ότι εκτός από δικαιώματα έχουμε και υποχρεώσεις και ότι θα πρέπει να ανταποκρινόμαστε σ’ αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση οι διαδικασίες απαλλοτρίωσης δεν θα πρέπει να καθυστερούν.
9Κι αυτό για να μη συμβεί ότι συνέβη ήδη και με τον αμυντικό πύργο της Αμνάτου. Όπως ίσως είναι γνωστό, η Αμνάτος αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα φρουριακά οργανωμένου οικισμού, με περιεχόμενο αμυντικό πύργο, γι’ αυτό και σε πολλές μεσαιωνικές πηγές αναφέρεται ως «Burg Amnatos». Η είσοδος στον οχυρό οικισμό πραγματοποιούνταν από τα βόρεια μέσω της «Ξυλόπορτας», της οποίας ίχνη μόνο σώζονται. Ο αμυντικός πύργος, ο οποίος μας ενδιαφέρει σήμερα, φαίνεται στον χάρτη του R. Duval του έτους 1677, όπου και υπομνηματίζεται ως «T(oro) di Sanguinazzo». Ως γνωστόν η οικογένεια αυτή συντηρούσε και άλλον πύργο, πιο γνωστό αυτόν, στην ομώνυμη περιοχή του Πηγιανού Κάμπου, του οποίου επίσης διαθέτουμε φωτογραφική απεικόνιση αλλά που η συνέχειά του υπήρξε παραπάνω από καταστροφική. Να σημειώσουμε ότι και το μεγαλειώδες θύρωμα της Αμνάτου, στο επιστύλιο του οποίου υπάρχει η επιγραφή «Initium sapienti(a)e timor Dommini», που σημαίνει «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (φράση παρμένη από την Αγία Γραφή), ανήκε στην οικογένεια Sanguinazzo, όπως φαίνεται από το οικόσημο που την κοσμεί. Η φωτογραφία των υπολειμμάτων του πύργου στα νότια του οικισμού είχε τραβηχτεί από την αείμνηστη Αργίνη Φραγκούλη, στην οποία πολλά οφείλει η Αμνάτος, και όχι μόνο. Σήμερα τίποτα δεν θυμίζει, όχι τον πύργο αλλά ούτε τα απεικονιζόμενα στη φωτογραφία ερείπια…
Επειδή όμως το Κυνήγι της προστιθέμενης γνώσης δεν τελειώνει, θα συνεχίσουμε και με άλλα δημοσιεύματα, στα οποία έχουν θέση 15 τουλάχιστον μνημεία. Μέχρι τότε πολλές είναι οι ευχές μας τόσο στους κυνηγούς του 26ου Κυνηγιού Θησαυρού όσο και στους διοργανωτές του. Χαρούλη (και Αργυρούλη), έχετε χάρη!
ΧΑΡΗΣ ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗΣ