Ομιλία του αρχαιολόγου κ. Γιώργου Τζωράκη στη διάρκεια εκδήλωσης που έγινε στα Λιβάδια (16/11/10)
Αγαπητοί φίλοι,
Συγκεντρωθήκαμε εδώ σήμερα για να τιμήσουμε τη μνήμη ενός μεγάλου επαναστάτη, του Ιωάννη Σωπασή ή Κούβου, ο οποίος έδωσε τη ζωή του στη μεγάλη επανάσταση του Αρκαδίου το 1866. Πολύ σωστά οι Λιβαδιώτες έστησαν την προτομή του Σωπασή στο σημείο αυτό, για να θυμίζει για πάντα σε ντόπιους και ξένους το ηρωικό μαρτύριο του, και με το παράδειγμά του να επιβάλει το μέτρο του καθήκοντος προς την πατρίδα. Σήμερα όμως τιμούμε μαζί και τους 45 άντρες που ακολούθησαν τον Σωπασή στη μεγάλη θυσία του Αρκαδίου, και κατάγονταν από τα Ζωνιανά, τα Λιβάδια και την Κράνα. Για μια δύσκολη αποστολή όπως αυτή της υπεράσπισης του Αρκαδίου απαιτούνταν ηρωισμός και ψυχή και είναι βέβαιο πως ο Σωπασής είχε επιλέξει το ξαθέρι των αντρών του Μυλοποτάμου. Δεν είναι περιττό νομίζω για μια ακόμα φορά να αναγνωστούν τα ονόματα των ηρώων που συνόδεψαν τον Κούβο στο Αρκάδι, όπως αυτά προκύπτουν από τη σύγκριση των καταλόγων που δημοσιεύει ο Μιχ. Τρούλης στο βιβλίο του για την Κράνα.
Από τα Ζωνιανά ξεκίνησαν 20 άντρες με πρωτοστάτη τον Γεωργίο Παρασύρη (Παρασυρογιώργη) όπου ενώθηκαν στα Λιβάδια με την ομάδα του Ιωάννη Σωπασή ή Κούβο.
Από τα Ζωνιανά ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος είχε επιλέξει 19 άντρες:
Πρόκειται για τους: Γεώργιο Παρασύρη, Γεώργιο Παρασύρη , Σταυρούλη Παρασύρη, Μανούσο Παρασύρη, Μανόλη Παρασύρη, Σταύρο Παρασύρη, Γεώργιο Νικηφόρο, Χρίστο Νικηφόρο, Αντώνιο Νικηφόρο, Νικόλαο Νικηφόρο, Σταμάτη Μαυρογιάννη, Κίσανδρο Ζερβό, Κωνσταντίνο Ζερβό, Ιωάννη Ζερβό, Δημήτριο Ζάχαρη, Στυλιανό Ζάχαρη, Γεώργιο Κλίνη, Δημήτριο Ζαχαράκη, Ζαχάρη Σφακιανό Βασίλειο Σφακιανό.
Από την Κράνα ήταν μαζί με τον Σωπασή οι εξής 8 άντρες: Ιωάννης Νικηφόρος, Ιωάννης Κουμπαράκης, Γεώργιος Κοκκινάκης ή Κόκκινος, Ιωάννης Κοκκινάκης ή Κόκκινος, Ιωάννης Κοκκινάκης ή Κοκκινος ή Κουνιέρος, Βασίλειος Παπαδάκης, Βασίλειος Πυρίνος, Ιωάννης Θεοδωρής.
