Του Κώστα Μυγιάκη
Σ. Εκπαιδευτικού
1. Κατά τη θεμελίωση του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου κατά το έτος 1897
συνέβη το εξής:
Τα θεμέλια του Ναού ανοίγονταν τόσο βαθιά που χρησιμοποιούσαν
μαγκάνι (όπως οταν ανοίγουμε ένα πηγάδι). Ως εργάτης στο βάθος το
θεμελίου ήταν ο Μανώλης Καρυδάκης, που προστάτευε το κεφάλι του από
τα χώματα που έπεφταν από ψηλά με ένα κεφαλομάντηλο Κρητικό
(Σαρίκι).
Σκάβοντας βαθιά, έβγαλε ένα μικρό χαράκι (πέτρα) την έβαλε στο μεγάλο
κοφίνι που έβαζε και τα μπάζα και το τράβηξαν επάνω και επειδή ήταν
βαρύ το άφησαν στο χείλος του ανοιγόμενου θεμελίου.
Και ο Καρυδάκης έσκυψε πάλι για να βαθύνει το θεμέλιο. Κι ενώ έσκαβε το
χαράκι (πέτρα) που είχαν αφήσει στο χείλος του θεμελίου, πέφτει προς τα
κάτω κι έπεφτε κατ’ επάνω στον Καρυδάκη.
Τον βρήκε δε στο κεφάλι και απλά επάνω από το μέτωπο και του πήρε το
κεφαλομάντηλο (σαρίκι) και το έριξε κάτω, χωρίς να του προξενήσει την
παραμικρή πληγή. Ιδού το θαύμα! (Αυτό μου διηγήθηκε ο αείμνηστος
λόγιος της Πηγής Αντώνιος Βουρβαχάκης).
2. Το γκρέμισμα του Ελευθερίου Σχοινά, ενώ καλούπιαζε τον Σταυρό στο
νοτιοδυτικό καμπαναριό του Ναού από ύψος περίπου 17,50 μέτρα το
έτος 1939, βρέθηκε κάτω στον άκρως ανώμαλο δρόμο.
Τρομοκρατημένοι όλοι οι εργαζόμενοι στην αποπεράτωση της σκεπής
του |Αγίου (τα δύο του αδέλφια ο Χαράλαμπος και ο Βαγγέλης) και οι
λοιποί, τρέχουν με τη σκέψη πως θα τον βρουν σκοτωμένο. ‘Ομως (Ω
του θαύματος) τον βρήκαν να έχει τις αισθήσεις του. Να μιλάει και να
κινεί τα χέρια του και τα πόδια του και να λέει πως πονάει στα πλευρά.
Τον σηκώνουν και τον Φέρνουν δίπλα ακριβώς στο σπίτι του Μύρωνα
Κουτσαλεδάκη και τον ξαπλώνουν σ’ ένα κρητικό καναπέ.
Όλα αυτά συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μου. Με στέλνουν και
φωνάζω τη Μητέρα μου Ευγγελία Μυγιάκη – πρακτικό γιατρό του
χωριού και όλων των χωριών της περιοχής- για να δει τον τραυματία.
Έρχεται, βλέπει το Λευτέρη Σχοινά, κοιτάζει τα χέρια του και τα πόδια
του, λέει στους παριστάμενους να τον γυρίσουν στα πλάγια και
ανάσκελα.
Βλέπει – όπως είπε σε όλους μας- ότι δεν έχει σπάσιμο σε κανένα
σημείο και φώναζε στην σπιτονοικοκυρά Ειρήνη Κουτσαλεδάκη «να
σπάει κρεμμύδια και να της τα φέρνει συνέχεια».
Σαυτό βοήθησαν και άλλες γυναίκες που έτρεχαν κι ερχόταν, γιατι
μαθεύτηκε σ’ ολο το χωριό το πέσιμο από το καμπαναριό του Λευτέρη.
Με τις κομπρέσες αυτές με τα κρεμμύδια που συνεχώς η μητέρα μου
τις άλλαζε ο τραυματίας Λευτέρης Σχοινάς, μετα από ένα 2ωρο
σηκώνεται χωρίς να έχει το παραμικρό και ξανανεβαίνει στο
καμπαναριό τελειώνοντας το καλούπιασμα του Σταυρού.
3. ΤΟ ΛΑΗΝΙ ΠΟΥ ΓΕΜΑΤΟ ΝΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΣΙΜΕΝΤΕΝΙΟ ΔΟΚΟ
ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΠΕΦΤΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΠΑΕΙ.
