Καθαρά Δευτέρα.

Την τελευταία Κυριακή της αποκριάς ακολουθεί η Καθαρά Δευτέρα. Στις παιδικές αναμνήσεις μου αυτή η διαδοχή υπάρχει σαν μια μετάβαση από τους καπνούς, το θόρυβο, τις διασκεδάσεις, στη σιγή, τη νηστεία, τη γαλήνη.

Η Καθαρή Δευτέρα είναι η πόρτα της σαρακοστής.

Στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, τα προπολεμικά, που όλα τα παιδιά στην οικογένειά μου ζούσαμε την πρώτη μας δεκαετία, ανοίγαμε την πόρτα της σαρακοστής σε κλειστό οικογενειακό περιβάλλον. Μας φιλοξενούσε η αδελφή της μητέρας μου, που ζούσε με τον σύζυγό της, στο σπίτι τους στο χωριό Άδελε που είχε περιβόλι μεγάλο. Ο θείος Κωστής και η θεία Κατίνα δεν είχαν δικά τους παιδιά και ήταν σαν δεύτεροι γονείς μας. Είχαν πάντα μια μεγάλη αγκαλιά ανοιχτή για μας και μας δέχονταν με χαμόγελο και ανυπόκριτη καλοσύνη. Το σπίτι τους ήταν και δικό μας και είχε όλα τα απαραίτητα σε αφθονία.

 Το αγοραίο αυτοκίνητο του Στεφανή, που έκανε πιάτσα στην πλατεία Τεσσάρων Μαρτύρων, μας έπαιρνε από το σπίτι το πρωί οικογενειακώς και μας μετέφερε στο Άδελε. Στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στην αυλόπορτα του σπιτιού της η θεία Κατίνα μας υποδεχόταν με πολλή αγάπη. Η μέρα περνούσε τρώγοντας ελιές, μαρούλια παππούλες, χορτόσουπα ζεστή και ντολμαδάκια γιαλαντζί, όλα φτιαγμένα από της θείας μου τα χεράκια. Τρέχαμε κάνοντας γύρους στο περιβόλι, πετούσαμε τους αυτοσχέδιους μικρούς, χάρτινους αετούς μας και παίζαμε διάφορα παιχνίδια στις γνωστές γωνιές μας στην αυλή. Όταν έδυε ο Ήλιος, ο Στεφανής στην ώρα του ειδοποιούσε με την καραμούζα του αυτοκινήτου του για την επιστροφή μας στο Ρέθυμνο.

 Ο πόλεμος του σαράντα και τα μαύρα χρόνια της κατοχής έριξαν μαύρο και  στις εορταστικές εκδηλώσεις. Η εκκλησία ήταν μόνη ανακούφιση και  στήριγμα. Ήταν ό χώρος που κράτησε ζωντανή την ύπαρξή μας. Την ήσυχη θρησκευτική γιορτή της Αποκριάς διαδεχόταν η Μεγάλη Σαρακοστή με μια σιωπηρή Καθαρά Δευτέρα. Ο εκδηλώσεις χαράς εξέλειπαν. Στις καρδιές μας, μικρών και μεγάλων μόνη ζωντανή ήταν η ελπίδα της επανάκτησης της ελευθερίας, με συνυφασμένη τη λαχτάρα να ζήσουμε ξανά ελεύθεροι τα Κούλουμα.

 Μέναμε στο σπίτι και όταν ο καιρός το επέτρεπε, βγαίναμε για καθαρό αέρα στα χαλάσματα της πόλης και στην γκρεμισμένη από τους βομβαρδισμούς προκυμαία.

 Όταν η απελευθέρωση χυνόταν σαν βάλσαμο στις ψυχές όλων των ανθρώπων, οι Απόκριες άρχισαν με σεμνότητα  και η Καθαρή Δευτέρα ξημέρωνε ήσυχα, ειρηνικά. Το μέρος που προτιμούσαμε για κούλουμα ήταν ο Άγιος Ιωάννης στο λόφο του Ευληγιά. Η προετοιμασία άρχιζε από ενωρίς. Την εβδομάδα της Τυρινής η μητέρα μου, εκτός από τα διάφορα γαλακτερά, τις μυζηθρόπιτες και τα λυχναράκια, φρόντιζε εγκαίρως να εφοδιαστεί το σπίτι και με τα απαραίτητα νηστίσιμα της επόμενης μέρας. Ξερά κουκιά και λούμπινα, που έβαζε στο νερό να μουλιάσουν, σκορδουλάκους (βολβούς) να μείνουν μέρες στο νερό να ξεπικρίσουν, φρέσκα κρεμμυδάκια και σκόρδα, μαρούλια και παππούλες και όλα τα απαραίτητα της Καθαράς Δευτέρας.

 Ημέρες πριν μιλούσαμε για τον καιρό και με λαχτάρα ευχόμαστε να μας επιτρέψει να εκδράμουμε. Τα παιδιά με τη βοήθεια του μεγαλύτερου αδελφού, ασκούμαστε στην κατασκευή του αετού που θα πετούσαμε στο λόφο. Μαζεύαμε όσα περιοδικά και άχρηστα χαρτιά υπήρχαν στο σπίτι και προσέχαμε ιδιαίτερα την κατασκευή της μεγάλης ουράς και το ζύγι. Κάναμε πρόβες για έλεγχο και άσκηση στη μικρή πλατεία της γειτονιάς.

