Η ΕΝΘΡΟΝΙΣΙΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ Κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΙ

Ο ΤΥΠΟΣ

24-3-1936

 

 

 

 

Ως έχομεν εν λεπτομερείαις προαναγγείλει, επραγματοποιήθη το απόγευμα της προχθές Κυριακής η ενθρόνισις του νέου Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Θεοφιλεστάτου κ. Αθανασίου Αποστολάκι.

Περί την 3.30μ.μ.διακοπέντος επί δίωρον περίπου του Ρεθυμνιακού πένθους επί τη απωλεία του μεγαλουργού Ηγέτου της Φυλής, οι κώδωνες των Εκκλησιών της πόλεως σημαίνοντες χαρμοσύνως έδωκαν το σύνθημα της εις τον Καθεδρικόν Ναόν των Εισοδίων συγκεντρώσεως των Αρχών και του Λαού.

Εν ριπή οφθαλομού ο ναός κατεκλύσθη ασφυκτικώς. Διμοιρία Πεζικού υπό τον Ανθυπ. κ. Ανδρεαδάκιν με τα σαλπιγκτών πατετάχθη προ του Ναού προς απόδοσιν των τιμών. Ήρχιασαν καταφθάνοντες: Το Δικαστικόν Σώμα εν πλήρει απαρτία, αι Δοικητικαί και πάσαι Αρχαί, ο Φρούραρχος Ρεθύμνης, ο Διοικητής της Χωροφυλακής Ρεθύμνης και οι πλείστοι των Αξιωματικών τα Φρουράς, ο Δήμαρχος Ρεθύμνης μετά του Δημοτικού Συμβουλίου, οι εξ αίματος και αγχιστείας στενώτεροι των συγγενών του νέου Επισκόπου καταγομένου ως γνωστόν εκ Πρινέ Μυλοποτάμου, μέγα μέρος ομοχωρίων και συνεπαρχιωτών χαιρόντων δια την εις την ιδιαιτέραν πατρίδα των προσγιγνομένην τιμήν, ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Αρκαδίου, εις την Αδελφότητα της οποίας ανήκεν ο νέος Επίσκοπος, μεθ΄ όλων σχεδόν των Πατέρων και Αδελφών της Μονής, τα Ηγουμενοσυμβούλια όλων των Μονών του Νομού και ο Ενοριακός Κλήρος των Επαρχιών Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου.

Ο Θεοφιλέστατος επιβαίνων του θαλαμηγού «Ακρόπολις» απεβιβάσθη την πρωϊαν της Κυριακής εις Χανία, μολονότι δε ήτο κατάκοπος εκ του ταξιδίου, καθώρισε την άμεσον πραγματοποίησιν του προγράμματος της Ενοριακής Επιτροπής Ρεθύμνης και μετά των συνοδευόντων την Α.Θ. επέβη ευθύς αυτοκινήτων, τα οποία και κατέφθασεν εις Ρέθυμνον τη 4μ.μ. ακριβώς, συνοδευόμενα υπο μακράς σειράς αυτοκινήτων τα οποία είχον εκκινήσει από της μεσημβρίας εντεύθεν πλήρη Κληρικών και εκλεκτών συμπολιτών δραμόντων εις προϋπάντησιν του Επισκόπου.

Άμα τη αφίξει του Θεοφιλεστάτου ήχησαν αι σάλπιγγες, ο στρατός παρουσίαζεν όπλα και το Ιερατείον εις την εξωτερικήν πύλην του Ναού υπεδέχθη τον νέον Αρχιερέα, όστις περιβληθείς τον Αρχιερατικόν μανδύαν, προηγουμένης μακράς πομπής Οφφιτσιούχων της Εκκλησίας, Ιερέων και Διακόνων εισήλθε μετά πολλού κόπου λόγω του λαϊκού συνωστισμού εις το Ιερόν.

