Κρύα Βρύση

ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΒΡΥΣΗΣ
(ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ)

Του κ. Ηρακλή Κανακάκη, Δασκάλου, Πτυχιούχου  Πολιτικών  Επιστημών

Αναμφισβήτητα το αναπαυόμενο στους νότιους πρόποδες του εκατόβρυσου Κέδρους χωριό μας  δεν ανήκει στα χωριά που αιχμαλωτίζουν, που εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη με το φυσικό τους προικισμό, με τις φιλόξενες καλλονές τους, με το παραδείσιο περιβάλλον τους. Δεν είναι μεστό φυσικών αγαθών. Δεν έχει άφθονα νερά.  Δεν το κοσμούν κήποι ευθαλείς και καλλίκαρπα δέντρα.

Η κοινοτική περιφέρειά μας στο σύνολό της είναι βραχώδης με εξαίρεση κάποιες «ψαχνάδες – περιοχές με εύφορο χώμα- . ο δε «βορές» που πνέει σε άτακτα χρονικά διαστήματα, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, αποτελεί αληθινή μάστιγα για τον τόπο μας, σωστό δυνάστη.
Αν όμως τα φυσικά στοιχεία  συνθέτουν μια εικόνα απωθητική ή στην καλύτερη περίπτωση ουδέτερη, η ιστορία της Κρύας Βρύσης και ο πλούσιος ψυχικός και πνευματικός προικισμός των κατοίκων της εξουδετέρωνε και εξουδετερώνει- θέλω να πιστεύω- την εικόνα αυτή.  Το ανθρώπινο δυναμικό της τίμησε την καταγωγή του. Οι άνθρωποί της αναδείχθηκαν έξοχοι συνεχιστές της περίλαμπρης Κρητικής ιστορίας και παράδοσης που θέλει τον κρητικό ανυπότακτο, απροσκύνητο, ασυμβίβαστο σε θέματα εθνικής αξιοπρέπειας, πίστης, ανθρωπιάς και κοινωνικής προόδου. Με αυξημένες τις δυνάμεις αντίστασης σε κάθε λογής κίνδυνο που τον απειλεί, σαν ανθρώπινο πρόσωπο, σαν πολίτη, σαν εθνική μονάδα.

Οι Κρυοβρυσανοί διακρίνονταν πάντοτε για τη φιλοτιμία και τη φιλόξενη διάθεση, τη λεβεντιά και την ανθρωπιά τους. Για το φιλελεύθερο προσανατολισμό και την αντιστασιακή του ροπή.
Αρετές που δικαιώνουν, καταξιώνουν και νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Χάρες που τις πλήρωσαν στο διάβα του πανδαμάτορα χρόνου ακριβά. Με θυσίες ανθρώπινες και υλικές.
Μια τέτοια θυσία που έγινε εδώ και 40 χρόνια, σε τούτα τα αιματοζυμωμένα και δακρυοραντισμένα χώματα, μας μάζωξε σήμερα. Έφερε τα βήματά μας σε τούτο το βωμό της λευτεριάς σε τούτη την άγια κολυμπήθρα, για ν’ αποτίσουμε τον οφειλόμενο φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης στους 35 μάρτυρές μας, που φτερουγίζουν σιμά μας αθάνατοι, συντροφiασμένοι, σφιχταγκαλιασμένοι, κοσμομνημονεμένοι.

Στον τελευταίο αγώνα του Ελληνισμού για την Ελευθερία, ανεξαρτησία,  και εθνική του κυριαρχία,  το δεντρί της λευτεριάς που κινδύνευε να ξεραθεί από τις φασιστικές ορδές του Χίτλερ, ποτίστηκε με άφθονο αίμα και λιπάνθηκε με τα κορμιά χιλιάδων παλικαριών για να διατηρηθεί στη ζωή.  
Απερίγραπτες είναι οι θυσίες και συγκλονιστικοί οι αριθμοί των θυμάτων της γερμανικής θηριωδίας.
Η λεβεντογέννα και πρωτοβυζάχτρα Κρήτη, όπως σε όλα τα πατριωτικά προσκλητήρια, δεν υστέρησε σε προσφορές και θυσίες.
Στα χώματα της ξανάχνισε άφθονο το άλκιμο αίμα.
Πολλά χωριά της πέρασαν από την τρομερότερη στη ζωή τους φωτιά και καταστροφή. Το κτήνος του ναζισμού, ιδιαίτερα την περίοδο που έπνεε τα λοίσθια κάτω από τα συντονισμένα και ακριβοζυγισμένα κτυπήματα των κρητικών ανταρτών και των συμμάχων, έσπειρε πριν το ξεψύχισμά του χαιρέκακα την ορφάνεια και την ερήμωση μεταξύ άλλων και στα 8 χωριά του Κέδρους, που ήταν παραδείγματα πατριωτικής έξαρσης, ευψυχίας και μεγαλοσύνης.
Τα τραύματα προκάλεσαν οι Ούννοι στο πέρασμά τους  παραμένουν ως σήμερα ανεπούλωτα. Ο αντίκτυπος εκείνης της τραγωδίας φτάνει ως τις μέρες μας.
Να πώς εξελίχτηκαν τα γεγονότα επιγραμματικά:
Τη νύχτα της 26ης Απριλίου του 1944  Άγγλοι  κομάντος βοηθούμενοι από Έλληνες αντάρτες, αιχμαλωτίζουν το Γερμανό Στρατηγό Κράϊπε  στη διαδρομή με υπηρεσιακό αυτοκίνητο από τις Αρχάνες προς το Ηράκλειο. Δεν είναι του παρόντος ν’ αναφερθούμε στη σκοπιμότητα ή μη του εγχειρήματος αυτού, σε μια εποχή που η έκβαση του πολέμου είχε κριθεί υπέρ των Συμμάχων.
Από την επόμενη της απαγωγής οι Γερμανοί μ’ εντολή του αιμοσταγούς και αποτρόπαιου διοικητή του φρουρίου Κρήτης Μύλλερ εξαπολύουν άγριο ανθρωποκυνηγητό για την ανακάλυψη και σύλληψη των δραστών. Παράλληλα με προκηρύξεις και ανακοινώσεις καλούσαν τον πληθυσμό να συνδράμει στις ανακρίσεις για την εύρεση και απελευθέρωση του Κράϊπε, αλλιώς τ’ αντίποινα θα’ ταν σκληρά.
Ο αδούλωτος και χαροκαμένος Κρητικός, όμως, δεν κιότεψε, δεν λιποψύχησε, δικαιώνοντας την ιστορία του. Γι’ αυτό οι έρευνες απέβησαν άκαρπες, μια και ο Γερμανός στρατηγός είχε φυγαδευτεί στην Αίγυπτο από τις ακτές του Ροδάκινου, ύστερα από περιπετειώδη διαδρομή στην ενδοχώρα του Ν.Ρεθύμνου
Ο διοικητής του Φρουρίου Κρήτης θέλοντας να προσθέσει μια ακόμη.. περγαμηνή φρικαλεότητας στο ενεργητικό του έδωσε διαταγή να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι πληθυσμοί των χωριών που υποστήριξαν και ενίσχυσαν τους απαγωγείς.
Έτσι τα πυώδη οντάρια του φασισμού παράδωσαν στις 22 Αυγούστου του 1944 ύστερα από ενιαία στρατιωτική επιχείρηση και σατανικό σχεδιασμό τα χωρία: Κρύα Βρύση, Γερακάρι, Καρδάκι, Σμιλές, Γουργούθοι, Βρύσες, Δρυγιές και Άνω Μέρος  στη φωτιά και στο σίδερο.    
Φεύγοντας απ’ αυτά άφησαν πίσω τους καπνίζοντα ερείπια και αποκαϊδια, φρίκη, ερημιά και θάνατο. Η εικόνα καταστροφής που παρουσίαζαν τα χωριά ήταν πραγματικά βιβλική. Το χωριό μας, όπως και τα άλλα, ήταν ένα χάλασμα. Οκτώ  ημέρες οι εκπρόσωποι και μεταλαμπαδευτές «του ευρωπαϊκού πολιτισμού» το πυρπολούσαν, αφού προηγούμενα έκαψαν ζωντανά 35 παλικάρια μας και αφαίρεσαν τον πλούτο κάθε νοικοκυριού.
Για να μην εκδικηθεί η ιστορική αλήθεια, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι τα καμμένα χωριά ήταν προγραμμένα για την αντιφασιστική, την αντιστασιακή τους δράση. Ότι η απαγωγή του Κράϊπε στάθηκε η αφορμή για την  ολοκαύτωση  των χωριών. Η αιτία ήταν τούτη:
Οι σύμμαχοι είχαν σταθεροποιήσει τη θέση τους στα διάφορα μέτωπα.
Η ζυγαριά του πολέμου είχε γείρει προς το μέρος τους και οι ναζί οσμίζονταν το τέλος τους.  Η κατάρρευση του Άξονα προβλεπόταν ραγδαία.  Γι’ αυτό αντιδρούσαν μ’ εκτελέσεις, τρομοκρατικές πράξεις και ισοπεδώσεις χωριών.
Συνάμα τα ολοκαυτωμένα χωριά είχαν προκαλέσει τη λύσσα και το θανάσιμο μίσος τους γιατί:

  1. πρόσφεραν περίθαλψη, διαμονή και τροφή στις συμμαχικές δυνάμεις, που με τον οπλισμό τους είχαν διαφύγει στα ορεινά της Κρήτης.
  2. Φυγάδευαν στη Μέση Ανατολή συμμάχους στρατιώτες, που είχαν γλυτώσει τη σύλληψη ή είχαν δραπετεύσει από τα γερμανικά κέντρα αιχμαλώτων.
  3. Διοχέτευαν τις πληροφορίες που συγκέντρωναν για τις κινήσεις και τη δύναμη του εχθρού στους αντάρτες και στους συμμάχους.

Τα καμμένα χωριά του Κέδρου  για τον αντιναζιστικό τους αγώνα και την πατριωτική τους δράση πλήρωσαν βαρύτατο φόρο αίματος, που σήμερα τους θυμίζουν «μάρμαρα, κυανόλευκα κι άσπρα αγνά σαν κρίνο..».
Φρονούμε ότι το καλύτερο μνημόσυνο για τους αθάνατους νεκρούς μας είναι:

  1. Να μην αφήσουμε να εκφυλιστεί και να αποχρωματιστεί η σημερινή επέτειος σε μια εκδήλωση που γίνεται συνήθεια και μόνο. Να μην αφήσουμε τα νέφη της λήθης να σκεπάσουν ή αποδυναμώσουν τη σημερινή τραγική επέτειο, γιατί ο λαός που δεν έχει ιστορική μνήμη ή την αφήνει να ξεθυμάνει είναι καταδικασμένος να περάσει εθνικές συμφορές, περιπέτειες και δοκιμασίες.
  2. Να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει φανατισμός και σε ποια καταισχύνη, εξαθλίωση και εκμηδένιση οδηγεί το «κατ’ εικόνα Θεού» ανθρώπινο πρόσωπο και να φροντίζουμε για τη δημοκρατική διαπαιδαγώγηση των παιδιών μας.
  3. Να δίνεται η σωστή διάσταση, πέρα από μικροκομματικούς υπολογισμούς και μικροπαραταξιακές σκοπιμότητες, στο μεγαλειώδες έπος της αντίστασης του περήφανου και αδούλωτου λαού μας, που άρχισε στις 28 Οκτωβρίου 1940 και δε σταμάτησε παρά μόνον όταν έφυγε και ο τελευταίος Γερμανός από τον τόπο μας.
  4. Να μη λησμονούμε τα δεινά, τις συμφορές και τις καταστροφές  που επισωρεύει ο πόλεμος και να σμίξουμε τη φωνή μας με τις φωνές όλων αυτών, που μπροστά στον ορατό πια κίνδυνο του πυρηνικού εξολοθρεμού της ανθρωπότητας αγωνίζονται για την παγίωση της  ειρήνης στον κόσμο, έξω από τους ψυχροπολέμους. Έξω από το πνεύμα των περίφημων συμφωνιών Γιάλτας και Ποτσδαμ που θέλουν τον κόσμο διαιρεμένο, αντιμαχόμενο και υποταγμένο. Έξω από τη χειραγώγηση που επιχειρείται από τις υπερδυνάμεις.
  5. Να παραδειγματιστούμε από τους αγώνες και ν’ αναβαπτιστούμε στα ιδανικά αυτών , που σήμερα ενώπιόν τους κλίνουμε το γόνυ μ’ ευλάβεια και σεβασμό.
  6. Και τέλος ν’ αναδειχτούμε άξιοι συνεχιστές της πάλης τους για εθνική ανεξαρτησία., ελευθερία και προκοπή.

Ας είναι η μνήμη τους φωτεινός σηματοδότης μας και αιώνια.

Πηγές: Εφημ. Κρητική επιθεώρησις», φ. 11469-470)1984, αναδημοσίευση «Η ολοκαύτωση του Κέντρους – Αφιέρωμα. Σπύρου Μαρνιέρου».