Το έτος 1949 ύστερα από εράνους και πολλές προσφορές των κατοίκων
της Πηγής, έγινε κατορθωτό να ετοιμάστε το χειροποίητο απείρου τέχνης
τέμπλο. Είναι όμως τόσο βαρύ και τόσο μεγάλου ύψους που για στηριχθεί
χρειάζεται δύο κάθετους κι ένα παράλληλο τσιμεντένιους δοκούς.
Την κατασκευή την έχει αναλάβει ο Ιωάννης Οφρανουδάκης αδελφός της
μητέρας μου. Επειδή δε από τραύμα που έχει από το Μικρασιατικό
πόλεμο,. Είχε μια τρεμούλα, επονομαζόταν ο Τρεμουλογιάννης. Ηταν
όμως άριστος τεχνίτης σε ότι είχε σχέση με το Μπετόν.
Έμεινε στο σπίτι μας, έτρωγε στο σπίτι μας, και κοιμόταν μαζί μας.
Η μητέρα μου κάτι ετοίμαζε κάθε ημέρα στο δεκατιανό και του πήγαινα.
Μια μέρα μου δίνει ό,τι είχε ετοιμάσει και το λαήνι γεμάτο νερό, να το πάω
στον θείο μου. Του τα δίνω και όπως ήταν επάνω στο καλούπι του
παραλλήλου δοκού τα τοποθετεί μπροστά του. Εγώ από κάτω
παρακολουθούσα την κάθε του κίνηση όπως εργαζόνταν.
Το πώς έγινε δεν μπορώ να το εξηγήσω και όπως στεκόμουν στην μέση
του Ιερού, υπολογίζω εκεί που είναι η Αγία Τράπεζα, βλέπω «το λαήνι»
πέφτοντας να προσγειώνεται κατά από το δοκό χωρίς ούτε να σπάσει
ούτε να χύσει σταγόνα νερού, με το τράνταγμα όπως έπεσε.
Εγώ το πήρα και το έδωσα πάλι του θείου μου, λέγοντας του «βάλλε το
στην άκρη του δοκού που να μη σε μπερδεύει». Έφυγα μετά για το σπίτι,
όμως με την συγκίνηση και τη σκέψη πως έζησα και σήμερα ένα θαύμα!
4. Ηταν παραμονή που θ’ άρχιζε η ιστορική μάχη της Κρήτης 19 η
Μάϊου 1941.
Ηταν περίπου μεσημέρι που εάν γερμανικό βομβαρδιστικό stukas με τον
χαρακτηριστικό του συριγμό περνά πάνω από τον |Αγιο Νικόλα και το
χωριό ερχόμενο από τα δυτικά. Σε λίγα λεπτά ακούμε αλλά και βλέπουμε
ένα πάλι αεροπλάνο με το χαρακτηριστικό του συριγμό να περνά πάλι
πάνω από τον Άγιο Νικόλαο και το χωριό, να έρχεται από δυτικά και να
φεύγει προς τα ανατολικά.
Όμως δεν περνάνε πάρα ελάχιστα λεπτά και πάλι ακούγεται το βουητό και
ο οξύς συριγμός πάλι ενός αεροπλάνου stukas, να περνά και πάλι επάνω
από τον Άγιο Νικόλαο και το χωριό και να κατευθύνεται ανατολικά και
παλι. Και σε λίγα δευτερόλεπτα ακούμε τρεις τρομερές εκρήξεις, στα
ανατολικά του χωριού απο τρεις αντίστοιχες βόμβες που είχαν πέσει 500
μέτρα έξω από το χωριό και μέσα στο αμπέλι των Χαμαράκηδων.
Από απορία δε παιδική , τρέξαμε όλα τα παιδιά της Πηγής και πήγαμε στο
σημείο του αμπελιού, που οι βόμβες είχαν ανοίξει τρεις μεγάλους λάκκους
μεγάλου βάθους και σε μεγάλη απόσταση γύρω από το σημείο που είχαν
πέσει οι βόμβες, οι κουρμούλες του αμπελιού είχαν ξεριζωθεί και ηταν
αρκετά καψαλισμένες και στραπατσαρισμένες.
Οι βόμβες αυτές προορίζονταν για να ριχτούν πάνω στον Άγιο Νικόλαο
σύμφωνα με το σχέδιο ΕΡΜΗΣ, που αφορούσε το αεροδρόμιο Πηγής και
την όλη περιοχή από το αεροδρόμιο μέχρι και τον οικισμό του Αγίου
Δημητρίου.
