Το παρακάτω είναι το πλήρες λιμπρέτο για το συμφωνικό έργο του Μπάμπη Πραματευτάκη “ΚΕΝΤΡΟΥΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ”
Όπου δεν αναγράφεται κάτω από το κείμενο το όνομα του δημιουργού είναι ποίηση της Εύας Λαδιά
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το Κέντρος έχει καταχνιά,το Κέντρος είν’ στα μαύρα,
γιατί δεν έχει πια χωριά μόνο του Χάρου λαύρα.
Γύρω τριγύρω στο βουνό οκτώ χωριά χαθήκαν
σαράντα νιοι κάθε χωριού σφαγήκαν και καήκαν.
Δεν κελαηδούνε τα πουλιά δεν τραγουδούν τ’ αηδόνια
δεν έρχονται της άνοιξης όμορφα χελιδόνια (Κατσαντώνης)
ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ: Ποιας μοίρας πικρό γέννημα το Κέντρος σαϊτεύει
και τα πουλιά γοργοπετούν θωρώντας το σημάδι;
Γιατί στενάζουν οι πλαγιές κι η Σάμιτος το θρήνο
για παλικάρια κίνησε και τα δεντρά μαραίνει ;
Γιατί λουφάζουν τα νερά και οι πηγές θολώνουν
ποιος κεραυνός εκούρσεψε της νιότης τη λαχτάρα;
και μόνο λείψανα θωρείς γυναίκες που φωνάζουν
ονόματα των ακριβών πούχαν παρηγοριά τους;
Γιατί γυρίζουν τα παιδιά σαν φθινοπώρου φύλλα
πάνω σε τρόχαλα σπιτιών ,σε μαύρα αποκαίδια
και με φωνές σπαρακτικές τον κύρη τους γυρεύουν;
Κι οι γέροντες ποια συμφορά τάχα να καταριούνται
ανήμποροι να πιάσουνε στα χέρια το ντουφέκι
κι εκδίκηση να πάρουνε για τους αντρειωμένους;
Ποιος έσπειρε το χαλασμό και σκόρπισε τον τρόμο
για να στερέψει την αντρειά καρδιές να γονατίσει;
Ποιος άνεμος εσάρωσε του Κέντρους τον αθέρα
κι όση ζωή απόμεινε στης προσφυγιάς τη στράτα
σέρνεται τώρα και ζητά χώμα για να ριζώσει;
που χάθηκε η ομορφιά που μίσεψε το φέγγος
οκτώ χωριών που ήτανε της Κρήτης το καμάρι;
Ποιος θέρισε τη λεβεντιά, ποιος λάβωσε τον ήλιο
κι έπεσε μαύρη καταχνιά τις μνήμες να στοιχειώσει
ένα πρωί καλοκαιριού εικοσιδυό τ’ Αυγούστου;
Στο Κέντρος κίνησα να ρθω προσκυνητής του κάλους
να ξαναζήσω της καρδιάς κείνο το χαροκόπι
που νιώθεις στο αντάμωμα καλόχαρων ανθρώπων
αυτών που δίνουν την πρεπιά στου Αμαριού το νάμι.
Να πάρω απ’ την κουβέντα τους της Κρήτης μας τη χάρη
να πιω από την κούπα τους της αρχοντιάς το νάμα
και να γεμίσει η ψυχή από την περηφάνια.
Σε συντυχιά ώρας καλής περίμενα να σμίξω
κι όχι σε συναπάντημα πικρό, μιας μαύρης ώρας.
Ηρθα το Κέντρος να χαρώ όπως παλιά το ζούσα
με τη λαχτάρα που ξυπνά όποτε τ’ αθιβάλω.
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Νάμουν αετός να ζύγιαζα με χάρη τα φτερά μου
στου Κέντρους του ψηλόκορφου τη σμαραγδένια ράχη
ν’ ακούω πρόσχαρα νερά στις φλέβες του να τρέχουν
να βλέπω τα γεννήματα της γης να περιμένουν
άξια χέρια δουλευτών να τα κορφολογήσουν.