ΕΚΘΕΣΙΣ ΕΜΠΡΗΣΜΟΥ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

Του κ. Εμμανουήλ Γ. Πετρακάκη, Δικηγόρου.

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Και για την καταστροφή της Κρύας Βρύσης (όπως και για τα Αμαριώτικα χωριά) έχουμε παρουσιάσει Έκθεση της λεγόμενης «Επιτροπής του χωριού Κρύα Βρύση» αποτελούμενης από τους Εμμανουήλ Γ. Πετρακάκη, Πέτρο Ν. Πετρακάκη  και Μιχαήλ Γ. Μανουσάκη.

Η Έκθεση που θα ακολουθήσει (δακτυλογραφημένη και ανυπόγραφη) συντάχτηκε καθώς σημειώνεται (και είναι αναμφίβολο εφόσον δεν αμφισβητηθεί) από το Μέλος της ανωτέρω Επιτροπής, επίτιμο τώρα Δικηγόρο Εμμ. Γ. Πετρακάκη, συντάκτη υποθέτουμε και της προηγουμένης. Παρότι είναι μεταγενέστερη και στερείται του πανηγυρικού τύπου της πρώτης, την κρίνουμε αξιολογότερη και περισσότερο εμπεριστατωμένη. Αναφέρεται εντελώς λεπτομερειακά στο χρονικό της καταστροφής της Κρύας Βρύσης και στις εξαθλιωτικές συνθήκες  που περιέπεσε ο Κρυοβρυσανός πληθυσμός, αποδεκατισμένος μάλιστα από 35 (τριάντα πέντε) επίλεκτα μέλη του, ολοκαυτωθέντα υπέρ πίστεως και πατρίδος.
Περαιτέρω παρέχει στοιχεία και από ένα άλλο τομέα, που ελάχιστα έχει απασχολήσει. Τον τομέα των υλικών ζημιών. Η σημασία των υλικών ζημιών είναι βέβαια δευτερεύουσα υπόθεση, συγκριτικά με το αίμα που χύθηκε, η καταγραφή τους πάντως συγκεκριμενοποιεί το μέγεθος και της οικονομικής συμφοράς που επέφερε η επιδρομή των ορδών του Χίτλερ.
Η καθολικότητα εξ  αλλού των υλικών ζημιών στα χωριά του Κέντρους τον Αύγουστο του 44  υποδηλώνει (αρκεί μια επίσκεψη) τη δημιουργικότητα του Κεντριανού πληθυσμού και την ικανότητά του,  να αναγεννάται από την τέφρα του.
Ο Εμμανουήλ Πετρακάκης, όπως είναι γνωστόν, κατέχει περίοπτη θέση  ανάμεσα στους μελετητές της Κεντριανής  υπόθεσης και πολλά άρθρα του ανάλογου περιεχόμενου κοσμούν τώρα και σαράντα χρόνια τις στήλες του Ρεθεμνιώτικου Τύπου. Επίσης κατανάλωσε μεγάλες δυνάμεις για την ανακούφιση όλων των πληγέντων Κεντριανών και από την θέση του Προέδρου της «Ενώσεως  Θυμάτων Κατοχης νομού Ρεθύμνης». Κάποιος τρόπος έπρεπε να εξευρεθεί να τιμηθούν αυτοί οι άνθρωποι, που κάτω από τις ποιο δύσκολες περιστάσεις κράτησαν άσβεστη τη φλόγα του Κεντριανού μεγαλείου.

                                                                                    Σπύρος Απ. Μαρνιέρος.

Η ΕΚΘΕΣΗ

            Τα ξημερώματα της 22 Αυγούστου 1944, 200 (διακόσιοι) περίπου Γερμανοί, πλήρως εξοπλισμένοι, περικύκλωσαν το χωρίον Κρύα Βρύση. Οι κάτοικοι αφυπνιζόμενοι έντρομοι, εξεδιώκοντο από τας οικίας των κατά τον αγριότερον τρόπον, χωρίς να δύνανται να παραλάβωσι τι εκ της κινητής περιουσίας των.
           
Άμα συγκέντρωσαν τους άνδρας εις την εκκλησίαν και τα γυναικόπαιδα εις το σχολείον, εδήλωσαν ότι θα καταστρέψουν το χωρίον, και τα μεν γυναικόπαιδα διέταξαν να επανέλθωσιν εις τας οικίας των και παραλάβωσιν εν των ώμων των, ό, τι δυνηθώσιν εντός δύο ωρών, μεθ’ ο θα αναχωρούν, από δε τους άνδρας, παρέλαβον τας ταυτότητας, τας οποίας εν συμβουλίω δύο αξιωματικών μετά αστυνομικών της Γκεστάπο και ετέρου αστυνομικού παραληφθέντος εκ του φυλακίου Ακουμίων, αφού ήλεγξαν, συνεβουλεύθησαν κατάστασιν ονομάτων την οποίαν προφανώς παρέλαβον παρα της μυστικής αστυνομίας Ρεθύμνης δια την επιλογήν προσώπων προς εκτέλεσιν. Η λεηλασία των οίκων ήρχισεν ευθύς από της εισόδου  των στρατιωτών εις το χωρίον, καθ’ ομάδας δ’ ουτοι ανεκαθίστων εις διαφόρους καταλλήλους οικίας μαγειρείον και επεδίδοντο εις μαγείρευμα ορνιθων, πλέον προχείρων κατά την ώραν ταύτην εδεσμάτων, υπό τα όμματα των γυναικοπαίδων , των οποίων οι θρήνοι και οδυρμοί, εν όψει του επερχόμενου μεγάλου κακού δεν συνεκίνησαν τους βαρβάρους επιδρομείς.

Κατά το δίωρον διάστημα της προθεσμίας το χωρίον ανεφάνιζεν εικόνα  θλιβεράν και αφαντάστου συμφοράς.  Τριάκοντα και πλέον ξένοι ευρεθέντες εις το χωρίον την νύχτα αυτή και άλλοι διερχόμενοι εκ της πλησίον αμαξιτής οδού εχρησιμοποιήθησαν εις μεταφοράς εμπρηστικών και εκρηκτικών υλών, κάτοικοι δε εκ του χωρίου Ακουμίων  επί διήμερον είχον επιταχθή δια μεταφοράς ειδών παντός είδους από τας λεηλατημένας οικίας.  ΄Απαντες είναι μάρτυρες της μεγάλης τραγωδίας του πληθυσμού, του θρήνου και του κοπετού των γυναικοπαίδων, που εν αλλοφροσύνη εγκατέλειπον τας προσφιλείς οικίας των και τους υπό ισχυράν φρούρησιν εγκλείστους εις την εκκλησίαν προστάτας των.

Μετά την πάροδον της ταχθείσης διώρου προθεσμίας, ήρχισεν η μεταφορά των γυναικοπαίδων  εις Σπήλι. Είναι δύσκολον να περιγραφεί επαρκώς η σκηνή αυτή του διασυρμού και του τρόμου των αθώων αυτών ανθρώπινων υπάρξεων. Μητέρες φέρουσαι επί μιας χειρός ό, τι ηδυνήθησαν να λάβωσι εκ του οίκου και επί της άλλης νήπιον ή βρέφος, ακολουθούμεναι και υπό άλλων μικρών παιδιών.  Γυναίκες και παιδιά πάσης ηλικίας ωδηγούντο εις τα αναμένοντα αυτοκίνητα, όπου εστιβάζοντο δίκην φορτίου υπό συνεχείς ολοφυρμούς και θρήνους και πάσης εκδηλώσεως  συναισθημάτων οδύνης περί της τύχης αυτών και των κρατουμένων ανδρών των. Στα πρόσωπα των ήτο ζωγραφισμένον το πένθος της μεγάλης αυτής και πρωτοφανούς συμφοράς. Εις το Σπήλι όπου μετ’ ολίγην ώραν μετεφέρθησαν και οι άνδρες, πλην των κρατηθέντων προς εκτέλεσιν, εγκατελείφθησαν εις την τύχην των και οι ατυχείς αυτοί άνθρωποι, προ ολίγου χρόνου ευτυχούντες, ευρέθησαν άστεγοι, ανέστιοι, αληθινά συντρίμια της ζωής, αναζητούντες εις τα πλησίον χωριά και εις τους διαφόρους συγγενείς των προσωρινήν διαμονήν και ανακούφισιν. Μετά δυο ημέρας συνελήφθησαν  υπό του Γερμανού Φρούραρχου Σπηλίου, αριθμός νέων και νεανίδων του χωρίου μας και ενεκλείσθησαν εις τα σύρματοπλέγματα  της Φορτέτζας Ρεθύμνης.

Η τύχη των 31 (30) κρατηθέντων νέων εις την εκκλησίαν δεν ήτο γνωστή επί τινας ημέρας. Διεπιστώθη όμως ότι το απόγευμα της ιδίας ημέρας μετήχθησαν εκ της εκκλησίας εις το πλησίον κοινοτικόν κατάστημα, όπου βραδύτερον ανευρέθησαν υπό τα ερείπια τα πτώματα των, παραμορφωμένα εκ της πυρκαγιάς. Εξ εκείνων που εκρύβησαν εις διάφορους οικίας άμα τη κυκλώσει του χωρίου, τέσσαρες (πέντε) ανεκαλύφθησαν και εξετελέσθησαν. Ολίγοι διέφυγον κατά τα νύκτας που παρέμεινον οι Γερμανοί και αφηγούνται ότι κατά τας εσπερινάς ώρας της αποφράδας ημέρας ταύτης (22.8.1944) αντελήφθησαν καπνόν εις το σημείον του Κοινοτικού καταστήματος και ησθάνθησαν οσμήν καιόμενου κρέατος.  Δύο γυναίκες εις προβεβηκυίαν ηλικίαν παρέμειναν εις τας οικίας των μέχρι των εσπερινών ωρών  ότε ανακαλυφθείσαι υπό των Γερμανών εξεδιώχθησαν του χωρίου. Η μια εξ αυτών έχουσα εισέτι καλήν την όρασιν και ακοήν, διηγήθη ότι την ώραν της εξόδου της  εκ του χωρίου, είδε καπνόν εις το μέρος του Κοινοτικού Καταστήματος και εις τας στέγας της έναντι οικίας του εκτελεσθέντος Μιχαήλ Γ. Πετρακάκη, πολλούς Γερμανούς στρατιώτας είχον τοποθετηθεί πολυβόλα προ  της αναχωρήσεως ακόμη των κατοίκων. Ούτε οι διαφυγόντες εκ των κεκαυμένων , ούτε αι μέχρι εσπέρας παραμείνασαι γραίαι γυναίκες ήκουσαν πυροβολισμούς προδίδοντας ή πιστοποιούντας της εκτέλεσιν. Το γεγονός της μεταφοράς μεγάλης ποσότητας βενζίνης και εκρηκτικών  υλών, συνδυαζόμενον προς τα ανωτέρω περιστατικά, ενισχύει την γνώμην και την πεποίθησιν  ότι οι ατυχείς αυτοί νέοι ενεκλείσθησαν εντός του Κοινοτικού Καταστήματος.  Ήσαν ασφαλώς οι επιθανάτιοι κραυγαί  και οιμωγαί των δυστυχών αυτών ανθρώπων, όταν εις τον τόπον αυτόν του μαρτυρίου αντιμετώπιζον το φρικώδες τέλος της ζωής υπό τα βασανιστήρια των κακούργων.   
Οι κρυοβρυσανοί εθνομάρτυρες επόθησαν την ελευθερίαν, δια την οποίαν υπέμειναν τριών και πλέον ετών στυγνήν δουλείαν  και διετήρησαν άσβεστον τον εθνισμόν των μέχρι της τελευταίας πνοής.  Δεν ηυτύχησαν όμως να απολαύσουν τα αγαθά μιας ελεύθερης ζωής., που δι’ αυτούς θα ήτο η επιβράβευσις των υπέρ του κοινού αγώνος κόπων και μόχθων κατά το διάστημα της επαράτου εχθρικής κατοχής. Ασφαλώς δεν υπολείπονται εις ηρωισμόν και αυτοθυσίαν των ηρώων του Αρκαδίου, του Μεσολογγίου και τόσων άλλων που αναφέρει η εθνική μας ιστορία.  Η θυσία των θα μείνει ζωντανόν παράδειγμα πατριωτισμού και θα αποτελέσει θεμέλιον στερεόν  της εθνικής ιδέας και του δημοκρατικού πνεύματος.

