(Από τις εισηγήσεις σε διοργάνωση με το συγκεκριμένο θέμα)
Δεν είχαν περάσει ούτε 12 χρόνια από την πτώση της Κωνσταντινούπολης κι άστραψε και πάλι το ντουφέκι της λευτεριάς. Μόνο που τούτη τη φορά δεν ήταν σπάθα ούτε καρυόφιλο. Ήταν πένα και τυπωμένο χαρτί που διαλαλούσε στα πέρατα της οικουμένης τη λέξη Ελευθερία. Είχαν περάσει 10 χρόνια από την εφεύρεση του Γουτεμβέργιου κι εκεί στο Μάιντς της Γερμανίας το 1465, τέτοιες μέρες, πριν από 525 ένα ελληνικό ρητό έβλεπε το φώς του κόσμου της τυπογραφίας. «ΟΤΙ ΜΟΝΟ ΤΟΝ ΚΑΛΟΝ ΚΑΓΑΘΟΝ». Η τυπογραφία από εκείνη τη στιγμή λευτέρωνε τους Έλληνες. Πρώτοι και καλύτεροι σκλάβοι και ξεριζωμένοι Έλληνες, ρίχτηκαν σ’ αυτόν τον αγώνα γνωρίζοντας πόσο δύσκολος ήταν, αλλά συνειδητοποιώντας ότι αυτός οδηγούσε στη λευτεριά. Γνώριζαν ότι ο Τύπος είναι ψυχή της ελευθερίας. Και σαν απόφθεγμα το γράψαν αργότερα σε διάφορα έντυπά τους.
Τα 400 χρόνια της σκλαβιάς φωτίζονται κατά καιρούς από λάμψεις ελευθερίας και διακηρύξεις ελευθεροτυπίας, που έχουν στόχο το καθαρά ελλαδικό έδαφος. Από Έλληνες για Έλληνες. Οι λάμψεις αυτές δεν είναι παρά οι τυπογραφικές και εκδοτικές εγκαταστάσεις που ξεφυτρώνουν εδώ και εκεί. Εκδίδονται φυλλάδια και «ψυχωφελέστατα πονήματα» για τους Έλληνες που ζουν κάτω από τη δυσβάσταχτη τουρκική σκλαβιά και ανάβουν τη φλόγα της λευτεριάς. Πότε δούλεψαν σαν αυτόνομα ελληνικά τυπογραφεία και πότε υπό την καθοδήγηση κάποιου Εβραίου, Αυστριακού, Ιταλού, Παριζιάνου ή Αρμενίου. Δεκατρείς εστίες φωτισμού άναψαν και άστραψαν κατά τη διάρκεια των χρόνων εκείνων. Οι φωτισμένοι Έλληνες που είχαν καταφύγει στη Δύση – κυρίως στην Ιταλία – ο Χρυσολωράς, ο Ιανός Λάσκαρις, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, ο Βησσαρίων, ο Αργυρόπουλος, ο Χαλκοκονδύλης, ο Μάρουλος και τόσοι άλλοι είχαν ρίξει το σπόρο. Μία δεκαπενταετία περίπου από την εφεύρεση της Τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο – και 18 χρόνια μετά την άλωση της Πόλης και το χαμό του Βυζαντίου – και να που στη Βενετία βλέπει το φως το πρώτο ελληνικό βιβλίο: «Τα ερωτήματα του Χρυσολωρά». Το 1475 νέα έκδοση του ίδιου βιβλίου σ’ άλλη πόλη της Ιταλίας. Το 1476, στις 30 Ιανουαρίου στο Μιλάνο ο Κωνσταντίνος Λάσκαρης με βοηθό του τον Δαμήλα χύνουν ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία και τυπώνουν την πρώτη Ελληνική Γραμματική. Ακολουθεί ο Όμηρος στα 1488, τα Ερωτήματα του Χρυσολωρά και πάλι στα 1490, οι Λόγοι του Ισοκράτη στα 1495, λίγο μετά ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, και παίρνουν σειρά ξανά η γραμματική, οι Έλληνες ιστορικοί, τα αλφαβητάρια της Ελληνικής γλώσσας.
Τη στιγμή που όλοι οι άλλοι λαοί της Ευρώπης εκμεταλλεύονται την εφεύρεση της Τυπογραφίας για να κυκλοφορήσουν την Βίβλο, τους Ψαλμούς ή άλλα θρησκευτικού περιεχομένου βιβλία, οι Ρωμιοί κάνουμε το μεγάλο άλμα: Την πίστη την έχουμε δε μας έλειψε ποτέ. Εκείνα που μας λείπουν μετά την άλωση, είναι η λευτεριά και η μόρφωση. Γραμματική, το πρώτο βιβλίο, Όμηρος μετά, Ισοκράτης, Θουκυδίδης, λόγος για τη δημοκρατία, Ηρόδοτος. Γλώσσα και ιστορία, για όλους τους Ρωμιούς. Τα βιβλία φεύγουν από την Ιταλία, ταξιδεύουν. Θα τα βρείτε ακόμα και σήμερα σ’ όλα τα νησιά του Αιγαίου, ξεχασμένα σε κασέλες, σε μικρές κοινοτικές βιβλιοθήκες, δίπλα στο στασίδι του ψάλτη. Οι γραμματικές του Λάσκαρη, του Γαζή, το Ψαλτήρι του Σωτήρι Δούκα από τη Θάσο.
Οι Έλληνες δημιούργησαν κοινότητες στη Δυτική Ευρώπη. Μία απ’ αυτές, που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο, ήταν και η κοινότητα της Βενετίας. Μαζί, πριν ή μετά από αυτή μεγαλούργησαν πολλές ελληνικές κοινότητες όπως του Βατικανού, της Νεαπόλεως, της Κάτω Ιταλίας, του Λιβόρνου, της Αγκόνας, της Τεργέστης, της Γερμανίας, του Παρισιού, της Μασσαλίας, της Οδησσού, του Βουκουρεστίου, του Ιασίου, του Βελιγραδίου, της Ιστορίας, του Γκράντο και τόσων και τόσων άλλων πόλεων της Ευρώπης, της Αφρικής, των παραλίων της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής.
Φάρος πνευματικός οι κοινότητες αυτές για την υπόλοιπη υπόδουλη χώρα, την Ελλάδα, την κατακτημένη γη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κρητικοί, πελοποννήσιοι, νησιώτες, Ηπειρώτες, Κύπριοι σπούδασαν και έπειτα δίδαξαν ακόμη και στα πανεπιστήμια της ξενητιάς ή έγιναν οι μοναδικοί δακτυλοδεικτούμενοι καλλιτέχνες ή φιλόσοφοι.
Δάσκαλοι του Πετράρχη και του Βοκκάκιου ο Λεόντιος Πιλάτος και ο Βαρλαάμ από τη Θεσσαλία. Στην Αγκόνα ο Δήμος Στεφανόπολις. Ο σοφός Πλήθων ο Γεμιστός, ο Μανουήλ Χρυσολωράς, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Ιανός Λάσκαρις, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Μάρκος Μουσούρος, Μιχ. Μάρουλλος, Βησσαρίων. Ονόματα που στα χρόνια λίγο πριν από την Άλωση και στα κατοπινά, ήταν κοσμοξάκουστα στην Ευρώπη.
Η κοινότητα της Βενετίας συγκροτήθηκε σε πολιτικές και στρατιωτικές βάσεις. Εδώ είχε συγκεντρωθεί ολόκληρη η βυζαντινή Ελλάδα. Ήταν – αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση – η μητρόπολη του ξεριζωμένου ελληνισμού, των αποδήμων. Από τη Ρώμη ξεκίνησε – η κυνηγημένη από την Κωνσταντινούπολη – και η Άννα Νοταρά, η κόρη του ναύαρχου Λουκά Νοταρά, μνηστή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Είχε τάξει ένα σκοπό: να οργανώσει μια νέα βυζαντινή κοινωνία που θα ανάσταινε το νέο ελληνισμό, αυτόν που δεν μπόρεσε να στήσει ο αρραβωνιαστικός της αυτοκράτορας. Να τον αναπτύξει, να τον σηκώσει από τα πόδια στα γόνατα κι από εκεί όρθριο. Το όραμά της έγινε πραγματικότητα πολύ αργότερα.\
Η Άννα Νοταρά είχε σχέδια μεγαλεπίβολα. Μάζεψε γύρω της όλους τους ξενητεμένους. Μαζί της είχαν έρθει στην Ιταλία και χιλιάδες στρατιώτες από το ηττημένο Βυζάντιο ζητώντας καταφύγιο στη Δύση. Την πίστευαν, την λάτρευαν.
Η Νοταρά διέταξε το στρατό αυτό να υπηρετήσει τη Βενετία σαν «δεύτερη πατρίδα». Ζήτησε όμως από τους δόγηδες αντάλλαγμα μιαν εκκλησία. Την πήρε. Ο στρατιώτης – ποιητής Μάρουλλος, ο «θεσπέσιος αοιδός», όπως τον ονόμαζαν στην Ιταλία, θα διακηρύξει λίγο αργότερα (στα 1500) ότι μόνον η επανάσταση στην ίδια την Ελλάδα θα έφερνε τη λευτεριά. Έτσι δηλαδή όπως έγινε 321 χρόνια μετά την διακήρυξη του Μάρουλλου για την ελληνική «πτωχή φυλή».
Η Άννα Νοταρά είχε αναπτύξει μεγάλες σχέσεις με τη Γαλλία και τη Φλωρεντιανή Δημοκρατία. Ήταν μια δραστήρια γυναίκα στην οποία οφείλει πολλά το σημερινό ελληνικό έθνος. Η δράση της όμως ούτε καν είναι γνωστή σήμερα στην Ελλάδα.
Το 1472 η Φλωρεντιανή Δημοκρατία της παραχώρησε το φρούριο Μοντακούτι στη Σιένα, για να εγκατασταθούν οι Έλληνες πρόσφυγες από τις κατεχόμενες και χαμένες πια πατρίδες.
Στη Βενετία εγκατεστημένη η Άννα Νοταρά, είχε τώρα ένα άλλο όνειρο. Να προωθήσει ακόμη περισσότερο τους ελληνικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες και να στήσει ένα τυπογραφείο καθαρά ελληνικό.
