Μια μουσική φυσιογνωμία, γεμάτη έξαρσι κι ενθουσιασμό, γεμάτη ανεξάντλητες και πολύπλευρες εμπειρίες απ’ την Κρήτη, μα και με σπάνια μουσική κατάρτισι, εμφανίσθηκε πρόσφατα στον χώρο της λαϊκής μας μουσικής.
Είναι ο Μπάμπης Πραματευτάκης, από το Σπήλι, που αυτή την στιγμή, είναι ίσως από τους λίγους συνθέτες λαϊκής μουσικής που μπορεί να ελπίζει κανείς πως προσφέρουν κάτι το θετικό στο δύσκολο αυτό είδος.
Χωρίς ουσιαστικές εξελίξεις εμφανίζεται η λαϊκή μουσική στις μέρες μας, μετά τα επιτεύγματα των κορυφαίων δημιουργών Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου Χατζιδάκι. Μετά από αυτούς, η λαϊκή μας μουσική, ζώντας σ’ ένα μεσοδιάστημα μετριότητος και αντιγραφής, δεν παρουσίασε – παρά την πληθώρα των ασχολουμένων με το είδος συνθετών – τίποτε αξιόλογο.
Κι εδώ ίσως διαφαίνονται οι ενθαρρυντικές ενδείξεις από την μουσική που γράφει ο Πραματευτάκης. Με μια σπάνια ευαισθησία, έντονη αίσθησι του ρυθμού που χαρακτηρίζει τον δεινοπαθημένο Έλληνα που υποφέρει και αγωνίζεται, αλλά και τέλεια ενορχήστρωσι, τα τραγούδια του Πραματευτάκη μιλούν κατευθείαν στην καρδιά, μ’ ένα τρόπο τόσο αυθόρμητο και καθαρό, που σε εντυπωσιάζει.
Βέβαια, ο συνθέτης δεν ξεκίνησε από την λαϊκή μουσική. Έχει γράψει και κλασικά έργα, τα οποία στο ευρύ ελληνικό κοινό δεν είναι γνωστά γιατί γράφτηκαν στο εξωτερικό.
Με τον Μπάμπη Πραματευτάκη, είχαμε μια ενδιαφέρουσα συζήτησι. Μας μίλησε για την μουσική του, για την μουσική γενικώτερα, για την κρητική μουσική, που πόσο έντονα χαρακτηρίζει την δουλειά του.
– Τι σας έκανε να τραβήξετε τον δρόμο της μουσικής και πώς αρχίσατε την σταδιοδρομίας σας, κ. Πραματευτάκη;
– Σε αυτό δεν μπορώ να δώσω μια συγκεκριμένη απάντησι. Αυτό μόνο που θυμάμαι, είναι ότι πάντα η μουσική ήταν κάτι που με συγκινούσε ιδιαίτερα, κι ότι ήταν μεγάλη χαρά για μένα, μικρός να κάθωμαι δίπλα στους θείους μου και τα εξαδέλφια μου, όταν έκαναν πρόβα ή έπαιζαν στα κρητικά γλέντια και να τους ακούω. Έτσι, η μουσική ήταν κάτι που το ζούσα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, ανάμεσα στην οικογένειά μου, και στην ωραία φύσι του χωριού μου του Σπηλίου. Παρά το ότι όπως πιστεύω όλοι οι δικοί μου είχαν διαβλέψει τη μεγάλη μου επιθυμία να μάθω μουσική, τα μέσα τότε ήταν τόσο περιωρισμένα και είχαν γίνει ακόμα πιο δύσκολα στα χρόνια του πολέμου και της κατοχής. Έτσι πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου – αυτά τα χρόνια που κάθε παιδί δημιουργεί το υπόβαθρο για την πνευματική του ανάπτυξι, όχι ακολουθώντας τις ανησυχίες μου, αλλά βλέποντας πότε στρατιώτες, πότε αντάρτες και πότε μαζεύοντας κάλυκες και σπασμένα όπλα από τους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά δεν έχανα την ευκαιρία, όταν μου δινόταν, να μάθω γύρω από τη μουσική, ότ,ι μπουρούσε να μου προσφέρη το μετακατοχικό Ρέθυμνο στο οποίο ζούσαμε οικογενειακώς. Γράφτηκα στη Φιλαρμονική του Δήμου, όπου με δίδαξε ο αξέχαστος δάσκαλός μας Γκίνος πνευστά όργανα. Αργότερα, έμαθα λίγο βιολί. Αυτή η περίοδος μου έθεσε αρκετές βάσεις στην μουσική, γιατί μου γνώρισε τον κόσμο των οργάνων πνευστών και εγχόρδων, υποτυπωδώς βέβαια, αλλά αυτό δεν είχε σημασία, γιατί αργότερα, όταν με την παρότρυνση του συνθέτη Άκη Σμηρναίου επιδόθηκα στη σύνθεσι, γνώριζα τον κόσμο των οργάνων και τα ηχητικά χρώματά τους. Όπως καταλαβαίνετε, το ξεκίνημα στη μουσική τότε ήταν δύσκολο. Εμείς δυστυχώς δεν είχαμε τα περιθώρια να διαλέξουμε μεταξύ καλών και κακών δασκάλων και σχολών. Το πρόβλημά μας ήταν να βρούμε κάποιον που υπεύθυνα μπορούσε να μας μάθη κάτι γύρω από τη θεία αυτή τέχνη.