Όπως είναι φυσικό απ΄ το χωριό του, τα Λιβάδια ακολούθησαν περισσότεροι άντρες. Μαζί με τον Κούβο λοιπόν ήταν ακόμα οι εξής 25 Λιβαδιώτες: Καπεταν Δημήτρης Κόκκινος, Κωνσταντίνος Κόκκινος, Ιωάννης Κόκκινος, Μάρκος Κουγουμτζής, Μιχάκης Κοουγιουμτζής, Εμμανουήλ Κουγιουμτζής, Εμμανουήλ Σύνολος, Γρηγόριος Σύνολος, Κυριάκος Φακιδάρης, Γεώργιος Φακιδάρης, Γεώργιος Φακιδάρης του Μιχαήλ, Γεώργιος Καλυβιανός, Γεώργιος Κοντογιάννης, Εμμανουήλ Χνάρης, Μιχαήλ Χνάρης, Κωνσταντίνος Χνάρης, Γεώργιος Βαρδιάμπασης, Κωνσταντίνος Νύκταρης, Εμμανουήλ Κωστάκης, Εμμανουήλ Χναρογιάνης, Κωνσταντίνος Γαλανός, Γεώργιος Κιαγιαδάκης τ. Μηνά ή Γ.Μ. Δασκαλάκης ή Κιαγιάς, Κυριάκος Βαλέργας ή Κ. Βαλέριος ή Κιαγιάς, Ιωάννης Θεοδωρής
Όλοι μαζί ξεκίνησαν από αυτά τα μέρη για να υπερασπιστούν το Αρκάδι, σε μια από τις κρισιμότερες επαναστάσεις της Κρήτης, η οποία δικαίως ονομάστηκε Μεγάλη Επανάσταση. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Ιωάννης Δημητρίου Σωπασής ή Κούβος, υπήρξε άξιος απόγονος της μεγάλης οικογένειας των Σωπασήδων από τα Λιβάδια. Πατέρας του ήταν ο Λιβαδιώτης Δημήτριος Σωπασής, ο οποίο μετά το γάμο του εγκαταστάθηκε στον νεοσύστατο τότε οικισμό των Χελιανών, όπου δημιούργησε και την οικογένειά του. Εκεί πιθανώς γεννήθηκε και ο Ιωάννης Σωπασής, ο Κούβος, και ο αδελφός του Ιωάννης ή Τριτσέτος. Όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις με την γενέτειρά της κοιτίδας των Σωπασήδων, τα Λιβάδια, παρέμειναν ισχυρές. Σε νεαρή ηλικία παντρεύτηκε τη Μαγδαληνή Κόκκινου, θυγατέρα του άλλου σπουδαίου Μυλοποταμίτη, του ιερέα Νικολάου Κόκκινου ή παπά Κρανιώτη, και εγκαταστάθηκε στην Κράνα. Μαζί απέκτησαν έναν γιο το Δημήτρη.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής του ο Ιωάννης διαμόρφωσε τα κύρια γνωρίσματα της μορφής αλλά και της προσωπικότητάς του. Οι σωζόμενες μαρτυρίες τον περιγράφουν ως άνδρα επιβλητικό, με μεγάλο και ανδροπρεπές παράστημα και αυστηρά μάτια, με αγάπη για την πατρίδα του και πόνο ψυχής για την σκλαβιά της, αποφασιστικό και γενναίο. Αν και πλούσιος με πολλά χωράφια και αιγοπρόβατα δεν μπορούσε να παραμείνει φρόνιμος νοικοκύρης. Το σαράκι της απελευθέρωσης της Κρήτης κατάτρωγε την ψυχή του και οραματιζόταν την ένωσή της με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι σπουδαίες αρετές του τον έχουν κάνει να ξεχωρίζει από νωρίς και γι αυτό στην Επανάσταση του 1858, το γνωστό Κίνημα του Μαυρογένη, η επαναστατική επιτροπή που είχε έδρα την Επισκοπή Μυλοποτάμου του αναθέτει την αποστολή να εκκαθαρίσει το Μέσα Μυλοπόταμο από τους ισχυρούς και επικίνδυνους Τούρκους. Αυτό αποτέλεσε το ουσιαστικό ξεκίνημα της επαναστατικής δράσης του Κούβου.
Σε μια ενέδρα κατά της διάρκεια της αποστολής αυτής μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο, κοντά στα Απλαδιανά, σκότωσε τον Τούρκο Λοχαγό Μεχμέτ και τραυμάτισε τον χωροφύλακά που τον συνόδευε. Το περιστατικό γνωστοποιήθηκε και ο Κούβος, που ήταν πλέον καταζητούμενος από τις τουρκικές αρχές, αναγκάστηκε να ζήσει ως Χαΐνης. Η δράση του απέκτησε γρήγορα θρυλικές διαστάσεις και άρχισε να αποτελεί τον φόβο και τον τρόμο των Τούρκων. Ίσως έτσι εξηγείται και η κάπως παράξενη πρόταση του τούρκου Γενικού Διοικητή Κρήτης Ισμαήλ Πασά, προς τον Ιωάννη Σωπασή ή Κούβο, να του παραχωρήσει αμνηστία και να του χαρίσει τη ζωή, με τον όρο να εγκαταλείψει τη δράση του Χαΐνη και να παραδοθεί.