Η Πολιτεία εν όψει της καταστροφής των χωρίων τούτων, εκτεινομένης επί παντός αντικειμένου της οικιακής οικονομίας και της θυσίας εις αθώον  αίμα τόσων ανθρωπίνων υπάρξεων, εξοντώσεως κυριολεκτικώς, πρωτοτύπου  καθ’ όλην την διάρκειαν της Κατοχής σημειωθείσης, καλείται να λάβη άμεσα και ριζικά μέτρα προς ανόρθωσιν των καταστροφών, ζημιών και ερειπίων και παρέξη προστασίαν πραγματικήν εις τας απορφανισθείσας οικογενείας των θυμάτων, ων αι πλείσται απαρτίζονται από νεαράς χήρας με μικρά παιδιά, ευρισκόμενα εν πλήρει αδυναμία να εξυπηρετηθούν αφ’ εαυτών εις τας καθημερινάς των ανάγκας.  Δεκατέσσαρες (14) σύζυγοι κατέστησαν χήραι, ων αι πλείσται  μοναδικαί προστάτιδες μικρών ορφανών παιδιών. Αλλά και γέροντες γονείς, απωλέσαντες μοναδικόν υιόν, εις την ιδίαν καταλέγονται μοίραν. Ανευ ιδιαιτέρας  κρατικής μερίμνης ή άλλης συγκεκριμένης προστασίας, η θέσις αυτών καθίσταται έτι δυσκολοτέρα και τραγική.

Επι οκτώ πλήρη ημερονύκτια οι απάνθρωποι αυτοί δυνάσται λεηλατούν το χωρίον και μεταφέρουν αλλαχού άπαντα τα τρόφιμα, ζώα, ρουχισμόν, έπιπλα, έλαια και ό, τι άλλο η καθημερινή εργασία των κατοίκων είχε δημιουργήσει. Άπαντα τουτέστιν τα κινητά, μόνα εφόδια συντηρήσεως του πληθυσμού κατά τον Χειμώνα και εν γένει αντικείμενα της χωρικής οικονομίας, διηρπάγησαν και μετεφέρθησαν εις τας πόλεις.  Σειρά αυτοκινήτων πλήρη ζώων μεγάλων και μικρών  διέτρεχον καθημερινώς τους δρόμους προς Ρέθυμνον, Βάμον, Χανιά, Αγυιάν.  Πολλά των ειδών ρουχισμού, επίπλων μηχανών, κρεβατιών, και λοιπών ειδών, εγένοντο αντικείμενον εμπορίου υπο των στρατιωτών του επιδρομέως τυράννου. Εκάστη οικία μετά την λεηλασία, επυρπολείτο και ανετινάσετο, οιαν τύχην είχεν το σχολείον και η εκκλησία. Σωροί ερειπίων διακρίνουσι τον ατυχή αυτόν τόπον απ’ άκρου εις άκρον. Τόση ήτο η μανία των απαισίων αυτών τυράννων, ώστε και τον εις απόστασιν πεντακοσίων μέτρων μελισσόκηπο της οικογένειας Πετρακάκη κατέστρεψαν και τας κυψέλας κατέκαυσαν δια βενζίνης. Φεύγων δ’ ο αιμοβόρος δυνάστης άφηκεν οπισθέν του ερείπια και πτώματα ανακηρύξας ζώνην απηγορευμένην τον  κατερειπωθέντα αυτόν τόπον και επιχαίρων δια τον θρίαμβον του πολιτισμού του.

Καθ’ όλον το οκταήμερον διάστημα καταστροφής απηγορεύετο η προσέγγισις οποιουδήποτε εις το χωρίον, επί αμέσω απειλή της ζωής του. Πολλοί των κατοίκων, άνδρες και γυναίκες, θεώμενοι μακρόθεν με σπαραγμόν ψυχής την καταστροφήν των κόπων και των εφοδίων της ζωής και επιχειράντες να πλησιάσουν διακινδύνευσαν κατ’ επανάληψιν και επυροβολήθησαν παρά των φρουρών. Επί πολλάς ημέρας κατόπιν εστέλλοντο περίπολοι αίτινες ελεηλάτουν  παν τυχόν εναπομείναν υπό τα ερείπια αντικείμενο και ημπόδιζον τους κατοίκους να εισέλθωσιν εις το χωρίον και να θρηνήσωσιν τα απολεσθέντα αγαπητά των πρόσωπα, τους κόπους και μόχθους των, που εστερήθησαν για πάντα και έμειναν εις τους δρόμους χωρίς τροφήν, χωρίς ενδύματα και κλινοσκεπάσματα. Τραγικότερο θέαμα δεν δύναται να σκεφθή κανείς. Ορφανά παιδιά, ανυπόδητα και γυμνά, σύροντο εις τους δρόμους υπό συνεχείς ολοφυρμούς δια την τύχην των. Επί δύο και πλέον μήνας οι δύσμοιροι αυτοί άνθρωποι περιήρχοντο και ανεζήτουν μιαν προσωρινήν διαχείμανσιν. Ήδη υπό δυσμενείς συνθήκες στεγαζόμενοι  εις τα πλησίον χωρία  αναμένουσι εναγωνίως την κρατικήν αναρωγήν προς επανόρθωσιν των οικιών των .

Η έκτασις των ζημιών συγκεντρωτικώς είναι ως έπεται:

Α. 143 οικογενειακά οικήματα.
Β. 6 κοινά ελαιοτριβεία
Γ. 200.000 οκάδες έλαιον.
Δ. 220.00 οκάδες σιτηρών
Ε. 3.000 οκάδες τυροκομικών
Στ) 370. 000 οκάδες  κτηνοτροφικών ειδών
Ζ) 50.000 οκάδες γεωμήλων.
Η) 20.000 οκάδες οσπρίων
Θ) 58 κυψέλαι μελισσών
Ι) 48 αροτριώντας βόας και 20 μοσχάρια
Ια) 500 αιγοπρόβατα
Ιβ) 130 χοίροι
Ιγ) 2.100 ορνιθοειδή
Ιδ) Εμπορεύματα αξίας προπολεμικής 500.000 δρχ.

Ωσαύτως επιπλώσεις, οικιακά σκεύη, είδη ρουχισμού, γεωργικά εργαλεία κλπ., άλλα διηρπάγησαν, άλλα κατεκάησαν εντός των οικιών. Ολοκληρωτικός αφανισμός των πάντων, μη παραβαλόμενος προς οιονδήποτε ατύχημα, εξ εκείνων που συνήθως διαταράσσουν την αρμονίαν της ζωής.

            Έξι μήνες περίπου έχουν παρέλθει από της καταστροφής και η κρατική μέριμνα δύναται τις ειπείν, ήτο σκιώδης.  Ελάχιστοι χορηγίαι του Ερυθρού Σταυρού της ΕΜΕΛ εις τρόφιμα και ολίγα ρούχα, κατά το πλείστον  παιδικά, ήτο η προσωρινή ανακούφισις.
Αλλά δεν προβάλλουσι μόνον ανάγκαι διατροφής. Ανέκυψαν από πολλού επείγουσαι ανάγκαι ενδύσεως, υποδήσεως, κλινοστρωμνής, απαραιτήτων οικιακών σκευών, οικοσίτων, γαλακτοφόρων ζώων, οικονομικής ενισχύσεως των οικογενειών, προς αντιμετώπισιν απροβλέπτων εξόδων και τέλος αροτριώντων κτηνών και γεωργικών εργαλείων. Δια την χορήγησιν τούτων και την οργάνωσιν υπηρεσιών προμήθειας και διανομής, το Κράτος δέον να επιδείξη αμέριστον ενδιαφέρον του και να κατευθύνη τα ενεργείας του δια την ανεύρεσιν των μέσω της θεραπείας των αναγκών αυτών, που αποτελούν σαφείς υποχρεώσεις προς τους πληθυσμούς, οίτινες χάριν του κοινού Αγώνος, εθυσίασαν τα πάντα και αυτήν την ζωήν πολλών προσφιλών προσώπων.

            Δια την ικανοποίησιν των άνω αμεσοτέρων αναγκών δεν πρέπει να αναμένηται η έξωθεν βοήθεια, η οποία άγνωστον πότε θα έλθη, παρ’ όλας τα καλάς διαθέσεις των νικητών Συμμάχων.  Ο εσωτερικός ιδιωτικός πλούτος της χώρας δύναται και οφείλει να τροφοδοτήση το δημόσιον ταμείον, ινα αντεπεξέλθη εις τα δυσκόλους αυτάς στιγμάς, προς εκπλήρωσιν, των επιτακτικών ως άνω υποχρεώσεων του Κράτους, δια την ανακούφισιν της δυστυχίας των εκ των δεινών του πολέμου παθόντων.
Αποτελεί τούτο αναμφισβήτητον δημοσίαν ανάγκην, κατασφαλίζουσαν και συνταγματικώς επέμβασιν της διαταραχθείσης οικονομικής αρμονίας μεταξύ του πληθυσμού και παγίωσιν της κοινωνικής γαλήνης.
Ελπίζομεν ότι μετά την αποκατάστασιν της ομαλότητος εις την  χώραν θα οργανωθεί και εκδηλωθεί ευρεία κρατική μέριμνα αποκαταστάσεως και συντονισμένη ενέργεια ανοικοδομήσεως των ερειπίων, τα οποία κατέλειπεν η πολεμική θύελλα.
Ρέθυμνο τη 14 Φεβρουαρίου 1945
Ο εκθέτων εκ Κρύας Βρύσης
Εμμ. (Γ) Πετρακάκης.
Πηγή: Σπ. Μαρνιέρου «ΟΛΟΚΑΥΤΩΣΗ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥΣ»
  ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ – ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ, ΤΟ ΚΛΙΜΑ ΚΑΙ Ο «ΒΟΡΕΣ».

                                                         Θεόδωρος Πελαντάκης Φιλόλογος

Η  ονομασία του χωριού,- πολύ συνηθισμένη στην Κρήτη αλλά και σε όλη την Ελλάδα- προϋποθέτει την ύπαρξη πηγής (βρύσης) με κρύο νερό. Πραγματικά, η πηγή αυτή βρίσκεται νοτικά του χωριού, στην τοποθεσία «Κάτω Βρύση» κι έχει λίγο νερό αλλά κρύο σαν κατεψυγμένο. Απ’ αυτό πήρε το όνομα «Κρύα Βρύση» το χωριό μας.
Το κλίμα της περιοχής είναι πολύ υγιεινό. Είναι θαυμάσια η διαμονή στο χωριό, όταν δεν φυσά ο τύραννος του τόπου βόρειος άνεμος, ο «βορές», που φτάνει στο σημείο να ξεριζώνει ελαιόδεντρα. Ο «βορές» φυσά σε άτακτα χρονικά διαστήματα, το Χειμώνα και το Καλοκαίρι, σε όλα τα νότια παράλια της Κρήτης, ίσως λόγω της υπερθέρμανσης των ανέμων στη Β. Αφρική.  Ιδία στο χωριό μας, που δεν είναι παραλιακό (απέχει 14 χιλιόμετρα από την Αγία Γαλήνη και άλλα τόσα, περίπου, από την Σακτουριανή Γιαλιά) ο «βορές» φυσά τόσο δυνατά, ίσως λόγω της διάταξης των κοιλάδων του βουνού και, γενικά, λόγω της μορφολογίας της περιοχής, ώστε λέγεται περιπαικτικά πως «ο πατέρας του βορέ είναι από την Κρύα βρύση και η μάνα του από τα Κεραμέ (ή τα Σελλιά) της ίδια επαρχίας».  Δεν είναι υπερβολικός ο χαρακτηρισμός «βορέ» σαν δυνάστη της περιοχής, αν λάβομε υπόψη μας πως απ’ αυτόν καθορίζονται: η βλάστηση της περιοχής, τα είδη των καλλιεργειών, οι ασχολίες των κατοίκων και γενικά όλη η οικονομική ζωή. ακόμη, η αρχιτεκτονική των σπιτιών  (είναι λχ αδιανόητο να αφήσει κάποιος πόρτα ή παράθυρο από τη βόρεια πλευρά του σπιτιού).

ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ

            Η κοινοτική περιφέρεια της Κρύας Βρύσης έχει έκταση 17,1 χιλιάδες στρέμματα (τετραγωνικά χιλιόμετρα). Σύμφωνα με την απογραφή του 1971, οι καλλιεργούμενες εκτάσεις είναι 6,9 χιλιάδες στρέμματα, οι βοσκότοποι είναι (κοινοτικοί) 6,6 χιλ στρέμματα και (ιδιωτικοί) 2,9 χιλ. στρέμματα. Εκτάσεις καλυπτόμενες από οικοδομές – δρόμους 700 στρέμματα.  Η Περιφέρεια συνορεύει με τις κοινοτικές περιφέρειες: Α. Ορνές και Άνω Μέρους, Ν. Μελάμπων  και Σακτουρίων, Δ. Ακουμίων και Κεντροχωρίου (οικισμός  Πλατανέ), Β.Βρυσών και Ανω Μέρους.
Η περιφέρεια είναι γενικά πετρώδης. Στα νότια τμήματα υπάρχουν κάποιες  «ψαχνάδες» δηλ. περιοχές με χώμα που είναι αφάνταστα γόνιμο. Οι άφθονες πηγές, που χαρίζουν τα νερά τους σ’όλη την κοινοτική περιφέρεια, συντελούν στο να κάνουν εύφορη  την περιοχή και τα προϊόντα που παράγονται σ’ αυτή να είναι πολύ νόστιμα.

