Ο μέγας Κρητολόγος Γεώργιος Εκκεκάκης παρουσιάζοντας τα σημαντικότερα μέλη της οικογενείας μας αναφέρει κάποιον Αλκιβιάδη Κούνουπα που γεννήθηκε το 1849 αλλά αγνοούμε τη χρονολογία θανάτου του. Ήταν εγγράμματος αν κρίνουμε από το γεγονός ότι είχε εκλεγεί για ειρηνοδίκης το 1892, Η γυναίκα του Μαρία, το γένος Δρανδάκη, πέθανε πρόωρα το 1888 και η απώλειά της συγκίνησε βαθύτατα την τοπική κοινωνία. Κι ήταν φυσικό γιατί μέσα σ’ ένα χρόνο η οικογένεια Δρανδάκη έχασε τρία προσφιλή της πρόσωπα Ο χαμός της Μαρίας όμως άνοιξε μεγάλη πληγή στους οικείους της ,γιατί ο θάνατος τη βρήκε ενώ ετοιμαζόταν να φέρει στον κόσμο το παιδί της Κι αν κρίνουμε από τον προσδιορισμό «επίτοκος» που αναφέρει η σχετική νεκρολογία ( εφημερίς « Αρκάδιον» 2-4-1888) η άτυχη κοπέλα θα πρέπει να πέθανε στη γέννα.
Από τον Εκκεκάκη επίσης μνημονεύονται κάποιος Αναγνώστης Κούνουπας που ενίσχυσε τους σεισμόπληκτους το 1854, ένας Κούνουπας Κοσμάς που πέθανε το 1885 και ήταν γραμματέας στο Επαρχείο Μυλοποτάμου το 1881, Αμαριώτικης καταγωγής αυτός, κι ένας ακόμα με το ίδιο όνομα και επώνυμο,που φέρεται να συμμετείχε στην επανάσταση του 1878 Σύμφωνα με τον Μιχάλη Τρούλη (Επιτροπεία αγωνιστών) η χήρα του Κοσμά Χρυσάνθη πήρε βοήθημα από την Κρητική Πολιτεία το 1902.Ο ίδιος ιστορικός ερευνητής αναφέρει και τον Ματθαίο Κούνουπα ή Κουνουπάκη αγωνιστή από τον Άρδακτο που πήρε μέρος στις επαναστάσεις 1866 και 1878 ως βαθμοφόρος Ήταν κι αυτός ταχύτατος στα πόδια και διετέλεσε σημαιοφόρος του οπλαρχηγού Γεωργίου Πρεβελάκη πατέρα του Γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη
Έναν Νικόλαο Κούνουπα μας γνωρίζει ο Χάρης Στρατιδάκης στη σπουδαία εργασία του « Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο κατά τον 19ο αιώνα. Ήταν, αναφέρει, δάσκαλος στο Ρέθυμνο και προ του 1860 μαθητής του Δωροθέου του Σχολάριου
Στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Γεώργιος Εκκεκάκης γράφει για κάποιον Νικόλαο Κούνουπα Ιερέα και Αγιογράφο. Εικόνες του , αναφέρει μεταξύ άλλων, υπάρχουν στη Μονή Μπαλή και σε διάφορα χωριά όπως στη Σκεπαστή και στο Ρουμελί όπου ήταν εφημέριος τουλάχιστον κατά το διάστημα 1882-86
Ένας άλλος Κούνουπας, ο Κωνσταντίνος γιος του Χαραλάμπους (1875-1912) άφησε εποχή ως ο πρώτος επαγγελματίας φωτογράφος του Ρεθύμνου Στο θαυμάσιο ιστολόγιο « Ανώπολις και όχι μόνον» από το αρχείο Ανδρέα Χατζηπολάκη προβάλλονται θαυμάσιες φωτογραφίες Το γεγονός ότι οι περισσότεροι που προτιμούν τον Κούνουπα , να τους απαθανατίσει προέρχονται από την αστική τάξη βεβαιώνει και το ταλέντο του που τον κατατάσσει στους σημαντικούς καλλιτέχνες φωτογράφους
Από τους σύγχρονους της μεγάλης οικογενείας η Ελεάννα Κούνουπα κόρη του Ανδρέα παρουσιάζει το ίδιο μεγάλο ταλέντο στο φακό που της έχει δώσει μέχρι σήμερα άπειρες διακρίσεις εθνικές και διεθνείς
ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ
Ας σταθούμε όμως στον ιδρυτή του ιστορικού φαρμακείου Ιωάννη Κούνουπα που ήταν από τις μεγάλες πολυσήμαντες προσωπικότητες του Ρεθύμνου με πολυσχιδή δράση
Οι πηγές τον παρουσιάζουν ελεήμονα, φιλάνθρωπο, έξυπνο, δραστήριο, δημιουργικό, πνευματώδη, «ψυχή» κάθε πνευματικής και πολιτιστικής δράσης.
Αν προσθέσουμε και πολύτιμη αξία του τόπου τότε έχουμε μια πλήρη εικόνα του Ιωάννη Κούνουπα, ιδρυτή του ιστορικού φαρμακευτικού οίκου και πατέρα τόσο σημαντικών προσωπικοτήτων της πόλης μας, όπως τα αδέλφια Ανδρέας και Μανόλης Κούνουπας.
Ο Ιωάννης Κούνουπας όπως πολύ εύστοχα είχε γράψει ο επίσης μεγάλος και σημαντικός Σπύρος Τ. Λίτινας, ήταν ο κρίκος που συνέδεε το παρόν με το παρελθόν του τόπου.
Έζησε όμως μια περιπετειώδη ζωή τα πρώτα χρόνια του βίου του και μέσα από ποικίλες δοκιμασίες σε καιρούς δίσεκτους, σφυρηλατήθηκε ο θαυμάσιος χαρακτήρας του που τον καταξίωσε στη χορεία των Ρεθεμνιωτών που άφησαν έντονο το πέρασμά τους από τον τόπο αυτό.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο, αλλά η καταγωγή του ήταν από τον Άρδακτο Αγίου Βασιλείου. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και ο Ιωάννης βίωσε από μικρός τη στέρηση και την ανέχεια όταν πέθανε ο πατέρας αφήνοντας ορφανά πέντε παιδιά, τρία κορίτσια και δύο αγόρια.
Η μάνα αντιμετώπισε τη μοίρα της με γενναιότητα και αξιοπρέπεια. Θα πρέπει να φανταστούμε τις συνθήκες της εποχής για να εκτιμήσουμε το θάρρος και την αποφασιστικότητα αυτής της γυναίκας.
Η επανάσταση του 1897, έφερε συμφορές στον άμαχο πληθυσμό. Δεν ήξερες αν θα ζούσες την επομένη, καθώς οι Τούρκοι απροειδοποίητα έμπαιναν στην πόλη για να σφάξουν, να ατιμάσουν, να καταστρέψουν, μήπως και κάνουν τους Ρωμιούς να μπούνε ξανά στον ζυγό.
Η γυναίκα ζούσε με τον εφιάλτη αυτό. Έπρεπε να προστατεύσει τα παιδιά της και κυρίως τα κορίτσια της. Βοήθεια δεν είχε από πουθενά. Έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα πήγαινε στην Αθήνα. Όσοι το άκουσαν, έκαναν το σταυρό τους. Που θα πήγαινε η βαριόμοιρη; Σίγουρα της σάλεψε από τις κακουχίες.
