ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ Χ. ΣΤΡΑΤΙΔΑΚΗ
• Στην ανάγκη διάσωσης των αρχείων των παλιών διδακτηρίων αλλά και στην υποχρέωση δημιουργίας μνημείου για τους αφανείς εκπαιδευτικούς, αναφέρθηκε ο συγγραφέας
|
30/11/2017 της Εύας Λαδιά
Ο χάρτης της εκπαίδευσης στο Ρέθυμνο από το 1795 ξεδιπλώθηκε στην εκδήλωση που έγινε για την παρουσίαση μιας ακόμα σημαντικής έκδοσης του Χάρη Στρατιδάκη.
Ο πολυγραφότατος και ανήσυχος πάντα για δημιουργία συμπολίτης εκπαιδευτικός στο βιβλίο του «Η εκπαίδευση στο Ρέθυμνο (1795-1940). Σχολικό και διδακτηριακό δίκτυο» κατάφερε να συγκεντρώσει ένα πακτωλό στοιχείων που ρίχνει άπλετο φως σε μια πτυχή της τοπικής ιστορίας με πολλά κενά έως τώρα. Το βιβλίο απόσταγμα μιας εμπεριστατωμένης διδακτορικής διατριβής που χρειάστηκε έξι χρόνια για να ολοκληρωθεί και μια δεκαετία για να καταλήξει στο τυπογραφείο, έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από τον πνευματικό κόσμο λόγω του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει, ενώ κατά γενική ομολογία αποτελεί ύμνο για τον κάθε επώνυμο και ανώνυμο εκπαιδευτικό που έδωσε τα φώτα της γνώσης ακόμα και στις πιο χαλεπές περιόδους. Ίσως χωρίς αυτούς να μην είχαμε σήμερα σαν έθνος πολιτισμό και ιστορική ταυτότητα.
Την εκδήλωση διοργάνωσε το Σχολικό Μουσείο του Δήμου Ρεθύμνης, τις δραστηριότητες του οποίου παρουσίασε ο υπεύθυνος εκπαιδευτικών προγραμμάτων Γιώργος Κανακάκης.
Η παρουσίαση είχε όλα τα χαρακτηριστικά πνευματικού γεγονότος χάρις στην παρουσία εκλεκτού κόσμου που είχε κατακλύσει τη φιλόξενη αίθουσα στο Σπίτι του Πολιτισμού το βράδυ της Τετάρτης.
Ήταν μια μεστή περιεχομένου εκδήλωση που απευθυνόταν σε πνευματικό κοινό. Μας έδωσε και τη δυνατότητα μιας εμπεριστατωμένης ανάλυσης ενός τόσο βασικού θέματος όπως είναι η εκπαίδευση στο νομό μας. Έγινε όμως αφορμή και για κάποιες νοσταλγικές αναδρομές αυτών που έζησαν τα σχολικά τους χρόνια σε πέτρινα κτήρια με χώμα αντί για δάπεδο, χωρίς τις ανέσεις των σημερινών σχολικών κτηρίων, σε αίθουσες παγερές που θέρμαινε όμως η φλόγα του δασκάλου, παρά τις δίσεκτες εποχές που δεν άφηναν καμιά ελπίδα ανάπτυξης.
Από τους επισήμους ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του οργανωτή φορέα που ήταν το σχολικό μουσείο του Δήμου Ρεθύμνης, ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου π. Νικόλαος Νικηφόρος εκπροσωπώντας τον απουσιάζοντα στην Αθήνα Σεβασμιότατο Μητροπολίτη μας κ.κ. Ευγένιο, η αντινομάρχης κ. Μαρία Λιονή, από τον Δήμο Ρεθύμνου η κ. Πέπη Μπιρλιράκη και οι κ.κ. Μίνως Αλεφαντινός, Γιώργος Γεωργαλής, Τάσος Παπαδουράκης, Άγγελος Μαλάς, ο τέως δήμαρχος κ. Δημήτρης Αρχοντάκης κ.α.
Μήνυμα του απουσιάζοντος σε συνέδριο της ΚΕΔΚΕ στα Ιωάννινα, δημάρχου κ. Γιώργου Μαρινάκη διάβασε ο κ. Μαλάς, ενώ μηνύματα έστειλαν ο βουλευτής κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης, η κ. Φαλή Βογιατζάκη, ο Σύλλογος Ρεθυμνίων της Αθήνας «Το Αρκάδι» κ.α.
