του Χριστόφορου Σταυρουλάκη (ΑΓΕΛΑΤΗ)
Περήφανή μου κερασιά με την κορμοστασιά του
την πράσινη σου φυλλωσιά, τα κόκκινα κεράσια
π’ άλλο δεντρί δεν βρίχνεται νάχει την ομορφιά σου
την χάρη πουχουν τ’ άγγουρα ζωγραφιστά κοράσια.
Ψηλή και λυγερόκορμη στο κορφοβούνι πέρα
του Γερακάρι τις πλαγιές εσύ στολίζεις μόνη
ξαπλώνεις τα θεώρατα κλαδιά σου στον αέρα
ριζοβολώντας θέριεψες στην κάψα και στο χιόνι.
Μόνο στο χίονι; ΄Απραγε κι αστόχαστε διαβάτη!
Σκύψε κοντά μου, σκάψε με τρίγυρα στον κορμό μου,
να ιδής ποιος μου τον έβαψε κόκκινο τον καρπό μου.
Αίμα να βρεις στις ρίζες μου κατάκρυο, μυρωμένο
παλληκαριών που φούχτωσαν της Λευτεριάς τουφέκι
Και πότισαν το χώμα μου της Κρήτης τ΄αγιασμένο
πύρινες φλόγες, κεραυνούς, φωτιά κι αστροπελέκι.
Του Κέδρους παίρνω τη δροσιά της Ψάμμιτος την αύρα
κυπαρισσιού κορμοστασιά, της Ίδης περηφάνεια
και το κορμί μου είναι πυρό απ’ Αρκαδιού τη λαύρα
«σκύψε διαβάτη κι άφησε στα πόδια μου στεφάνια».
Γιαυτό θωρείς τα φύλλα μου πράσινα, και παρέκει
ευωδιαστή συντρόφισσα δάφνη του Ψηλορείτη
κόκκινα δάκρυα χύνω εγώ κι ‘ αυτή στεφάνια πλέκει
για Κείνους που πεθαίνοντας δοξάσανε την ΚΡΗΤΗ.
ΑΓΕΛΑΤΗΣ