Η χήρα μάνα δεν άκουσε κανέναν. Και μια μέρα βρέθηκε στο πλοίο για τον Πειραιά. Με την πρώτη ματιά κατάλαβε πως κι άλλοι απελπισμένοι ήταν στη θέση της. Σαν τώρα που παρακολουθούμε, παθητικοί θεατές, το δράμα της προσφυγιάς, έτσι και τότε.
Αμέτρητο το ψυχομάνι στο πλοίο. Και ο καιρός καθόλου φιλικός.
Σαν έφτασαν στο προορισμό τους, μια κραυγή ξέσπασμα, βγήκε από το βασανισμένο στήθος της, που πλάνταζε από την αγωνία για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της.
Αμέσως μετά κατάλαβε πως δεν έχει το δικαίωμα να λυγίσει. Μόνη της έπαιρνε κουράγιο κι έδινε και στα παιδιά της.
Με χίλια βάσανα και μεγάλη εκμετάλλευση έφθασε η γυναίκα στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε πρόχειρα σε ένα κατάλυμα στα Εξάρχεια. Ένιωθαν όλοι χαρούμενοι που βρήκαν μια στέγη, αλλά γρήγορα ήρθε κι άλλος κεραυνός να τους αναστατώσει. Αρρώστησε η μικρή αδελφή. Καινούργιος Γολγοθάς για τη μάνα. Και όλα αυτά στάλαζαν εμπειρίες έστω κι οδυνηρές στη συνείδηση του νεαρού Ιωάννη.
Οι δύο μεγάλες αδελφές δεν άργησαν να βολευτούν σε ένα μοδιστράδικο. Μείνανε τ’ αγόρια άπραγα αλλά και που να βρούνε δουλειά; Οι τόσοι πρόσφυγες είχαν κλείσει όλα τα περιθώρια για τους νεότερους και δεν υπήρχε καν προοπτική να φέρει ανάπτυξη ο καιρός. Μια γνωστή συμβούλεψε τη μάνα να στείλει τα αγόρια της στην ξενιτιά. Δεν υπήρχε κι άλλος δρόμος. Τι να κάνει η έρμη; Έσφιξε την καρδιά της. Έστειλε τον έναν στην Αμερική και τον Ιωάννη στην Αίγυπτο. Εκεί σίγουρα θα βρίσκανε δουλειά. Θα βοηθούσαν μάνα κι αδελφές που έμειναν πίσω.
Έτσι βρέθηκε ο Ιωάννης Κούνουπας σε μια κοινωνία που έσφυζε από πλούτο αλλά και πνευματική ζωή. Προορισμός του ένα πλούσιο κρητικό σπίτι που θα πήγαινε συστημένος. Οι πρώτες εικόνες που αντίκρισε ο Ιωάννης στο Κάιρο, σαν να είχαν βγει από κάποιο παραμύθι. Δεν χόρταινε να κοιτάζει γύρω του παράξενους ανθρώπους με ακόμα πιο παράξενο ντύσιμο.
Μερικές φορές τρόμαξε με κάποιες περίεργες φάτσες που πλησίαζαν απειλητικά. Με τρόπο έπιανε το πουγκί που του είχε ράψει στα ρούχα η μάνα του. Κι έπαιρνε ανάσα ανακούφισης. Ευτυχώς δεν υπήρξε κάτι δυσάρεστο μέχρι που βρήκε το αρχοντόσπιτο που περίμενε πως θα τον δεχτεί. Η απογοήτευση δεν άργησε να του «κόψει τα φτερά».
Η πρώτη επαφή με την οικοδέσποινα δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική παρά το γεγονός ότι ο μικρός με ευγένεια εξήγησε ποιος είναι και τι ζητά.
Η περιφρόνηση στο βλέμμα της μεγαλοκυρίας ήταν χαστούκι για την περηφάνια του Κρητικόπουλου. Γύρισε χωρίς να σκεφτεί τίποτα και χάθηκε στους άγνωστους δρόμους. Δεν ήταν ζητιάνος για να ανέχεται τόσο εχθρική και αλαζονική συμπεριφορά. Η πείνα θέριζε τα σωθικά του. Αλλά η περηφάνια του δεν τον εγκατέλειψε ακόμα κι όταν ένας φιλεύσπλαχνος άνθρωπος προσφέρθηκε να του δώσει κάτι να φάει, όταν περνώντας από μια μπυραρία η μυρωδιά από τους μεζέδες του έφερε λιγοθυμιά.
Ο άνθρωπος εκείνος, που αποδείχτηκε καλός του άγγελος, του έδωσε και μια διεύθυνση για ένα φαρμακείο που ζητούσε υπάλληλο. Ο Ιωάννης δεν έχασε καιρό, σύντομα βρέθηκε κοντά σ’ ένα μυστήριο άνθρωπο που από την πρώτη στιγμή φαίνεται να συμπάθησε το 15χρονο προσφυγάκι. Το ίδιο και η γυναίκα του φαρμακοποιού.
Ο Ιωάννης έδειξε αμέσως τις ικανότητές του. Μέσα σε χρόνο ρεκόρ έκανε όσες δουλειές του ανέθεταν κι ακόμα περισσότερες. Έγινε η «μασκότ» του φαρμακείου. Οι θαυμαστές της αξιοσύνης του πλήθαιναν καθημερινά.
Ο μικρός είχε εξασφαλίσει τα απαραίτητα αλλά ο φαρμακοποιός δεν ήταν και ιδιαίτερα ανοιχτοχέρης. Μόνο όταν ο Ιωάννης αρρώστησε βαριά κι ο άλλος κατάλαβε πως θα χάσει ένα τόσο καλό και προκομμένο βοηθό άνοιξε το πορτοφόλι του για να τον σώσει. Και τα κατάφερε.
Ο Ιωάννης συνέχισε να εργάζεται με ζήλο και από τα χρήματα που έπαιρνε αμοιβή δεν ξόδευε τίποτα. Η σκέψη της μάνας του τον απασχολούσε και η τύχη των κοριτσιών.
Όταν πια έκρινε πως είχε κάνει ένα κομπόδεμα δήλωσε ότι θα φύγει. Τρελάθηκε το ζευγάρι, τον ένιωθε πια παιδί του και δεν ήθελε να το αποχωριστεί. Πέντε χρόνια έβλεπαν με τα μάτια του, ανάσαναν με την ανάσα του. Τον ήθελαν κοντά τους κι όλα θα ήταν δικά του. Η νοσταλγία όμως είχε αρχίσει να βασανίζει τον Ιωάννη, και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Εκτός από χρήματα κουβαλούσε πλέον και μια τεράστια εμπειρία θητεύοντας κοντά σ’ έναν άνθρωπο που του έμαθε τόσα πολλά.