Με τον άριστο συντονισμό της κ. Κατερίνας Τσακάλη Δομαζάκη, μέλους του Δ.Σ. του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνης, δόθηκε ο λόγος στον πρώτο εισηγητή που ήταν ο κ. Νίκος Παπαδογιαννάκης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και πρόεδρος της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης. Ο γνωστός πανεπιστημιακός και συγγραφέας με την λογοτεχνική άνεση που τον διακρίνει παρουσίασε το βιβλίο, σχολιάζοντας τους βασικούς σταθμούς και κάνοντας ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και σχολιασμούς για τη σημερινή κατάσταση.
Την έννοια του σχολικού και διδακτηριακού δικτύου που πραγματεύεται η έκδοση ανέλυσε η ιστορικός κ. Αγγελική Βλαχοπούλου – Χαλκιαδάκη, μέσα από διευκρινιστικό χάρτη που επέλεξε να μοιραστεί στο κοινό για την μεγαλύτερη κατανόηση του θέματος.
Κίνητρο προβληματισμού ήταν η τελευταία φράση της, για τη διαρροή μαθητών της υπαίθρου που ακόμα και σήμερα αποτελεί πληγή για την παιδεία μας.
Ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου πρώην διευθυντής της Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, αναφέρθηκε στην ποιοτική έκδοση, επικεντρώνοντας την εισήγησή του σε τεχνικές λεπτομέρειες.
Αντιφώνηση με εύστοχους προβληματισμούς
Στην αντιφώνησή του ο κ. Χάρης Στρατιδάκης αφού ευχαρίστησε τους ομιλητές και τον οργανωτή φορέα αλλά και όλους εκείνους που με την βοήθεια τους το βιβλίο ολοκληρώθηκε, ανέφερε:
«Εκτός πρωτοκόλλου, θα πρέπει να ευχαριστήσω ένα ολόκληρο ίδρυμα, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων και τον καθηγητή του Απόστολο Παπαϊωάννου, που -μεσόκοπο πια- με δέχτηκαν για εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, με τον προφανή κίνδυνο αυτή να μην περατωθεί, εξαιτίας των επαγγελματικών αλλά και των οικογενειακών υποχρεώσεων που συνεπάγονταν η ηλικία μου. Μαζί μ’ αυτούς θα πρέπει να ευχαριστήσω και την Ελένη Αλεβυζάκη, τον Βαγγέλη Σφακιανάκη και την Γραφοτεχνική Κρήτης, που κατόρθωσαν να μετατρέψουν ένα άχαρο πανεπιστημιακό πόνημα 450 σελίδων, 1.500 υποσημειώσεων και 22 πινάκων σε ένα ελκυστικό βιβλίο, όπως μας το ανέλυσε αμέσως πριν ο Γιάννης Παπιομύτογλου.
Το βιβλίο αυτό είναι αφιερωμένο στους γονείς μου Κωστή Στρατιδάκη και Αργυρή Ψιμικού, όπως και σε όλα τα παιδιά, που, όπως γράφω, στην κατάλληλη θέση, «…ρακένδυτα, ξυπόλητα, προφυματικά, με το σώμα τους να συνταράσσεται από ελώδεις πυρετούς και με πρόσωπα αλλοιωμένα από το φύμα της Ανατολής, φοίτησαν σε υγρά κι ανήλια διδακτήρια, μορφώθηκαν, πίστεψαν στην εκπαίδευση και κατόρθωσαν να ανορθώσουν τον κατεστραμμένο από τις επαναστάσεις και τους πολέμους τόπο τους». Κατά δεύτερο λόγο το βιβλίο είναι αφιερωμένο στην οικογένειά μου, τη γυναίκα μου Αλκμήνη Μαλαγάρη και τα παιδιά μου Κωστή και Νεφέλη, από την κοινή ζωή με τους οποίους αφαιρέθηκαν οι 5.500 περίπου ώρες που απαιτήθηκαν για την ολοκλήρωση της έρευνας και συγγραφής.
Οφειλόμενες είναι οι ευχαριστίες μου και σε επτά εκλεκτούς ανθρώπους, οι τέσσερις από τους οποίους δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας: στον φίλο Θωμά Κρεβετζάκη, στην καθηγήτρια Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, στον ιστορικό ερευνητή Στέργιο Μανουρά και στον -τότε- Κοσμήτορα του Μαθηματικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Γιάννη Σταυρουλάκη, αλλά και στους αείμνηστους Χρίστο Μακρή, Nobel Armand και Γιώργο Εκκεκάκη.