ΠΑΛΙΟΙ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ

Στην περιφέρεια της Κρύας Βρύσης υπάρχουν ερείπια των παρακάτω παλαιών χωριών, που δεν είναι γνωστό πότε καταστράφηκαν και για ποια αιτία:

  1. Περιχώρι. Πεντακόσια, περίπου μέτρα νοτικά του χωριού. Σύμφωνα με μια παράδοση διαλύθηκε από  επιδημία πανούκλας, ή  κουρσάρικη επιδρομή.
  2. Άγιος Αντώνιος. Χίλια πεντακόσια περίπου μέτρα ΝΑ του χωριού διακρίνονται τα χαλάσματα των σπιτιών και τα μνήματα. Διασώζεται η εκκλησία του Αγίου Αντωνίου που επισκευάστηκε το 1970 με συνεισφορά των κατοίκων της Κρύας Βρύσης.
  3. Γέροντες. Δύο περίπου χιλιόμετρα νοτικά του χωριού. Διακρίνονται υπολείμματα σπιτιών. Η εκκλησία του χωριού (Αγία Κυριακή) που είχε χαλασει πριν από 80 περίπου χρόνια, ανακαινίστηκε με έξοδα του Δημόκριτου Φωτάκη το 1971.
  4. Κάτω Κέρας. Τρία περίπου χιλιόμετρα  ΝΔ του χωριού. Διακρίνονται υπολείμματα σπιτιών  (στην τοποθεσία «Καταλύματα»). Σώζεται η εκκλησία  του χωριού, που επισκευάστηκε  το 1972 με έξοδα της Ενορίας. Στην απογραφή του 1659 το χωριό είχε 5 σπίτια.
  5. Κλαπατάς.  Τρία περίπου χιλιόμετρα ΝΑ του χωριού, πολύ κοντά στο χωριό Ορνέ. Σώζονται ερείπια του χωριού και της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου. Επίσης, τα θεμέλια του «Αρχοντικού». (Μόνο σ’ αυτό το χωριό της περιφέρειας υπήρχε «Αρχοντικό».

Εκτός από τις εκκλησίες που αναφέρθηκαν παραπάνω, υπάρχουν ακόμη: Στη Νέα Κρύα βρύση ο Άγιος Ευμένιος. Χτίστηκε το 1959 με έξοδα της διαθήκης του Δαμουλή Λάγουδάκη (κρυοβρυσανού που πέθανε στην Αμερική).  Είναι σταυροειδής με τρούλλο, μοναδική εξαίρεση από τις εκκλησίες της Κοινοτικής περιφέρειας που είναι μονόκλιτες (ρυθμού Βασιλικής), όπως και οι περισσότερες εκκλησίες της επαρχίας. Μέσα στην Κρύα βρύση υπάρχει ο Άγιος Νικόλαος. Στη θέσης παλαιάς εκκλησίας κτίστηκε δίκλιτη με αμφικλινή στέγη. Ισοπεδώθηκε από τους Γερμανούς το 1944 και ξαναχτίστηκε – με συνεισφορά των κατοίκων και με έσοδα από εράνους- το 1950. Είναι ρυθμού Βασιλικής, μονόκλιτη και καμαροσκέπαστη. Στο νεκροταφείο του χωριού στην τοποθεσία «Σελλί» υπάρχει η εκκλησία του Αγίου Πνεύματος που χτίστηκε το 1918 και συντηρήθηκε το 1979-80 από την Ενορία.

ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΥ

     Η Κοινότητα της Κρύας Βρύσης ιδρύθηκε το 1925 με το Δ. 26.1.1925 ΦΕΚ Α΄27/1925.  Σήμερα συναποτελούν την ομώνυμη Κοινότητα το χωριό Κρύα Βρύση και ο συνοικισμός «Νέα Κρύα Βρύση». Ο συνοικισμός χτίστηκε το 1946 – 1948, από το (τότε)  Υπουργείο Ανοικοδομήσεως, στην τοποθεσία «Συκιάς Νερό», ένα χιλιόμετρο ΝΔ του παλιού χωριού.  Τα σπίτια «πυρήνες» διανεμήθηκαν σε μερικούς κατοίκους (το 1944). Είναι κοινή πίστη πως αυτό εζημίωσε πολύπλευρα,επειδή: α) το κλίμα και η τοποθεσία του συνοικισμού δεν είναι τόσο καλά, όσο του παλαιού χωριού.  Β) οι χώροι των σπιτιών δεν επαρκούσαν για τη στέγαση αγροτικής οικογένειας. Έτσι, όσοι πήραν σπίτια, ή δεν κατοίκησαν καθόλου ή εγκατέλειψαν πολύ σύντομα, ή υποβλήθηκαν σε έξοδα και κόπους για να χτίσουν προσθήκες στα υπάρχοντα δωμάτια.  Γ) συνετέλεσε στη διαίρεση και αποδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού του χωριού.  Αν το κράτος έδιδε τα ίδια χρήματα στους δικαιούχους, με κριτήρια αντικειμενικά για να ξαναχτίσουν τα ισοπεδωμένα σπίτια τους, τότε και σωστό χωριό θα γινόταν και χρήματα θα περίσσευαν για αποχέτευση (ακόμα δεν έχει γίνει στο χωριό), διαμόρφωση δρόμων , πλατειών κ.τ.λ.

ΓΡΑΠΤΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΙΟ

Η παλαιότερη, γνωστή σε μας, γραπτή μαρτυρία για την ύπαρξη της Κρύας Βρύσης  (και δύο πλησιόχωρων χωριών: Κάτω Κέρας και Γέροντες) υπάρχει στην απογραφή του 1583 του Καστροφύλακα. (Τα στοιχεία προέρχονται από ανέκδοτη εργασία του Στέργιου Σπανάκη). Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, τα τρία χωριά είχαν τον παρακάτω πληθυσμό:

Αντρες           Γυναίκες       παιδιά                                   
Κρύα Βρύση                    26                      29                10
Κάτω Κέρας                    13                      19                   19   
       Γέροντες                          19                    22                 22

Άλλη μαρτυρία (του 1630) μας πληροφορεί ότι «..στο χωριό Άγιο Βασίλειο, όπου συγκεντρώνονται οι προνομιούχοι.. υπάγονται τα χωριά: Κρύα Βρύση, Γέροντες, Κάτω Κερέ ( = Κάτω Κέρας)». Μια μαρτυρία του 1659 μας πληροφορεί σχετικά με τον αριθμό των σπιτιών, ότι η Κρύα Βρύση είχε 20 και ο Κάτω Κέρας 5 σπίτια. Από τη χρονολογία  αυτή μέχρι  την επανάσταση του 1821 δεν είναι γνωστές μαρτυρίες για το χωριό.  Για τη συμμετοχή του στον αγώνα έχουμε αρκετές μαρτυρίες:
Α) « Η Κρύα Βρύσις, πατρίς του Ιωάννου Ασουμανή, όστις δια λίθου ετίναξε τον Χάνιαλην νεκρόν από του ίππου».
Β) «Πλησίον  των Μελάμπων κατεστράφη ο Χάνιαλις τω 1822 με 1.400 Τούρκους. Κρύα Βρύση πατρίς του Ασουμάνη , του φονεύσαντος τον  Χάνιαλιν» (Γεωγραφία της Κρήτης Εμμ. Γενεράλι και Εμμαν.Λαμπρινάκη.
Για τη συμμετοχή του χωριού στον ξεσηκωμό του 1866- 69 έχουμε επίσημη μαρτυρία , επιστολή του Πρόξενου στα Χανιά Νικολάου Σακόπουλου στον τότε Υπουργό Εξωτερικών Πέτρο Δεληγιάννη (ημερομηνία: 1 Ιουλίου 1868).
«Εν τούτοις  δεν δύναμαι ν’ αποσιωπήσω υμίν ότι η επανάστασις διατρέχει νέα κρίσιν , εφ’ ης επικαλούμαι…Αρχηγοί και αντιπρώσοποι της νήσου.. συνέρχονται εις γενικήν συνέλευσιν.. εν τω χωρίω του τμήματος Ρεθύμνου Κρύα Βρύση». Η προφορική παράδοση μαρτυρεί ότι οι κάτοικοι του χωριού έλαβαν μέρος στο Μακεδονικό Αγώνα (1904) και στην Μάχη της Κρήτης (1941).

ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Η πληθυσμιακή εξέλιξη της Κρύας Βρύσης φαίνεται από τα παρακάτω στοιχεία

1890   κάτοικοι                      327   (σύμφωνα με τη στατιστική Ν. Σταυράκη 1890)

1928     «                                423
1940     «                                432
1951     «                                374
1961  Κρύα Βρύση κάτοικοι      267           
Νέα Κρύα βρύση κάτοικοι   93
1971  Κρύα Βρύση κάτοικοι       199

          Νέα Κρύα Βρύση κάτοικοι   44

1981                                    211

ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ ΤΩΝ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΩΝ

Δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί πόσα χρόνια πριν από το 1583 χτίστηκε η Κρύα βρύση. Αυτό είναι το πρόβλημα που θα μας απασχολήσει αργότερα. Κατά τους μέχρι τώρα υπολογισμούς μας, το χωριό πρέπει να δημιουργήθηκε την εποχή της Βενετοκρατίας. Ήταν πάντοτε, λόγω φύσεως των κατοίκων  και της περιοχής, ένα χωριό – καταφύγιο για κάθε καταδιωκόμενο από τους δυνάστες του μαρτυρικού τόπου μας. Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφοριες, στο χωριό δεν κατοίκησαν ποτέ ούτε Βενετοί ούτε Τούρκοι. Τούτο επιβεβαιώνεται από και από την έλλειψη ξενόγλωσσων τοπωνυμίων στην περιφέρειά του.
Για την φιλελεύθερη και αντιστασιακή διάθεση των κατοίκων της η Κρύα Βρύση έχει καεί οκτώ φορές (από Βενετούς, Τούρκους και Γερμανούς). Φημισμένο και τιμημένο ήταν πάντοτε το «Κρυοβρυσανό μπαϊράκι».

ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ ΤΗΣ 22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ

Η τελευταία καταστροφή του χωριού έγινε:
«Εις το σαραντατέσσερα, στσ’  εικοσιδυό τ’ Αυγούστου
την Τρίτη το ξημέρωμα  γίνει το πράμα τούτο».