Η αταξία, ο θόρυβος, η σύγχυσις, που αποτελούν πλέον κανόνα, δια το ατυχές Ρέθυμνον εις πάσαν πληθωρικήν συγκέντρωσιν, υπερέβησαν παν προηγούμενον. Σημειούμεν απλώς το γεγονός, παραλείποντες τα σχόλια κεινούμενοι εις διάθεσιν να κρίνωμεν επιεικώς, με την εξήγησιν ότι ήτο δυσχερές να τεθή φραγμός εις την επιθυμίαν όλων μικρών και μεγάλων να γνωρίσωσιν εκ του πλησίον τον νέον Επίσκοπον και παραστώσιν εις την απανίαν ταύτην τελετήν.

Μετά το τρισάγιον και σύντομον αίτησιν, ανελθόντος του νέου Επισκόπου εις τον Αρχιερατικόν Θρόνον, ηκούσθη από του άμβωνος η φωνή του σπανίου βαρυτόνου της Εκκλησίας μας Αρχιμανδρίτου Παν, κ. Γρηγορίου Βορειαδάκι, αναγνώσκοντος το «Κυριαρχικόν Γράμμα» της Ιεράς Συνόδου Κρήτης, προς τους Κληρικού και Λαϊκού των επαρχιών Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου καλουμένους όπως αναγνωρίσωσι τον νέον Επίσκοπον και σέβωνται και υπακούωσιν Αυτόν.

Επηκολούθησεν εμπνευμένη, εκ μέρους του Ιερού Κλήρου της Επισκοπής, προσφώνησις του Ιεροκήρυκος και κατηχητού κ. Δ. Φωτοπούλου, προσλαλιά του συμπολίτου δικηγόρου κ. Π. Μανουσάκι εκ μέρους της Ενοριακής Επιτροπής, ολίγαι λέξεις του Δημάρχου Ρεθύμνης, προσαγορεύσαντος με το ως ευ Παρέστη τον νέον Επίσκοπον εκ μέρους των Ρεθυμνίων Δημτοτών.

Ευθύς αμέσως ο Θεοφιλέστατος εξεφώνησε τον ευθύς κατωτέρω δημοσιευόμενον ενθρονιστήριον λόγον μετά το πέρας του οποίου οι χοροί έψαλλον τον Πολυχρονισμόν του, και εγένετο απόλυσις. Ταύτην επηκολούθησε ε εν πομπή μετάβασις εις το Επισκοπείον όπου και εγένετο δεξίωσις. Προσήρχοντο όλαι αι Πολιτικαί, Δικαστικαί, Στρατιωτικαί και Δημοτικαί Αρχαί, το Ιερατείον και πλήθος συμπολιτών αμφοτέρων των φύλων όπως ασπασθούν την χείρα του Θεοφιλεστάτου, τον καλωσωρίσωσι λάβωσιν τας ευλογίας του και τα …κουφέτα του. Αι ενδείξεις αύται ευλαβείας και τιμής διήρκεσαν μέχρι βαθείας νυκτός και εσυνεχίσθησαν και χθες καθ΄ όλην την ημέραν.

 

 

 

ΛΟΓΟΣ ΕΝΘΡΟΝΙΣΤΗΡΙΟΣ

Του Επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου

κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΑΚΙ

 

Ευλογητός ο Θεός και πατήρ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δια τα περί ημάς σήμερον τελούμενα.

Ιδού, αγαπητοί, εγώ επί του ιερού τούτου θρόνου, τον οποίον εκλέϊσαν διαπρεπείς ιεράρχαι, και από του οποίου ηκούσθησθαν βροντερά τα κηρύγματα, των αοιδίμων Ιεροθέου, Διονυσίου, Χρυσάνθου, ως και του Σεβασμιωτάτου, ήδη Κρήτης, Τιμοθέου. Οφείλω άρα να αναπέμψω αίνον και δόξαν εις τον Ύψιστον Θεόν τον καταξιωσαντάμε να περιβληθώ το μέγα της Αρχιερωσύνης αξίωμα και να ανέλθω τας βαθμίδας του θρόνου τούτου.