Τα ελληνικά τυπογραφικά γράμματα εμφανίσθηκαν για πρώτη φορά στην παγκόσμια τυπογραφία, καμωμένα από Έλληνες καλλιγράφους αντιγραφείς. Από την ελληνική τυπογραφία της Βενετίας βγήκαν τα πρώτα ελληνικά καλλιτεχνήαμτα σ’ ένα τομέα άγνωστο ως τότε, ή περίπου ως τότε. Ο Βρετανός Ντε Μπουρ περιγράφοντας, τον περασμένο αιώνα, τις εκδόσεις της ελληνικ΄ςη τυπογραφίας της Βενετίας γράφει: «αυτή η παρουσία είναι μοναδική και μεγαλοπρεπής στον τομέα των εκδόσεων». Και ο Γάλλος Αμβρόσιος Διδότος σημειώνει: «Η εμφάνιση αυτού του αριστουργήματος της τυπογραφίας (μιλάει για τις εκδόσεις της Άννας Νοταρά) είναι γεγονός που αποτελεί σταθμό στα χρονικά της τυπογραφίας».
Το ελληνικό αυτό τυπογραφείο της Βενετίας ήταν συγκροτημένο καθαρά και μόνο από Έλληνες. Έλληνες οι εμπνευστές. Έλληνες οι χορηγοί. Έλληνες οι χαράκτες. Έλληνες οι συνθέτες. Έλληνες οι στοιχειοχύτες. Ο Βυζαντινός λόγιος Μάρκος Μουσούρος που δίδαξε κι όλας στη Δύση και που έναν χρόνο νωρίτερα (1498) είχε επιμεληθεί την πρώτη έκδοση του Αριστοφάνη, έγραψε και το επίγραμμα στο «Πρώτο Ελληνικό Παιδίον» όπως χαρακτήρισε ο ίδιος αυτή την έκδοση:
Στο τέλος αυτού του βιβλίου που είχε τον τίτλο: «ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟΝ ΜΕΓΑ, ΚΑΤΑ ΑΛΦΑΒΗΤΟΝ ΠΑΝΥ ΟΦΕΛΙΜΟΝ» υπήρχαν και κάποιες πληροφορίες που έλεγαν ότι έγινε με τον κόπο του ευγενούς και δοκίμιον ανδρός κυρίου Νικολάου Βλαστού του Κρητός, με τη φροντίδα της λαμπροτάτης και σωφρονεστάτης κυρίας Άννας θυγατρός του πανσεβάστου και ενδοξοτάτου κυρίου Λουκά του Νοταρά ποτέ μεγάλου δουκός της Κων/ πόλεως και με την δεξιοτεχνία του Ζαχαρίου Καλλιέργου του Κρητός».
Η Άννα Νοταρά παραχώρησε μετά στον Ζαχαρία Καλλέργη τη γραφική απεικόνιση του βυζαντινού δικέφαλου αετού που εκείνα τα χρόνια συμβόλιζε την ελπίδα. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στη Βενετία την περίοδο αυτή, ο διωγμός της ελπίδας και της παρηγοριάς ήταν ανελέητος. Έτσι μια νύχτα, βάνδαλοι όρμησαν και πυρπόλησαν το τυπογραφείο της Άννας.
Όμως από πού ξεκινάει ο νεοελληνικός διαφωτισμός; Από τον 17ο ή τον 18ο αιώνα; Από τον Ρήγα ή από τον Ζαχαρία Καλλέργη; Από τους επώνυμους και μεγάλους μας ήρωες, ή από τους εργάτες του πνεύματος τους αφανείς;
Το 1821 δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν όλοι αυτοί επώνυμοι και ανώνυμοι , μικροί και μεγάλοι.
Οι μεγάλοι γίνονται τις περισσότερες φορές κάδρα για να στολίζουν τα σχολεία, για να ξεσκονίζονται κάθε 25 Μαρτίου, να δαφνοστεφανώνονται και να ξεχνιώνται στις 26 Μαρτίου.
Για τους άλλους τους «μικρούς», δεν υπάρχει ούτε αυτό το ‘ξεσκόνισμα». Έχουν χαθεί, έχουν ταφεί κάτω από ένα αδιαπέραστο πέπλο λησμονιάς. Θα μπορούσε να πει κανείς όχι μιας απλής λησμονιάς αλλά μιας τρομακτικά ηθελημένης και εγκληματικής παραγνώρισης.
Κι όμως αυτοί είναι οι ήρωες του Τύπου που ετοίμασαν το ξεπατωμένο από τον Τούρκο χωράφι για να πέσει ο σπόρος του διαφωτισμού και της λευτεριάς, και ν’ ανθίσει αργότερα το λουλούδι.
Οι αφανείς που δεν ζήτησαν ποτέ τους τίποτε, είναι αυτοί που στο Ιόνιο, στην Πελοπόννησο, στην Κρήτη, στο Αιγαίο, στην Ισπανία, στην Ιταλία, στην Ελβετία, στο Παρίσι δούλεψαν δίνοντας όλο τους το είναι για το διαφωτισμό του γένους. Κι είχαν συνειδητοποιήσει όλοι αυτοί ότι ο αγώνας θα κρινόταν αργότερα – το πόσο αργότερα δεν το ήξεραν – στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Εκεί που τελικά κρίθηκε.
Όλοι αυτοί οι «μικροί» και παραγνωτισμένοι διαφωτιστές γνώριζαν πολύ καλά τι ήταν εκείνο που έπρεπε στους καιρούς τους. Τι ήταν αυτό που ζητούσε το γένος που σφάδαζε κάτω από τη σπάθα του Μωάμεθ. Να κρατηθεί αλώβητη η συνείδηση. Όρθιοι μπροστά στον κάθε επιδρομέα στο χωριό, στην πόλη. Κι αυτό το «όρθιοι» δεν θα πετυχαίνονταν μ’ άλλο τρόπο παρά με την παιδεία, τη μάθηση, την Άλφα – Βήτα που ζήταγαν τα παιδιά των σκλάβων. Να την μάθουν απ’ όπου να’ ναι. Φτάνει να’ ναι η δική τους Αλφα – Βήτα.