Μια σύντροφος μοναδική
Πέρασαν οι κακές μέρες, ο Ιωάννης βρέθηκε στο Ρέθυμνο και ευτύχισε να ενώσει τη ζωή του με μια πανέμορφη Χανιώτισσα δασκάλα τη Λέλα Καραπατάκη για την οποία έχουμε κάνει κατά καιρούς εκτενή αφιερώματα Μέσα στα κοινά σημεία που τους είχαν καταξιώσει στη συνείδηση των Ρεθεμνιωτών και η έντονη φιλανθρωπική τους δράση
Ο αξέχαστος Αλέκος Παπαδάκις , αδελφός του Κωστή , του Μιχαήλ και της Μαρίας ( Χουρδάκη) μου είχε αναφέρει κάποτε σε ένα γράμμα του ότι ο Ιωάννης Κούνουπας κάθε Σάββατο έδινε μια μεγάλη παραγγελία στα χασάπικα και τα δέματα με κρέας που του ετοίμαζαν τα μοίραζε διακριτικά σε άπορες οικογένειες της Σοχώρας ‘Ηταν πάντα κοντά στους πάσχοντες χωρίς να προβάλει τη δράση του αυτή
Πόσοι και πόσοι δεν κατέφευγαν στο φαρμακείο του να πουν τον πόνο τους και να φύγουν με τα απαραίτητα… Έστελνε όμως και ο Θεός στον γενναιόδωρο Ρεθεμνιώτη που ποτέ δεν στερήθηκε κατά θεία οικονομία.
Μα η ζωή χρειαζόταν κι ένα «ευ» για να γίνεται καλύτερη. Κι αυτό το ήξερε ο Ιωάννης Κούνουπας και το εφάρμοζε.
Η παρέα του άνθρωποι με την ίδια διάθεση να «κλέβουν μια του χάρου», έδιναν ζωή στην πόλη.
Με δικές τους πρωτοβουλίες οι Απόκριες αποκτούσαν μια άλλη ομορφιά.
Η σάτιρα κυλούσε στις φλέβες του Ρεθεμνιώτη φαρμακοποιού και διασκέδαζε τους πάντες με το αστείρευτο κέφι του.
Στο περίφημο κομιτάτο που έγινε και προπομπός του Καρναβαλιού όπως το ξέρουμε, πρώτος και καλύτερος ήταν ο Κούνουπας.
Κι όμως ποτέ δεν ξέφυγε από τα όρια της ευπρέπειας. Ήταν υπόδειγμα συζύγου και πατέρα.
Αγαπούσε τους φίλους του κι εκείνοι το ανταπέδιδαν.
Ο γιος του εκλεκτός λογοτέχνης Μανόλης Κούνουπας, αναφέρει την περίπτωση με την Ευκλείδη τον περίφημο γιατρό της προσφυγιάς, που όταν κατάφερε να εξοικονομήσει ένα καρβέλι επί Κατοχής, με τον φίλο του φαρμακοποιό έσπευσε να το μοιραστεί.
Αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος ήταν ο Κούνουπας μέχρι τα βαθειά του γεράματα.
Αυτό που επίσης του πιστώνει ο χρονογράφος του ήταν η τελειομανία που τον χαρακτήριζε.
Κάποιες Απόκριες αποφάσισε να ντυθεί… «Βενιζέλος» κι έκανε τις κυρίες που είχε καλέσει για συμβούλιο η γυναίκα του ως πρόεδρος να τον μπερδέψουν με τον Εθνάρχη όταν τον αντίκρισαν ξαφνικά και απροειδοποίητα να μπαίνει στο σαλόνι και να σηκωθούν για να του υποβάλουν τα σέβη τους.
Και Βενιζέλος ήθελε να ντυθεί από υπερβολική αγάπη στον Ελευθέριο, του οποίου ήταν φανατικός και αφοσιωμένος οπαδός. Αισθήματα που ο μεγάλος πολιτικός εκτιμούσε και ανταπέδιδε σε αγάπη και σεβασμό.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αθήνα. Ερχόταν όμως στο Ρέθυμνο γιατί μακριά του δεν ανάσανε. Εδώ τον βρήκε ο θάνατος. Ήταν το 1964 και η κηδεία του έγινε με πάνδημη συμμετοχή. Ακόμα και η Δημοτική Φιλαρμονική απέδωσε τιμές. Γιατί ο Ιωάννης Κούνουπας πρόσφερε στον τόπο, κι αυτό δεν το λησμόνησε ποτέ κανείς. Πόσο μάλλον και οι τόσοι ευεργετηθέντες από αυτόν
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ
Γιος του Ιωάννη και της Λέλας Κούνουπα ήταν ο Ανδρέας ένας από τις εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στις 4 Φεβρουαρίου 1921.Εκτός από την έφεσή του στα γράμματα τον διέκρινε και ένα σπάνιο ταλέντο στη ζωγραφική που πρώτη εντόπισε και υποστήριξη η μητέρα του Ο συμπολίτης φαρμακοποιός δεν χρειάστηκε να πάρει μαθήματα. Αυτοδίδακτος άφησε το ταλέντο του να εκφράσει όλο τον πλούτο των ιδεών του και τη λατρεία του στη φύση. Ιδιαίτερα η κρητική φύση μιλάει στα έργα του. Θα είναι εικόνες που αποτυπώθηκαν στο υποσυνείδητο όταν ο Ανδρέας πολεμούσε στα χρυσά του νιάτα το φασισμό, αναλαμβάνοντας επικίνδυνες αποστολές και οργώνοντας την ύπαιθρο με τους άλλους συναγωνιστές του. Για να μην σβήσει η σπίθα της αντίστασης. Και να έρθει το συντομότερο η λευτεριά.
Μα πορεία ευθύνης που έχει καταγραφεί στην τοπική ιστορία, αλλά ο ίδιος δεν θέλησε ποτέ να την εξαργυρώσει με αξιώματα.
Συνάμα και σεμνός καλλιτέχνης δεν μας επέτρεψε για χρόνια να δούμε τις εξελίξεις του στον τομέα που υπηρετεί με τόσο πάθος, τη ζωγραφική.
Μέσα από τα πύρινα άρθρα του ο Ανδρέας Κούνουπας επαναλάμβανε το χρέος κάθε ανθρώπου να πολεμά τα άνομα συμφέροντα που κάνουν δυστυχισμένους τους λαούς. Και με τον τρόπο ζωής του μας έπειθε πως η χαρά της ζωής και η δημιουργία δεν έχουν ημερομηνία λήξης.
Ποτέ δεν ξέχασε το ραντεβού με τις κάλπες ακόμα και στα βαθειά του γεράματα.
Δεν παρέλειπε να κάνει τον σύντομο μεσημβρινό του περίπατο, να ψωνίσει από το φούρνο της γειτονιάς και να «φιλέψει» τους ανθρώπους που τον εξυπηρετούσαν με τα εύστοχα τετράστιχά του αρκετά από τα οποία οι φίλοι του τα αναρτούσαν σαν πολύτιμα ενθύμια .