Της ανθισμένης κερασιάς να ζήσω το γιορτάσι
να τριγυρίζω τα κλαδιά όταν θα καρποδέσουν
και μοιάζουν χείλη κοριτσιού που σμίγει τον καλό του.
Με του ανέμου την πνοή να γείρω για να νιώσω
μύρο περίσσιας λεβεντιάς απ’ των χωριών τις φύτρες.
να τύχω Αύγουστο καιρό σε κάποιο πανηγύρι
απ’ όσα δίνουν της καρδιάς καιρό να ξεφαντώσει
να μη χορταίνω λυγερές μες στου χορού την άψη
και νιούς λεβεντογέννητους τη γη να φοβερίζουν
με το βαρύ τους πάτημα στης λύρας το μεθύσι.
Να τύχω ώρα εσπερινού πάνω από τα σπίτια
που σαν ακτίνες λάμπουνε κι όλα τους μαρτυρούνε
το νάμι της νοικοκυράς και την αξιοσύνη
την αρχοντιά και την πρεπιά του κάθε νοικοκύρη.
Ν’ αναζητήσω στα ψηλά του Κέντρους το καμάρι
το προικισμένο μ’ ομορφιές περίσσιες Γερακάρι.
Στο Ανω Μέρος να βρεθώ το καπετανοχώρι
που έχει νόμο την τιμή , χρέος την περηφάνια.
Στις Βρύσες τις δροσόλουστες μετά να ξαποστάσω
με των σεμνών ανθρώπων τους την ακριβή παρέα
να τύχω μέρα στις Δρυγιές και να χαρώ τη φύση
που προίκισε ο Πλάστης μας μ’ ευλογημένα δώρα.
Ν’ ακούσω δείλι στο Σμιλέ, το Κέντρος να δηγιέται
θρύλους που σέρνουν πίσω τους Γουργούθους και Καρδάκι
Και να τελειώσω τη γραφή πίσω στην Κρύα Βρύση
που μ’ αρχοντιά την προίκισε η μάνα της η Κρήτη.
Θέλεις περίτεχνη γραφή το Κέντρος να υμνήσεις
και λόγου δύναμη πολύ η πένα για να δώσει
της Ιστορίας τους σταθμούς κι όσα με τους αιώνες
θα μείνουνε προσκύνημα για τις γενιές που θάρθουν.
Εκεί που ο θρύλος μολογά για εκατό μια βρύσες
-μια-λεν- τ’ αθάνατο νερό στα σπλάχνα της φυλάει-
η γης κρατεί αμύθητα έργα που ξεκινούνε
απ’ τον καιρό που κάρπισε η φύτρα του ανθρώπου.
Κατάγραφες οι εκκλησιές το βλέμμα ξελογιάζουν
κι αν γίναν κάποτε τζαμιά με χρόνους τα καντήλια
ξανάναψαν μπρος στου Χριστού τις άχραντες εικόνες.
Στα τόσα δώρα έλαχε κι ένα από αυτά να γίνει
του Κέντρους μοίρα του κακή και να το σημαδέψει.
Όντας στο κέντρο του νησιού περίτεχνα βοηθούσε
των πολεμάρχων οι βουλές το στόχο τους να βρούνε.
Κάθε σελίδα σηκωμού κρατεί στο Κέντρος θέση
που δεν ελιποψύχισε στο διάβα του δυνάστη
όσες κι αν χάθηκαν ψυχές , όσα δεινά κι αν ήρθαν.
Κείνο το πρωινό τ’ Αυγούστου , πριν ακόμα γεμίσουν ζωή οι δρόμοι και τα χωράφια, μια λιτανεία θανάτου ανέβαινε το φιδίσιο δρόμο. Ο νους είχε καταστρώσει καλά το σχέδιο του χαλασμού. Η σβάστιγκα που κρατούσε από το Μάη του 41, τρείς χρόνους και τρείς μήνες τις τύχες των ανθρώπων του νησιού ερχόταν να δείξει τη δύναμή της με την εξουσία του θανάτου παραμάσχαλα.