Ήταν μεγάλο το μερίδιο των Κρητικών διαφωτιστών του γένους σ’ αυτή την πρώτη περίοδο – την περίοδο των πρώτων εκατό χρόνων της σκλαβιάς.
Ο Δημ. Λεώνικος από την Κρήτη, τύπωσε στη Βενετία το 1486 την «Βατραχομυομαχία» σε διχρωμία στα τυπογραφικά στοιχεία. Ο Λεώνικος θεωρείται ο πρώτος που τύπωσε στα ελληνικά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου.
Ο Μάρκος Μουσούρος, Κρητικός κι αυτός, δίδαξε ελληνική γλώσσα και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και έγινε επιμελητής ύλης των μεγάλων τυπογράφων της Ιταλίας στα τέλη του ΙΕ αι. και στις αρχές του ΙΣΤ. Επιμελήθηκε των εκδόσεων του Αριστοφάνη το 1499, του Ισοκράτη το 1499, του Μεγάλου Ετυμολογικού τον ίδιο χρόνο, του Πλάτωνα το 1513, του Παυσανία το 1516 και άλλων.
Και ακολουθεί ο Κρητικός πρωτομάστορας Ζαχαρίας Καλλε΄ργης από τους μεγαλύτερους Έλληνες τυπογράφους της Δύσης. Ξεκίνησε με το Μέγα Ετυμολογικό της Άννας Νοταρά και στη συνέχεια τύπωσε Αριστοτέλη, Πίνδαρο, αποφθέγματα ρητόρων, Θεόκριτο και άλλα.
Έχουμε ακόμη στις αρχές του ΙΣΤ αι. τον Κρητικό Δημήτρη Δούκα συνεργάτη του Άλδου Μανούτιου ειδικού στην έκδοση των συγγραμμάτων των αρχαίων Ελλήνων κλασικών, που είχε την εύνοια και την προστασία του Ισπανού πρωθυπουργού και της Βασίλ. Ελισάβετ της Ισπανίας.
Όμως αν στη Δύση οι Έλληνες έχουν κάποιες δυνατότητες να τυπώνουν τις σκέψεις τους, στα φύλλα αυτά που αποπνέουν λευτεριά, στο σκλαβωμένο ελληνικό και ελλαδικό χώρο τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.
Στη διάρκεια των χρόνων της σκλαβιάς έλαμψαν και άστραψαν 13 πύρινοι κρουνοί. 13 Τυπογραφεία που διοχέτευαν το τυπωμένο χαρτί από τον Ελληνικό και Ελλαδικό χώρο σ’ όλους τους σκλάβους.
Πρώτο το τυπογραφείο του Ιωσήφ Νάζη του Εβραίου ευγενή, το επωνομαζόμενου «βασιλιά των Κυκλάδων». Με τη γυναίκα του Ρεΐνα ίδρυσαν στο Πέραν της Κων/πολης ελληνόγλωσσο τμήμα χύνοντας μάλιστα ελληνικά τυπογραφικά στοιχεία στα με΄σα του 16ου αι.
Το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο – το πρώτο στην ουσία – ιδρύθηκε από τον πατριάρχη Κων/πόλεως Κύριλλο Λούκαρι Β΄. Ο Λούκαρις γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης το 1572 και πέθανε με φρικτό θάνατο στην Πόλη το 1738. Το 1584 – παιδάκι – πήγε στην Ιταλία όπου για πολλά χρόνια σπούδασε σε σχολεία και Πανεπιστήμια. Τέλειωσε τις σπουδές του στα 1593 και γύρισε στην Ελλάδα.
Όταν έγινε Πατριάρχης, ο Λούκαρις βρήκε έναν πιστό σύντροφο για να πραγματοποιήσει το παντοτεινό του όνειρο. Να φτιάξει τυπογραφείο στην Πόλη. Ο μεγάλος διαφωτιστής και τυπογράφος Νικόδημος Μεταξάς – φίλος του Πατριάρχη – φθάνει στα 1627 από την Πόλη στο Λονδίνο και προμηθεύτηκε ένα πλήρες τυπογραφείο. Φορτώνει σε κάποιο φορτηγό πλοίο, πιεστήριο, τυπογραφικά στοιχεία σε κάσες, θρησκευτικά βιβλία και άλλο υλικό και βάζει πλώρη για την Πόλη. Με κάθε μυστικότητα ξεφορτώθηκαν τα πολύτιμα φορτία. Το τυπογραφείο στήθηκε κοντά στο σπίτι του Άγγλου πρεσβευτή, για να υπάρχει και η προστασία της πρεσβείας. Τον Ιούνιο του 1627 άρχισε να λειτουργεί. Και τότε δημιουργήθηκαν τεράστια προβλήματα. Οι Ιησουίτες απειλούσαν να σκοτώσουν τον τυπογράφο Νικόδημο Μεταξά. Κι εκείνος τα βράδια, σαν έφευγε από το τυπογραφείο για το σπίτι του είχε συνοδούς δικούς του ανθρώπους για προστασία.
Στους επτά μήνες της ζωής του τυπογραφείου βγήκαν από πολλά βιβλία με αντιπαπικό περιεχόμενο. Οι Ιησουίτες της Πόλης αντιδρούσαν σθεναρά.