Δεν θα μπορούσα να παραλείψω μια ειδική αναφορά στον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας Ευγένιο Αντωνόπουλο, φίλο «εν γράμμασι» από παλιά, χωρίς τον οποίο και την προαγορά αντιτύπων του βιβλίου στην οποία προέβη για τις ενορίες και τα σχολεία της μητρόπολής του αυτό δεν θα έφτανε ποτέ στο τυπογραφείο και στα χέρια μας. Η ευποιία του αυτή αποδεικνύει έμπρακτα ότι η παράδοση της ενίσχυσης της εκπαίδευσης από την Εκκλησία παραμένει μέχρι και σήμερα ζωντανή. Κοντά σ’ αυτή παραμένει ζωντανή και η παράδοση φιλοξενίας των ανθρώπων της υπαίθρου, οι οποίοι, όπως το γράφω και στον πρόλογό μου «…με συνόδευσαν στην αναζήτηση των εκπαιδευτηρίων, κράτησαν την άκρη της μετροταινίας κατά τη μέτρηση των διαστάσεών τους, έψαξαν για τυχόν φωτογραφίες όσων από αυτά είχαν κατεδαφιστεί, απάντησαν στις «ανακριτικές» μου ερωτήσεις και δεν μου επέτρεψαν να συνεχίσω για τον επόμενο οικισμό αν δεν προσέφεραν γεύμα ή τουλάχιστον ένα κέρασμα του ποδαριού στο κοντινό καφενείο».
«Να προσεχτεί και να διασωθεί το περιεχόμενο των 170 κλειστών διδακτηρίων»
Αναφορικά με το σχολιασμό ότι η έκδοση κλείνει το θέμα της Ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης, ο κ. Στρατιδάκης επεσήμανε ότι μάλλον το θέμα μόλις άνοιξε. Είπε χαρακτηριστικά: «Θα ήθελα να δώσω απάντηση σε κάποιους φίλους, που, όταν είδαν το ογκώδες βιβλίο, έσπευσαν να πουν ότι «έκλεισα» το θέμα της ρεθεμνιώτικης εκπαίδευσης, ότι, αντίθετα, το «άνοιξα». Στις επιστημονικές έρευνες «κλειστά» θέματα δεν υπάρχουν. Κι αν υποθέσουμε ότι η διατριβή μου απάντησε στα ερωτήματα που έθεσε, παράλληλα «άνοιξε» τουλάχιστον πέντε νέα: το θέμα της εξαιρετικά πρώιμης εισαγωγής της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και της ταχύτατης εγκαθίδρυσής της στην Κρήτη, το καταρχήν αντιφατικό φαινόμενο του γενικευμένου αναλφαβητισμού του γυναικείου πληθυσμού κατά τον 19ο αιώνα στην Κρήτη και της προόδου της φοίτησης των Κρησσών γυναικών που είχαν καταφύγει ως πρόσφυγες στην ελεύθερη Ελλάδα, το θέμα της απουσίας ευεργετισμού εντός της Κρήτης και της κατεύθυνσής του προς ευαγείς σκοπούς εκτός του νησιού, το πρόβλημα της άρνησης της φοίτησης και της εγκατάλειψής της και η έρευνα της εκπαίδευσης των Ρεθύμνιων μουσουλμάνων, μένουν ως υποθήκες για τους νεότερους, ιδιαίτερα, ερευνητές. Θέλω να πιστεύω ότι η εργασία μου θα τους διευκολύνει στο έργο τους».
Και ο κ. Στρατιδάκης πρόσθεσε ότι: «Όσο για τις πληροφορίες που συγκέντρωσα, αυτές, όπως και σε κάθε άλλη διατριβή, είναι πολλαπλάσιες εκείνων που τελικά χρησιμοποιήθηκαν. Από την πλευρά μου είμαι πρόθυμος να παράσχω το σύνολό τους σε κάθε ενδιαφερόμενο για την επιμέρους ιστορία των σχολείων του Ρεθύμνου και προτίθεμαι να καταθέσω το σύνολο του υλικού στο Σχολικό μας Μουσείο».