Μετά τον αίνον και την δόξαν προς τον εν Τριάδι Θεόν, θεωρώ υπέρτατόν μοι καθήκον όπως, από της επισήμου ταύτης θέσεως, εκφράσω δημοσία τας ευχαριστίας και την ευγνωμοσύνην μου προς την Ιεραρχίαν της Εκκλησίας Κρήτης διότι συγκατέλεξεν εμέ, το ταπεινόν τέκνον της Ιεράς και Ιστορικής Μονής του Αρκαδίου, μεταξύ των υποψηφίων δια τον μέγιστον βαθμόν της ιερωσύνης, προς την μητέρα Εκκλησίαν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, προς τον ευσεβέστατον Βασιλέα ημών Γεώργιον τον Β΄ και την Σεβαστήν Κυβέρνησιν, οίτινες με εθεώρησαν ικανόν να καταλάβω, της Θεοσώστου ταύτης Επαρχίας Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και με εγκατέστησαν Ποιμενάρχην Αυτής.

Επειδή δε είθισται να εκφωνήται, υπό του αναλαμβάνοντος την διακυβέρνησιν και ποιμαντορίαν μιας Επισκοπής, κατά την επίσημον στιγμήν της εγκαθιδρύσεως και της εμφανίσεως αυτού προ του ποιμνίου του, ο ενθρονιστήριος καλούμενος λόγος και τον οποίο βέβαια πάντες προσδοκάτε να ακούσητε, εγώ δεν θα παρακάμψω τον σκόπελον τούτον, αλλά στηριζόμενος εις την αγάπην μεθ΄ ης περιβάλλετε εμέ, τολμώ να εκτελέσω το καθήκον τούτο. Δεν παραλείπω όμως να δηλώσω ότι λόγους θεωρητικούς, λόγους φιλοσοφικούς, λόγους καλλιεπείς δεν θα ακούσητε από του στόματός μου. Οι φιλοσοφικοί λόγοι εις άλλας εποχάς, ίσως να είχον θέσιν εις ένα ενθρονιστήριον λόγον.

Ίσως εις παρωχημένας εποχάς, οπότε διαφορετικαί ήσαν αι συνθήκαι και περιστάσεις, οι φιλοσοφικοί λόγοι ήσαν αποχρώντες.

Σήμερον όμως, μετά τας μεταπολεμικάς συνθήκας και με τα αναρίθμητα προβλήματα άτινα εξεπήδησαν εξ΄ αυτών, και με τους πολλούς εχθρούς της πίστεως ημών, πρέπει να βαδίσωμεν επί των πραγμάτων.

Και όντως πολλοί εχθροί περικυκλούσι το σκάφος της εκκλησίας.

Αθεΐα, απιστία, ψυχρά αδιαφορία περί την θρησκείαν και γενικώς παγερά ατμόσφαιρα περιβάλλουσι την Εκκλησίαν και μάλιστα εις σημείον επίφοβον. Ένεκα πάντων τούτων απαιτούνται έργα και πράξεις και όχι λόγοι. Απαιτούνται χείρες στιβαραί δια να αναχαιτίσωσιν, εάν όχι να εξαλείψωσι τους εχθρούς αυτούς της εκκλησίας και να οδηγήσωσι το κλυδωνιζόμενον αυτής σκάφος εις λιμένα γαλήνιον.

