
του Κωστή Ηλ. Παπαδάκη
Η Μεγάλη Πόρτα– σήμα κατατεθέν της πόλης μου- είναι σήμερα ένα από τα χαρακτηριστικότερα βενετσιάνικα μνημεία, που τραβά, από την πρώτη, κιόλας, στιγμή, αμέριστο το ενδιαφέρον του επισκέπτη. Είναι, ίσως, το μοναδικό μνημείο της πόλης μου που συνδέει- λόγω και του σημείου όπου βρίσκεται- με τόση φυσικότητα τα χρόνια της Γαληνοτάτης με τη σύγχρονή εποχή. σημείο αναφοράς για πολλές γενιές Ρεθεμνιωτών και ένα από τα ισχυρότερα τοπόσημα αποτέλεσε πρακτικά και συμβολικά τον κόμβο της νεότερης ρεθεμνιώτικης εξωστρέφειας.
Το σωζόμενο τμήμα της- από λαξευμένους λίθους με λοξότμητες ακμές, που στο πάνω μέρος τους δημιουργούν ημικυκλικό τόξο- είναι το μοναδικό λαμπρό δείγμα που απέμεινε από την παλιά βενετσιάνικη οχύρωση, προς τη μεσημβρινή πλευρά της πόλης μου, που εκτεινόταν από τη ΝΔ γωνία του σημερινού Εθνικού Σταδίου μέχρι και στσ’ Άμμος την Πόρτα, τη σημερινή πλατεία Αγνώστου Στρατιώτη. Το τείχος, έπεσε στα πρώτα, ακόμα, χρόνια της Κρητικής Αυτονομίας, θύμα κι αυτό της σκαπάνης της εξέλιξης, του «πολιτισμού» και της «προόδου» …. Χρέος μου να πω, στο σημείο αυτό, ότι από τα οικοδομικά υλικά που συγκεντρώθηκαν από το γκρέμισμα των τειχών δεν πήγε τίποτα χαμένο, αφού με δαύτα στήθηκαν πάμπολλα από τα νεότερα νοικοκυριά της πόλης, χωρίς να λείπουν, εξυπακούεται, οι παραφωνίες, οι κακοτεχνίες και οι υπερβολές. Εξάλλου, σ’ όλη τη διαδρομή του τείχους απ’ Ανατολή σε Δύση τα σπίτια, από τη μέσα μεριά, το ακουμπούσαν και κυριολεκτικά το ‘γλειφαν στοιβαγμένα πάνω του, λόγω της στενότητας του «εντός των τειχών» χώρου της πολιτείας.
Το Ρέθυμνο, τον καιρό εκείνο, δοκίμαζε την εμπειρία ενός νέου αναζωογονητικού οικοδομικού οργασμού, ο οποίος, βέβαια, μακροπρόθεσμα, αποδείχθηκε εξαιρετικά άχαρος, ρηχός και, κυρίως, ωφελιμιστικός. Εκείνη την εποχή τα πάντα άλλαζαν και το σημαντικότερο, η συντριπτική πλειοψηφία προσδοκούσε τον εκσυγχρονισμό των υποδομών τού Ρεθύμνου, είτε αυτές αναφέρονταν στις λειτουργίες της πόλης είτε στο κτιριακό δυναμικό της. Ήδη από το έτος 1894 το Ρέθυμνο αγωνιούσε και ζητούσε πώς και πώς να εξακτινωθεί σταδιακά και ν’ απλωθεί έξω από τα τείχη της πόλης, μέσα στα οποία ένιωθε κυριολεκτικά να ασφυκτιά και να βράζει στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που του δημιουργούσαν οι στενοί δρόμοι, οι ακάλυπτοι οχετοί και τα ρυάκια, οι στάβλοι και τα χαλκωματάδικα. Τα τείχη, λοιπόν, κατεδαφίστηκαν «εν μια νυκτί», το έτος 1902, χωρίς να δαπανηθούν διόλου χρήματα, από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης μου, μ’ αντάλλαγμα- όπως ήδη σημειώσαμε- απλά την προσπόριση των πρώτων υλών για την ανέγερση των νέων νοικοκυριών τους.
Ο δρόμος αυτός ήταν τότε- στα παιδικά μου χρόνια της δεκαετίας του πενήντα- η «Μικρή Αγορά» του Ρεθύμνου, το παζάρι, με άλλα λόγια, της πολιτείας μου, σε αντίθεση με την άλλη, τη «Μεγάλη Αγορά», τη σημερινή οδό Αρκαδίου, και παλιότερα Τσάρου, με τα μεγάλα αρχοντικά κι εμπορικά καταστήματα ζερβά κι αριστερά του δρόμου. Μάλιστα, παρά τ’ όνομά της, «Μικρή Αγορά», ο δρόμος μου ήταν πολύ πυκνότερος σε κίνηση, αφού σε αυτόν συνωστίζονταν όλα τα καταστήματα τροφίμων της πόλης, και κάθε πρωί, από τις επτά μέχρι κοντά στις δέκα, όλοι οι Ρεθεμνιώτες, αλλά και τα κοντινά και αλαργινότερα χωριά τού νομού αναγκαστικά στον δρόμο αυτόν συνωστίζονταν, για να πουλήσουν τη σοδειά και ν’ αγοράσουν τα σύνεργα της γεωργικής και της κτηνοτροφίας, απαραίτητα στην καθημερινή βιοπάλη.