Ο Ανδρέας Κούνουπας, ήταν από τους ελάχιστους Ρεθεμνιώτες που μπορεί κάθε πτυχή της επίγειας δράσης του να καλύψει ολόκληρο κεφάλαιο. Είχε πρωτεύουσα θέση στην επιστημονική κοινότητα συνεχίζοντας μια οικογενειακή παράδοση. Κρατούσε μια δική του σελίδα στο μεγάλο κεφάλαιο της εθνικής αντίστασης κατά των ναζί που δεν πρόβαλε ποτέ. Είχε σαφέστατο πολιτικό λόγο και τον ανέπτυσσε σε άρθρα του που δημοσίευε μέχρι τα βαθειά του γεράματα στον τοπικό τύπο. Είχε μια μοναδική άνεση στην στιχουργική με βασικά χαρακτηριστικά πότε σατιρική διάθεση και πότε καθαρά ποιητική. Η επαγγελματική του καριέρα ήταν απόλυτα επιτυχής, επειδή ο Ανδρέας Κούνουπας είχε το πάθος της τελειομανίας. Έτσι κατάφερε τις επιστημονικές του γνώσεις να εναρμονίσει με τη λαϊκή ιατρική. Μπορούσε να σου δώσει διάλεξη για κάθε ιαματικό βότανο και σε ποιες κατηγορίες φαρμάκων θα το συναντήσεις. Ήταν μια κινητή εγκυκλοπαίδεια. Και με την ίδια άνεση γύριζε την κουβέντα σε πολιτικά, κοινωνικά και πολιτιστικά θέματα. Αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν μια απέραντη σεμνότητα. Κι όταν ανακάλυπτες κι άλλη πτυχή του χαρακτήρα του εκείνος περιοριζόταν να σκύψει το κεφάλι με τη συστολή εφήβου. Προσπαθούσε να σε πείσει ότι δεν έκανε τίποτα σπουδαίο. Απλά το καθήκον του. Και ποτέ δεν τον άκουσες να σχολιάζει επικριτικά τους εραστές της προβολής που έκαναν την «τρίχα τριχιά» για να φανούν σπουδαίοι. Είχε κατανόηση για το καθετί, σημαντικό και ασήμαντο. Με το ίδιο πάθος που αγωνιζόταν μια ζωή για την ειρήνη, τον έβλεπες να ασχολείται με τα μικρά και καθημερινά. Ενώ είχε τόσο σημαντικά καθήκοντα, θα έκλεβε ώρα για να μας γράψει τις φιγούρες από καντρίλιες που μας χρειαζόταν για την αναβίωση παλιών καρναβαλιών.
Κι έμεινε να κράτα επάξια μια θέση ανάμεσα στους Ρεθεμνιώτες που άφησαν έντονο το αποτύπωμά τους στον τόπο
ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΟΥΝΟΥΠΑΣ
H γνωριμία με τον Μανόλη Κούνουπα, τέλος του 1972, ήταν καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της τοπικής κοινωνίας.
Ήταν ένας από τα πρόσωπα που επιβεβαίωναν τη φήμη της πόλης στα Γράμματα και τις Τέχνες και κείνη την εποχή ζούσαν οι περισσότεροι από αυτούς που έκαναν το Ρέθυμνο τόσο σημαντικό στο χώρο του πνεύματος.
Ο Μανόλης Κούνουπας που γεννήθηκε από το 1925, ήταν οδοντογιατρός, αλλά τα εύσημα της επιστήμης του συμπορεύονταν και με τα άλλα που του απέδιδε κάθε πολιτιστική δράση, καθώς διέπρεπε στην πολιτιστική ζωή.
Η είσοδός του στην επιστημονική κοινότητα στη δύση της δεκαετίας του 50 χαιρετίστηκε και από τον τοπικό τύπο με πρωτοσέλιδο και μάλιστα δίστηλο στο οποίο τονιζόταν το μεγάλο πλέον αβαντάζ για το Ρέθυμνο να αποκτά ένα σύγχρονο οδοντιατρείο με εξοπλισμό ευρωπαϊκών προδιαγραφών κι ένα τόσο χαρισματικό επιστήμονα που είχε ήδη συγκεντρώσει τις πρώτες του περγαμηνές από τις επιδόσεις του στο Πανεπιστήμιο.
Όσες φορές κι ασχολήθηκα με τη σπουδαία αυτή προσωπικότητα, πάντα είχα την ανασφάλεια ότι κάτι θα ξεχάσω Κι είχα δίκιο επειδή ο αξέχαστος φίλος ήταν ανεξάντλητος σε δράσεις και κοινωνική προσφορά.
Μέλος της Χορωδίας, επιτυχημένος αρθρογράφος, μέλος των Μουσικών Νειάτων και του Ορειβατικού Συλλόγου, ένθερμος οπαδός του πρασίνου, δεν άφηνε τομέα να μην προσφέρει πρόθυμα τις υπηρεσίες του. Και πάντα με σεμνότητα.
Μερικές φορές μάλιστα τον «πείραζα» επειδή είχαν με την Έλλη Βότζη αυτή την μετριοφροσύνη που άγγιζε τα όρια της υπερβολής.
Χαμογελούσε και μου έλεγε πως αξίζει προβολής μόνο όποιος κάνει κάτι για να ευχαριστήσει άλλους
Ο ίδιος όπως και η Έλλη έκαναν αυτό που υπαγόρευε η ανθρωπιά τους και πρώτα και κύρια ικανοποιούσε αυτό΄ς τους ίδιους
Ο Μανόλης Κούνουπας, τιμούσε στο έπακρον την ιστορική του οικογένεια Καμάρωνε για τον πατέρα του τον περίφημο Ιωάννη Κούνουπα, λάτρευε τη μητέρα του, έναν επίγειο άγγελο, καθώς ήταν η Λέλα Κούνουπα, η καλή μοίρα των προσφύγων, και φυσικά ένιωθε μεγάλη περηφάνια για τον αδελφό του τον Ανδρέα.
Έμοιαζε να ζει στη σκιά του ενώ είχε και ο ίδιος να παρουσιάσει έργο και προσφορά
ΕΖΗΣΕ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Έζησε μαζί του τα φοβερά γεγονότα του Γενάρη του 45, μετά βίας κατάφεραν να σωθούν και να καταφύγουν στην Αθήνα για τις σπουδές τους.
Μου έκανε μάλιστα τη μεγάλη τιμή να μου καταθέσει όλες τις τραυματικές του εμπειρίες από τον εμφύλιο σε μια σπουδαία έκθεση , που αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια στην κιβωτό μνήμης του Πολιτιστικού Ρέθυμνου
Ο Μανόλης Κούνουπας 19χρονος τότε, με απόλυτη αντικειμενικότητα καταθέτει τα γεγονότα αποφεύγοντας να γράψει για τις δικές του ταλαιπωρίες που υπέστη
Χαρακτηριστικό το παρακάτω δείγμα γραφής:
«Η αείμνηστη Κατίνα μόλις με είδε μου ζήτησε να μεταφέρω αρχειακό υλικό της ΕΠΟΝ στα γραφεία διοίκησης του ΚΚΕ στην πρώην οικία Ανδρουλιδάκη, νυν Μπιρλιράκη στην οδό Χορτάτση.
Πήρα το χαρτοκιβώτιο και ξεκινήσαμε με τις ΕΑΜίτισσες και τους Ρώσους με τον Βλαδίμηρο.
Βαδίσαμε από την προκυμαία για λόγους ασφαλείας και όχι από την Αγορά (Αρκαδίου).
Στα γραφεία του κόμματος είδαμε αντάρτες εορίτες να τα έχουν περικυκλώσει αλλά δεν μας μίλησαν. Μέσα στα γραφεία βρήκαμε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ μόνο και τον γραμματέα Κρήτης Γ. Σμπώκο.