Απαιτούνται ώμοι δυνατοί δια να επωμισθώσι και βαστάσωσι το βαρύ τούτο φορτίον. Θα δυνηθώσιν άραγε οι ασθενείς ώμοι μου να ανθέξωσιν εις ταύτα πάντα; Πέποιθα επί τον Κύριον ου η δύναμις εν ασθενεία τελειούται, ότι θα φέρω εις πέρας το αναληφθέν έργον. Και την αθεϊαν, εάν κάπου εμφανίζεται και την απιστίαν, εάν κάπου διαγνωσθή , θα φροντίσω να εξαλειφθώσι. Και προς τούτο, έχων οδηγούς τους μεγάλους της Εκκλησίας Πατέρας και γενικώς τους θείους άνδρας της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, θα είπω προς τους αθέους ως ο Προφητάναξ ΔΑΥΪΔ λέγει: «είπεν άφρων εν τη καρδία τυτού ουκ έστι Θεός» ότι τουτέστι μόνον εις άφρων είναι δυνατόν να στοχασθή ότι δεν υπάρχει Θεός. Και τους απίστους τους μη περιπεσόντας εις ηθικήν αναλγησίαν και πώρωσιν, θα προσπαθήσω να επαναγάγω εις την προς τον Ύψιστον πίστιν και την Εκκλησίαν Του. Γενικώς δε προς τους αντιστρατευομένους την Εκκλησίαν θα είπω «πλανάσθε μη ειδότες, τι ποιείτε». Έλθετε προς αυτήν, ενωτισθήτε των ρημάτων αυτής βέβαιοι όντες ότι θα αλλάξητε τακτικήν. Θα τους οδηγήσω προς την Εκκλησίαν, αλλά ποίαν εκκλησίαν; Όχι βέβαια εις το οικοδόμημα, όχι εις το κτίριον, αλλά εις την εκκλησίαν την ζώσαν , εις την πνοήν και ζωήν την εξ αυτής εξερχομένην. Εις την εκκλησίαν την κατευθύνουσαν το άτομον, την οικογένειαν, την Πατρίδα. Εις την εκκλησίαν, εις την οποίαν θα ακούωνται κηρύγματα πρακτικά και ηθικά. Εις την εκκλησίαν τέλος εις την οποίαν θα διδάσκεται ο λόγος του Θεού και αι εντολαί αυτού.

Εκεί όμως όπου θα στρέψω όλην μου την μέριμναν και όλην μου την φροντίδα προς τοις άλλοις, θα είναι το έργον της φιλανθρωπίας, της ευποιϊας, του αλτρουισμού, όπως λέγεται σήμερον, της μεγάλης ταύτης Χριστιανικής αρετής. Εάν πασών των αρετών ηγεμών εστίν η ευσέβεια, το αυτό δυνάμεθα να είπτωμεν και περί της φιλανθρωπίας. Όλόκληρον τον βίον Του ο ιδρυτής της θρησκείας μας κατηνάλωσεν ευεργετών την ανθρωπότητα και ασκών το έργον της φιλανθρωπίας. Ολόκληρος ο βίος του Θεανθρώπου ει αι μία διηνεκής φιλανθρωπία. Εθεράπευσε τυφλούς, χωλούς και παραλυτικούς, ανέστησε νεκρούς και εις ουδένα πάσχοντα ηρνήθη την ευεργεσίαν Του. Ούτε αυτοί οι αντίπαλοί Του ηρνήθησαν την αρετήν του ταύτην, οι δε θεραπευόμενοι πολλαχώς εξήγγελον ευγνωμόνως ανά τα πέρατα του γνωστού τότε κόσμου την θεραπέιαν των, παρά την ρητήν παραγγελίαν τούτου, όρα μηδενί είπης.

Θα εκδαπανήσω λοιπόν τον εαυτόν μου υπέρ του φιλανθρωπικού έργου της εκκλησίας, διότι νομίζω, ότι το κατ΄ εξοχήν έργον του Επισκόπου είναι το φιλανθρωπικόν, το κοινωνικόν. Θα κρούσω θύρας ζητών την αρωγήν του πλουσίου και το δίλεπτον του πτωχού δια να ανακουφισθώσιν οι έχοντες ανάγκην και δια να μη παριστάμεθα καθημερινώς μάρτυρες της θλιβεράς επαιτείας.