Με παρότρυνση προφανώς του ίδιου του γενικού Αρχηγού Κόρακα αλλά και του πεθερού του Σωπασή, του Παπα – Κρανιώτη, μέσω των οποίων ο πασάς έκανε την πρόταση αμνηστίας, ο Κούβος αποφασίζει να παραδοθεί. Αν και του χαρίζεται πράγματι η ζωή δεν του παραχωρείται όμως αμνηστία και η τουρκικές αρχές τον δικάζουν ισόβια και τον φυλακίζουν στην Ρόδο. Ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος δεν θα αργήσει να επιχειρήσει απόδραση, η οποία όμως δεν πετυχαίνει. Ύστερα από αυτό οι Τούρκοι τον μεταφέρουν στις αυστηρότερες και ασφαλέστερες φυλακές της Χίου. Για καλή τύχη του ήρωα, οι κάτοικοι του νησιού μόλις πληροφορήθηκαν την μεταγωγή του Κούβου και έμαθαν για τη δράση του στην Κρήτη, αποφάσισαν να τον βοηθήσουν να δραπετεύσει. Με μια επιστολή που πέρασαν κρυφά στο κελί του, του έδωσαν λεπτομερείς οδηγίες απόδρασης. Ο Σωπασής πράγματι, ακολούθησε πιστά τις οδηγίες και αφού εξουδετέρωσε αρκετούς τούρκους στρατιώτες, απέδρασε από τη φυλακή και κρύφτηκε σε κάποιο κοντινό δάσος. Μετά από πολλές περιπέτειες κατόρθωσε να φτάσει στο χωριό Βροντάδες όπου δέχτηκε τη φιλοξενία και την περιποίηση των κατοίκων μέχρι να σταθεί στα πόδια του. Το 1863 μπήκε σε ένα καΐκι και αναχώρησε από την Χίο με προορισμό τη Σύρο. Εγκαταστάθηκε στο νησί και κατατάχθηκε στην πολιτοφυλακή.
Η είδηση της προετοιμασίας της Μεγάλης Επανάστασης του ’66 στην Κρήτη, βρήκε τον Ιωάννη Σωπασή ή Κουβο στη Σύρο. Σαν έτοιμος από καιρό εγκαταλείπει τα πάντα χωρίς δεύτερη σκέψη και αναχωρεί για την πατρίδα του. Μεταβαίνει στον Μυλοπόταμο και εντάσσεται στον κρητικό αγώνα με το βαθμό του Πεντακοσίαρχου.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή της Επαναστάσεως του 1866 η μονή Αρκαδίου υπήρξε το επίκεντρο των αγώνων λόγω της σπουδαίας στρατηγικής της σημασίας. Έτσι την πρώτη Μαΐου, 1500 επαναστάτες απ΄ όλη την Κρήτη συγκεντρώθηκαν εκεί και εξέλεξαν πληρεξουσίους για τις διάφορες επαρχίες της Κρήτης. Πρόεδρος της Επιτροπής Ρεθύμνης εξελέγη ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ.
Ο Ισμαήλ Πασάς πληροφορήθηκε τα γεγονότα και διαμήνυσε επανειλημμένως στον ηγούμενο να διώξει την Επαναστατική Επιτροπή από το μοναστήρι, γιατί θα το καταστρέψει. Η απάντηση του Ηγουμένου ήταν σταθερά αρνητική και η επίθεση των τούρκων κατά του Μοναστηριού ήταν πλέον αναμενόμενη. Στο μοναστήρι εκτός από τους μάχιμους άνδρες είχαν καταφύγει πολλά γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά για να γλιτώσουν από τους Τούρκους. Μέσα στο Αρκάδι υπήρχαν 964 ψυχές, 325 άνδρες από τους οποίους 259 με όπλα και τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα. Στις 7 Νοεμβρίου ο Μουσταφά Πασάς κινήθηκε εναντίων του Αρκαδίου από το Ρέθυμνο με 15.000 τακτικό στρατό και 30 κανόνια. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου του 1866 όλος αυτός ο στρατός με αρχηγό τον Σουλεϊμάν Βέη, βρέθηκε μπροστά στο Αρκάδι.
Στο Μυλοπόταμο ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος, πολύ γρήγορα στρατολόγησε τους 45 άντρες που προαναφέρθηκαν και ίδρυσε το σώμα των Μυλοποταμιτών, το οποιο κινήθηκε να υπερασπιστεί το Αρκάδι. Το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα των ψυχομένων και ρωμαλέων αντρών από τα χωριά Λιβάδια, Ζωνιανά και Κράνα κατηφόρισε πάνοπλο για την υπεράσπιση του Αρκαδίου. Λέγεται πως η εμφάνιση του σώματος υπό τον Σωπασή ή Κούβο προκάλεσε ρίγη συγκίνησης και τόνωσε το φρόνημα αυτών που βρίσκονταν στο Αρκάδι. Μόλις φτάνουν στη Μονή ο Κούβος δίνει τις πρώτες εντολές στους άνδρες του και έρχεται σε συνάντηση με τον Γαβριήλ και τους πρωτοκαπετάνιους της Επιτροπής, προκειμένου να πάρουν αποφάσεις για τους τρόπους υπεράσπισης του μοναστηριού.