Τρείς χρόνους και τρείς μήνες αγγαρείες και πείνα κι εκτελέσεις δεν είχαν λυγίσει τη θέληση του Κρητικού για λευτεριά. Κι η σβάστιγκα κουράστηκε να μετρά στρατιώτες νεκρούς και πράξεις αποκοτιάς των Κρητικών, που δεν μέρωναν μέχρι να δουν και πάλι ξάστερο τον ουρανό τους. Τώρα όμως η εκδίκηση επρεπε να είναι σκληρή. Ανεμίζοντας τα κουρέλια της περηφάνιας του ο αγκυλωτός σταυρός γύρευε αίμα περίσιο για να ξεπλύνει την ντροπή μιας αρπαγής που μόνο Κρητικοί μπορούσαν να τολμήσουν. Λάφυρο ήταν ο στρατηγός Κράιπε κι η απαγωγή του τον Απρίλη του 44,είχε κόψει την ανάσα. Η πορεία που σημάδεψε το χρονικό της ταπείνωσης του δυνάστη έπρεπε να πάρει το χρώμα της εκδίκησης. Κι η απόφαση ήταν αμετάκλητη. Θάνατος και χαλασμός. Ορφάνια και προσφυγιά.
Οσα χωριά πέρασε ο Στρατηγός με τους αντάρτες θάπρεπε να σβήσουν και να χαθούν μέσα στο Αυγουστιάτικο πρωινό.
Η θλιβερή συνοδεία ανέβαινε κι όλο ανέβαινε το φιδίσιο δρόμο. Η συμφορά πλησίαζε όλο και περισσότερο τα χωριά του Κέντρους. Και τα σκυλιά αλυχτούσαν τρομαγμένα μη ξέροντας το αίτιο αλλά νιώθοντας την παγωνιά του θανάτου να σημώνει στα σπίτια των ανθρώπων.
Το Κέντρος σιγογύρισε και λέει τσι Σαμίτου
-‘ ντα γίνεται μωρέ βουνί ‘ κειά κάτω στα παιδιά μου
και αγροικώ οχλοβοή κι αθίζομαι τραγούδι
Μη και γιουρούσι κάμανε μη και χαροκοπούνε;
-Μουδέ γιουρούσι κάμανε μη και χαροκοπούνε
Ο Οτο παίρνει τσι καλούς διαλέει τσι διακόσιους
να τσι χαλάσει αποσπερίς τσι είκοσι δυό τ’ Αυγούστου
(Δημώδες)
ΠΟΙΗΤΗΣ :
Είκοσι δυό οκτώ σαράντα τέσσερα
πικρή και θλιβερή χρονολογία
Τρίτη , Δρυμάρης μήνας, χρόνος δίσεκτος
μέρα αποφράδα ,νύχτα Βαλπουργία
τάγμα δαιμόνων στ’ άγρια μεσάνυχτα
περνά του Σατανά η συνεργία.
Ζώνουν του Κέντρους τα χωριά περίγυρα
εφτά απ’ αυτά που πέφτουνε στ’ Αμάρι
Βρύσες, Δρυγιές ,Σμιλέ, Καρδάκι, Γούργουθους
και τ’ Άνω Μέρος με το Γερακάρι.
Κι ένα χωριό του Αη Βασίλη ξέχωρο
την Κρύα Βρύση αντίγυρα μπλοκάρει.
Χαράματα ξετέλεψε η τύλιξη
και δάγκασε το φίδι την ουρά του
κι έκλεισε ο κύκλος ο στερνός της κόλασης
ο κύκλος της φωτιάς και του αιμάτου
κι από τριγύρω σκούζαν κακοσήμαδα
τα μαύρα νυχτοπούλια του θανάτου.