Χρέος μου, στο σημείο αυτό, να μνημονεύσω- για τους παλιότερους συμπολίτες μου, που ακόμα θυμούνται- μερικά από τα μαγαζιά της γειτονιάς μου, στη Μεγάλη Πόρτα, της δεκαετίας του πενήντα. Κάτω, λοιπόν, από τη θεορατική αψίδα, εκεί στο έμπα της αγοράς από τους Τέσσερις Μάρτυρες, βρισκόταν το κουρείο του Τσουράκη (που με τον γιο του τον Γιάννη είμαστε συμμαθητές) και το μπακάλικο του Μάξιμου του Πετρακάκη κι ακολουθούσαν, κατεβαίνοντας τη δημοσιά, το μανάβικο του Θοδωρή του Ντινιόζου, το χασάπικο τού Κάρταλη, ο φούρνος του Ζαχάρη (Ζ. Αντωνακάκη), το μανάβικο των αδελφών Κώστα και Δημήτρη Χάσικου (γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Τομπάζη) και από την απέναντι, ακριβώς, μεριά το υφασματοπωλείο του Μαθιουδάκη. Κι ακολουθούσαν το κουρείο του Μάρκου Παπαδουράκη (γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Μπουνιαλή), όπου ο κ. Μάρκος μου έκανε τα πρώτα κουρέματα της ζωής μου, με τη χοντρή μηχανή, αφήνοντάς μου μπροστά- μπροστά, στο καυκί, ένα τσουλουφάκι μαλλιά- σύμφωνα με τη μόδα της εποχής- για να το χτενίζω και να παρηγοριούμαι. Ακολουθούσαν το πιλοποιείο του Κώστα Μαρμπουνάκη (από ‘δω αγόρασα το πρώτο μου πηλίκιο, σαν πήγα στο Γυμνάσιο), το πανάδικο του Γιάννη του Τζαγκαράκη (που με τον γιο του, τον Μπάμπη, είμαστε καλοί φίλοι και συμμαθητές), το μπακάλικο τού Μιχαλάκη τού Φουντούλη και το λαδάδικο του Μανιού του Δασκαλάκη, κάτω από το ξενοδοχείο των «Εμπόρων» και καταντικρύ του δικού μας μαγαζιού. Αμέσως μετά από το μαγαζί μας ακολουθούσε το τυροπωλείο των Γιάννη και Κώστα Νενεδάκη, αδελφών του γνωστού συντοπίτη και σπουδαίου λογοτέχνη Ανδρέα Νενεδάκη και αμέσως μετά ο φούρνος του Γιάννη τού Τζέληση, ενός από τους μεγαλύτερους αθλητικούς παράγοντες του Ρεθέμνους, ύστερα από τον λοχαγό της Στρατολογίας Τάσσο Μεσθεναίο, Ιδρυτή και Πατέρα τού ποδοσφαίρου και του Αθλητισμού στο Ρέθυμνο. Στο φούρνο του Τζέληση- σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ηλεκτρικές κουζίνες και φουρνάκια μικροκυμάτων- όλος ο κόσμος μοσχομύριζε τσουρέκια και κουλουράκια τη Μεγαλοβδομάδα, πλούσια κρεατικά και κοτόπουλα τις Κυριακάδες και τις καθημερινές πιο απλά φαγητά. γεμιστά, μπριάμ, φασόλια …. Κι οι μυρωδιές πλημμύριζαν τη γειτονιά, γαργαλούσαν τα ρουθούνια και άνοιγαν τρελά την όρεξη…
Κι έβλεπες, μια νότα γραφική, τις νοικοκυρές, και πιο πολύ εμάς τα μικρά παιδιά, να κουβαλάμε στη σειρά τις λαμαρίνες με τα κουλούρια τη Λαμπρή και τα ταψιά με τα φαγιά τις άλλες μέρες.
Ακολουθούσε, στη γειτονιά μου, το καφενείο του Καστανιά και, αμέσως μετά, το μαγαζί τηςΜπριλάκαινας, στη γωνιά των οδών Εθνικής Αντιστάσεως και Γοβατζιδάκη, που πουλούσε όλων των ειδών τα κουδούνια. λέρια, σκλαβέρια και μεσοσκλάβερα, γεργερέδες και τσάφαρα, καμπανέλια και καμπανελάκια, γιδόλερα, τραόλερα, λερόπουλα και λεράκια. Οι βοσκοί που έμπαιναν στην πόλη απαραίτητα επισκέπτονταν και το μαγαζί της Μπριλάκαινας κι ήταν μια δροσερή ομορφιά να τους ακούς όλους αυτούς να τα δοκιμάζουν και να θαρρείς πως βρίσκεσαι στην εξοχή κι ακούς γύρω του το ανάερο σαλάγημα από εκατοντάδες πρόβατα, προβατίνες, τραγιά και γιτσικά.