Οι Γερμανοί είχα σχεδιάσει στο πολεμικό σχέδιο ΕΡΜΗΣ να βομβαρδιστεί
η εκκλησία του Αγίου Νικολάου Πηγής υποψιαζόμενοι ότι οι στρατιωτικές
δυνάμεις που είαν αναλάβει την προστασία του αεροδρομίου ΠΗΓΗΣ ,
είχαν δυνάμεις που είχαν αναλάβει την προστασία του αεροδρομίου Πηγής
είχαν συσσωρεύσει πλήθος και ποικιλία πυρομαχικών μέσα στον Ιερό Ναό
του Αγίου Νικολάου, για προστασία, με σκοπό να παραπλανήσουν τους
επιτιθέμενους Γερμανούς.
Αυτό σύμφωνα με την μαρτυρία το ίδιου του πιλότου του STUKAS ο
οποίος έρχεται στην Πηγή το 2970 ως φωτογράφος.
Έρχεται μπροστά από το σπίτι μας και τραβάει τη βορειοανατολική πλευρά
του Αγίου. Το ίδιο κάνει και στην άλλη πλευρά την νοτιοδυτική.
Κατά συγκυρία περνούσε ο Εμμανουήλ Χατζάκης, γερμανομαθείς να
στήνουν κουβέντα. Ρωτάει τον Χατζάκη ο πιλότος, πώς μπορεί να μπει
στην εκκλησία. Ο Χατζάκης καθώς και όλοι στο χωριό γνώριζαν ότι το
κλειδί του Αγίου το είχε η μητέρα μού. Και φωνάζει «Βαγγελίτσα έλα με το
κλειδί του Αγίου».
Η μητέρα μου συνοδευόμενη από τον Χατζάκη και το Γερμανό πιλότο να
μπαίνουν στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ο Γερμανός κατευθύνεται
προς το τέμπλο. Πηγαίνει αριστερά και στέκεται μπροστά στην εικόνα του
Αγίου Νικολάου και με σεβασμό, σκύβει λίγο και κάνει το σταυρό του με
ολόκληρη την παλάμη – όπως τους καθολικούς. Ήξερε ότι η αριστερά της
Παναγίας είναι η εικόνα του Αγίου που είναι αφιερωμένη η εκκλησία.
Γυρίζει δε προς τη μητέρα μου και τον Χατζάκη και σε άπταιστα Ελληνικά
τους λέγει.
«Αυτό τον Άγιο να τον λατρεύετε με μεγάλη πίστη γιατί είναι
προστάτης του χωριού των κατοίκων του».
Η μητέρα μου μια και είδε ότι ξέρει Ελληνικά του καλεί με τον Χατζάκη να
έρθουν στο σπίτι μας να πιούν μια ρακή. Αυτός γέλασε όταν άκουσε για
ρακή, γέλασε και δέχτηκε τη πρόταση της μητέρας μου. Και στο σπίτι μας
πάνω στη ρακή διηγήθηκε ότι:
«Έκανα τρεις προσπάθειες να τραβήξω το μοχλό για να επελευθερωθούν οι
βόμβες και αν πέσουν πάνω στον Άγιο, αλλά μπλόκαρε ο μοχλός και στη τρίτη
προσπάθεια μόνο απελευθερώθηκε αλλά βρισκόμουν έξω από το χωριό».
5. Η ΜΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΠΗΓΙΑΝΩΝ
Πρέπει να ήταν παραμονή της εκτελέσεως των Αδελιανών στη θέση
Σαρακίνα του ΄Αδελε και μια ομάδα εξαγριωμένων αλεξιπτωτιστών με
επικεφαλής ένα κατώτερο αξιωματικό, ειδοποιεί περιερχόμενη κατά
γειτονιές το χωριό, όλοι οι άνδρες να πάνε στη πλατεία τη σημερινή
ΠΑΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗ.
Τελικά συγκεντρώθηκαν πάνω από 80 άνδρες. Στη συνέχεια ο επικεφαλής
αξιωματικός ξεχωρίζει 67 άνδρες τους πλέον ευσταλείς και δίνουν στον
καθένα μια τσάπα κι ένα φτυάρι (παλάμη) και τους οδηγούς στον
Αγρουλιδέ, στην περιοχή που υπάρχει σήμερα η ραφιναρία του κ.