Θα προσπαθήσω εν τω των ατομικών μου δυνάμεων ν΄ ανακουφίσω την πενίαν, την φανεράν και την κρυφίαν. Πόσαι δυστυχείς υπάρξεις δεν μαστίζονται υπο ταύτης και όμως δεν τολμούν να τείνουν χείρα επαίτιδα; Θα ανεύρω αυτάς. Θα τας βοηθήσω και θα τας υποστηρίξω. Θα μεριμνήσω συγχρόνως υπέρ όλων των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων της πόλεως, ώστε να παρέχηται αυτοίς η αναγκαία υλική και ηθική υποστήριξις. Έτερα μέριμνα και φροντίς ην θα καταβάλω εν τη ενασκήσει του αναλαμβανομένου ιερού έργου θα είναι η εν συνεννοήσει μετά των λοιπών ιεραρχών της Εκκλησίας της Κρήτης τακτοποίησις της μισθοδοσίας του εφημεριακού κλήρου, του στυλοβάτου τούτου της εκκλησίας. Θα καταβάλω φροντίδα υπέρ της τακτοποιήσεως του ζητήματος τούτου, όπερ απεσχόλησε και έτι απησχολεί την εκκλησίαν μας,

Θα μεριμνήσω εν συνεχεία και περί των Ιερών Μονών, των ιδρυμάτων εκείνων εν οις κατά τους χρόνους της δουλείας εδιδάσκοντο η ελευθερία και η πίστις προς την θρησκείαν και την Πατρίδα, των δύο τούτων ιδανικών του Έλληνος. Με τα ιδανικά ταύτα έζησαν οι πρόγονοί μας, με τα ιδανικά ταύτα επολέμησαν τους δυνάστας, με τα ιδανικά ταύτα απηλευθέρωσαν την Πατρίδα και διέσωσαν την εκκλησίαν. Τιμή και δόξα εις αυτούς και έστω αιωνία η μνήμη των.

Πάσαν τυχόν ανωμαλίαν εις την τάξιν των Μοναχών θα θεραπεύσω και πάσαν θα καταβάλω προσπάθειαν υπέρ ανοθρώσεως των Μονών, των ευαγών τούτων ιδρυμάτων, άτινα, καταλλήλως οργανούμενα, δύνανται και σήμερον εν μέσω του υλισμού και του ατομισμού να επιτελέσωσι τον ύψιστον προορισμόν των.

Θα μεριμνήσω επίσης δια την μόρφωσιν του κλήρου, υποστηρίζων εν τη δικαιοδοσία μου την Ιερατικήν Σχολήν Χανίων, το φυτώριον τούτο από το οποίο εξέρχονται και μέλλουσι να εξέρχωνται οι κληρικοί της Εκκλησίας μας. Από την Σχολήν αυτήν, εις την οποίαν ηυτύχησα να υπηρετήσω και ως καθηγητής και ως διευθυντής αυτής επί μίαν δεκαετίαν, θα εξέρχωνται οι σκαπανείς του λόγου, οίτινες μέλλουσι να κηρύττωσι τον λόγον του Θεού εις τας εκκλησίας.

Μεριμνών δια την ηθικήν και θρησκευτικήν μόρφωσιν του ευλαβούς πληρώματος της εκκλησίας θα υποστηρίξω, πάση δυνάμει, τον ιεροκήρυκα του Οίκου της Ζωής από τον οποίον Οίκον εξέρχωνται πολλοί θεολόγοι οίτινες ανά πάσαν την Ελλάδα κηρύττουν τον θείον λόγον.

Ούτω θα έχωμεν τακτικόν κήρυγμα εκάστην Κυριακήν κατά την θείαν λειτουργίαν και σειράν απογευματινών κηρυγμάτων.

Θα υποστηρίξω τα ιδρύθέντα κατηχητικά Σχολεία εις την πόλιν μας παρακαλών όπως με βοηθήσωσι προς επίτευξιν τούτου πάντας τους αρμοδίους. Το κατηχητικόν Σχολείον είναι εκείνο όπερ κατευθύνει τον νουν του μαθητή προς τα χριστιανικά ιδεώδη και ανυψοί αυτόν εις σφαίρας υψηλάς προς παν αγαθόν και σωτήριον.