            Το ολοκαύτωμα αυτό δεν είναι μεμονωμένο γεγονός, αφού την ίδια μέρα, «Γύρω τριγύρω στο βουνό εφτά χωριά κάηκαν, αλλά εντάσσεται στο γενικό πλαίσιο της αντίστασης του λαού στον (κάθε) κατακτητή. Η αντίσταση του Ελληνικού λαού στον τελευταίο πόλεμο άρχισε στι ς28 Οκτώβρη 1940 και δεν σταμάτησε παρά μόνον όταν έφυγαν οι Γερμανοί από τον τόπο μας.  Στην Κρήτη, η αντίσταση άρχισε την ίδια μέρα και εντάθηκε στη θρυλική «Μάχη της Κρήτης» (20-30 /5/1941).  Άλλαξε μορφή και συστηματοποιήθηκε μετά την κατάχτηση του νησιού από τους Γερμανούς με πρώτη εκδήλωση την απόκρυψη, φιλοξενία και φυγάδευση ( από τα νότια παράλια) των Αγγλων, Αυστραλών και Νεοζηλανδών στρατιωτών που δεν παραδόθηκαν στους Γερμανούς.  Άλλες μορφές αντίστασης ήταν η δημιουργία αντάρτικων ομάδων, η οργάνωση δολιοφθορών σε βάρος του καταχτητή, οι εκτελέσεις μεμονωμένων στρατιωτών, η απόκρυψη και διατροφή Ελλήνων και ξένων ανταρτών. Μια σημαντική μορφή αντίστασης ήταν η σωστή διαφώτιση του λαού, που καθώς ζούσε απομονωμένος στα χωριά και ήταν μονόπλευρα ενημερωμένος από το Ραδιόφωνο ( που διατυμπάνιζε μέρα – νύχτα όσα εξυπηρετούσαν  τους τυράννους), περίμενε σαν τον «μάννα εξ ουρανού» ένα δελτίο από τα «παράνομα» ραδιόφωνα που παράτολμοι πατριώτες συντηρούσαν με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους.
Σ’όλα σχεδόν τα είδη αντίστασης έλαβαν μέρος οι Κρυοβρυσανοί που η παλικαριά τους είναι ξακουστή.  Σ’ όλο το διάστημα της κατοχής το ραδιόφωνο ήταν πηγή για σωστή πληροφόρηση της περιοχής, απ’ όπου δεν έλειπαν  αντάρτες (Ελληνες ή Άγγλοι) που τροφοδοτούνταν από τους χωριανους και έμεναν σε σπηλιάρια του βουνού ή ακόμη και μέσα στο χωριό μας. και , φυσικά, δεν αγνοούσαν οι Κρυοβρυσανοί τις συνέπειες αν οι κατακτητές ανακάλυπταν αυτή τη δραστηριότητά τους.  Χρειάζεται τόμος ολόκληρος για να γραφούν οι δραστηριότητες των Κρυοβρυσανών στα πλαίσια της αντίστασης του Ελληνικού λαού κατά των Γερμανών.
Δεν έλειπαν οι καλοθελητές και οι «φίλα προσκείμενοι» προς τους κατακτητές. Γι’ αυτό και τα αντίποινα των Γερμανών ήσαν πολύ σοβαρά: εγκατάσταση (περιοδεύοντος) φυλακίου, συλλήψεις για εκφοβισμό και συστάσεις, μεταφορά ανδρών στο Ρέθυμνο και κλείσιμο στη Φορτέτζα, χωρίς συγκεκριμένη κατηγορία.
Μετά την απαγωγή του στρατηγού Κράϊπε (26 Απριλίου 1944), τα αντίποινα των Γερμανών έγιναν με σατανικό προγραμματισμό. Από τις ανακρίσεις προχώρησαν στα πρωτάκουστα βασανιστήρια για να καταλήξουν σε ομαδικές εκτελέσεις και πυρπολήσεις χωριών. Πρώτα καταστράφηκαν τα Σακτούρια (5 Μάη) και γιατί από εκεί διοχέτευαν όπλα στα βουνά,Η κρύα βρύση δεν μπορούσε να ξεφύγει από αυτό το μαρτύριο,  αν και οι κομμάντος – Έλληνες και Άγγλοι- που έκαμαν αυτό το πολυσυζητημένο εγχείρημα, δεν πέρασαν από το χωριό μας. Η καταστροφή της Κρύας Βρύσης έγινε με σχέδιο σατανικό και ταυτόχρονα με άλλα επτά χωρά (ή συνοικισμούς) του Αμαρίου: Γερακάρι, Καρδάκι, Σμιλές, Γουργούθοι, Βρύσες, Δρυγιές και Άνω Μέρος.
Τα γεγονότα εκτυλίχτηκαν – σύμφωνα με μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων- ως εξής:
Πριν από τα χαράματα της Τρίτης 22 Αυγούστου 1944, ακούστηκαν πυροβολισμοί δυτικά του χωριού μας. Λίγοι τους άκουσαν, μα δεν έδωσαν σημασία, αφού οι πυροβολισμοί ήταν κάτι συνηθισμένο για εκείνη την εποχή, όπως ήσαν συχνές και οι επισκέψεις Γερμανών στα χωριά για να πάρουν άντρες «για τα έργα».
Ελάχιστοι χωριανοί έφυγαν, ίσως από κάποια προαίσθηση οδηγούμενοι. Άλλοι συγκεντρώθηκαν σ’ ένα καφενείο και , αφού αντάλλαξαν απόψεις για τους πυροβολισμούς που είχαν ακουστεί, κατάληξαν στο συμπέρασμα πως δεν υπήρχε κίνδυνος, γι’ αυτό και γύρισαν στα σπίτια τους. Σε λίγη ώρα όμως ολόκληρο το χωριό βρέθηκε περικυκλωμένο από ειδικά εκπαιδευμένους στρατιώτες, περίπου 350.
Πολύ λίγοι πρόλαβαν να ξεφύγουν από τον κλοιό, μερικοί είχαν ήδη φύγει για να πάνε στα περιβόλια (να ποτίσουν) ή είχαν διανυκτερεύσει στην εξοχή για να μαζέψουν χαρούπια από μακρινές περιουσίες. ¨Όλοι οι άλλοι οδηγήθηκαν βίαια στο Δημοτικό Σχολείο, που τότε ήταν στην πλατεία του χωριού. Τους άντρες τους ξεχώρισαν από τα γυναικόπαιδα και τους οδήγησαν στην Εκκλησία.  Εκεί έγινε ονομαστικό προσκλητήριο των καλύτερων ανδρών του χωριού μας και συμπληρώθηκε ο προκαθορισμένος αριθμός των μελλοθάνατων, αφού βρέθηκαν αναπληρωματικοί για όσους απουσίαζαν. Αξίζει  να τονιστεί ότι είχε προκαθοριστεί να θανατωθούν 30 χωριανοί μας, καθορισμένοι όμως και γραμμένοι σε ειδικές καταστάσεις, όπως μαρτυρούν αυτόπτες μάρτυρες. Δεν είναι παράλογο να υποθέσει κανείς ότι δεν αποκλείεται να έχουν συνταχτεί αυτές οι καταστάσεις από δωσίλογους και συνεργάτες των Γερμανών. Αφού μετέφεραν τους άντρες στην εκκλησία, και μέχρι να γίνει η διαλογή των μελλοθανάτων, έδωσαν διαταγή στις γυναίκες να πάρουν μαζί τους ό,τι μπορούσαν  να σηκώσουν και να φύγουν – με συνοδεία- για το Σπήλι. Σε απερίγραπτες σκηνές έγινε η αποχώρηση  των γυναικών από την πλατεία, γιατί όλοι έβλεπαν πως θα γίνει μεγάλο κακό.
Μετά τη διαλογή  των μελλοθανάτων, οι υπόλοιποι άντρες του χωριού, (και οι άλλοι από τα γύρω χωριά που είχαν μεταφερθεί από τους Γερμανούς για «κάλυψη» ή για εφεδρεία), μεταφέρθηκαν  με συνοδεία στη διακλάδωση του δρόμου για την Κρύα Βρύση. Από εκεί με αυτοκίνητα, και ένοπλους φρουρούς, οδηγήθηκαν στο Σπήλι, όπου είχαν οδηγηθεί προηγουμένως τα γυναικόπαιδα. Αφού τους συγκέντρωσαν όλους έξω από το Δημοτικό Σχολείο Σπηλίου τους είπαν πως είναι απαγορευμένη ζώνη η Κρύα Βρύση και όποιος πλησιάσει θα θανατωθεί. Ακόμη πως μπορούν να πάνε στα γύρω χωριά.
Κατά το απόγευμα (5.μμ περίπου), σύμφωνα με πληροφορίες μαρτύρων αξιόπιστων, έγινε η εκτέλεση. Δεν σώθηκε κανείς αυτόπτης μάρτυρας. Συνάγεται όμως πως οι μελλοθάνατοι οδηγηθήκαν στο (τότε) Κοινοτικό Γραφείο και αφού έριξαν οι Γερμανοί κάποια πολύ δυνατή εκρηκτική ύλη (ίσως μελανίτιδα) την πυροδότησαν και σε λίγα δευτερόλεπτα τα πάντα έγιναν στάχτη. Τόσο υψηλή θερμοκρασία αναπτύχθηκε, ώστε και τα οστά των αγωνιστών της ελευθερίας αποτεφρώθηκαν και ελάχιστα μονό βρέθηκαν (στην ανάχωση που έγινε το 1948) και είναι τοποθετημένα σε ειδικές θήκες του μνημείου των πεσόντων που φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Γιάννη Κανακάκη και βρίσκεται σήμερα στη μέση της ευρύχωρης πλατεία του χωριού. Κανένας, φυσικά, δεν ήταν βέβαιος για την τύχη όσων κράτησαν οι Γερμανοί στο Χωριό. Όσα εκτέθηκαν παραπάνω έγιναν γνωστά πολύ αργότερα. Η αγωνία όλων, λοιπόν, ήταν συγκεντρωμένη στο πως θα σώσουν τους «κρατούμενους». Διαδόθηκε πώς τους πήγαν στις φυλακές της Αγυιάς στα Χανιά ή στη Γερμανία. Άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Στο μεταξύ οι εκπρόσωποι του «Ευρωπαϊκού πολιτισμού», έχοντας αυστηρά  αποκλεισμένο το χωριό, με ειδικά συνεργεία κατεδαφίσεως άρχισαν να το ισοπεδώνουν. Άρχισαν από την ανατολική άκρη του χωριού, αφού προηγουμένως έπαιρναν από τις αποθήκες των σπιτιών τα εισοδήματα που ο τίμιος ιδρώτας  των Κρυοβρυσανών είχε μαζέψει. Η πυρπόληση του χωριού διήρκησε 8 μέρες. Η αγωνία των ξεσπιτωμένων χωριανών είχε κορυφωθεί, γιατί εκτός από τον καημό για τους 35 αγνοούμενους έβλεπαν τα σπίτια τους να γίνονται στάχτη και δεν τολμούσαν να επιτεθούν στους Γερμανούς, γιατί νόμιζαν πως ζούσαν ακόμη οι αγνοούμενοι θα έχαναν τη ζωή τους, από ένα τέτοιο τόλμημα. Ακόμη, και οι αντάρτικες ομάδες που επίμονα ζήτησαν να τους επιτραπεί να επιτεθούν στους Γερμανούς, συνάντησαν την άρνηση των ξεσπιτωμένων χωριανών.
Η εγκληματική δραστηριότητα των Γερμανών στα 8 χωριά του Κέντρους έγινε γνωστή από τον Τύπο, όπου δημοσιεύτηκε σχετική «Γνωστοποίησι», του Διοικητή Φρουρίου Κρήτης ( εφημ. Παρατηρητής Χανίων, 25 Αυγούστου 1944).

ΜΕΤΑ ΤΟ ΚΑΨΙΜΟ

Την Τρίτη 29.8.1944, τη νύχτα, οι Γερμανοί εξαφανίστηκαν από το χωριό που το είχαν μετατρέψει σε ένα σωρό ερειπίων. Ψάχνοντας σ’ αυτά οι χωριανοί, αντίκρισαν με συντριβή καρδιάς τα λείψανα των 35 που μέχρι τώρα ήλπιζαν πως ήταν ακόμα στη ζωή. σύντομα ετοίμασαν μνημόσυνο αλλά παράλληλα έπρεπε να αναζητήσουν στέγη, αφού δεν ήταν δυνατό να μείνουν στο ισοπεδωμένο χωριό, και ο χειμώνας επλησίαζε. Ζήτησαν και βρήκαν στέγη και άσυλο στα γύρω χωριά, που οι κάτοικοι τους έδειξαν φιλόξενη διάθεση και αδελφική συμπαράσταση  στην τρομακτική συμπεριφορά που χτύπησε το χωριό μας.

ΑΓΩΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

            Την αρχή της Άνοιξης του επόμενου χρόνου άρχισαν να σκάβουν τα ερείπια του μαρτυρικού χωριού για να το ξαναδημιουργήσουν. Με φοβερές θυσίες, στερήσεις και κόπους άρχισε να ξαναχτίζεται το χωριό, αλλά ο πόνος από το χαμό των 35 ήταν απαρηγόρητος. Ήταν απερίγραπτο το χτύπημα του χωριού από την απώλεια των 35 συγχωριανών, γιατί ολόκληρες οικογένειες σχεδόν ξεκληρίστηκαν, μάνες έμειναν χωρίς παιδιά, γυναίκες χωρίς τους συζύγους τους, αδέρφια χωρία τους αδερφούς τους και τα παιδιά, αρκετά παιδιά, χωρίς πατέρα.
Με μεγάλο αγώνα το χωριό άρχισε να δημιουργείται από τη στάχτη. Οι χωριανοί, βοηθώντας ο ένας τον άλλο, ξαναχτίσανε πολλά σπίτια. Το Υπουργείο Ανοικοδομήσεως έχτισε το συνοικισμό «Νέα Κρύα Βρύση», για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω.  Πολλά σπίτια διατηρούνται στην κατάσταση που τα άφηκαν οι Γερμανοί, γιατί ο πληθυσμός του χωριού λιγόστεψε σημαντικά από δυο λόγους. Ο ένας είναι η εκτέλεση των 35 και ο άλλος η απομάκρυνση πολλών από το χωριό για να αναζητήσει καλύτερης τύχης σε κάποιο αστικό κέντρο ή σε κάποια άλλη χώρα.

ΦΘΙΝΕΙ ΤΟ ΚΥΤΤΑΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

            Με το ρεύμα αυτό της μετανάστευσης έφυγαν λίγοι για το εξωτερικό (Γερμανία, Αμερική, Αυστραλία) και πολλοί στο Ρέθυμνο και στην Αθήνα (εσωτερική μετανάστευση). Μεγάλος είναι ο αριθμός των Κρυοβρυσανών που έφυγαν για να σπουδάσουν και να σταδιοδρομήσουν σαν επιστήμονες.
Έτσι, το χωριό μας έχει την ίδια τύχη με χιλιάδες χωριά του τόπου μας, που συνεχώς φθίνουν. Κα αυτό είναι το ιδιαίτερα ανησυχητικό, γιατί καταστρέφεται ανεξέλεγκτα το κύτταρο του νεοελληνικού πολιτισμού, που λέγεται χωριό, χωρίς να βρίσκεται κάποιο στοιχείο που να το υποκαθιστά.