Όταν ο Βλαδίμηρος τον ενημέρωσε ότι αυτός και οι σύντροφοί του θέλουν να φύγουν έγινε έξαλλος. Άρχισε να τους βρίζει και να τους διώχνει κακήν κακώς γιατί ζητούσα να εγκαταλείψουν συντρόφους σε ώρα μεγάλου κινδύνου.
Σε μένα και τις γυναίκες είπε να φύγουμε αμέσως γιατί κινδυνεύαμε. Πράγματι μόλις φθάσαμε στον Άγνωστο τρέχοντας ακούσαμε πυροβολισμούς από τη μεριά των γραφείων που μόλις είχαμε αφήσει.
Αργότερα έμαθα ότι είχε σκοτωθεί ο αντάρτης όσο για τον Σμπώκο είχε καταφέρει να διαφύγει…»
Ο Μανόλης Κούνουπας, μετά από περιπέτειες πολλές κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του
Η αγάπη για τον τόπο του τον ώθησε να ασχοληθεί και με τα κοινά, θητεύοντας και στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Η συγγραφική του ικανότητα εκδηλώθηκε απροσδόκητα και όπως συνήθιζε να μας λέει ήταν μια διέξοδος για να εκφράσει τα αισθήματά του για τη φύση και το περιβάλλον αλλά και την αγωνία του για τις οικολογικές καταστροφές που προκαλούσαν τα ανελέητα συμφέροντα.
Είχε μια σπάνια ευρύτητα πνεύματος και αυτό εκτιμήθηκε από καταξιωμένους ανθρώπους των γραμμάτων που χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την παρουσία του στα Ελληνικά Γράμματα.
ΚΕΡΔΙΣΕ ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΜΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Δεν είναι τυχαίο ότι τον περιέβαλαν με το θαυμασμό τους για το συγγραφικό του έργο προσωπικότητες της πνευματικής ζωής όπως ο Μανούσος Μανούσακας, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, ο Στυλιανός Αλεξίου, ο Γιάννης Γρυντάκης και τόσοι άλλοι.
Στο ποιητικό του έργο εξάλλου το γεμάτο ευαισθησία δεν παρέλειπε να αναφέρεται στον τόπο του που λάτρευε.
Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του για το Ρέθυμνο που μελοποίησε και ο κουμπάρος του ο καταξιωμένος μας συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης.
Για κάθε του βιβλίο θα είχαμε να σημειώσουμε πολλά αλλά εκείνο που σίγουρα αποτελεί κοινωνικό ευαγγέλιο είναι «Οι Μισαλλοδοξίες» του. Το είχαμε επισημάνει αρκετές φορές αλλά εκείνος φρόντιζε να αλλάζει συζήτηση με την μετριοφροσύνη που τον διέκρινε.
Από τα άρθρα του επίσης στον τοπικό τύπο επίλεκτη θέση έχουν αυτά που αναφέρονται στο παλιό Ρέθυμνο. Άρθρα γεμάτα νοσταλγία και φλογερή αγάπη για τη γενέθλια γη.
Ο Μανόλης Κούνουπας, διετέλεσε πρόεδρος του Οδοντιατρικού Συλλόγου, μέλος της διοίκησης του Ορειβατικού Συλλόγου, πρόεδρος του αθλητικού Συλλόγου «Ατρόμητος», μέλος της διοίκησης της Δημοτικής Φιλαρμονικής, μέλος της Δημοτικής Χορωδίας και Δημοτικός Σύμβουλος, από το 1975 μέχρι την αναχώρησή του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να μετοικήσει στην Αθήνα Ήταν σημαντική η απουσία του από την πολιτιστική μας ζωή, αλλά γρήγορα αναπληρώθηκε με το έργο του που άρχισε να αποκτά πανελλήνιο ενδιαφέρον
Στην Αθήνα έγινε ενεργό μέλος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» και αργότερα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Για την προσφορά του, μάλιστα, τιμήθηκε από την Παγκρήτια Ένωση, από τον Σύλλογο Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» με το αξίωμα του επίτιμου μέλους και από τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών.Διακρίσεις που ήρθαν να συμπληρώσουν αυτές που είχε ήδη αποκτήσει στην Κρήτη όταν είχε βραβευτεί από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Χανίων σε Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Ρεθύμνης.
Η ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΤΟΥ ΔΡΑΣΗ
Φανατικός φυσιολάτρης ξεκίνησε την εκδοτική του δραστηριότητα με το βιβλίο του «Ακόμα ψηλότερα» (εκδόσεις Καλέντης 1993)
Το 2001 κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Ιωλκός» το λογοτεχνικό βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια» Στο βιβλίο του αυτό φωτίζονται προσωπικότητες και γεγονότα στο Ρέθυμνο από την εποχή του μεσοπολέμου που έχουν μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον Και φθάνουμε στη «Μισαλλοδοξία» (2002) ένα πραγματικό ευαγγέλιο για τους συνειδητούς και σκεπτόμενους πολίτες
Σύντομα όμως απολαύσαμε και τις ποιητικές του δημιουργίες πρώτα με τα «Αναβολέματα», σε δύο εκδόσεις με βαθειά γνώση της κρητικής διαλέκτου
Και μια ακόμα σημαντική έκδοση μας πρόσφερε το 2011 που ήταν η βιογραφία του ήρωα στρατηγού Παντελή Σαββάκη με τίτλο « «Νίκησε δυο φορές το θάνατο»
Η ΑΓΑΠΗ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ ΤΟΥ
Όταν επέστρεψε στο Ρέθυμνο , από το αρχοντικό του στην Πηγή, συνέχιζε τη δράση του Μας εντυπωσίαζε η στωικότητα και η ευγένεια της ψυχής του με τις οποίες αντιμετώπιζε κάθε δυσκολία Ανεξίκακος, υπέροχος , άνθρωπος με όλη τη σημασία είχε δημιουργήσει μόνο φίλους και μάλιστα της καρδιάς
Χαρακτηριστικό το απόσπασμα από ομιλία του Μπάμπη Πραματευτάκη σε μια τιμητική που είχε οργανωθεί στη μνήμη Μανόλη Κούνουπα στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο
Ευτύχησα να συνδεθώ με το Μανόλη Κούνουπα σε μια περίοδο που όλοι αναζητούσαμε δρόμους διεξόδου καθώς το Ρέθυμνο περνούσε μια κρίσιμη περίοδο.
Τα δεινά των δύο πολέμων είχαν αφήσει πληγές που ο χρόνος μάταια προσπαθούσε να επουλώσει . Μνήμες ανίατες βάραιναν τα νιάτα της εποχής, και τα όνειρα όσα μας επέτρεπαν φυσικά να έχουμε οδηγούσαν μόνο στο λιμάνι
Ο Μανολάκης ήταν μεγαλύτερός μου κατά τι Αλλά η φιλία μας ήταν δυνατή. Τη δύναμή της την πότιζε ιδιαίτερα η επανάσταση που βίωνε η ψυχή μας. Βλέπετε είμασταν και οι δυο κρίκοι μιας αλυσίδας που για την πατρίδα μας κατά τους κρατούντες ήμασταν μιάσματα. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που σήμερα οι νέοι μας δεν καταλαβαίνουν την σημασία αυτής της έννοιας
Με τον Μανόλη μας ένωνε επίσης κάτι άλλο Η αγάπη μας για τη μουσική Την τέχνη αυτή τη λάτρευε ο Μανόλης και η κατάρτισή του ήταν αξιοζήλευτη
Ερχόμαστε τώρα στην εποχή που γυρίζω από το Μόναχο. Το Ρέθυμνο ζει την νέα του εποχή την εποχή της ανάπτυξης που του χαρίζουν τα νέα οικονομικά δεδομένα.