Για τις λεπτομέρειες πριν από τη μεγάλη μάχη και το Ολοκαύτωμα του Αρκαδιού αντλούμε στοιχεία από τη διασωθείσα παράδοση. Λέγεται πως ο Κουραδοκονόμος της Μονής Παρθένιος Δασκαλάκης φιλοξένησε τον Σωπασή και τους άντρες του κι έσφαξε ένα μοναστηριακό τράγο για να τους κάνει τραπέζι. Στην κουτάλα του τράγου που του προσφέρθηκε τιμητικά, ο Σωπασής ή Κούβος λέγεται πως είδε την πολιορκία του Αρκαδίου. Δίχως να χάσει χρόνο σηκώθηκε και φωνάζοντας Ελευθερία ή Θάνατος κάλεσε τους άντρες να πάρουν τα όπλα τους, κυρήσσοντας έτσι την έναρξη της μεγάλης μάχης.
Η συνέχεια είναι λίγο πολύ σε όλους γνωστή. 15 χιλιάδες Τούρκων στρατιωτών κατέφθασαν από όλες τις κατευθύνσεις και κύκλωναν το Μοναστήρι. Μέσα σε αυτό κρατούσαν μετερίζι οι επαναστάτες που μόλις ξεπερνούσαν τους 250. Η μάχη ξέσπασε σφοδρή και τα ισχυρά τείχη του μοναστηριού βάλλονταν από παντού. Σε μια από τις τελευταίες και πιο κρίσιμες συνεδριάσεις της επαναστατικής επιτροπής αποφασίζεται να ζητηθεί βοήθεια από έξω, με την αποστολή αγγελιοφόρων στο Γενικό Αρχηγό Ρεθύμνης στρατηγό Κορωναίο και στο Μυλοπόταμο. Ως αγγελιοφόρο σκέφτονται να στείλουν τον Ιωάννη Σωπασή ή Κούβο αλλά επικρατεί η άποψη πως είναι απαραίτητος στη μάχη. Στέλνονται τελικά ο Παπα – Κρανιώτης από την Κράνα και ο Αδάμ Παπαδάκης από τον Πίκρη. Η έκκληση για βοήθεια υπογράφεται από την επαναστατική Επιτροπή, τον ηγούμενο Γαβριήλ, το Φρούραρχο Δημακόπουλο και από τους καπεταναίους μεταξύ αυτών και ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος. Η δραματική έκκληση για βοήθεια συνδύαζε τον ηρωισμό με την αγωνία: «Κύριε Αρχηγέ, Ευρισκόμεθα εις στενήν πολιορκίαν από το πρωί. Είμεθα δυνατοί και δυνάμεθα να ανθέξωμε όπως πρέπει. Σας παρακαλούμεν όμως να μας δώσητε την βοήθειάν σας την οποία δεν πιστεύομεν να μας αρνηθήτε ποτέ. Σας περιμένομεν αρχηγέ μας και ο Θεός βοηθός.»
Παρά την μεγάλη δυσκολία της αποστολής τους οι δύο αγγελιοφόροι κατάφεραν να διασπάσουν τον κλοιό των Τούρκων και να μεταφέρουν το μήνυμα. Ιδιαίτερα ο Παπαδάκης κατάφερε να επιστρέψει στο μοναστήρι κι έγινε δεκτός με μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Παπα-Κρανιώτης αναγνωρίστηκε και δεν μπόρεσε να επιστρέψει στο Αρκάδι.
Η επόμενη ημέρα της μάχης απεδείχθη δυσκολότερη. Οι Τούρκοι, βλέποντας την αντοχή της άμυνας του μοναστηριού είχαν μεταφέρει από το Ρέθυμνο το ισχυρότερο κανόνι τους και εκσφενδόνιζαν πλέον μεγαλύτερα βόλια στην πόρτα του μοναστηριού. Μετά από πολλά χτυπήματα τα τείχη άρχισαν να κάνουν ρωγμές από τις οποίες έμπαιναν οι Τούρκοι, προκαλώντας μάχες σώμα με σώμα στην αυλή του μοναστηριού. Οι ρωγμές στα τείχη φράσσονταν πρόχειρα με ότι διαθέσιμο υλικό μπορούσε εκείνη την ώρα να βρεθεί.