ΠΑΡΗΓΟΡΑ ΣΗΜΑΔΙΑ

            Η Κρύα βρύση σήμερα αγωνίζεται, σ’ αυτήν τη δύσκολη για τα χωριά εποχή να επιζήσει.
Η περίπτωση του χωριού μας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για κοινωνιολογική έρευνα και συναγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων πάνω στο πρόβλημα της απασχόλησης του πληθυσμού μετά τη συνταξιοδότηση.
Παρατηρείται δηλαδή ότι όσοι ξεκίνησαν  (ανατράφηκαν) με γεωργικές εργασίες (πέρασαν την παιδική ηλικία σε γεωργικό περιβάλλον) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησαν σ’ ένα αστικό επάγγελμα, μετά τη συνταξιοδότησή τους ξαναγυρίζουν στις ασχολίες  των παιδικών τους χρόνων, άσχετα αν ο γεωργικός κλήρος τους είναι μικρός ή μεγάλος. Ακόμη πολλοί απ’όσους έχουν φύγει από το χωριό, συνεχίζουν με μεγάλες θυσίες να καλλιεργούν τις περιουσίες τους. Αυτά είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν να πιστεύουμε  πως η παραδοσιακή γεωργική παραγωγή, παραλλαγμένη λίγο, να διατηρηθεί μερικές γενεές ακόμη.
Στις προσπάθειες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που σχεδόν αβοήθητη, κάνει άτολμα βήματα, προστέθηκε από το 1978 ο «Εκπολιτιστικός Σύλλογος οι 35 εθνομάρτυρες. Ο Σύλλογος αγωνίζεται να συντονίσει τις ενέργειες της νεολαίας του χωριού αλλά και των «απανταχού Κρυοβρυσανών» για την προκοπή του χωριού μας.  Και είναι παρήγορες οι ενδείξεις, για πολλούς λόγους αλλά και γιατί ο τουρισμός δεν έχει ανακαλύψει (και φθείρει) το χωριό μας, που θα συνεχίσει τη λαμπρή παράδοση της φιλοξενίας, της λεβεντιάς και της ανθρωπιάς.  

                                                Πηγή: Τα ολοκαυτωμένα χωριά του Κέδρους (Συλλογικό έργο – ανάτυπο από την Κρητική Εστία, 1980).

ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

Του θανάτου ο χορός είχε αρχίσει από τον Αη Βασίλη. Τις ίδιες ώρες και την ίδια μέρα μαζί με τ’ Αμαριώτικά χωριά, άλλο ηρωικό η Κρύα Βρύση, γνώρισε την εκδικητική μανία των Ούννων.  Οι Κρυοβρυσανοί, με το φημισμένο και τιμημένο μπαϊράκι  σ’ όλους τους Κρητικούς Αγώνες, επανέλαβαν την ιστορία τους και στη δύσκολη εποχή της γερμανοκατοχής.
Με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση πάλεψαν δίχως ανάσα στην αντίσταση και η πατριωτική προσφορά τους κάρφος στα όμματα των ναζί, πληρώθηκε πανάκριβα. Πετάχτηκαν έξω από τις εστίες τους και τριανταπέντε επίλεκτα τέκνα της Κρύας Βρύσης έδωσαν το αίμα τους, για να ανακτήσει η πατρίδα την αξιοπρέπειά της.  Οι επιζήσαντες  αντίκρισαν το χωριό τους ισοπεδωμένο. Καθόλου δεν παραξενεύτηκαν. Συνέχιζαν την παράδοση των πατέρων τους, των παππούδων τους, των προγόνων τους.  Ένα ακόμη ολοκαύτωμα στα τόσα της βενετοκρατίας και της τουρκοκρατίας.
Θρυλικό έγινε το «παράνομο» ραδιόφωνό τους, να διαλαλεί καθημερινά με καλοσυντονισμένο «δελτίο ειδήσεων», στ’ αγιοβασιλιώτικα και ίσαμε τον Αη Γαλήνη τα ελπιδοφόρα μηνύματα των συμμαχικών σταθμών.  Να μαθαίνει σωστά ο λαός τις εξελίξεις  της παγκόσμιας σύγκρουσης. Να μη ζει στο πηκτό σκοτάδι της μονόπλευρης πληροφόρησης  από τη γερμανική προπαγάνδα. Οι πρώτες μαρτυρίες για το μακελειό της Κρύας Βρύσης.
προδίδουν ή  πιστοποιούν εκτελέσεις. Πέρα από αυτό οι δολοφονημένοι αποτεφρώθηκαν τελείως και δύσκολα και από καιρό εντοπίστηκε ο τόπος  του μαρτυρίου. Και εδώ βέβαια οι εκτελέσεις έγιναν με πυροβόλα όπλα. Και εδώ επικεφαλής υπολοχαγός ήταν όμοιος του Gromann. Μηνύθηκε από αιχμάλωτο Γερμανό στρατιώτη για εξαναγκασμό σε εγκληματικές πράξεις στην Κρύα Βρύση.

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΟΜΑΔΙΚΩΣ ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΕΡΜΑΝΟΥΣ  (1941 – 1944)

ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ  22 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1944

Ανυφαντάκης Εμμ. Ιωάννης    ετών 30
Ασουμανάκης Μιχ. Γεώργιος   ετών 27
Ασουμανάκης Κ. Μιχαήλ          ετών 52
Βαβουράκης Ι. Γεώργιος          ετών 32
Βαβουράκης Ι. Εμμανουήλ       ετών 27
Βαβουράκης Π. Ευάγγελος                  ετών 36
Βαβουράκης Ηλ. Ιωσήφ           ετών 52
Βαβουράκης Ηλ. Μιχαήλ           ετών 55
Κανακάκης Ηλ. Γεώργιος         ετών 61
Κανακάκης Κ. Εμμανουήλ        ετών 30
Κανακάκης Γ. Ηλίας                  ετών 26
Κανακάκης Κ. Ιωσήφ                 ετών 34
Λαγουδάκης Παντ. Γεώργιος    ετών 34
Λαγουδάκης Παντ. Μανούσος  ετών 30
Λαμπάκης  Γ. Νικόλαος            ετών 19
Λεβεντάκης Μιχ. Γεώργιος        ετών 22
Λεβεντάκης Μιχ. Εμμανουηλ    ετών 19
Λεβεντάκης Ν. Εμμανουήλ        ετών 29
Μανουσάκης Ν. Γεώργιος         ετών 39
Μανουσάκης Οδ. Ελευθέριος    ετών 19
Μανουσάκης Ν. Οδυσσέας        ετών 48
Μανουσάκης Ν. Χαράλαμπος   ετών 38
Μαυροτσουπάκης  Μιχ. Εμμ.    ετών 39
Πετρακάκης Ν Γεώργιος            ετών 43
Πετρακάκης Πετρ. Εμμανουήλ  ετών 40
Πετρακάκης Πετρ. Ευάγγελος  ετών 44
Πετρακάκης Πετρ. Κων/νος     ετών  43
Πετρακάκης Γ. Μιχαήλ ετών     ετών  40
Πιτσιδιανάκης Γ. Κων/νος        ετών  35
Σαρτζετάκης Ν. Γεώργιος         ετών 55
Φωτάκης Κ. Εμμανουήλ           ετών 34
Φωτάκης Κ. Ιωάννης                ετών 29
Ψυχαράκης Στυλ. Βασίλειος     ετών  29
Ψυχαράκης Ι. Γεώργιος            ετών 20

Πηγή: «Τα Ρεθεμνιώτικα Ολοκαυτώματα1941-1944»- « Σπ. Μαρνιέρου – Τα ολοκαυτωμένα χωριά του Κέδρους» 

Η ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

Στους νότιους πρόποδες του Κέντρους, ανάμεσα στο λόφο της Κεφάλας και στο ύψωμα – πρόβαρμα- που λέγεται Βίγλα , ανατολικά του ρυακιού – χαράδρας- που μεταφέρει τα χιονόνερα και τα βρόχινα νερά της κορφή του Κέδρους στον Ακουμιανό Ποταμό , σχηματίζεται ένας τόπος επίπεδος (σόπατο). Εκεί είναι χτισμένη η Κρύα Βρύση σε υψόμετρο 520μ. από τηνεπιφάνεια του Λιβυκού πελάγου και 1257μ. χαμηλότερα από την ψηλότερη κορφή του βουνού.
Πίσω από το χωριό υψώνεται απότομα και μεγαλόπρεπα το Κέδρος και μπροστά του ανοίγεται ευρύς ορίζοντας που διακόπτεται ανατολικά από τον Ψηλορείτη, δυτικά από τον (Α) Σιντέρωτα (υψόμετρο 1170) και νοτικά από το χωματόβουνο Βουβάλα (υψόμετρο 967μ)., στις πλαγιές της οποίας είναι σκαρφαλωμένα το Κεφαλοχώρι Μέλαμπες και τα (Πάνω και Κάτω) Σακτούρια,. Προς Ν.Δ φαίνεται σε μεγάλη έκταση το Λυβικό Πέλαγος μέχρι το νησί Γαύδος. Στα Ν.Α του ορίζοντα φαίνεται ο λόφος της Φαιστού, μέρος της Πεδιάδας της Μεσαράς και στο βάθος τα Αστερούσια Όρη (Κόφινας).
Στο Κάτω μέρος (κάτω Ρούγα) του χωριού βρίσκεται ένας γιγάντιος βράχος, ο «Χάρακας», που σύμφωνα με μια παράδοση «είναι στοιχειωμένος κι όποιος επιχειρήσει να τονε σπάσει  θα βρει σύντομα άσχημο θάνατο». Το χωριό απέχει 43 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο και έχει πυκνή συγκοινωνία με την πρωτεύουσα του Νομού  (από 2-4 φορές την ημέρα ανάλογα με την εποχή).

ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ

Άμεσες μαρτυρίες για την ίδρυση του χωριού δεν έχουν γίνει γνωστές . η προφορική (έμμεση ιστορική πηγή) δίδει μερικά στοιχεία καθώς και οι άλλοι έμμεσες ιστορικές πηγές (μορφολογία της περιοχής, τοπωνύμια κ.α).  Η συγγραφή της ιστορίας της Κρύας Βρύσης παρουσιάζει τεράστιες δυσκολίες , γιατί το χωριό είναι σχετικά μικρό και έχει την ίδια τύχη με τους «πολλούς και μικρούς» που , αν και γράφουν την ιστορία με το αίμα ή το πνεύμα τους, όμως μένουν αφανείς και άγνωστοι.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΑΚΟΜΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Κάτοικοι της Κρύας Βρύσης θυμούνται τα γεγονότα της αποφράδας μέρας.
Είναι πια χρέος για τα «Ρ.Ν» από τότε που έβαλε την αρχή ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος, να κάνουν κάθε χρόνο ένα αφιέρωμα στα χωριά του Κέντρους καταγράφοντας σπάνιες μαρτυρίες.
Αυτή τη χρονιά ήρθε η σειρά της Κρύας Βρύσης για να καταγράψουμε τις τραγικές εμπειρίες κατοίκων που έζησαν το ολοκαύτωμα. Σήμερα ο χρόνος βαραίνει αρκετά τα μέλη τους, αλλά η μνήμη παραμένει ξεκάθαρη και η αφήγησή τους είναι γλαφυρή  παρά την τραγικότητα των περιγραφών.
Ο κ.Αλέξανδρος Λεβεντάκης ,ακμαιότατος παρά την ηλικία του, δέχτηκε πρόθυμα να μας καταθέσει  τις δικές του μνήμες από τα γεγονότα του Αυγούστου 1944. Και μας καθήλωσε με την ευφράδειά του εκεί στο καφενείο του χωριού ,λίγο πιο πέρα από το μαυσωλείο όπου είχε διαδραματιστεί το τραγικό γεγονός 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΛΕΒΕΝΤΑΚΗΣ: «Δεν είχαμε ενημέρωση»