Φυσικά επιστρέφοντας στη γενέτειρά μου με οικογένεια πια βρήκα ανοικτές τις πόρτες τις τόσο αγαπημένες που άφησα όταν ξενιτεύτηκα.
Τα όνειρα τα παλιά βρίσκουν το δρόμο ανοικτό χωρίς τα επάρατα εμπόδια εκείνης της εποχής.
Ξαναζω από την αρχή κι έχω απέναντί μου τη Ρεθεμνιώτικη Μικτή Χορωδία και ανάμεσα στα χαμόγελα που μου χαρίζουν ,τη δύναμη της συνέχειας ήταν και το ξεχωριστό χαμόγελο του Μανόλη. Πρέπει να σημειώσω ότι στην επιστροφή μου είχα μια ακόμα μεγάλη έκπληξη.
Το πνευματικό Ρέθυμνο παράλληλα με όλα που μας χαρίζει ήταν επίσης χείμαρρος ποίησης
Η ποίηση των συντοπιτών μας είχε μια ξεχωριστή δύναμη για μένα και ήταν αυτό που χρειαζόμουν όντας και διευθυντής της χορωδίας μας που έπρεπε το ρεπερτόριό της να διανθιστεί με Ρεθεμνιώτικες δημιουργίες
Εγώ στην ταπεινή μου προσπάθεια αυτό που ζητώ να έχει το ποίημα που ξεχωρίζω από όλα όσα διαβάζω και που τα περισσότερα μου αρέσουν πολύ είναι ;
- Να είναι μεστό στη δυναμική του
- Να με αγγίζει το διανόημά του
- Να έχει τα περιθώρια δημιουργίας στροφικού τραγουδιού
- Να έχει λυρικότητα
- Οι εικόνες που αναδύονται από τους στίχους του να είναι ζωντανές και να εκπέμπουν μουσικότητα Αυτή τη μουσικότητα που συνεπαίρνει το νου του αναγνώστη
- Να μου χαρίζει ο στίχος μόνος του τη μελωδία Όχι να την ψάχνω εγώ
Αυτά όλα με απλοχεριά τα βρήκα και στην ποίηση του Μανολάκη Όμως αυτό που ιδιαίτερα με συγκίνησε στην ποίησή του είναι ότι εκφράζεται με τη δική μας ντοπιολαλιά και η θεματική του έχει άμεση σχέση με το Ρέθυμνο την πόλη της καρδιάς μας Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε διαβάζει τους στίχους του να μη βλέπει τη μελωδία που είναι γραμμένη πίσω από αυτόν το στίχο που μας έδωσε το ευλογημένο χέρι του αξέχαστου και πάντα παρόντος στη σκέψη μας Μανόλη Κούνουπα.
Κι έγραψε ο Μανολάκης:
Καλότυχος , καλόμοιρος στην Κρήτη ανε προβάλλεις
κι αν είναι για το Ρέθυμνο δυο φορές καλομοίρης
γιατί στη μέση του νησού η αρχοντοπολιτεία
σε σοντηρά πεσίχαρη σαν λυγερή νεράιδα…»
Περίτεχνα σκιαγραφεί τον άνθρωπο Μανόλη Κούνουπα αποχαιρετώντας τον και ο Σταύρος Φωτάκης γράφοντας:
«Ο Μανώλης για όλους είχε και ένα καλό λόγο να πει, όλους να συμβουλέψει και να επαινέσει, χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις. Με καλή καρδιά, με καθαρό μυαλό, με άψογη γραφή, με ποιητική και λογοτεχνική πένα, εδήλωνε ταχτικά τη παρουσία του σε αρθρογραφία και λογοτεχνία, ως μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Αγαπούσε υπερβολική την Κρήτη, το Ρέθεμνος, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις του. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους Αμαριώτες, γιατί όπως μου είχε πει είχε καταγωγή από το Αμάρι, γι’ αυτό και συγκαταλέγεται στις προσωπικότητες του άλλοτε Νευς Αμάρι.
Η παρουσία του σε όλες τις εκδηλώσεις ήτανε έντονη. Τον διέκρινε η πρεπιά, η αρχοδιά και η μεγαλοσύνη της καρδιάς. Τίμησε το ιατρικό λειτούργημα, τα κρητικά γράμματα, την Κρήτη ολάκερη. Βιβλιόφιλος, έθεσε και τη δική του σφραγίδα στο συγγραφικό χώρο.
Όσα και να πω, όσα και να γράψω θα είναι λίγα και φτωχά για το Μανώλη Κούνουπα….
ΜΝΗΜΕΣ ΠΑΛΙΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ
Με την ίδια λογοτεχνική άνεση ο Μανόλης Κούνουπας μας άφησε κείμενα για το παλιό Ρέθυμνο όπως :
Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς στο σημερινό συμπολίτη εκείνο το αλλοτινό ήμερο ψυχολογικό κλίμα της πόλης, το σύνολο των συνθηκών που επικρατούσαν, το ευγενικό, ειλικρινές συναίσθημα, την καλοπροαίρετη διάθεση, την γαλήνια ζεστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πώς να προσεγγίσει και να προσπελάσει η νεότερη ρεθεμνιώτικη γενιά, η αποστασιοποιημένη συναισθηματικά, την περασμένη φιλική και ψυχική επικοινωνία σε μια κοινωνία φιλάλληλη, αλτρουιστική και χριστιανική.
Οι Ρεθεμνιώτες γνωριζόντουσαν και χαιρετούσε ο ένας τον άλλο εγκάρδια και ένθερμα, μιλούσαν αυθόρμητα και συζητούσαν με ειλικρίνεια και δεν έθεταν εν αμφιβόλω την εκατέρωθεν εμπιστοσύνη και αξιοπιστία τους.
Αντί των αναποτελεσματικών διαφημίσεων με τα φέιγ-βολάν και τις αφισοκολλήσεις ο ντελάλης ο Ζαμφώτης με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε δημόσια μιαν εντυπωσιακή είδηση, ένα γεγονός, ένα καινούργιο, ξεχωριστό προϊόν.
Ένα θέαμα γραφικό ήταν τα γαϊδουράκια τα φορτωμένα με καυσόξυλα είτε με κάρβουνα σε σακιά, που στέκονταν και περίμεναν υπομονετικά τον πελάτη στο χέρσο χωράφι και σημερινό παρκινγκ της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων.
Κάποιες ημέρες, στα χρόνια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εισόδους της πόλης, άρπαζαν τα γαϊδούρια των φτωχών χωρικών και τα πήγαιναν και τα μάντρωναν στην άλλοτε εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων. Επρόκειτο για την πρώτη κατασκευή του Ιερού Ναού όταν ήταν ακόμα καρά-γιαπί. Το κτίσμα αργότερο κρίθηκε ετοιμόρροπο και κατεδαφίστηκε. Τα γαϊδούρια έμειναν εκεί αρκετές ημέρες και αφού συγκεντρώθηκε ένας αριθμός σημαντικός κάποτε φυγαδεύτηκαν, ενδεχομένως για την Γερμανία. Κυκλοφόρησε τότε η ανεξακρίβωτη φήμη ότι έγιναν κονσέρβες.