Σαν ναταν το σημάδι για την έφοδο
ορμούν στα σπίτια του χωριού οι φονιάδες
σπούνε με τα κοντάκια τα πορτόφυλλα
και μπαίνουν στα κατώγια και στσ’ οντάδες
κι αρπούν τους άντρες απ’ τα γυναικόπαιδα
γιους κι αφεντάδες κόρες και μανάδες
Σαν πειρατές που πιάσανε στον ύπνο τους
τους σκλάβους και τους σέρνουν και τους παίρνουν
με κοντακιές και με σουγγιές τους σπρώχνουνε
και με λαχτές και με μπηχτές τους δέρνουν
και καταπληγωμένους κι ολομάτωτους
στης εκκλησιάς τον πέργιαυλο τους φέρνουν.
(Κώστας Απανωμεριτάκης)
Μείνανε πίσω γυναίκες και παιδιά κι ανήμποροι γερόντοι ν’ αναλογίζονται πώς να πράξουν. Μα δεν υπήρχε διάφορο. Στρατιώτες φύλαγαν καλά τ’ ανθρώπινα λάφυρα κι όποια σκέψη σωτηρίας γιαυτούς ήταν καταδικασμένη. Κι εμεναν οι μανάδες να σκέπτονται γιους ,δυο και τρείς και περισσότερους από κάμποσες φαμίλιες και συγγενείς που ήταν έτοιμοι να δοθούν του χάρου. Κι έμεναν οι γυναίκες να σφίγγουν στην αγκαλιά τα παιδιά που σε λίγο θα είχε σκεπάσει τη ζωούλα τους το πέπλο της ορφάνειας.
Οσο για κείνους που καρτερούσαν το θάνατο, δεν ήθελαν ακόμα να πιστέψουν πως ήρθε το τέλος. Η ελπίδα φτερουγίζει τελευταία μαζί με την ψυχή. Νόμιζαν πως κάτι μπορούν να κάνουν .Νόμιζαν αλλά η φρόνηση μερικών κέρδισε το γύρο της επιθυμιάς για ζωή και κλείσανε τα μάτια στη μοίρα. Αυτοί ήταν πια χαμένοι. Δεν έπρεπε η αποκοτιά να φέρει κι άλλη συμφορά. Αρκετοί ήταν αυτοί στο ζύγι της εκδίκησης που κρατούσε ο κατακτητής. Ας έκλεινε μ’ αυτούς ο κύκλος του αίματος και του θανάτου.
Παντέρμο Κέντρος έχε γειά …..
Βλέπει μια μάνα πως σημώνουν και στην πόρτα της
Και η λαχτάρα για το Γιώργη της την καίει
Ηταν δεκάξι χρόνω μόνο το καμάρι της
Γιατί του χάρου να δοθεί χωρίς να φταίει
Με χέρια πούτρεμαν ανοίγει το σεντούκι της
Ελα παιδάκι μου, του λέει, μη λυπάσαι
Βάλε τα ρούχα της γιαγιάς να τους πλανέψουμε
Βιάσου κι η ώρα δεν
μας παίρνει, έλα πιάσε
Μάνα θαρρώ πως η στιγμή το νου σου θόλωσε
Με ξεγιβέντισμα ζητάς να με γλυτώσεις
Αξίζει ταχα η ζωή μου τέτοιο τίμημα
Από τα νύχια της ντροπής πως θα με σώσεις;
-Γιέ μου ζυγώνουν. Των αντρών τέτοια καμώματα
είσαι μικρός ακόμα η σκέψη σου να κάνει
– Μάνα μικρός κι αν είμαι δεν ξεγιβεντίζομαι
τέτοιο κατάντημα ο νους μου δεν το βάνει
Χτύποι στην πόρτα τους τραντάζουνε συθέμελα
το χρονικό του Γιώργη έχει πια τελειώσει
κι όπως αγέρωχος τη μοίρα του ακολούθαγε
εδειχνε ξάφνου πόσο είχε μεγαλώσει.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ :
Μες στου Μαγιού τα πούλουδα
στ’ ανάπλαγα του Κέντρους
γιν’ αϊτός άνθους κλωνί
και γάργαρο ποτάμι
να δροσιστούν τα χείλη μου
να γλυκοφιληθούμε
να σε χαϊδεύω μάθια μου
βλαστέ,βασιλικέ μου
Μες στου Μαγιού τα πούλουδα
και μες στσι πρασινάδες
να βλέπανε τα μάθια μου
παραδεισένια κάλλη
να ιδώ τσι βεργολυγερές
στα πόδια σου να πέφτουν
να ιδώ κυπαρισσόπουλα
όμορφα ντελικάτα
Ολημερνίς κι ολονυχτίς αχ
να τα κανακίζω!