– Με ποιο είδος μουσικής ασχολείσθε, κ. Πραματευτάκη;
– Να σας πώ: Για κάθε συνθέτη υπάρχουν δύο είδη μουσικής που μας απασχολούν. Η μουσική που γράφει και που πρόκειται να ακουσθή και η μουσική που γράφει για το …συρτάρι – όπως λέμε – γιατί δεν πρόκειται σχεδόν ποτέ να ακουσθή. Βέβαια, στην αρχή έχει μόνο μια επιθυμία, να πραγματοποιήση το όνειρό του γράφοντας τα έργα που ονειρεύτηκε αρχίζοντας τις σπουδές του. Όμως, γρήγορα διαπιστώνει ότι αυτή η μουσική είναι μόνο για τον εαυτό του κι έτσι προσγειωμένος ασχολείται με το δεύτερο είδος, το πιο απλό, αλλά που έχει περισσότερες πιθανότητες ν’ ακουσθή. Βλέπετε, ο κάθε δημιουργός εκφράζει βέβαια την δική του αλήθεια, όπως αυτός την αισθάνεται, δεν περιμένει όμως πάντα τη δικαίωσί του από το πέρασμα του χρόνου που είναι κάπως αμφίβολη. Έτσι ασχολείται με το τραγούδι αυτό που του δίνει τη χαρά της δημιουργίας γιατί του γίνεται το μέσο να επικοινωνήση με τον κόσμο που ζη χωρίς δυσκολία, να έρθη σ’ επαφή μ’ αυτούς που είναι τα κίνητρα της δημιουργίας του. Κι αυτό το τραγούδι είναι το λαϊκό τραγούδι, όπως διαμορφώθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Το τραγούδι που ενώ συνεχίζει τον κορμό της νεοελληνικής μουσικής παράδοσης, διαμόρφωσε εντελώς δική του μελωδία. Δεν απομακρύνθηκε όμως τόσο ώστε να πάψη να πιστοποιεί την αρχική του καταγωγή. Μ’ αυτό το τραγούδι ασχολούμαι κι εγώ σήμερα.
– Ποια ήταν η μέχρι σήμερα δουλειά σας στο εξωτερικό, με ποιους συνεργαστήκατε εκεί, τι έχετε γράψει και τι ετοιμάζετε;
– Έμεινα πολλά χρόνια στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Μόναχο της Δυτικής Γερμανίας. Ήμουν μόνιμος συνεργάτης της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας, η οποία και μου ανέθετε κάθε τόσο να γράφω μουσική γι ‘αυτήν. Σιγά – Σιγά άρχισα από εσωτερική ανάγκη, λόγω των καινούργιων συναισθημάτων που ζούσα στην ξένη αυτή χώρα, να γράφω τραγούδια, προσπαθώντας βέβαια να βρω ένα δικό μου στυλ γι’ αυτά. Προσπαθούσα δηλαδή να χαρίσω κάτι στον κόσμο του τραγουδιού μας, όχι αντιγράφοντας, αλλά προσθέτοντας. Φυσικά είναι δύσκολο να πω πως αυτό το κατάφερα. Εκείνο που ξέρω είναι ότι η φωνή μου στο είδος αυτό με γέμιζε χαρά στις ώρες της μοναξιάς μου εκεί πάνω στο Βορρά και μου έκανε πραγματικότητα τον δικό μου κόσμου, που ζούσα μόνο στις αναμνήσεις μου. Συνεργάστηκα πολύ με τον Παύλο Μπακογιάννη με στίχους του οποίου κυκλοφόρησε κι ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος στη Γερμανία με το γενικό τίτλο «Αντίλαλοι από την Ελλάδα». Επίσης συνεργάσθηκα με τον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό σε στίχους του οποίου έγραψα το έργο «Λάκα Σούλι», όπως και με τον δημοσιογράφο Χρήστο Λαθουρόπουλο σε στίχους του οποίου έγραψα τον κύκλο «Θερμοπύλες». Ο πρώτος μου μεγάλος δίσκος, μόλις γύρισα στην Ελλάδα, είναι οι «Ρωμηοί» σε στίχους του Αλέκου Κανιάντα που κυκλοφόρησε η εταιρία δίσκων «Sonora». Αυτό τον καιρό γράφω μια σειρά τραγουδιών με τον γενικό τίτλο «Θρήνοι και Θρύλοι» σε στίχους του Νίκου Μπακογιάννη, όπως και μια δεύτερη σειρά με τον τίτλο «Ημερολόγιο» σε στίχους πάλι του Αλέκου Καγιάντα. Ένα θέμα πάνω στο οποίο παράλληλα εργάζομαι τώρα με ξεχωριστή αγάπη, είναι «η Μάχη της Κρήτης» σε κείμενα του λογοτέχνη Δημήτρη Αετουδάκη.