Από τη λεωφόρο Κουντουριώτη και μέχρι το ύψος της συνοικίας Μασταμπά τα σπίτια ήταν αραιοχτισμένες μονοκατοικίες. Από εκεί και πάνω υπήρχαν μόνο αμπέλια. Ας σημειωθεί ότι το κρασί ήταν απαραίτητο στα γεύματα των συμπολιτών.
Ο Λευτέρης ο φούσκας ανήγγειλε επίσης με τη βραχνή φωνή του την άφιξη κάποιου περιπλανώμενου θιάσου, του λεγόμενου μπουλουκιού, με ηθοποιούς από το περιθώριο, γυναίκες του σκοινιού και του παλουκιού, κάθε καρυδιάς καρύδι
Ο Λευτέρης εξ’ άλλου διαφήμιζε και τα έργα του σινεμά όπως τις κωμωδίες του Σαρλώ, του Μπάστερ Κήτον, του Χοντρού – Λιγνού, είτε ένα φιλμ με πολλή δράση, από ένα σύνολο εντυπωσιακών πράξεων (Ταρζάν, συγκρούσεις εμπολέμων, μάχες, καταδιώξεις κ.λπ.).
ΑΣΒΕΣΤΗ Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ
Από τους λόγιους συμπολίτες που ασχολήθηκαν με το έργο και τις ημέρες του αξέχαστου Μανόλη Κούνουπα ήταν ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο Γιώργος Φρυγανάκης , ο Κωστής Ηλία Παπαδάκης και άλλοι
Εκείνος όμως που ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την πορεία και το έργο του σε σωρεία αναφορών και αφιερωμάτων ήταν ο Χάρης Στρατιδάκης που πρωτοστατούσε και σε κάθε εκδήλωση τιμής για το Μανόλη Κούνουπα, ένα Ρεθεμνιώτη που η θύμησή του καίει άσβεστη στη μνήμη όσων των έζησαν και μυρώθηκαν από το μύρο της φιλίας και της ανθρωπιάς του
ΕΥΑ ΛΑΔΙΑ
Ν ι κ ό λ α ο ς Κ ο ύ ν ο υ π α ς
Αγιογράφος, ιερέας και δάσκαλος
Στη μνήμη του αγαπητού φίλου
Μανόλη Κούνουπα
(1926- 2018)
του Κωστή Ηλ Παπαδάκη
Στις 26 Νοεμβρίου, πριν δύο χρόνια, έφυγε από κοντά μας για τη γειτονιά
των αγγέλων ο γνωστός και σε όλους αγαπητός συμπολίτης Μανόλης Ι.
Κούνουπας (εικ. 1), συνταξιούχος οδοντίατρος και λογοτέχνης. Θεωρώ τον
εαυτόν μου ευτυχή που ο Μανόλης Κούνουπας με τίμησε με μια μακρά,
ειλικρινή και αδιατάραχτη φιλία κατά τα τελευταία τριάντα, περίπου, χρόνια
του επίγειου βίου του.
Σήμερα η χαρά μου είναι απροσμέτρητα μεγάλη, γιατί με την ευκαιρία
της συμπλήρωσης δύο χρόνων από την ημέρα του θανάτου του, μου δίνεται η
ευκαιρία ν’ αποτίσω, και πάλι, φόρο τιμής, το οφειλόμενο πνευματικό
«αντίδωρο» για τον αγαπητό φίλο. Ο Μανόλης Κούνουπας ήταν ένας
πραγματικά δημιουργικός, πρακτικός και εξαιρετικά αποτελεσµατικός και
δημοκρατικός άνθρωπος, μεγαλωμένος στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και
του εμφυλίου. Ήταν ένα μεγάλο κεφάλαιο για τον τόπο και την ιστορία του,
που, πέραν από την πρωτότυπη στη σύλληψή της και απλή στην παρουσίασή
της ιστορική και πολιτιστική συγγραφική προσφορά του, παρουσίασε, είναι
γεγονός, και προσέφερε και μιαν, εξίσου, εξαιρετικά πλούσια και καθάρια,
πολυποίκιλων ενδιαφερόντων, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική δράση.
Πέραν της αγαστής συνεργασίας και στενότατης επικοινωνίας μας κατά
τα χρόνια της μακρόχρονης αυτής φιλίας μας- στα οποία, όμως, αναφέρθηκα
εκτενώς στην νεκρολογία μου επί τω θανάτω του πριν από δύο χρόνια, αλλά και
στην ομιλία μου στην τιμητική προς αυτόν Ημερίδα στο Λαογραφικό Μουσείο
Ρεθύμνου (26/8/2019)- θα ήθελα, με το σημείωμά μου αυτό, ταπεινό κεράκι
στην ιερή μνήμη του, να αναφερθώ συντόμως και σ’ ένα άλλο ειδικότερο θέμα,
που τον ενδιέφερε απεριόριστα και τον κρατούσε σε συνεχή αγωνία, ώστε δεν
έπαυε να μου το θίγει ανελλιπώς στα χρόνια αυτά της φιλίας μας.
Είχε, δηλαδή, τον καιρό εκείνο, «ανακαλύψει» ότι στην οικογένειά του
υπήρχε ένας σημαντικός- όπως ο ίδιος μού τον αποκαλούσε- πρόγονος,
ο
αγιογράφος ιερέας και δάσκαλος Νικόλαος Κούνουπας που έζησε περί
το έτος 1882 και για τον οποίο έτρεφε βαθιά συναισθήματα θαυμασμού και
αγάπης. Τα συναισθήματα αυτά τον ωθούσαν διακαώς να επιθυμεί να ανεύρει
στοιχεία προς ανάδειξή του. Το θεωρούσε τιμή και καμάρι του ότι στην
οικογένειά του ανακάλυπτε έναν τόσο σημαντικό ιερωμένο πρόγονο, που είχε
αφήσει ανεξίτηλο το όνομα της οικογένειας σε αρκετές αγιογραφίες του. Ίσως,
θεωρώ, να συντελούσε σε αυτό και η από κάποιο σημείο και πέρα- κατά τα
τελευταία αυτά τριάντα χρόνια του βίου του- ολοκληρωτική μεταστροφή της
προσωπικότητάς του προς τον κόσμο των χριστιανικών και ηθικών αξιών, που
την παρακολούθησα σαφώς να διαμορφώνεται στην καθόλα εξαίρετη
προσωπικότητά του.
Μου είχε, μάλιστα, προσφέρει και ένα λεύκωμα με δέκα φωτογραφίες
αγιογραφιών του Νικολάου Κούνουπα, που είχε τραβήξει ο ίδιος (τρεις από τις
οποίες δημοσιεύω στο παρόν σημείωμά μου), με την παράκληση να
προχωρούσα, αν ήταν δυνατόν, κι εγώ την έρευνα για τον λαμπρό πρόγονό του,
για τον οποίο τόσο πολύ εσεμνύνετο. Έχοντας, όμως, άλλες εργασίες μπροστά
μου, δεν τα κατάφερα, τελικά, να καταπιαστώ με το συγκεκριμένο «ζωγραφικό-
αγιογραφικό» θέμα, που δεν ανταποκρινόταν, εξάλλου, με τα στενά και άμεσα
συγγραφικά μου διαφέροντα.