Σπύρος Μαρνιέρος
Απης και αποξετέλεψεν η μάζωξη
τους πιο λεβέντες άντρες ξεχωρίζουν
και σ’ ένα στάβλο με χωρίς παράθυρα
τους πάνε σα σφαχτά και τους μαντρίζουν
και τσ’ άλλους άνδρες με τα γυναικόπαιδα
απ’ το χωριό στη χώρα τους ξορίζουν
Αυτούς δετούς δυο δυό μαζί τους παίρνουνε
στην άκρα του χωριού τους κουβαλούνε
μπροστά στον τοίχο ενός σπιτιού παράμερου
τους στένουνε και τους πυροβολούνε
και τ’ άψυχα κορμιά τους ολοτρύπητα
σωρό στο σπίτι μέσα τα πετούνε
Τύμβος το τουρλοσώρι από τα θύματα
στου Κέντρους τα οκτώ χωριά τ’ ανάρια
χώρια στο κάθε το χωριό ήταν είκοσι
τριάντα και σαράντα τα σφαγάρια
και σ’ όλα εκατόν εξήντα τέσσερα
με έξι γριές κοντά στα παλικάρια
Ύστερα με βενζίνη καταβρέξανε
το σπίτι μέσα κι έξω και τ’ άναψαν
και βαλαν δυναμίτες στα θεμέλια του
κι από της γης τον πάτο τ’ ανασκάψαν
και κάψαν μέσα στη φωτιά τα θύματα
και μέσα στα χαλάσματα τα θάψαν
Κι όταν η κάψη κι η ταφή ξετέλεψε
σαν σκυλευτές τα σπίτια διαγουμίζουν
Σα βέβηλοι αγιογδύτες κι ιερόσυλοι
τις εκκλησιές και τα σχολειά ξαφρίζουν
Σα βίλανοι κανίβαλοι και βάνδαλοι
τ’ άδεια ρημάδια καίνε και γκρεμίζουν
Κι απόμεινε στη μέση στα χαλάσματα
με δάκρυ αμιλητό να κλαίει η βρύση
κι η κουκουβάγια να θρηνά απονύκτερα
στης εκκλησιάς το μαύρο κυπαρίσσι .
Δε κλαίει για τα σπίτια που χαλάσανε
γιατί καινούργια πάλι θα τα χτίσουν
και θάρθουν άλλα αγαπημένα αντρόυνα
μετά από χρόνια να τα κατοικήσουν
και με των πρωτογιών τους τα ονόματα
τους σκοτωμένους όλους θ’ αναστήσουν.
Δεν κλαίει μήτε το σχολειό που γκρέμισαν
καινούργιο θα κτιστεί απ’ τα θεμέλια
και θα γεμίσει πάλι σκολιαρόπαιδα
συντροφιαστά κοπέλες και κοπέλλια
κι από τα διαβαστά και τα παιχνίδια τους
θ’ αντιλαλήσει από φωνές και γέλια
Δεν κλαίει για την εκκλησιά που κάψανε
θα χτίσουν πιο καλή και πιο μεγάλη
και θα γεμίζει κόσμο στα μνημόσυνα
να πλημμυρά κεριά το μανουάλι
Κι ύστερα απ’ τα πάθη και τη Σταύρωση
θα κάνει νεκρανάσταση και πάλι.
