ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΛΑΡΙΟΥ – ΜΟΣΧΑΚΗ

 του  Μάρκου Γιουμπάκη

Το σημερινό ιστορικό μου σημείωμα αποτελεί μια αυθεντική ιστορία μιας πανέμορφης και ηρωικής Κρητικοπούλας απ’ αυτές που δόξασαν την Κρήτη μας και τον ιδιαίτερο τόπο καταγωγής των.

Η ιστορία της Κατερίνας Λαρίου – Μοσχάκη από το Μέρωνα Αμαρίου θα έπρεπε να πάρει άλλη θέση να γραφεί με χρυσά γράμματα ως ενας μικρός φόρος τιμής εις την μνήμην της. Θα την διηγηθώ όπως ακριβώς μου την διηγηθεί ο αγαπητός φίλος κύριος Βαμιαδάκης Παντελής Υπαρ/γός.

Τα άτακτα μπουλούκια του Χουσείν Μπέη πυρπολούν, λεηλατούν και αφανίζουν τα όμορφα χωριά του Αμαρίου. Βρισκόμεθα εις το τέλος Ιουνίου 1823 και οι μανιασμένοι Τούρκοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να καταπνίξουν την Κρητική Επανάσταση.

Καταστρέφουν το Αμάρι, λεηλατούν τον Μέρωνα και αλοίμονον εις το Χορδάκι συλλαμβάνου το σύνολον των κατοίκων. Αμέσως τους μεν άνδρες κατέσφαζον, τα γυναικόπαιδα τα πήραν για τα παζάρια τους και τα ζώα όλα τα πήραν για λάφυρα.

Μεταξύ των συλληφθέντων ήτο και η ωραιοτάτη και από πολύ μεγάλη και αρχοντική οικογένεια Κατερίνα Μοσχάκη. Και αυτήν μαζί με τις άλλες σκλάβες πουλήθηκε εις το Ηράκλειο αφού επι 4 φορές ακύρωναν την προσφερθείσα τιμή γι’ αυτήν λόγω της νεότητος της και της ομορφιάς της.

Τέλος την ακριβοπληρώσε και την αγόρασε ενας πλουσιότατος Σύριος Μπέης ονομαζόμενος Παρασαμνής, ο οποίος την μετέφερε εις τον τόπο του το Βερούτι, την έκαμε γυνάικα του και μαγεμένος από την ομορφιά της την όρισε πρώτη γυναίκα του χαρεμιού του.

Η ψυχή όμως της Κατερίνα πάντα πικραμένη πάντα θλιμμένη πεθυμούσε τη λευτεριά και το ξαναγύρισμά της εις την Κρήτη ει το χωριό της Μέρωνα. Ουτε η χλιδή του παλατιού, ούτε η πολυτέλεια μέσα εις την οποία ζούσε, ούτε και τα  δύο παιδιά που έδωσε στον Παρασμήν της αλλαξαν τα σχέδιά της.

Δώδεκα ολάκερα χρόνια καρτερούσε την ημέρα του λυτρωμού της δώδεκα χρόνια γεμάτα από πόνο, νοσταλγία και πίστη στην θρησκεία μας. Και τότες με την βοήθεια του Ρωμιού εμπόρου Χατζηβασίλη και αφού μπόρεσε και δάμασε το μητρικό της αίσθημα δραπέτευσε από το πολυτελέστατο ανάκτορόν της μέσω Ιερουσαλήμ και υπο την προστασία του τότε Επισκόπου Πέτρας αντίκρυσε και παλι τον χιλιοτραγουδισμένο Ψηλορείτη τον δροσόλουστο Μέρωνα και  το καμαρωτό Κέδρο. Πέρασαν αρκετά χρόνια και η Κατερίνα γερόντισσα πλέον περνούσε τη ζωή της με αλτρουισμούς και αγαθοεργίες, απολαμβάνων την αγάπη και τη στοργή όχι μόνον των χωριανών της μα ολοκλήρου της Επαρχίας Αμαρίου.