Νουθετεί, διδάσκει, εμποτίζει αυτούς με την χριστιανικήν ζωήν και διαμορφώνει τους αδαμαντίνους χαρακτήρας.

Παρηκολούθησα το έργον των Κατηχητικών Σχολείων και εν Αθήναις και εν Χανίοις και ιδίοις όμμασιν αντελήφθην την αποτελεσματικήων εργασίαν την εν αυτοίς γινομένην. Ιδού διατί εν εκ των πρώτων μου μελημάτων θα είναι και η υποστήριξις των Σχολείων τούτων.

Δεν αρκούν όμως, προς πραγμάτωσιν εκείνων τα οποία υπόσχομαι ότι θα εκτελέσω αι δυνάμεις αι ιδικαί μου. Είναι αναγκαιοτάτη και η σύμπραξις υμών αρχομένων, μικρών και μεγάλων. Είμαι οφειλέτης εις πάντας υμάς. Επικαλούμαι λοιπόν από της επισήμου ταύτης θέσεως την σύμπραξιν και την συνεργασίαν πάντων, υμών και επιθυμώ αυτήν αμέριστον. Ενθαρρύνομαι δε εις την επιτέλεσιν του Έργου μου, διότι διαβλέπω εν υμίν ότι θα τύχω της αμερίστου συνδρομής όλων σας.

Ιδιαιτέρως απευθύνομαι εις τον ιερόν κλήρον τον τε ενοριακόν και τον άγαμον, τους αμέσους αυτούς συνεργάτας μου.

Καλώ αυτούς εις ομόνοιαν και συνεργασίαν δια το έργον της διακονίας, εις ο εκλήθημεν πάντες υπό του δίδοντος τη Εκκλησία αυτού Υψίστου τους μεν Αποστόλους τους δε Ευαγγελιστάς, τους δε Ποιμένας και διδασκάλους εις καταρτισμόν των Αγίων, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού.

Με την πίστιν εις τον Ιησούν Χριστόν καλώ άπαν το πλήρωμα της Εκκλησίας και επιθέτων την χείρα εις το πηδάλιον επιφωνώ προς πάντας, Ειρήνη υμίν! Ειρήνην ουχί την πρόσκαιρον, την εν αυτή τους πολέμους εγκλείουσαν, αλλά την ειρήνην του Θεού, την πάντα νουν υπερέχουσαν, την δυναμένην να φρουρήση τας καρδίας και τα νήματα εν Χριστώ, τω Σωτήρι των ψυχών ημών. Διακριτικόν γνώρισμα του κατ΄ εξοχήν ειρηνοποιού Σωτήρος Θεού ήτο η αγάπη προς τους μαθητάς του, η αγάπη προς πάντας τους ανθρώπους. Επίσης διακριτκόν γνώρισμα των μαθητών του Σωτήρος ήτο η αγάπή. «Εν τούτω γνώσονται πάντες, εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Δια της αγάπης αυτής και δια της πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας, επέτυχον επαγγελιών, ενειδυναμώθησαν εν τη ασθενεία, έσβεσαν δύναμιν πυρός. Αυτήν την αγάπην ζητώ από τον κλήρο προς την εκκλησίαν του Χριστού. Θεωρώ τον κλήρον στυλοβάτην του οικοδομήματος, και δια τούτο έχω την αξίωσιν να είναι οδηγός παντί, το φως του κόσμου. Υμείς εστέ το φως του κόσμου λέγει ο Χριστός, προς τους μαθητάς του. Τον κλήρο θέλω πρωτοπόρον εις παν έργον κοινωνικόν, εις παν έργον φιλανθρωπικόν, δια να αποδείκνύεται ούτος άξιος της αποστολής του. Τον θέλω επι την λυχνίαν ίνα φωτίζη, και όχι υπο τον μόδιον. Τον θέλω άλας της γης, και ελπίζω ότι δεν θα ευρεθώ εις την δύσκολον εκείνην στιγμήν να του υπενθυμίσω «εάν το άλαν μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται;».