Έκαναν αναφορά στον Μεγάλο Βεζίρη, στην οποία έλεγαν ότι οι Έληνες με τα βιβλία που διαβάζουν ετοιμάζονται για επανάσταση και πόλεμο εναντίον του σουλτάνου, που θα ξεκινούσε από το τυπογραφείο:
Οι σκοποί τους πέτυχαν.
Γενίτσαροι φρουρούσαν τον Μεταξά και το τυπογραφείο του. Στις 6 Ιανουαρίου 1628, ανήμερα των Θεοφανείων, 150 αφιονισμένοι απ’ αυτούς ετοιμάζονται να παίξουν το τελευταίο παιχνίδι. Την ίδια ώρα, ο Γάλλος πρεσβευτής φανατικός Ιησουίτης και πολέμιος του Μεταξά, είχε προσκαλέσει σε δείπνο τον Άγγλο πρέσβη Τόμας Ρόου, τον πατριάρχη Κύριλλο και τον Βάιλο της Βενετίας. Και ενώ στο σπίτι του Γάλλου πρεσβευτή το γλέντι συνεχιζόταν, οι λυσσασμένοι γενίτσαροι ορμούν στο τυπογραφείο σκορπίζουν τα τυπογραφικά στοιχεία, χτυπούν με βαριοπούλες το πιεστήριο, το αχρηστεύουν, σχίζουν και καταστρέφουν βιβλία, διαλύουν τη βιβλιοθήκη. Μια θλιβερή συνοδεία ξεκίνησε σε λίγο. Μπροστά ο εκδότης και τυπογράφος δεμένος με αλυσίδες οδεύει για τις φυλακές του Γαλατά. Είναι από τους πρώτους μάρτυρες της Ελευθεροτυπίας. Πίσω του αλλαλάζει το καραβάνι των 150 Γενιτσάρων, που σκορπούσε και έσκιζε βιβλία.
Ανάμεσα στον Μεταξά και στους συλληφθέντες τυπογράφους και ο Γραμματέας της αγγλικής Πρεσβείας που είχε πιαστεί στην προσπάθειά του να διασώσει το μεγάλο Έλληνα στοχαστή. Οι κάτοικοι της περιοχής πανικόβλητοι έτρεχαν να κρυφτούν. Ο εκατόνταρχος των γενιτσάρων είχε κλέψει ασημικά και χρήματα που βρέθηκαν στο τυπογραφείο. Πίσω από τον εκατόνταρχο πήγαινε ο Ιησουίτης διερμηνέας, ο οποίος διέδιδε ότι μέσα σε εκείνη τη φωλιά συνωμοτούσαν εναντίον του σουλτάνου. Κατηγορήθηκε και ο Πατριάρχης, αλλά η απόφαση ήταν τελικά αθωωτική. Στο σκεπτικό της αποφάσεως του μουφτή αναφέρονται χαρακτηριστικά:
«Αφού ο σουλτάνος χορήγησε στους Χριστιανούς το δικαίωμα της ελευθέρας εξασκήσεως των θρησκευτικών των δογμάτων, ουδόλως ούτοι αμαρτάνουσι και δια του τύπου εκτιθέμενοι τας ιδέας των». Με την απόφαση αυτή αποφυλακίστηκε και ο Νικόδημος Μεταξάς, που πήγε φεύγοντας από την Κωνσταντινούπολη στο Ναύπλιο και αργότερα στην πατρίδα του την Κεφαλλονιά, όπου έγινε επίσκοπος. Εκεί μετέφερε και ό,τι είχε διασωθεί από τις τυπογραφικές του εγκαταστάσεις. Το 1638 ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις συνελήφθη για δήθεν προετοιμασία επαναστατικού κινήματος, φυλακίσθηκε σε φρούριο του Βόσπορου και στις 27 Ιουνίου του ίδιου χρόνου τον παρέλαβαν οι Γενίτσαροι, τον οδήγησαν σ’ ένα πλοιάριο, τον στραγγάλισαν και έριξαν το πτώμα τους τη θάλασσα.
Φεύγουμε από την Πόλη και ο χρόνος μας βρίσκει στη Μοσχόπολη της Ηπείρου, ελληνικό κέντρο εμπορίου και γραμμάτων.
Το 1731 με έξοδα των Μοσχοπολιτών αγοράστηκε στη Βενετία και μεταφέρθηκε στην ηπειρωτική αυτή πόλη ένα τυπογραφείο. Γρήγορα εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο φημισμένα στον ελληνικό χώρο. Διευθυντής τοποθετήθηκε ο ιερομόναχος Γρηγόριος Κωνσταντινίδης, γεννημένος στη Μοσχόπολη το 1701.
Γύρω στα 1740 ιδρύθηκε η Ακαδημία της Μοσχόπολης, στην οποία για πολλά χρόνια δίδασκε ο Κωνσταντινίδης. Την εποχή της ιδρύσεώς της βρισκόταν στη Βενετία, μαθητευόμενος στο τυπογραφείο του Ν. Γλυκύ. Γύρισε στη Μοσχόπολη και ανέλαβε τη διεύθυνση του τυπογραφείου. Ακαδημαία και τυπογραφείο ήταν «τηλαυγείς» φάροι του Ελληνισμού στην περιοχή.