Όταν μια μέρα του Νοεμβρίου του 1866 η θύελλά πάλι ξέσπασε  ήταν η εποχή που οι φλόγες οι καπνοί και τα ερείπια του Αρκαδίου έδιδαν εις την Οικουμένη το σύνθημα της γενικής εξεγέρσεως των σκλαβωμένων λαών.

Οι Τούρκοι ληστοσυμμορίτες του Μεχμέτ Πασά σαρώνοντας τα πάντα στο διάβα τους φθάνουν και εις τον Μέρωνα.

Βρίσκουν όμως το χωριό έρημε, άνδρες και γυναικόπαιδα έχουν τραπείς εις φυγή για να γλυτώσουν την μανία και το βάρβαρο μίσος των Τούρκων.

Ετοιμάζονται να αρχίσουν τους εμπρησμούς και τις λεηλασίες, όταν μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το γεροντικό της κορμί μπροστά στους βαρβάρους. Ηταν η Κατερίνα Μοσχάκη η οποία εις άπταιστον Αραβικήν παρουσιάζεται εις τον Μεχμέτ Πασά και τον παρακαλεί να μη κάψει το χωριό γιατι του λέγει είναι ανανδρία να τα βάλει με τους τοίχους αφού τα παλληκάρια λείπουνε που θα μπορούσε να μετρηθεί μπροστά τους. Ο Πασάς ξαφνιάστηκε με το θάρρος της μα περισσότερο ακούγοντας μια χριστιανή να μιλάει τόσο ωραία τη γλώσσα του.

Σχεδόν καλμαρισμένος την ρωτά. Ησύχασε κερά μου μόνο πές μου πως συμβαίνει να γνωρίζεις τη γλώσσα μου.

Τότε του διηγήθει την ιστορία της λέγοντας του μόνον ότι ο Μπέης που την αγόρασε την ελευθέρωσε έπειτα από 12 χρόνια, και αυτό το είπε φοβούμενη μήπως και παλι τη συλλάβουν. Όταν όμως ο Μεχμέτ Πασάς άκουσε το όνομα του Μπέη και τον τόπο καταγωγής του, ξέσπασε σε άγριο κλάμα, με λυγμούς πέφτει στα πόδια της Κατερίνας και πλημμυρισμένος από φανερή συγκίνηση της λέγει:

-Μάνα μου, Μάνα μου ώρα καλή μα περιστάσεις κακές με φέρανε κοντά σου, γλυκιά μου μάνα πού το περίμενα πως θα σε ξανάβρισκα τώρα όμως που σε βρήκα δε θα μου φύγεις.

-παιδί μου αγαπημένο μου παιδί, μην κλαις οι άνδρες δεν κλαίνε σήκω επάνω, πές στους στρατιώτες σου να σεβαστούν το χωριό της μάνας σου και άκουσέ με. Κι εγώ παιδί μου αυτή τη στιγμή πονώ. Πονώ αφάνταστα γιατι έπειτα από 12 χρόνια ξαναβλέπω το παιδί μου, το αίμα μου αλλόπιστο και εχθρό της γενιάς μου, εγώ παιδί μου, Χριστιανή γεννήθη και χριστιανή θα πεθάνω. Είσαι παιδί μου και νιώθω τον πόνο σου. Δεν θα έρθω όμως μαζί σου, δεν μπορώ είμαι Χριστιανή  δεν μπορώ  να έρθω.

Ο Μεχμέτ αμέσως δίδει αυστηρόν διαταγήν εις τους στρατιώτας να μην πειράξουν ούτε φύλλο από δενδρί του χωριού και με ψυχικό σπαραγμό αποχαιρετά την Μάνα του λέγοντάς της:

«θα γυρίσω μάνα, θα γυρίσω για να ζήσω για πάντα μαζί σου». Και πράγματι γύρισε, έπειτα από λίγα χρόνια γύρισε κοντά στη μάνα του Κατερίνα Μοσχάκη. Την βρήκε στην  Μπόμπια διωγμένη από νέα επανάσταση.

Εκεί στη Μπόμπια έκλεισε για πάντα τα μάτια της η ηρωική η άφθαστη αρχόντισσα Κατερίνα Λάριου – Μοσχάκη.

Αφήστε μια απάντηση