Από τα πολεμικά γεγονότα της τότε εποχής, τον Αύγουστο δηλαδή του 1944,φαίνεται πως έδενε η ελευθερία σύμφωνα με τα πολεμικά γεγονότα που πληροφορούμεθα από τα συμμαχικά στρατεύματα. Και δυστυχώς ήταν ένα μεγάλο λάθος των ιθυνόντων τότε, δηλαδή των υπευθύνων διοικητών  των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων ,είτε λεγόταν ΕΑΜ, είτε ΕΟΡ, είτε δεν ξέρω γω τι.Δεν είχαμε καθοδήγηση να  μας πούνε ότι «προσέχετε παιδιά, γιατί το θεριό ,λέει, όντε ξεψυχά, πρέπει να κάμει τα μεγαλύτερα κακά.» Αυτό δεν έγινε δυστυχώς. Δεν είχαμε αυτή την ενημέρωση από τους «προύχοντες»  να πούμε έτσι του τόπου μας.
Και έτσι οι Γερμανοί ήρθανε εκείνη τη μέρα και μας βρήκαν να κοιμόμαστε αμέριμνοι, ότι πάει τώρα θα ελευθερωθούμε.
Δυστυχώς όμως δεν ήταν  έτσι τα πράγματα. Εκείνη την ημέρα ,δυο ώρες και παραπάνω, πριν να ξημερώσει ,ακούστηκαν πυροβολισμοί ,δυο τρία χιλιόμετρα έξω από το χωριό.
Εγώ ο ίδιος άκουσα δυο τρεις ριπές και αμέσως ξύπνησα, σηκώθηκα, ντύθηκα κάπως και προχώρησα να ξυπνήσω τ’ αδέρφια μου να τα  πάρω να φύγουμε. Αλλά ο μεγάλος, ο οποίος και εκτελέστηκε, μου λέει ότι δεν είναι ανάγκη να φύγουμε αφού δεν διωκόμεθα. Άλλωστε κι άλλη  φορά είχαν έρθει Γερμανοί και μας παίρνανε αλλά μας άφηναν μετά.
Και μου απαγόρευσε να φύγω. Εγώ όμως δεν κοιμήθηκα. Περίμενα να ξημερώσει. Μόλις άρχισε να χαράζει η μέρα ,βγήκα  και διαπίστωσα ότι το χωριό δεν έχει ακόμα κυκλωθεί. Γυρίζω και το λέω του αδερφού μου, ενώ στο μεταξύ είχα κι εγώ  εγκαταλείψει την ιδέα της αναχώρησης.
Την ώρα εκείνη περνούσε από κει ο γείτονας ο  Γιώργης Μαυροτσουπάκης και μου πρότεινε να ρωτήσουμε πού παίχτηκαν οι πυροβολισμοί.
Πήραμε προς τα κάτω κι εκεί στο Άγιο Βήμα ,στη δεξιά μεριά της Εκκλησίας ,κατεβαίνοντας ,μου φωνάζει η μητέρα μου «Νατσοι τσοι Γερμανούς εις τη Βίγλα». Βλέπω και   κατάλαβα ότι εκινούντανε με στρατιωτικές κινήσεις με άλματα δηλαδή. Εκινούντανε με στρατιωτικά, κανονικά άλματα και προχωρήσανε να ζώσουν το χωριό.
Κι εγώ βέβαια είχα καιρό να φύγω και δεν έφυγα.
Πήγα και μπήκα με κάτι άλλα ξαδέρφια μου και με τον Αντρέα που κάνει το καφενείο,σ’ ένα καταφύγιο.
Εφτάξανε οι Γερμανοί ,εζώσανε το χωριό κι αρχίσανε να μαζεύουν  όλους τους χωριανούς στην πλατεία. Μόλις βεβαιώθηκαν ότι μας μάζεψαν όλους η πρώτη δουλειά ήταν να μας αφαιρέσουνε τις ταυτότητες.
Μας πήρανε τις ταυτότητες ,τις οποίες μας είχανε βέβαια αυτοί εκδώσει.
Ναι και μετά από λίγο μας βάλανε μέσα στο σχολείο ,το οποίο ήταν εδώ τότε.
Στο σχολείο όλοι γυναίκες άντρες. Μετά από μισή ώρα ζήτησαν να βγουν οι άνδρες έξω  και μας οδήγησαν στην εκκλησία. Μείνανε οι γυναίκες μόνες στο σχολείο.  Εβάλανε φρουρούς, εκεί πέρα στην εκκλησία, μας φρουρούσανε και μετά είπανε των γυναικών ότι «εσείς θα πάτε τώρα να πάρετε από τα σπίθια σας λίγα πράγματα(εφόδια ας πούμε –ρουχισμό-δεν ξέρω, τρόφιμα) ,γιατί το χωριό «καπούτ», θα το κάψουμε, θα το πυρπολήσομενε.
Εμένα η μητέρα μου, συγκεκριμένως, ήρθενε από το ιερό, από κει πέρα από την θύρα του ιερού και μου ταπενε αυτά τα πράγματα και μάλιστα της τα’ειπα και μου προφύλαξενε κάτι πράγματα του μαγαζιού : μια μηχανή ,μια ραπτκή μηχανή που την είχα ως τσαγκάρης. Τις γυναίκες αφήκανε ελεύθερες και πήγανε όντως και πήρανε ότι μπορούσανε η κάθε μια ,τα φορτώσανε στα γαιδουράκια πουχανε ,στα ελάχιστα ζώα  πούχανε την ώρα εκείνη στο χωριό, τους γέρους όπως εμπορούσανε και τους πήρανε και φύγανε. Εμείς στην εκκλησία. Εκεί απέξω έχει στηθεί ένα, σαν έκτακτο στρατοδικείο από τον επικεφαλής με το επιτελείο ντου.
Ο οποίος έμπαινε τακτικά μέσα στην εκκλησία και αναζητούσε διάφορα ονόματα. Και θυμούμαι συγκεκριμένα  και φώναξε «Φώτιος Πελαντάκης- Ιωάννης Ασουμανάκης».
Του  Ιωάννη  Ασουμανάκη  ο πατέρας παρουσιάστηκε και του λέει: «Αυτός είναι ο γιός μου και δεν είναι εδώ, δουλεύει σ’ ένα μετόχι, εκεί  κάτω ,μαζεύει χαρούπια». Λέει «όλοι δουλειά,όλοι χαρούπια ,όλοι δουλειά. Όλοι παρτιζάνοι στο βουνό» κι έτριξε τα δόντια ντου και έφυγενε ,εβγήκε έξω.Εβγήκε ,εμπήκε κι άλλες δυο φορές μέσα κι εζητούσε διάφορα άτομα. Δεν τα θυμούμαι κι εγώ τώρα. Και στο τέλος, δηλαδή κατά τη μία η ώρα, πουθενά ,δωδεκάμισι , είχαν πάρει απόρρητη διαταγή και μας απέλυσαν.
Οι δε υπόλοιποι που μειναν εδώ στο χωριό ,που ενομίζαμε εμείς ότι τους εκρατήσανε για αγγαρεία ,το ίδιο απόγευμα ,εδώ στο διπλανό που είναι τώρα το κενοτάφιο, (τότε ήτονε κοινοτικό κατάστημα) τους έβαλαν μέσα
και  από το καταφύγιο στη Βουβάλα που είχαν καταφύγει αρκετοί χωριανοί είδαν  καπνούς. Και νομίσανε ότι ήτονε ένα καταφύγιο και του βάλανε φωτιά. Αλλά δυστυχώς είχανε εκτελέσει τσ’ ανθρώπους. Και δυστυχώς ακόμα  δεν υπάρχουν ενδείξεις να τους εκτελέσανε με όπλα.
Γιατί το σχολείο ήτονε δίπλα και δεν εφανήκενε  ίχνος θρανίου. Και πάει να πει ότι εβάλανε θρανία μέσα ,τους βάλανε και καθίσανε ,είχανε ψεκάσει με κάποια εύφλεκτη ύλη και δώκανε φωτιά για να μην τους πάρουνε χαμπάρι για πυροβολισμούς ότι τσ’ εκτελούνε.
Ετσι κρουφτήκανε ζωντανοί. Ε, αυτή η εκδοχή δηλαδή υπάρχει,γιατί έτσι έχει εξήγηση το πράμα. Εβάλανε τα θρανία και καίγανε,καίγανε, ίσαμε να καούνε τα σώματά ντωνε καλά και την επομένη ακούσαμε εδώ πέρα εκρήξεις. Και χαλάσανε τα ντουβάρια του σπιθιού αυτού του κενοταφίου. Εχαλάσανε τα ντουβάρια και τσι πετρώσανε.Και μετά εσυνεχίσανε αυτοί εδώ πέρα και κάμανε οκτώ μέρες από τη μια Τρίτη έως την άλλη Τρίτη .Και αδειάζανε το χωριό ότι βρίσκανε, ας πούμενε για τα εφόδια των ανθρώπων : τροφές, καρπούς, λάδια, ό,τι βρίσκανε ό,τι μπορούσανε να παίρνουνε. Ναι και τα οδηγούσανε στο Ρέθυμνο. Είχανε αποθήκες και τα πηγαίνανε και από κείνη την Τρίτη εμάθαμε ότι εφύγανε από εδώ πέρα.Εφύγανε.Και εγυρίσανε οι χωριανοί. Εγώ δυστυχώς δεν ήμουν εδώ,γιατί όπως σας είπα είχα πιαστεί και ήμουνε μέσα αλλά οι πρώτοι που ήρθαν εδώ πέρα ,δεν εγνωρίζανε τίποτα δεν εμπορούσανε να δούνε ίντα κάμανε τσ’ανθρώπους απού εδιαλέξανε.Τι έγιναν .
Κι ένας ήτονε ο Καπετάνιος ,πρώτος θείος του Θοδωρή του Πελαντάκη και είδενε εδώ πέρα μύγες,εδώ απού τσ’ είχανε σκοτωμένους είδενε κι είχενε πολλές μύγες μαζεμένες.Και λέει : «Βρε παιδιά ,εδώ τσοι ‘χουνε.»
Και σκάφτουνε λιγάκι και βγάνουνε πέτρες ,εσκάφτανε κι αρχίσανε να βρίσκουνε τσι σάρκες τωνε.Και ανακαλύψανε δηλαδή ότι εδώ είχε γίνει η εκτέλεση .

ΜΙΑ ΥΠΕΡΓΗΡΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ

Συναντήσαμε την κ.Παγώνα Κανακάκη στο σπίτι της που κάνει τόσο φιλόξενο η παρουσία των παιδιών της . Είναι πια αρκετά μεγάλη για να δέχεται την ταλαιπωρία μιας συνέντευξης. Εχει περάσει πια τα ενενήντα της χρόνια. Μας δέχτηκε ωστόσο με ευγένεια και δεν δυσανασχέτησε, όταν της ζητήσαμε να μας αφηγηθεί τα γεγονότα.
« ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΥΠΟΨΙΑΣΤΗΚΕ ΤΟ ΚΑΚΟ»
Ητονε η ημέρα τέτοια, καληώρα όπως και τώρα. Το πρωί εκεί που είναι το ηρώον, εκεί ήτονε το σχολείο το παλιό το σχολείο .
Λοιπόν το πρωί  μας μάζεψαν ,μας έκλεισαν στο σχολείο, τα γυναικόπαιδα  και τους άντρες τους έβαλαν στην εκκλησία. Επειδή έρχονταν συχνά και έπαιρναν προσωπικό για εργασία στο Τυμπάκι, δεν εφοβήθηκαν οι χωριανοί. Και γιαυτό  δεν έφυγαν από το χωριό πριν αυτό κυκλωθεί.
Μέχρι να βγούμε από το σχολείο, είχε γεμίσει όλη η πλατεία όλο πολεμοφόδια. Λοιπόν καταλάβαμε ότι τα βράδυ θαναι μεγάλο πανηγύρι. Ε, πράγματι, μας έβγαλαν από το  σχολείο μας είπαν θα πάτε στα σπίθια σας θα πάρετε ό,τι μπορείτε  ο καθένας ό,τι θέλει και θα κατεβείτε στο μεγάλο δρόμο και το αμάξι θα ερχότανε να μας πάρει από κει.
Λοιπόν ήρθα εδώ ,πήρα το παιδί μου που ήτανε τριών ετών και ότι  μπόρεσα σήκωσα.Και η γριά μάνα μου πήρε και κείνη ότι μπόρεσε. Αφήσαμε το σπίτι μας που ήταν ωραιότατο με σύγχρονα έπιπλα και ρουχισμό  γι αυτό από τα πρώτα που κατέστρεψαν ήταν  αυτό.
Φεύγοντας είχαν μαζευθεί και οι άλλοι που ήταν στο μεταξύ κρυμμένοι, γιατί κατάλαβαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Τους είχαν βγάλει όξω κι ήταν κι αυτοί κατάχλωμοι .
ΧΑΘΗΚΑΝ ΤΡΙΑ ΑΔΕΛΦΙΑ
Εγώ έχασα τρία αδέλφια. Ήταν κρυμμένοι κι αυτοί μέσα, όπως ήταν ούλοι κρυμμένοι, αλλά σου λέω, δεν  εφοβήθηκαν. Αλλά αφού είδαν κι αυτοί ότι δεν γίνεται διαφορετικά  επαρουσιάστηκαν. Λοιπόν είχα τρεις αδελφούς και ήταν και οι τρεις εκεί. Κάποιοι τώρα ζητούσαν να μας κυκλώσουν ,δεν ξέρω τους είχαν δώσει τα ονόματα. Τελευταίο είχανε γραμμένο και τον μακαρίτη τον αδελφό μου το Μανόλη. Εζήτησαν τον Φώτη το Πελαντάκη κι είχαν κι άλλον έναν εκειά. Και η κακομοίρα η μάνα μου ,βέβαια τρία αγόρια είχε και τα τρία τάχασενε. Ο πρώτος πρώτος ήτονε αδελφός μου και ο τελευταίος.Αυτός είχε πάει στην Αλβανία και είχε μείνει κι αυτός εκεί.Εμεινε η κακομοίρα η μάνα μου μόνη, και να μην σ’ αφήνει βέβαια ο Θεός.
Άτονε το σπίτι μας στο δρόμο. Επέρναγαν οι άνθρωποι. Της μιλούσαν- ας είναι καλά- κι αυτή τους έλεγε: «Καλή την είχα εγώ να μην τρελαθώ να με κάνει ο κόσμος γούστο». Γιατί ο καθένας δεν ξέρει για ποιο λόγο έγιναν έτσι. Και υπέφερε η μακαριτίσσα μέχρι που πέθανε.
Αυτοί έμειναν εδώ οκτώ μέρες και έκαιγαν τα σπίτια. Δυο τρία έμειναν. Είχαν γνωστούς έξω στις Μέλαμπες και  έμειναν τα σπίτια τους .
Οι Γερμανοί έμειναν εδώ στην πλατεία στα πάνω σπίτια που είναι εδώ στην πλατεία. Εκεί έμειναν εκεί είχαν τα μαγειρεία τους Έκαμαν λοιπόν οκτώ μέρες κι έτρωγαν κι έπιναν και την τελευταία μέρα έφυγαν.
Φεύγοντας χάλασαν και το γεφύρι που είναι από κάτω στ’ Ακούμια.
Έτσι κόπηκε τελείως η συγκοινωνία.
Η σεβάσμια κυρία πρέπει να ξεκουραστεί. Καιρός να την αφήσουμε. Αλλά το οδοιπορικό μας στην Κρύα Βρύση δεν τέλειωσε εδώ. Καταγράψαμε και άλλες μαρτυρίες που έχουν σχέση με το ραδιόφωνο που έδινε ελπίδα στους σκλαβωμένους κι ήταν ένα σημείο αντίστασης που είχε   προκαλέσει την οργή των κατακτητών   αλλά και την περιπέτεια μιας γυναίκας, της Ευτυχίας Βαβουράκη, που με το θάρρος της ντρόπιασε τους Ναζί. Και αυτά θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε στο επόμενο σημείωμά μας.