– Χρησιμοποιείτε στοιχεία της κρητικής μουσικής στη δουλειά σας και γιατί;
– Νομίζω ότι εκείνο που έγινε βίωμα στον καθένα μας μας ακολουθεί θέλουμε δεν θέλουμε σ’ όλη μας τη ζωή. Έτσι καις ε μας τους Κρητικούς η μουσική μας, το πεντοζάλι, το συρτό, το ριζίτικο τραγούδι κλπ έχει γίνει βίωμα. Θα είναι δύσκολο λοιπόν να πω ότι η κρητική μουσική μας, με τις τόσο βαθειές ρίζες, δεν με επηρεάζει και στη μορφή της μελωδίας και στην αρμονία. Όπως αισθάνομαι δε ιδιαίτερη περηφάνεια όταν ακούοντας με κάποιος να μιλώ, μου λέει αμέσως «Είσαι Κρητικός;» Έτσι είναι ακόμα μεγαλύτερη η περηφάνεια μου όταν ακούοντας κάποιος τη μουσική μου ξεχωρίζει το κρητικό στοιχείο μέσα της.
– Μετά τους κορυφάιους Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, που διαμόρφωσαν την λαϊκή μουσική μας, πώς βλέπετε την εξέλιξι της μουσικής αυτής;
– Εμείς οι Έλληνες, νομίζω, είμαστε κατεξοχήν λαός της μουσικής. Είμαστε γεννημμένοι για το τραγούδι, για το ρυθμό. Η μουσική έκφρασι είναι το εγώ μας. Ζητούσαμε λοιπόν το δικό μας τραγούδι, κάτι που να μας εκφράζει αληθινά. Κι αυτό το βρήκαμε στο λαϊκό τραγούδι, όπως το ονομάσαμε. Προήλθε, όπως ξέρουμε , από το ρεμπέτικο τραγούδι, ένα τραγούδι που ο λαός μας συγκινιέται με την μουσική του, δεν νοιώθει όμως καθόλου το περιεχόμενό του. Απ’ αυτή τη μουσική, ο συνθέτης ξεκίνησε και δημιούργησε το τραγούδι που η μάζα ονόμασε λαϊκό. Βέβαια, στην μορφή του δεν παρέμεινε στάσιμο. Φυσικά, στην τέχνη τα πάντα έχουν ειπωθή και τα πάντα μένουν να ειπωθούν. Έτσι και στο λαϊκό μας τραγούδι, είναι αδύνατο να πούμε ότι με το πέρασμα του χρόνου δεν θα αποκτήση ένα μεγαλύτερο πλάτος. Και τούτο διότι είναι το τραγούδι της μεγάλης μάζας του λαού, και δικαιολογημένα διότι έχει πλησιάσει την ελληνική πραγματικότητα – από την οποία άλλωστε και πηγάζει – απόλυτα, διότι είναι βαθύτατα ανθρώπινο.
ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Μπάμπης Πραματευτάκης γεννήθηκε το 1933 στο χωριό Σπήλι του νομού Ρεθύμνης. Κατάγεται από μια οικογένεια της οποίας πολλά μέλη ασχολούντο και ασχολούνται με την κρητική μουσική. Θείοι του και πρωτοξαδέλφια του, γνωστοί συνθέτες και εκτελεστές της μουσικής του νησιού μας, όπως ο Μαρκογιώργης, Γιάννης και Βαγγέλης Μαρκογιαννάκης , Θανάσης Σκορδαλός κλπ κατείχαν ήδη μια ξεχωριστή θέσι στην τέχνη αυτή, όταν ο Μπάμπης άρχισε να ζη και να γνωρίζη τον κόσμο. Έτσι, από πολύ μικρός κι αυτός έμαθε μαντολίνο και αργότερα βιολί. Έπαιζε πνευστά όργανα στην φιλαρμονική του Δήμου Ρεθύμνης και μετά το Γυμνάσιο έκανε μαθήματα πιάνου και αρμονίας και στη συνέχεια φοίτησε στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών, απ’ όπου πήρε το πτυχίο Ωδικής ( με χρηματικό έπαθλο), ενορχηστρώσεως και διευθύνσεως Μπάντας.
Το 1954 μετά το πέρας του πρώτου κύκλου των μουσικών του σπουδών επιστρέφει στο Ρέθυμνο όπου γράφει την πρώτη του σύνθεσι «Το Αρκάδι» που εκτελείται στις γιορτές του Αρκαδιού υπό την διεύθυνσί του και δημιουργεί την μικρή ορχήστρα εγχόρδων του Ωδείου Ρεθύμνης, παρουσιάζοντας σε συναυλίες της και δικά του έργα.
Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας υπηρετεί την ΑΣΔΑΝ. Παίζει πνευστά όργανα στην φιλαρμονική της και βιολί στην ορχήστρα του ραδιοσταθμού Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ παράλληλα μετέχει στην Συμφωνική Ορχήστρα του Ελληνικού Ωδείου Αθηνών. Τελειώνοντας την θητεία του και χάρη σε ταυτόχρονες σπουδές στο Ωδείο, παίρνει πτυχίο αρμονίας και αναλαμβάνει την Διεύθυνση της Φιλαρμονικής του Δήμου Ρεθύμνης. Στο ίδιο χρονικό διάστημα διδάσκει μουσική και θεωρητικά στο Ωδείο Ρεθύμνης. Στις αρχές του 1961 φεύγει για το Μόναχο της Δυτικής Γερμανίας, με σκοπό να κάνη γενικώτερες μουσικές σοπυδές. Γράφεται στη Μουσική Ακαδημία του Μονάχου και στη συνέχεια, το χειμώνα του ίδιου χρόνου στο Πολυτεχνείο του Μονάχου, εκπληρώνοντας μια παλιά του επιθυμία, να σπουδάση πολιτικός μηχανικός. Παράλληλα, διατηρεί μια μικρή ορχήστρα με την οποία κάνει συναυλίες, παίζει σε κέντρα. Επίσης δείνει πολλές διαλέξεις στην γερμανική γλώσσα, γύρω από ελληνικά μουσικά θέματα. Το 1965 ο Ραδιοφωνικός Σταθμός της Βαυαρίας του αναθέτει το μουσικό πρόγραμμα της εκπομπής που έχει η ARD για τους Έλληνες της Γερμανίας. Έκτοτε έγινε μόνιμος συνεργάτης της Ραδιοφωνίας. Με την ιδιότητά του αυτή δίνει συναυλίες, ταξιδεύει σε πολλά μέρη του κόσμου, γράφει μουσική για το θέατρο και το ραδιόφωνο και κυκλοφορεί τον πρώτο μεγάλο δίσκο, με τραγούδια του. Η πιο μεγάλη του επιτυχία υπήρξε η πρώτη θέσι που πήρε το συγκρότημά του με το τραγούδι του «Ήλιε σε καρτερώ» σε στίχους του Παύλου Μπακογιάννη. Το 1970 στη «Συνάντησι των Εθνών», όπως ονομάστηκε μια συναυλία με συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο, στην αίθουσα συναυλιών της Ραδιοφωνίας της Φραγκφούρτης, η οποία αναμεταδίδετο συγχρόνως απ’ όλες τις ραδιοφωνίες της Γερμανίας. Το τέλος του 1972 γύρισε μόνιμα στην Ελλάδα.
(ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΡΗΤΗ 1974)
Αφήστε μια απάντηση
Συνδεδεμένος ώς Εύα Λαδιά. Αποσύνδεση »
Σχόλιο
© 2014 Πολιτιστικό Ρέθυμνο