Μα κλαίει για τους δούλους τους αδούλωτους
που λευτεριά να δουν δεν αξιωθήκαν
και για ένα μήνα ακόμα που θα ρχότανε
αυτοί για τ’ όνομά της σκοτωθήκαν
κι από τη νύχτα της σκλαβιάς περάσανε
στου Άδη το σκοτάδι και χαθήκαν.
(Κώστας Απανωμεριτάκης)
Το δάκρυ νέρωσε της λήθης το κρασί
κι όσο αν πιει ο λογισμός δεν ξεμερεύει
αθώων αίμα τη δικαίωση γυρεύει
και στα ερείπια η πίκρα περισσή
από του μίσους τα δεσμά να βγεί παλεύει
Δεν ξεχνιέται ο αναίτιος χαμός
δεν λησμονιέται της ορφάνιας ο καημός
συχωρεμό δεν έχει τόσος χαλασμός.
Ρυτιδωμένες μνήμες γέρνουνε στη δύση
αλλά καμιά τους δεν μπορεί να καταλύσει
όσα στον κόρφο της με αίμα έχει κλείσει
Δεν ξεχνιέται ο αναίτιος χαμός
δεν λησμονιέται της ορφάνιας ο καημός
συχωρεμό δεν έχει τόσος χαλασμός.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ : Τότε η Γυναίκα του Κέντρους πήρε τη θέση της ιστορίας να προσθέσει με το μελάνι των δακρύων το συναξάρι της καρδιάς.
Κι ο Γολγοθάς ήταν σκληρός χωρίς Ανάσταση.
Μετρούσε το δέντρο της γεννιάς κι όλο περισσότερα κλωνάρια λείπανε.
Η Γυναίκα του Κέντρους δεν ήξερε φιλοσοφία .Ούτε και τα μυστήρια του παραλογισμού να ερμηνεύσει τα ανερμήνευτα. Εκείνη μόνο την ευθύνη είχε γνωρίσει. Τη λάτρευε σαν Παναγιά και μόνο στη σκέπη της ένιωθε σίγουρη για τη μοίρα της
Πρώτα πήρε να τελειώσει το χρέος με τους νεκρούς αφήνοντας στη μνήμη το άχθος για το συλλείτουργό τους. Κι άλλη έγνια δεν είχε κείνη την ώρα παρά μην αφήσει κανένα βορά της λήθης που παραμόνευε.
Οι αγαπημένοι τους νεκροί κείτονταν σ’ ένα μακάβριο σωρό με τα σημάδια της θανατερής αγωνίας στα καταματωμένα πρόσωπα.
Αλλά για τις γυναίκες αυτές με τη χαλύβδινη ψυχή το θέαμα δεν μετρούσε. Με τα νύχια τους έσκαψαν τη γη να κάνουν τόπο για να βρουν την αιώνια γαλήνη οι άνδρες τους τα παιδιά τους τ’ αδέλφια τους οι συγγενείς τους. Τα αίματα και η σάρκα που ακολουθούσε γρηγορότερα το νόμο της φθοράς μέσα στην Αυγουστιάτικη ζέστη δεν τις πισωγύριζε.
Αγκάλιαζαν τα ακέφαλα κορμιά , φιλούσαν τα παραμορφωμένα κεφάλια ,έπλεναν με τα δάκριά τους τις φρικτές πληγές που άνοιξε ο θάνατος χωρίς καμιά να κάνει πίσω.
Θρηνητικά κι απόψε η λύρα θα ηχήσει
όταν τα πάθη σου θ’αρχίσει να δηγιέται
Γυναίκα που η φύτρα σου λογιέται
μ’ ότι πιο όμορφο στη γης έχει βλαστήσει.
Πήρες στα χέρια σου τη μοίρα της φυλής σου
όταν το χρέος του ζητούσε συνδρομή
κι έδειξες μ’αίμα πόσο αξίζει η τιμή
έστω κι αν ήταν απ’ τις φλέβες της ψυχής σου.