Απευθύνομαι προς τον επιστημονικόν κόσμον, προς τους εργάτας του πνεύματος, επικαλούμενος την σύμπραξιν και την πολύτιμον συμβολήν των.

Δεν αποκρύπτω την ιδιαιτέραν μου συμπάθειαν προς τον διδασκαλικόν κλάδον εξ ου προέρχομαι, ασκήσας επί μίαν δεκαετίαν το υψηλόν και επίμοχθον έργον του διδασκάλου, το οποίον ουδέποτε θα λησμονήσω, πρόθυμος να συνετλέσω το επ΄ εμοί εις την πρόοδον των γραμμάτων και της παιδείας εν τη φιλομούσω και φιλοπρόοδω Περιφέρεια ταύτη, ήτις ανέκαθεν και εν τούτω φιλοτίμως διεκρίθη.

Αποτείνομαι προς πάντα τα επαγγελματικά Σωματεία, προς πάσας τας κοινωνικάς τάξεις, έτοιμος μετ΄ ευγνωμοσύνης να δεχθώ την ορθήν συμβουλήν την προερχομένην εξ αγνής και αδόλου ψυχής και προς κοινόν αγαθόν αποβλέπουσαν. Απευθύνομαι τέλος και προ πάντων προς το ευσεβές εκλησίασμα και το εν γένει ποίμνιον της Επισκοπής μου και συνιστώ το του Αποστόλου «στήκητε και κρατείται τας παραδόσεις». Διότι αγαπητοί αδελφοί, εκ της προσηλώσεώς σας εις τας ιεράς ταύτας παραδόσεις των πατέρων μας εις την ευλαβή διατήρησιν ακμαίου του θρησκευτικού συναισθήματος και μόνον εις αυτά δύνασθε και την ιδικήν σας ευδαιμονίαν να επιτύχητε και των τεκνων σας την ευτυχίαν να διασφαλίσητε.

Υπο τα προϋποθέσεις ταύτας και με την κοινήν πάντων υμών συμβολήν εις το έργον μου, δεν αποδειλιώ προ των ευθυνών και του όγκου του αξιώματος, αλλά μετά θάρρους αναλαμβάνω τον βαρύτατον σταυρόν του Επισκοπικού έργου.

Τέλος υψώ τας χείρας μου ικέτεδας προς τον εν Τριάδι Θεόν και καθκετεύω Αυτόν, όπως ευλογή πάντας υμάς και το έργον των χειρών υμών.

Δέομαι του πανοικτίρμονος Θεού, όπως χαρίζη υγείαν εις τας οικογενείας παντός του προσφιλούς μοι ποιμνίου, ομόνοιαν, ειρήνην και παν παρά Κυρίου αγαθόν, ίνα φθάσωμεν νικηφόροι εις το τέρμα των αγώνων ημών των επιγείων, εις τον Κύριον ημών Ιησού Χριστόν όστις είναι το φως του κόσμου, η οδός και η αλήθεις.

Δέσποτα, Παντοκράτορ, Κύριε του Ουρανού και της γης επίβλεψον εφ΄ ημάς τους ειλικρινώς πιστεύοντες και θερμότατα αγαπώντας Σε.

Ενίσχυσον τον βραχίονα και εμού του ελαχίστου και ταπεινού δούλου Σου, κρατυνόν με εν τω αγών, έμπνευσον με ίνα την ζωήν μου θύσω και εκδαπανήυσω υπέρ του αγαπητού μοι ποιμνίου. Έμπνευσον εις το πνεύμα πάντων και εν τω κλήρω και εν τω λαώ αγαθά υπέρ της εκκλησίας Σου. Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου.

Αφήστε μια απάντηση