Το πρωί της καθαρής Δευτέρας το μόνο που είχαμε να προμηθευτούμε ήταν η λαγάνα. Ο γειτονικός μας φούρνος του Μαμαγκάκη ξεφούρνιζε ξημερώματα καυτές, αχνιστές.  Το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας μας γρήγορα γέμιζε με λαχανικά, θαλασσινά μαλάκια και λαχταριστές ανάλατες θρούμπες ελιές. Τσιμπολογούσαμε αδιάκοπα όλο το πρωί και κοντά στο μεσημέρι παίρναμε την ανηφόρα για τον Ευληγιά. Στην ευθεία μετά το τότε Σανατόριο, στον άσπρο, πέτρινο δρόμο έβλεπες οικογένειες να κινούνται στην ίδια κατεύθυνση και τον ίδιο στόχο με εμάς. Ανταλλάσσαμε με όλους «Καλή Σαρακοστή» και στην πλατεία του Αγίου Ιωάννη διαλέγαμε μια γωνιά, απλώναμε μια μεγάλη πετσέτα, ανοίγαμε την τσάντα, βρίσκαμε πέτρες κατάλληλες για κάθισμα και τρέχαμε για το πέταγμα του αετού. Δεν παραλείπαμε κάθε τόσο να τρέχουμε στους γονείς να βεβαιωθούμε για τη συγκατάθεσή τους στο παιχνίδι μας και να συμμετέχουμε στο άνοιγμα της σαρακοστής, που σταματούσε μόνο όταν ο Ήλιος έπαιρνε την κάτω βόλτα.

Όσο τα παιδιά μεγαλώναμε, το άνοιγμα της σαρακοστής γινόταν με άλλες φιλικές οικογένειες σε κοινές εξορμήσεις. Συνήθως ήταν οικογένειες που είχαν παιδιά σε ηλικίες κοντά στις δικές μας. Διαλέγαμε προορισμούς σε κοντινά χωριά, όπως η Πηγή, ο Πρινές, το Ατσιπόπουλο. Σε κάποιο προκαθορισμένο εξοχικό Κέντρο είχαμε κλείσει μεγάλο τραπέζι. Κάθε οικογένεια κρατούσε το σπεσιαλιτέ της δικής του νοικοκυράς (ταραμοσαλάτα, ντολμαδάκια, διαφόρων ειδών χαλβάδες), τα απλώναμε στο μεγάλο τραπέζι μαζί με άλλα νηστίσιμα και ντόπιο κρασί, που μας έφερνε το εξοχικό κέντρο και με τις συνηθισμένες ευχές άρχιζε το άνοιγμα της Σαρακοστής. Η εφηβική μας παρέα είχε μαζί της μουσικά όργανα. Μαθαίναμε από μικροί  Κιθάρα, μαντολίνο, ακορντεόν, βιολί. Μια τέλεια ορχήστρα και καλλίφωνοι, γυναίκες και άνδρες, μεγάλοι και μικροί, δίναμε μια ξεχωριστή εικόνα στον περιβάλλοντα χώρο. Στα διπλανά τραπέζια παρέες και γύρω από το εξοχικό κέντρο οικογένειες με παιδιά ασκούνταν  στο πέταμα του αετού.

 Οι μουσικοί ήχοι και τα τραγούδια της παρέας μας, ο ουρανός με τους αετούς, τα γέλια και ο ενθουσιασμός,  με τη δύση του Ηλίου έπρεπε να πάρουν τέλος. Όμως  κάποιες φορές ένας συνδαιτυμόνας ζητούσε από την παρέα να μεταφερθούν όλοι στο σπίτι του. Η διασκέδαση άλλαζε μορφή. Τα κούλουμα γινόταν πάρτι, γλέντι και  χορός, που συνεχιζόταν ως το πρωί της επόμενης μέρας. Οι παραδοσιακοί γιορτασμοί,  που μας παρέδωσαν οι γονείς μας στο διάβα του χρόνου, άρχισαν να μεταβάλλονται και να ξεφεύγουν από το βαθύτερο νόημά τους.

 Τώρα, στα δύσμά της ζωής μου, στέκομαι με  σιγή μπροστά στην Καθαρά Δευτέρα και τη Μεγάλη Σαρακοστή που την ακολουθεί. Τις βλέπω μαζί, σαν εικόνα που συμβολίζει ολόκληρη τη ζωή. Κάθε ζων οργανισμός έρχεται στον κόσμο, αναπτύσσεται κάτω από την εποπτεία  και ευθύνη των γονιών του, πετά τον αετό του όσο μπορεί ψηλότερα, εργάζεται και αποκτά εφόδια που θα του χρειαστούν στο μέλλον, δημιουργεί κάνοντας χρήση των εφοδίων και ικανοτήτων του και βιώνει τη δύση του, τη δική του Μεγάλη Σαρακοστή.

 Ο χαρακτηρισμός «Μεγάλη» δεν δόθηκε στη Σαρακοστή για τη μεγάλη διάρκειά της. Δόθηκε γιατί είναι μεγάλη η σημασία της. Είναι ο χρόνος που δίδεται στους πιστούς,  να προετοιμαστούν και να γιορτάσουν καθαροί την Ανάσταση. Το δρόμο που θα ακολουθήσει ο πιστός κατά τη διάρκεια της δικής του Μεγάλης Σαρακοστής τον επιλέγει ο ίδιος ελεύθερα. Ήσυχα ή με θόρυβο, η δύση θα προχωρήσει. Οι επόμενες μέρες, οι μήνες, τα επόμενα χρόνια της σαρακοστής, τα γεράματα θα εξαντληθούν. Το τέλος έχει πλησιάσει, μόνος εσύ θα βιώσεις την «Ανάσταση» που ο ίδιος προετοίμασες.

ΑΝΤΩΝΗΣ Β. ΣΤΕΦΑΝΑΚΙΣ

 Ραφήνα 24 Φεβρουαρίου 2022.

Αφήστε μια απάντηση