Βρήκα πρόσφατα στο γραφείο μου το λεύκωμα αυτό με τις δέκα
φωτογραφίες κι ένιωσα βαθιά μέσα μου την ανάγκη και το χρέος απέναντι στον
φίλο- τώρα, με την ευκαιρία της επετείου του θανάτου του- να το βγάλω, έστω
κι έτσι απλά (λόγω έλλειψης περισσοτέρων στοιχείων), από την αφάνεια στην
οποία το είχα «καταδικάσει» όλα αυτά τα χρόνια και να δώσω στη δημοσιότητα
τον «ηγαπημένον πρόγονον φίλου αγαπητού», όντας απόλυτα βέβαιος ότι από
εκεί πάνω θα ευφρανθεί επί τούτω η ψυχή του. Ίσως, εξάλλου, για τους
ειδικότερους περί την αγιογραφική τέχνη, η κίνηση αυτή να έχει κάποιο
αποτέλεσμα προς ανακίνηση και συνέχιση της συγκεκριμένης έρευνας που
άρχισε ο αείμνηστος φίλος και συνέχισε, είναι γεγονός, η, επίσης, αείμνηστη
Κυριακή Εμμ. Παντελάκη- Τζιρίτα, στο βιβλίο της Ρουμελί, Ο ιερός ενοριακός
Ναός Αγίας Ζώνης, Ρέθυμνο 2013.
Το σύνολο, σχεδόν, των στοιχείων που ακολουθούν αμέσως παρακάτω
για τον αγιογράφο Νικόλαο Κούνουπα προέρχεται, βασικά, από τις ερευνητικές
προσπάθειες του Μανόλη Κούνουπα και τα οποία μου είχε αποκαλύψει κατά τις
συζητήσεις μας.
«Θα ’ταν, μου είχε πει, κατά τα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν σε
επίσκεψη μου στο “Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών” επέδειξα φωτογραφίες εικόνων
του Νικολάου Κούνουπα στην, τότε, Διευθύντρια του Μουσείου Μυρτάλη
Αχειμάστου-Ποταμιάνου, η οποία, αφού τις παρατήρησε με φανερό θαυμασμό κι
αμέριστο ενδιαφέρον με ρώτησε σε ποια εκκλησία της Κρήτης βρίσκονται. Εγώ
της απάντησα κι εκείνη με διαβεβαίωσε, ως ειδική πλέον επιστήμων, ότι δεν
αμφιβάλλει για την αυθεντικότητά τους και ότι ταυτίζονται με τις ανεκτίμητες
αγιογραφίες της Κρητικής Σχολής.
Έκτοτε, μου συμπλήρωσε, αποδύθηκα σε επίμονη αναζήτηση στοιχείων
σχετικών με την εξιστόρηση της ζωής και της δημιουργίας ενός σύντομου
βιογραφικού σημειώματος, του εξ αντικειμένου προικισμένου πατέρα Νικολάου
Κούνουπα, αλλά και τόσο ταπεινού συνάμα, ώστε, εντυπωσιακό αυτό, να έχει
παραμείνει στην απόλυτη αφάνεια.
Αργότερα, μου συνέχισε, σε μιαν επίσκεψη- προσκύνημά μου στον ιερό
ενοριακό ναό της Αγίας Ζώνης στο Ρουμελί έμεινα έκπληκτος, όταν τύχη αγαθή
και πέραν πάσης προσδοκίας, εντόπισα σε πολλές εικόνες, το όνομα τού
σημαντικού προγόνου μου, πατέρα Νικολάου Κούνουπα, ιερέως, από τον οποίον
είχαν ιστορηθεί, όπως, εξάλλου, και η εικόνα της Υπαπαντής, η οποία βρίσκεται
ως οικογενειακό μου κειμήλιο και ως πολύτιμο κληρονομικό απόκτημα κατ’
οίκον».
Πάντως, μετά από αυτά τα στοιχεία του φίλου Μ. Κούνουπα, αν θα
μπορούσα σήμερα να εκφράσω κι εγώ την προσωπική μου άποψη, δεν θεωρώ
(και είναι εξαιρετικά εντυπωσιακό αυτό) ότι υπάρχει απόλυτη ομοιομορφία στις
εικόνες του Ν. Κούνουπα στην απόδοση των θείων μορφών. Για παράδειγμα
στην εικόνα της Σταύρωσης του Κυρίου (από τους ι. ναούς Ρουμελί και
Σκεπαστής), ίσως, πράγματι, πρόκειται για Κρητική Σχολή (κατά την κ.
Ποταμιάνου και αυτήν θα της επέδειξε, υποθέτω, ο Μ. Κούνουπας) (εικ. 3),
αλλά άλλες εικόνες του θα μπορούσαμε, περισσότερο, να τις χαρακτηρίσουμε
ως λαϊκότροπες με έναν χαρακτηριστικό εκλεκτικιστικό συγκερασμό
παραδοσιακού, σε ό,τι αφορά στη θεματολογία και τη σύνθεση και δυτικού σε
ό,τι αφορά στην απόδοση των παραστάσεων (εικ. 4), που μας θυμίζουν, νομίζω,
εικόνες του γνωστού Ρεθυμνίου αγιογράφου του μητροπολιτικού μας ναού, της
ίδιας εποχής, Αντώνιου Χατζή Γ. Βεβελάκη (εικ. 5).
Εικόνες προερχόμενες από τον χρωστήρα του Νικολάου Κούνουπα
υπάρχουν σήμερα στον ι. ναό της Αγίας Ζώνης, στο Ρουμελί Μυλοποτάμου (ο
Παντοκράτωρ, τα Εισόδια της Θεοτόκου και ο άγιος Χαράλαμπος του
τέμπλου), καθώς και όλο το δωδεκάορτο. Τις εικόνες αυτές έχει καταγράψει
επιμελώς η Κυριακή Εμμ. Παντελάκη- Τζιρίτα, στο βιβλίο της που
προαναφέραμε, όπου παρατίθεται και σύντομο βιογραφικό και σπάνια
φωτογραφία του αγιογράφου (την οποία δημοσιεύουμε κι εμείς), προσφορά της
εγγονής του Ειρήνης Κούνουπα. Όλες οι εικόνες είναι ενυπόγραφες και με
ημερομηνία ιστόρησής τους (1882).
Εικόνες του Ν. Κούνουπα υπάρχουν, επίσης, και στην ενορία του χωριού
Σκεπαστή (Ζωοδόχος Πηγή, άγιος Γεώργιος, άγιος Νικόλαος, Σταύρωση),
καθώς και στην Ι. Μ. Ατάλης Μπαλή, στο Γαράζο, στα Πλευριανά και στο
Μελιδόνι.
Κλείνουμε το σημείωμά μας αυτό με την ευκαιρία ανάμνησης του καλού
φίλου Μανόλη Κούνουπα, ευχόμενοι και προσευχόμενοι όπως ο Κύριος
αναπαύσει την ψυχή του και η μνήμη του να είναι αιωνία!