Συνατσάκη.
Ητο ένα τεράστιο λιόφυτο που στο νότιο άκρο του υπάρχει μία Βάγκα,
οπού έφερνε τα νερά της βροχής από την περιοχή των δυτικά της
Λούτρας ελαιώνων και τα διοχέτευε στον παρακείμενο χείμαρρο.
Στο κτήμα αυτό είχαν κάνει οι συμμαχικές δυνάμεις μια ειδική περίφραξη
για τον περιορισμό των 82 αιχμαλώτων αλεξιπτωτιστών της μάχης του
αεροδρομίου της Πηγής.
Μολις εφθασαν εκεί οι 67 μελλοθάνατοι πλέον Πηγιανοί τους διατάζει ο
επικεφαλής κατώτερος αξιωματικός και ν’ αρχίσουν να σκάβουν
βαθαίνοντας την βάγκα (κανάλι) που προηγουμένως αναφέρθηκα.
Ύστερα από μια ώρα και αγώνα να σκάβουν αλλα και αγωνίας γι’ αυτό
που τους περίμενε (η εκτέλεση), καταφθάνει ένας ανώτερος Γερμανός
αξιωματικός. Φωνάζει τον επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος
ιδιαίτερα και συζητούν πέρα του ημιώρου.
Κατόπιν αυτός ο κατώτερος αξιωματικός με φωνές και νοήματα τους
φωνάζει να βγουν από τη βάγκα και να μαζευτούν εκεί που βρισκόταν
αυτός. Κατεβαίνει και ο ίδιος μέσα στη Βαγκα, παίρνει ένα φτυάρι και μια
τσάπα, τη βάζει στον ώμο του και με νοήματα του υποδεικνύει το ίδιο να
κάνουν και αυτοί. Και μόλις βγηκε και ο τελευταίος από τη βάγκα με φωνές
άγριες, τόσο αυτός όσο και οι παρ’ ολίγο εκτελεστές των, τους κυνηγούν
μέχρι το δρόμο που οδηγεί στο χωριό τους την Πηγή και τους αφήνουν
ελεύθερους.
Η σωτηρία των 67 Πηγιανών από την εκτέλεση οφείλεται κατ’ εμέ στους 30
Γερμανούς τραυματίες που ακόμα νοσηλεύονταν στο προκεχωριμένο
χειρουργείο που στεγαζόταν στο μεγάλο σπίτι του Ιωαννη Ψαρουδάκη, με
Γερμανούς γιατρούς τώρα, και με τςι τέσσερις εθελόντριες Πηγιανές
νοσοκόμες (Ευαγγελία Μυγιάκη – Ευγενία Χαλκιαδάκη- Αρτεμις
Γιαννακάκη και Ιωάννα Τριποδιανάκη) οι οποίες τώρα με κλάματα και
οδυρμούς προσέφεραν τις υπηρεσίες τους γιατι εκείνη την ημέρα είχαν στο
νου τους τον δικό της ή κάθε μια που ήταν μεταξύ των 67 προς εκτέλεση.
Η στάση τους αυτή, θλιμμένη, έγινε αντιληπτή τόσο από τους τραυματίες
Γερμανούς, όσο και από τους Γερμανούς γιατρούς, επειδή τους ρωτήσαν
και έμαθαν την αιτία. Και από εδώ νομίζω ξεκινάει η σωτηρία των υπο
εκτέλεση 67 Πηγιανών.
Όμως δεν πρέπει να αγνοήσουμε και τη θαυματουργική δύναμη του
προστάτη της Πηγής Αγίου Νικολάου. Ζω με τη βεβαιότητα ότι ο Αγιος
έβαλε στο μυαλό των σκληρών Γερμανών τη σκέψη:
«Γιατί να σκοτώσουμε αθώους Πηγιανούς, οι οποίοι ουδόλως (φανερά
βέβαια) δεν μας έβλαψαν, αλλ’ αντίθετα τέσσερις γυναίκες, άφησαν τις
οικογένειές τους, τώρα και δέκα μερόνυχτα περιποιούνται με αγάπη τους
συναδέλφους μας τραυματίες, ενώ ο άνδρας της μιας, πατέρας της άλλης
και τα αδέλφια των δύο άλλων κινδυνεύουν να εκτελεστούν! ΟΧΙ ΔΕΝ
ΠΡΕΠΕΙ. Επιβάλλεται να προλάβουμε την εκτέλεση.»