Ο Κωνσταντινίδης διακρίθηκε σαν διορθωτής δοκιμίων, ποιητής και συγγραφέας. Ήταν επίσης δημιουργός όλων των ονομαστών εκδόσεων του τυπογραφείου της Μοσχοπόλεως, από τις οποίες είναι γνωστές είκοσι δύο. Πέθανε στη Βενετία στα 1769. Ιστορική μένει η έκδοση για την ελληνική γλώσσα. Είναι ένα λεξικό ελληνικό με αντιπαράθεση των λέξεων στα βλάχικα και αρβανίτικα. Το τυπογραφείο της Μοσχοπόλεως λειτούργησε συγχρόνως σαν βιβλιοθήκη αλλά και σαν βιβλιοπωλείο, θεωρείται δε το πρώτο βιβλιοπωλείο της Ανατολής. Σταμάτησε τη δράση του, όταν σταμάτησε και η ζωή της Μοσχοπόλεως. Ομάδες Τουρκαλβανών την ρημάζουν και την καταστρέφουν. Το τυπογραφείο μαζί με τη βιβλιοθήκη και το βιβλιοπωλείο πυρπολούνται στα 1769.
Να τι είδε ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ στο τέλος του 18ου αιώνα, όταν περιηγήθηκε την περιοχή. «Μετά διαρπαγάς και ληστείας και πολέμους η Βοσκόπολις εγένετο άφαντος. Διακόσιαι καλύβαι κατοικούμεναι υπό ποιμένων πτωχών εισί τα μόνα λείψανα της πόλεως εκείνης αλλά και αυτοί ταχέως θέλουσι καταστραφεί εν μέσω των ερειπίων άτινα μαρτυρούσι την πρώτη λαμπρότητα». Και να φανταστεί κανείς ότι πριν από την περιήγηση του Πουκεβίλ η Μοσχόπολη είχε 50.000 κατοίκους.
Αλλά ας ξαναγυρίσουμε και πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα του 18ου αιώνα. Πατριάρχης ο Σαμουήλ Χαντζερής που ιδρύει τυπογραφείο. Τυπώνει πολλά έντυπα. Πολλά δεν αρέσουν στους Τούρκους που τον συλλαμβάνουν και στα 1768 τον εξορίζουν στο Άγιον όρος. Πέντε χρόνια αργότερα ξαναγύρισε στην Κων/πολη και ξανάνοιξε το τυπογραφείο. Με το θάνατό του ένα χρόνο μετά, το τυπογραφείο του καταστράφηκε.
Τη σκυτάλη την παίρνει τώρα το Άγιον Όρος. Απαραβίαστο όπως ήταν, θα μπορούσε να είχε γίνει κάστρο λευτεριάς και ελευθεροτυπίας. Εκμεταλλεύτηκε όμως στο ελάχιστο τα προνόμιά του. Παρ’ όλο τον συντηρητισμό του, γίνεται κέντρο λογίων. Το 1749 ιδρύεται εκεί η γνωστή Αθωνιάδα Σχολή, στην οποία δίδαξαν κορυφαίοι Έλληνες λόγιοι με επικεφαλής τον Ευγένιο Βούλγαρη, που είχε σπουδάσει στο εξωτερικό. Βούλγαρης και Θεοτόκης είναι οι εισηγητές των θετικών επιστημών. Το 1775 – δεύτερο χρόνο του διορισμού του Βούλγαρη – άρχισε προσπάθεια να δημιουργηθεί τυπογραφείο στο Άγιον Όρος. Σε ένα του γράμμα ο ίδιος ο Βούλγαρης γράφει το 1754: «Εμείς ογλήγορα θέλει ανοίξομεν εδώ και τυπογραφείον». Πέντε χρόνια μετά το γράμμα αυτό βγαίνει το πρώτο βιβλίο στον Άγιον Όρος. Είναι το Ψαλτήρι του Σωτήρη Δούκα του Θάσιου. Το τυπογραφείο αυτό είχε αγοραστεί μετά από έρανο που έκαναν μοναχοί του Όρους στις κοινότητες των Ελλήνων της Ευρώπης. Στόχος του εκδότη όπως φαίνεται και στον πρόλογο του «Ψαλτηρίου», ήταν η έκδοση πολλών βιβλίων. Δυστυχώς όμως ο σκοπός μένει απραγματοποίητος.
Και από την Κωνσταντινούπολη στη Σμύρνη με το τυπογραφείο της που ιδρύθηκε στα 1764 και από εκεί στην Πόλη πάλι με τον Πογώς Ιωάννου και το ελληνοαμερικανικό του τυπογραφείο στα 1794. Και από εκεί στο Ιόνιο που μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στα 1798, τη χρονιά που μαρτυρούσε ο Ρήγας, συστήνεται ελληνικό τυπογραφείο στην Κέρκυρα.
Το τυπογραφείο της Κέρκυρας έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ανεξαρτησία και την αναγέννηση της χώρας. Ξανατυπώθηκαν εδώ τα τραγούδια και τα μηνύματα του Ρήγα, η Χάρτα του, ο Ύμνος του Περραιβού στον Ναπολέοντα. Το τυπογραφείο έμεινε ελεύθερο μέχρι το 1799, εποχή που καταλαμβάνει το νησί ο Ρώσος ναύαρχος Ουσακόφ και αρχίζει η ρωσοτουρκική κατοχή. Το 1803 ο Ιωάννης Καποδίστριας το μετονόμασε σε «Τυπογραφία του Γένους». Έχει τώρα και χυτήριο στοιχείων. Και ζει για πάρα πολλά χρόνια, φωτίζοντας και αφυπνίζοντας κάτω από δύσκολες συνθήκες το Γένος.