Στην απέναντι ακριβώς γωνιά του δρόμου ο Ελευθέριος Γαγάνης πουλούσε τα ραδιογραμμόφωνά του, πρωτοφανέρωτο, κι αυτό, για την πολιτεία μου είδος. Καθημερινά τα ‘βαζε να παίζουν «στη διά πασών», προκειμένου να τα διαφημίσει, και ξεσήκωνε ευχάριστα τη γειτονιά, ζωντανεύοντας αξέχαστες επιτυχίες της εποχής, από δίσκους βινιλίου της Columbia, της Odeon και της His Master’s Voice, αρχικά των εβδομήντα οχτώ κι αργότερα- από το 1958 κι ύστερα- και των σαράντα πέντε στροφών. Κι τ’ άκουγες να παίζουν πότε τη «Ζιγκουάλα» του Μ. Χιώτη, με τη Μάγια Μελάγια- ένα από τα πιο λαμπερά ονόματα που πέρασαν ποτέ από το ελληνικό λαϊκό πεντάγραμμο- και πότε το «Αγάπη που ‘γινες δίκοπο μαχαίρι», του Μ. Χατζιδάκη ή τη «Μαντουβάλα», με τον Στέλιο Καζαντζίδη.
Εννοείται, βέβαια, ότι το πρωτείο στις επιλογές διατηρούσαν, πάντοτε, οι Κρητικές κοντιλιές, κάτι για το οποίο φρόντιζε ποιος άλλος επί δαύτου ειδικότερος από τον υπάλληλο του Γαγάνη, και ξεχωριστά αγαπητό στους Ρεθεμνιώτες, πρωτοχορευτή Παρασκευά Μενιουδάκη, ψηλό, λεβέντη, ίσιο στο κορμί και στην ψυχή, που, λίγα χρόνια πριν τον πρόωρο θάνατό του, πρόλαβε κι ίδρυσε τον ρεθεμνιώτικο χορευτικό σύλλογο «Σταυραετοί Κρήτης». Σε μια εποχή φτωχή και στερημένη ακόμα και σ’ αυτά τα βασικότερα για τη ζήση αγαθά, που τα περισσότερα ρεθεμνιώτικα νοικοκυριά δεν ήξεραν καν τι θα πει ραδιογραμμόφωνο, η προσφορά αυτή του Γαγάνη ήταν καλοδεχούμενη κι έπεφτε σαν ουράνια αύρα στ’ αυτιά των παροικούντων τη Μεγάλη Πόρτα.
Και συνεχίζω τ’ οδοιπορικό μου στη Μεγάλη Πόρτα με δυο- τρία, ακόμα, μαγαζιά που αφορούν στον άμεσο της παλιάς μου γειτονιάς περίγυρο. Απέναντι, λοιπόν, από του Γαγάνη είχε το κορνιζάδικό του ο Παναγιώτης Τζαγκαράκης (ο Κορνιζάς, όπως ακουγότανε στη γειτονιά- γωνιά Εθνικής Αντιστάσεως και Αγίας Βαρβάρας), που το εμπόρευμά του ήταν, βασικά, εικόνες αγίων, που τις έβλεπες να κρέμονται ένα γύρο στο μαγαζί, μπαμπάκια και, φυσικά, κορνίζες. Παλιότερα, όπως είχα ακούσει, επαργύρωνε καθρέφτες και μεγέθυνε φωτογραφίες. Ακολουθούσε το ζαχαροπλαστείο τού Πενθερουδάκη και κατέναντί του, ακριβώς, το ψιλικατζίδικο του Κωνσταντουδάκη και το ζαχαροπλαστείο τουΧαλβατζή (που και μ’ αυτού τον γιο, τον Βαγγέλη, είμαστε φίλοι και συμμαθητές). Στον όροφο του ζαχαροπλαστείου αυτού άρχισε, για πρώτη φορά, ν’ ανοίγει φύλλο κρούστας και κανταϊφιού ο τελευταίος στην πόλη μας παρασκευαστής των προϊόντων αυτώνΓιώργος Χατζηπαράσχος. Όταν αργότερα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του πενήντα, ο Χαλβατζής έκλεισε το ζαχαροπλαστείο του και μετοίκησε στο Ηράκλειο, στον ίδιο χώρο άνοιξε το φαρμακείο του Βόλακα, ένα από τα πρώτα φαρμακεία στο Ρέθεμνος, μαζί μ’ αυτά του Κούνουπα (το αρχαιότερο) και του Κατσιμπράκη. Σήμερα- τιμή και δόξα του πολιτισμού μας- όπως κι μ’ όλα τα λοιπά καταστήματα, η πόλη μου έχει φτάσει ν’ αριθμεί δεκάδες φαρμακείων.
ΠΗΓΗ ΡΕΘΕΜΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