Οι κανονιοβολισμοί όμως συνεχίζονταν ακατάπαυστοι και μια δυνατή βολή γκρέμισε το θυρόφυλλο της κεντρικής πύλης. Η εισβολή των Τούρκων μέσα στο μοναστήρι ήταν πλέον μαζική. Ακολούθησε μάχη σφοδρή. Οι πολιορκημένοι Χριστιανοί πολεμούσαν με σθένος ήταν μια μάχη όμως εξ αρχής καταδικασμένη. 15 χιλιάδες τούρκοι εναντίων 259 χριστιανών… Και οι στρατιωτικές ενισχύσεις υπό τον Κορωναίο δε μπορούσαν να πλησιάσουν καν το Αρκάδι.
Η προσυμφωνημένη μεταξύ των επαναστατών λύση της ανατίναξης του μοναστηριού φάνταζε πλέον ως η εντιμότερη επιλογή. Για άλλη μια φορά στην ιστορία της Κρήτης προτιμήθηκε ο έντιμος και ηρωικός θάνατος από την ατιμωτική παράδοση. Η σφαίρα από την πιστόλα ενός από τους πολιορκημένους έπεσε πάνω στα μπαρουτόβολα και το Αρκάδι μαζί με τους υπερασπιστές του, εκτινάχθηκαν στην υψηλότερη βαθμίδα της ελληνικής ιστορίας.
Ο απολογισμός από την τελευταία μάχη και την ανατίναξη του Αρκαδίου είναι τραγικός. 114 άνδρες και γυναίκες πιάστηκαν αιχμάλωτοι. 3-4 και ανάμεσα σ’ αυτούς ο Αδάμ Παπαδάκης, διέφυγαν. Οι υπόλοιποι 864 σκοτώθηκαν ή ανατινάχτηκαν στον αέρα κι ανάμεσά τους ο ηγούμενος Γαβριήλ, ο φρούραρχος Δημακόπουλος, ο Κωνσταντίνος Γιαμπουδάκης κ.ά. Από τους Τούρκους σκοτώθηκαν διπλάσιοι, 1500 δηλαδή περίπου νεκροί και τραυματίες. Ανάμεσα σε αυτούς που συνελήφθησαν κι αιχμαλωτίστηκαν ήταν και ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος. Αν και ξανθός από τη φύση του, είχε γίνει κατάμαυρος από τη μάχη και τους καπνούς των εκρήξεων και δεν αναγνωρίστηκε από τους εχθρούς. Συνελήφθη πάντως και μαζί με τους άλλους αιχμαλώτους οδηγούνταν σιδηροδέσμιοι για το Ρέθυμνο.
Όταν η συνοδεία του στρατού περνούσε από το χωριό Μέση, κάποιοι ντόπιοι στρατιώτες αναγνώρισαν τον Κούβο και ζήτησαν από τη φρουρά να τους τον αφήσει εκεί, καταλαβαίνοντας πως είχε φτάσει η ώρα να τον εκδικηθούν.
Αν η λαϊκή παράδοση διασώζει την ιστορική πραγματικότητα, ο Ιωάννης Σωπασής ή Κούβος στάθηκε ιδιαίτερα άτυχος που δεν σκοτώθηκε μέσα στο Αρκάδι. Πέφτοντας στα χέρια των θρασύδειλων στρατιωτών που τον παρέλαβαν δεμένο στο χωριό Μέση, λέγεται πως υπέστη φρικτά βασανιστήρια μέχρι να πεθάνει. Ό,τι απέμεινε από το ακρωτηριασμένο σώμα του, οι Χριστιανοί κάτοικοι της Μέσης το παρέλαβαν με σεβασμό και το έθαψαν στον περίβολο του ναού του Αγίου Ιωάννου στο ίδιο χωριό. Η Λαϊκή Μούσα, όπως κάνει πάντα σε περιπτώσεις μεγάλων ανδρών, θρήνησε το χαμό του Κούβου.
«Ο Κούβος ο περίφημος τ΄ όμορφο παλικάρι σκλάβος επιάσθηκε κι αυτός για του Χριστού την χάρη.
Για δεν τον γνωρίσανε, γιατί ήταν τσουδισμένος κι εις τα μπαρούτια, στην φωτιά ήτανε μαυρισμένος.
Στην Μέση, σαν τους πήγανε, έκια τον εγνωρίσαν και τον εξεχωρίσανε και τον εκαταλύσαν».
Γιώργος Τζωράκης
Αρχαιολόγος