Αντεξες βλέποντας να χάνονται δικοί σου
είδες το σπίτι σου ερείπια στη γη
της προσφυγιάς το δρόμο πήρες μιαν αυγή
μα λες κι ατσάλωναν αυτά τη δύναμή σου
Με νύχια έσκαψες το χώμα να πλαγιάσεις
τα σπαραγμένα της γενιάς σου τα κορμιά
στη γη τους νάβρουν τη γλυκιά απανεμιά
δίχως στο θέαμα της φρίκης να δειλιάσεις
Βρήκες ακόμα το κουράγιο να στεριώσεις
από την τέφρα τους χωριά μαρτυρικά
και στην ορφάνια των παιδιών καρτερικά
έγινες βάλσαμο τον πόνο να μερώσεις.
Οι χρόνοι κύλησαν χωρίς ν’ αναζητήσεις
όσες χαρές σούχε φυλάξει η ζωή
κι αυτές τις ξέγραψες σαν κείνο το πρωί
αγαπημένων μάτια έσκυψες να κλείσεις
Ευλαβικά κυρά το χέρι σου φιλούμε
Και το αγώνα σου τιμούμε τον στερνό
γιατί παράδειγμα θα δίνει φωτεινό
όταν τη δόξα του νησιού θ’ ανιστορούμε.
Η γυναίκα του Κέντρους ρίχτηκαν στον αγώνα για την ανάσταση των χωριών, για την ανατροφή των ορφανών, για τη συνέχιση της ζωής δίνοντας μια άλλη διάσταση στην έννοια της θυσίας.
Το συναπάντημα ας είναι το στερνό
μια και η θύμηση δεν θέλει να σωπάσει
κι ας είναι ώρα πια ο βόγγος να κοπάσει
για ναβγει τ’ άστρο της συγγνώμης φωτεινό
και με γαλήνη τις ψυχές μας να σκεπάσει
Δεν ξεχνιέται ο αναίτιος χαμός
δεν λησμονιέται της ορφάνιας ο καημός
συχωρεμό δεν έχει τόσος χαλασμός.
Μάζεψε η μάνα τα ορφανά της και βάλθηκε να χτίσει το μέλλον τους πάνω στα συντρίμμια. Κι όποτε εύρισκε καιρό άναβε στις τρυφερές ψυχούλες τους την περηφάνια για να μη βαρυγκωμούνε κι οι νεκροί.
Κι έσμιξε μετά ο θρύλος με την ιστορία για να γεννήσουν την προκοπή. Σκάλωναν τα παιδιά στη ράχη της μνήμης για ν’ αγναντέψουν στα πλάτη τ’ ουρανού τον πατέρα και τον παππού που χάθηκαν πριν τους γνωρίσουν. Αγνάντευαν ψηλά γιατί πουθενά αλλού δεν τους αντάμωναν . Τι η θυσία δεν χωρά τους ανθρώπους σε μνήματα.
ΔΟΞΑΣΤΙΚΟ
Γερακάρι ,Καρδάκι, Ανω Μέρος, Βρύσες, Σμιλέ, Γουργούθοι,Δρυγιές, Κρύα Βρύση.
Σαν κρατήρες ηφαιστείου ξετίναξαν τους άγριους θυμούς των ως τα ουράνια σταθμό φοβερό σημειώνοντας της τωρινής Κρητικής Γενιάς. Σ’ ότι αγάπησε σ’ ότι πίστεψε αιώνες ο Κρητικός!
(Γιάννης Δαλέντζας)
Ποτέ ο νους δεν θα χορτάσει περηφάνια
μ’ αυτά που οι πέννες αποστάσαν να ιστορούνε
μ’ όσα πορφύρωσε το αίμα κι η ορφάνια
αυτά που σκήπτρα δόξας άξια κρατούνε
Και γονατίζουμε στη γη σου μάνα Κρήτη
υμνολογώντας το καλό το ριζικό μας
που απ’ το γάλα σου που ανάθρεψε τιτάνες
πήραμε κάποτε κι εμείς το μερτικό μας