Και ακολουθούν το 1810 το τυπογραφείο της Ζακύνθου, το 1813 το τυπογραφείο στον Κουκλουτζά της Σμύρνης και ξανά πάλι τυπογραφείο στην Κωνσταντινούπολη με διευθυντές τους Αλέξανδρο Αργυράμο και Κωνσταντίνο Κορέσιο. Το 1821 ο Αργυράμος συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και απαγχονίζεται.
Λίγο πριν όμως στη Βιέννη, στα 1797 δούλευε αθόρυβα στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκιδών Πουλίου ένας πεπειραμένος διορθωτής δοκιμίων και επιμελητής ύλης. Διόρθωνε την εφημερίδα που έβγαζαν εκεί τα δύο αδέλφια από τη Σιάτιστα. Τον έλεγαν Ρήγα Φεραίο. Τύπωσε εκεί και τα βιβλία του και τα ποιήματά του και τη χάρτα του. Το τυπογραφείο το διέλυσαν οι Αυστριακοί μαζί με τους Τούρκους. Ο Ρήγας δολοφονήθηκε κι ο ένας από τους τυπογράφους σάπισε στη φυλακή.
Τ0 1819 στις Κυδωνιές ο Βενιαμίν Λέσβιος, ο Θεόφιλος Καΐρης και ο Γρηγόριος Σαράφης ιδρύουν την περίφημη σχολή τους. Παράλληλα συστήνουν τυπογραφείο στο οποίο ήταν μεταφράστρια και επιμελήτρια η Ευανθία Καΐρη.
Το 1819 επίσης ο Κοραής στέλνει από το Παρίσι στο σχολείο της Χίου που το διηύθυνε ο Νεόφυτος Βάμβας, ένα πλήρες τυπογραφείο. Στη σφαγή του 1822 οι Τούρκοι τίναξαν στον αέρα το τυπογραφείο της Χίου που το διηύθυνε ο Κωνστ. Τόμπρας, ο περίφημος τυπογράφος που 4 χρόνια αργότερα όντας προϊστάμενος του τυπογραφείου της «Γεν. Εφημερίδος» για να προστατέψει τα δικαιώματα των εργαζομένων στην εφημερίδα κήρυξε με τους άλλους τυπογράφους την πρώτη απεργία στη νεότερη Ελλάδα.
Ξαναγυρνάμε στη ροή του χρόνου. Η Επανάσταση βράζει.
Έχει ξεσηκώσει την Ελλάδα. Εκείνο το ζεστό απ΄γοευμα της 1ης Αυγούστου του 1821 στην Καλαμάτα στο χώρο απέναντι από την Υπαπαντή ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, έμπειρος δημοσιογράφος και εκδότης από τις εφημερίδες της Βιέννης τυπώνει την πρώτη σε ελεύθερο ελληνικό χώμα, ελληνική εφημερίδα.
Την είχε ονομάσει «Σάλπιγξ Ελληνική». Φύλλο ηρωικό.
Την ίδια εκείνη περίοδο είχαν δει το φως της δημοσιότητας και τρεις ακόμη εφημερίδες: «Η Αιτωλική», «Ο Αχελώος» και η «Εφημερίδα του Γαλαξειδιού». Φύλλα ακόμη πιο ηρωικά γιατί ήταν γραμμένα στο χέρι. Οι πρώτες αριθμημένες ελληνικές χειρόγραφες εφημερίδες.
Η μία εφημερίδα διαδέχεται την άλλη μετά το 1821, στην Αθήνα, στο Ναύπλιο, στην Αίγινα, στην Ύδρα, στη Σύρα, στο Μεσολόγγι, την ηρωική αυτή πόλη. Εδώ ο Ελβετός Ιωάννης Ιάκωβος Μάγερ τύπωσε στο τέλος του 1824 τα «Ελληνικά Χρονικά». Τα ‘δωσε όλα ο Μάγερ για τη λευτεριά. Τα νιάτα του, την οικογένειά του, τη ζωή του. Έλεγε: «Θα προτιμούσα να πεθάνω, αλλά δεν θα μείνω ήσυχος αν δεν ανοίξω τα μάτια ενός λαού για τον οποίο τρέφω τις πιο μεγάλες και υψηλές ελπίδες». Και πέθανε. Ο ίδιος, η γυναίκα του, τα παιδιά του σφάχτηκαν από τους Τούρκους στα 1826 και το τυπογραφείο του – το τυπογραφείο που πρωτοτύπωσε τον Εθνικό Ύμνο του Διον. Σολωμού – τινάχτηκε στον αέρα.
Ο Σολωμός έγραψε για τον Μάγερ:
«Παλληκαρά και μορφονιέ
Γειά σου καλέ, χαρά σου!
Ακου! Νησιά, στεργιές της γης
Έμαθαν τόνομά σου».
Ο ίδιος ο Μάγερ έγραψε ότι «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης» και ότι «οι Έλληνες έχουν εις το να γράφωσιν ελευθέρως το αυτό επίσης δικαίωμα, καθώς και εις το να πνέωσι και να ζώσι». Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 1826. Βγαίνει το τελευταίο φύλλο των «Ελληνικών Χρονικών». Μια βόμβα του Ιμπραήμ πέφτει πάνω στο τυπογραφείο και διαλύει σε άχρηστα κομμάτια το ενδοξότερο ελληνικό πιεστήριο.
Έγραψε ο Παλαμάς για το πιεστήριο του Μάγερ «Ήταν κοντύλι και μαχαίρι!».