                                                                                    ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
                                          Εφημ:  Ρεθεμνιώτικα Νεά, Αυγουστος 2003

ΜΙΚΡΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΝΟΜΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ ΤΗΣ ΚΡΥΑΣ ΒΡΥΣΗΣ
Μια από τις αφορμές που στοίχισε την ολοκαύτωση του χωριού

Στην Κρύα Βρύση, ο εχθρός έδειξε την αποφράδα μέρα του Αυγούστου 1944, την ίδια σκληρή  στάση που βύθισε στο αίμα τα Αμαριώτικα χωριά, γιατί ήταν γνωστή η δράση των κατοίκων.
Μια σημαντική μορφή αντίστασης, σημειώνει ο Θεόδωρος Πελαντάκης στη εμπεριστατωμένη αναφορά στο χωριό που έχει δημοσιεύσει, ήταν η σωστή διαφώτιση του λαού, που καθώς ζούσε απομονωμένος από το ραδιόφωνο (άκουε ελεύθερα μόνο όσα διατυμπάνιζε μέρα νύχτα όσα εξυπηρετούσαν τους τυράννους) περίμενε σαν το «μάνα εξ ουρανού» ένα δελτίο από τα «παράνομα» ραδιόφωνα που παράτολμοι πατριώτες συντηρούσαν με καθημερινό κίνδυνο της ζωής τους.
Σε όλο το διάστημα της κατοχής το ραδιόφωνο αυτό έδιδε κουράγιο στους πατριώτες και τους θύμιζε πως το ξημέρωμα της λευτεριάς δεν αργεί.
Περισσότερο απο τρία  χρόνια λειτουργούσε το «παράνομο» ραδιόφωνο.  Όλοι το ήξεραν. Κανένας δεν το πρόδωσε.
Μας είπε σχετικά ο κάτοχος Μανόλης Μαυροτσουπάκης που ζει στην Κρύα Βρύση.
«Το ραδιόφωνο το είχαμε αγοράσει τον προηγούμενο χρόνο, το 39, από κάποιο Τσαγκαράκη Ιωάννη ο οποίος διατηρούσε κατάστημα στον Πρινέ.
Αλλά μετά ήρθε η Κατοχή το 41 και οι Γερμανοί ειδοποιήσανε να παραδοθούν όλα. Ραδιόφωνα και κάθε άλλο μέσον επικοινωνίας.
Ήταν τότε στις Μέλαμπες σταθμάρχης ο νωματάρχης Σκαράκης, ένας καλός πατριώτης. Βρήκε τον πατέρα μου και του ζήτησε να ακούνε τα νέα σε όλη τη διάρκεια της κατοχής.
Ο γέρος μου δέχτηκε πρόθυμα. Αλλά, για να παραπλανήσει το χωριό, έβαλε το ραδιόφωνο σε μια βούργια και προφασίστηκε ότι πηγαίνει να το παραδώσει στο σταθμό Μελάμπων. Βρήκε όμως την ευκαιρία και το αφήστε σ’ ένα χωράφι  στον Πρίνο, σε μια σκιά από κάτω.  Μετά το πήραμε, το φέραμε σπίτι για πέντε ημέρεςκαι αμέσως μετά το μεταφέραμε για καμιά δεκαριά μέρες στο νεκροταφείο, στο χωνευτήριο.»

Πόσα άτομα χρειάζονταν για τη μεταφορά;

  1. Τουλάχιστον τέσσερα. Και να μπορούνε.  Γιατί ήτονε υγράς μπαταρίας, δύο μπαταρίες, το ραδιόφωνο και το μπαούλο. Αργότερα το μεταφέραμε στου Κούμου το Λάκκο, όπου το αφήσαμε, πάντα σε χρήση βέβαια, για δύο χρόνια.

 Κάθε πρωί τέσσερα άτομα, πηγαίνανε ν’ ακούσουνε τις ειδήσεις».

Συνέβη κάποιο χαριτωμένο περιστατικό;
«Ναι. Είχαμε ξεκινήσει μια μέρα εγώ, ο πατέρας μου, ο Πετρακάκης ο δικηγόρος και ο Στρατής ο Δουκάκης. Εγώ μουνα βέβαια πιτσιρικάς, έτρεχα μπροστά και μόλις έφθασα κοντά στο ραδιόφωνο βλέπω δύο με γερμανικά φεσάκια και καθότανε στη σπηλιά, ακουμπισμένοι στον ξερότοιχο. Εγώ βέβαια βλέπω τα Γερμανικά καπέλα και νόμισα ότι βρήκαν το ράδιο οι Γερμανοί. Μετά από μερικές στιγμές  αφάνταστης αγωνίας διαπιστώσαμε ότι ήταν οι δύο Μελαμπιανοί, ο Γιώργης Τσιράκης που σκοτώσανε μετά οι Γερμανοί και ο Μπεργαδής ο Μαθιός. Οι πιο μεγάλοι  βέβαια τους μάλωσαν  για την τρομάρα που μας έδωσαν.
Ας είναι. Το ραδιόφωνο λειτουργούσε εκεί καθημερινά. Από κει το πήγαμε στσοι Βωλάκους. Τότε προδόθηκε το ραδιόφωνο και ήρθανε στο σπίτι και κάμανε έρευνα οι Γερμανοί.
Θυμάμαι κι όλας η μάνα μου είχε μια ραπτομηχανή singer., χειροκίνητη με καπάκι. Όντε το’ δανε μέσα σ’ ένα ντουλάπι, νομίσανε ότι ήτο ραδιόφωνο. Αλλα το ραδιόφωνο βέβαια δεν ήτανε. Μια και έχε προδοθεί όμως το πήγαμε στο Κακό Κεφάλι. Εκεί ήταν μια τρύπα που δεν το’ βρισκε ούτε ο Θεός. Ητονε μια τρύπα που  κατέβαινε μέσα στο βάθος. Μετά προχωρούσε τουλάχιστον ΄δεκα μέτρα βάθος κι ένα μέτρο πλάτος.
Εκεί για να καθίσεις μια ώρα, θα έχεις παγώσει. Το μεταφέραμε τέσσερα άτομα. Ο Γιώργης ο Ροδαμνάκης, ο Χαράλαμπος Πελαντάκης, (Σομαράς) και ο Μανόλης ο Κανακάκης που τον σκότωσαν ύστερα οι Γερμανοί κει πάνω στο Ριζόπλακο.
Σ’ αυτή την τρύπα κάθισε το ραδιόφωνο χωρίς να λειτουργήσει, γιατί ποιος θα πήγαινε ν’ ακούσει ειδήσεις με τέτοιες συνθήκες. Γιαυτό το μεταφέραμε στη Δάφνη, στο ρυάκι μέσα.
Η Δάφνη, ήταν ένα μέρος  στο Ρυάκι. Ενας βράχος σαν παραπέτασμα προστάτευε το ραδιόφωνο. Εκεί έμεινε, αλλά μια μέρα, πρωτοβρόχια τώρα, αρχινά μια μπόρα, κατεβαίνει το ρυάκι πλημμύρα.  Εγώ μόλις τόδα, την ώρα βέβαια της βροχής, δεν μπορούσα να πάω. Εγώ νόμιζα ότι δε θα βρω ούτε μπαούλο, ούτε ράδιο, ούτε τίποτα. Κι όμως δεν τόχενε ταράξει. Ανοίγω το μπαούλο, με το κλειδί, σταλιά το νερό δεν είχε μπει μέσα. Αλλά το μπαούλο τόχε φέρει ο πατέρας μου απο την Αμερική, οπότε ήτονε καλής κατασκευής. Από κει το φέραμε στ’ Ανηφόρα το Σπηλιό, όπου κι έμεινε μέχρι τη μέρα της καταστροφής.»
Τα νέα πως τα παίρνατε και τα πηγαίνατε;
Οσοι πηγαίναμε εκεί, κρατούσαμε σημειώσεις και μετά μόλις γυρίζαμε γράφαμε περίληψη στο χαρτί που ως δελτίο πήγαινε παντού».

Πηγαίνατε τη νύχτα;
-Τη νύχτα βέβαια τη νύχτα. Αν είχαμε κανένα κλεφτοφάναρο και δεν υπήρχε περίπτωση να πέσουμε σε Γερμανό φωτίζαμε κάπως το δρόμο. Αλλά όταν ήταν εδώ οι Γερμανοί ούτε με κλεφτοφάναρο μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε.
Ένα βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς σαραντατρία με σαράντα τέσσερα. Πήγαμε με το Βελουδάκη το Στρατή στου Ανηφόρα τη Σπηλιά.

Ο κ. Πελαντάκης μας είχε πει ότι ο συγκεκριμένος που αναφέρατε ήταν μεγάλο παλικάρι.
Μεγάλο παλικάρι, βέβαια.  Αυτός ήταν ταχτικός μάλιστα Αντάρτης.  Πηγαίναμε λοιπόν με το μακαρίτη το Στρατή, αλλά η κακή ώρα το κάνει και δεν ακούσαμε την πρώτη εκπομπή στις 8 η ώρα που μετέδιδε το Λονδίνο. Μείναμε λοιπόν μέχρι δέκα και τέταρτο. Ψιλόβρεχε, σκοτάδι που δεν έβλεπες ούτε το δάκτυλό σου μπροστά. Την ώρα που κατεβαίναμε εδώ πούχενε τσι μέλισσες η Ελπινίκη, ήτανε ένας γκρεμός, μα ίντα να σου πω. Δέκα μέτρα βάθος. Την ώρα ακριβώς πουχα κάνει έτσι το πόδι μου να κατρακυλήσω, είχα ένα από αυτά τα τσακμάκια που δουλεύανε με ίσκα και με τη σπίθα, βλέπω το κενό μπροστά μου. Και του λέω «Στρατή κακομοίρη, εδώ θα σκοτωθούμε» το μονοπάτι βέβαια ήτανε πενήντα πόντους δίπλα. Δεν ήταν βέβαια μακριά, αλλά είχαμε περιπλανηθεί μέσα στο σκοτάδι. Κατεβαίναμε και δεν είχαμε ούτε, κλωστή στεγνή. Φορούσαμε βέβαια μουσαμάδες αλλά μέχρι να βγούμε από  τον γκρεμνό πηγαίναμε βωλοσερτοί».

-Τι έγινε μετά το κάψιμο του χωριού;
«Όταν κάηκε το χωριό πήγε ο μακαρίτης ο Χριστόφοράκης ο γιατρός, πήρε το ραδιόφωνο και το πήγε στο Σπήλι. Έχει γράψει σχετικά και στα βιβλία του».

Αυτοί που τα δούλευαν  όλα αυτά τα χρόνια  ήταν χωριανοί;
-Ηταν όλοι χωριανοί Κρυοβρυσανοί κι ένας από τη Μεσαρά που έμενε εδώ συνέχεια και βγάζανε δελτίο.  Χειριστές βέβαια ήμασταν εγώ και ο πατέρας μου.  Αν δεν πήγαινα εγώ ή ο πατέρας μου, δεν μπορούσε κανένας ν’ ακούσει την  εκπομπή. Για το γέρο μου βέβαια ήτανε ταλαιπωρία, επειδή ήτανε κατσάβραχα αλλά τι να πει κανείς».
Σ’αυτή τη γλαφυρή αφήγηση ξεδίπλωσε ο κ. Μαυροτσουπάκης  την ιστορία του Ραδιοφώνου που ήταν κι αυτό μια αφορμή να μπει το χωριό στη μαύρη λίστα του κατακτητή και να περάσει στη χορεία των μαρτυρικών περιοχών αλλά και στη βίβλο τιμής και ιστορίας.
Ευα Λαδιά
Εφημ. Ρεθεμνιώτικα Νέα: 22/8/2003

Αφήστε μια απάντηση