Η Ελλάδα λευτερώνεται. Και ήταν μεγάλη η συμβολή του τυπωμένου χαρτιού στον ξεσηκωμό και στη λευτεριά του γένους. Η λευτεριά βρίσκει αποκούμπι στον τύπο και στο βιβλίο. Μόνο στις Κυκλάδες – το αναφέρω χαρακτηριστικά – βγήκαν στη διάρκεια από το 1830 μέχρι το 1900, τριακόσιες περίπου εφημερίδες. Η Ελλάδα ρούφαγε τώρα άπληστα τα αγαθά αποτελέσματα της εφεύρεσης του Γουτεμβέργιου. Με τον τύπο και τους αγώνες του λαού απέκτησε το Σύνταγμα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843.
Με τον τύπο, τους αγώνες του, και τους αγώνες του αλού έδιωξε τον Όθωνα. Ο τύπος διψούσε για λαϊκές ελευθερίες και ελευθεροτυπία. Μετά το 1860 αγωνίστηκε για ακόμη περισσότερη ελευθερία και ελευθεροτυπία. Η καταπίεση παράλληλα είχε γίνει σκληρότερη. Αλοίμονο όμως. Οι εφημεριδογράφοι τώρα πολέμαγαν τις πιο πολλές φορές μόνοι τους.
Χαρακτηριστική μορφή της περιόδου αυτ΄ςη είναι ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος από τη Σίφνο. Στην αρχή έβγαλε μαζί με τον Βλάση Γαβριηλίδη τη σατυρική εφημερίδα «Ραμπαγάς» και αργότερα της υνέχισε μόνος του γιατί ο γαβριηλίδης έβγαλε το δικό του πολιτικοσατυρικό φύλλο «Μη Χάνεσαι» καις ε συνέχεια την «Ακρόπολη». Ο Κλ. Τριαντάφυλλος θεωρείται πρωτομάστορας της Δημοκρατίας, της Ελευθερίας και της Ελευθεροτυπίας. Αφυπνιστής του καιρού του και σκληρός πολέμιος του παλατιού.
Κυνηγήθηκε αλύπητα. Καταδικάστηκε 7 φορές. Πολλές φορές μέσα από τη φυλακή του «Μεντρεσέ» στην Πλάκα που στέκει και σήμερα όρθια έστελνε την ύλη για να τυπωθεί ο «Ραμπαγάς» από τους συνεργάτες του. Συνεργάτες του κατά καιρούς ήταν ο Ταγκόπουλος, ο Λασκαράτος, ο Ρ. Χοϊδάς, ο Βλ. Γαβριηλίδης, ο Δροσίνης, ο Σουρής, ο Κ. Παλαμάς.
Έλεγε για όσους εγκατέλειπαν τον αγώνα για τη δημοκρατία ότι «φυτεύτηκαν στις γλάστρες της βασιλικής αυλής».
Η τελευταία καταδίκη του το 1889 ήταν βαριά. Επαρχιακό δικαστήριο καταδίκασε τον Κλ. Τριαντάφυλλο και τον Ρόκο Χοϊδά για άρθρα τους εναντίον του βασιλιά στον «Ραμπαγιά». Στις 4 του Μάη 1889 στήριξε την κάνη του όπλου του στον κρόταφό του και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, μη αντέχοντας τη φυλακή.
Ο Γιώργης Βαλέτας έγραψε για τον Τριαντάφυλλο: «Είναι μία παό τις ευγενέστερες φυσιογνωμίες του μεταπολεμικού Ελληνισμού και έδωσε με τους αγώνες και τη δράση του το υψηλότερο μάθημα που δόθηκε ποτέ στον τόπο μας από άνθρωπο του πνεύματος».
Τότε ο τύπος πάλευε τις περισσότερες φορές μόνος. Και τύπος τότε ήταν ένας τίτλος εφημερίδας που έκρυβε στο ίδιο πρόσωπο και το δημοσιογράφο και τον εκδότη και τον αρθρογράφο. Όταν καταδικαζόταν ο εκδότης ή ο δημοσιγοράφος τις περισσότερες φορές η εφημερίδα, που ήταν ταμπούρι αγώνων για τη δημοκρατία και την ελευθερία, έκλεινε και αυτή. Οι καταδίκες τότε οδήγησαν πολλούς δημοσιογράφους στην αυτοκτονία. Μέσα σε μία δεκαπενταετία αυτοκτόνησαν μη αντέχοντας το διωγμό των δημοκρατικών ελευθεριών και το κλείσιμο των εφημερίδων οι εκδότες και δημοσιογράφοι Αντώνης Καλαμογδάρτης, Ιωάννης Κρασούτσας, Γεώργιος Πωπ, Ιωάννης Ραπτάρχης, ισιδωρίτης Σκυλίτσης. Μέσα στις φυλακές της Χαλκίδας εξοντώθηκε το 1890 ο Ρόκος Χοϊδάς, το 1896 αυτοκτόνησε ο μέγας δημοσιογράφος Παναγιώτης Πανάς και λίγο νωρίτερα ο Ανδρέας Ρηγόπουλος.
Εκατόν ογδόντα χρόνια πριν, παρότρυνε ο Αδαμάντιος Κοραής τους Έλληνες να «συστήσουν» εφημερίδες, γιατί γνώριζε καλά πως γνώμη ελεύθερη σημαίνει λευτεριά.
Γ. ΚΟΥΚΑΣ.