Ο συγγραφέας, αναφέρθηκε όμως και σε δυο σοβαρά ζητήματα για τα οποία κατέθεσε τις προτάσεις του, λέγοντας:
«Θα μου επιτρέψετε να κλείσω την αντιφώνησή μου θέτοντας δύο σοβαρά ζητήματα που άπτονται της σημερινής εκδήλωσης. Το πρώτο από αυτά είναι το θέμα των 170 κλειστών διδακτηρίων του τέως νομού Ρεθύμνης, τα οποία επιβάλλεται να συντηρούνται και να αποκτήσουν τη μόνη χρήση που τους αρμόζει, την πολιτιστική. Ήδη μερικοί Δήμοι έχουν προχωρήσει στην κατεύθυνση της αναστήλωσής τους, περισσότερο ο Δήμος Μυλοποτάμου παλιότερα και Αμαρίου πιο πρόσφατα. Παράλληλα θα πρέπει να προσεχτεί και να διασωθεί και το περιεχόμενο των διδακτηρίων και ιδιαίτερα τα σχολικά αρχεία, τα οποία στην πλειοψηφία των ρεθεμνιώτικων οικισμών αποτελούν τα μοναδικά σωζόμενα αρχεία και ως εκ τούτου ανεκτίμητη πηγή τοπικής ιστορίας.
Το δεύτερο θέμα είναι εκείνο της αναγνώρισης της προσφοράς των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων στις κατά τόπους κοινωνίες του Ρεθύμνου. Όπως και σε άλλα μέρη ανά την Ελλάδα, αλλά και όπως το έχει ήδη εισηγηθεί ο συνάδελφος Αντώνης Δαφέρμος, τον οποίο είχαμε την χαρά να τιμήσουμε σε μια αντίστοιχη εκδήλωση πέρυσι, θα πρέπει και στο Ρέθυμνο να τιμηθούν συμβολικά οι εκπαιδευτικοί που υπηρέτησαν επί τρεις αιώνες την εκπαίδευσή του, μέσω της δημιουργίας ενός σεμνού μνημείου. Το μνημείο αυτό, που η ιδανική του θέση είναι στον αύλειο χώρο του Σχολικού Μουσείου στην Αμνάτο, θα είναι αφιερωμένο στους αφανείς νηπιοδιδάκτες, δημοδιδασκάλους, δασκάλους, ελληνοδιδασκάλους και καθηγητές, που αλφαβήτισαν χιλιάδες Ρεθεμνιωτόπουλα. Κι αυτό, ξεκινώντας από το Κοινό και το Ελληνικό σχολείο της πόλης ήδη από το 1795 και προχωρώντας στο Παρθεναγωγείο το 1845, στα Σχολαρχεία του Αγίου Πνεύματος το 1858 και Μοναστηρακιού το 1869, στα 49 Γραμματοδιδασκαλεία, σε 183 δημοτικά Σχολεία, σε 48 επαρχιακά Παρθεναγωγεία, σε 6 κατ’ αρχήν νηπιακά σχολεία και σε 13 Ελληνικά Σχολεία, που στη συνέχεια εξελίχτηκαν σε Γυμνάσια και, ορισμένα, σε Λύκεια. Σε όλους αυτούς τους εκπαιδευτικούς -περισσότερο ή λιγότερο ηρωικούς αλλά οπωσδήποτε αφοσιωμένους στο καθήκον τους- θα πρέπει να είναι αφιερωμένο το μνημείο του Σχολικού Μουσείου του Δήμου Ρεθύμνης, του οποίου την κατασκευή ελπίζουμε να συνδράμουν οι εκπαιδευτικοί φορείς και όλοι όσοι αναγνωρίζουν την αναγκαιότητά του».
Τιμή σε άξιους εκπαιδευτικούς
Ακολούθησε το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης στη διάρκεια του οποίου τιμήθηκαν ο καθηγητής Πανεπιστημίου-Βυζαντινολόγος Νικόλαος Δρανδάκης, η συνταξιούχος λυκειάρχης και συγγραφέας Μαριέττα Ασημομύτη – Εκκεκάκη και ο συνταξιούχος δάσκαλος και διευθυντής σχολείου Γεώργιος Τσιγδινός.
Τη διάκριση του Νικολάου Δρανδάκη έλαβε η ανιψιά του συμβολαιογράφος κ. Τασούλα Δρανδάκη Μαρινάκη, ενώ όπως τόνισε στο μήνυμά του ο δήμαρχος κ. Γιώργος Μαρινάκης και ο δήμος θα ετοιμάσει ειδική εκδήλωση προσεχώς για τον επιφανή συμπολίτη με το τόσο σημαντικό έργο.
Ο κ. Τσιγδινός συγκινημένος για την τιμή που του έγινε, δήλωσε: «Η βράβευση αυτή είναι μια σημαντική στιγμή στη ζωή μου. Αν και εγώ πάντα δούλεψα ως στρατιώτης. Το σημαντικότερο είναι ότι ολοκληρώθηκε μια προσπάθεια ερευνητική σε ό,τι αφορά την ιστορία της εκπαίδευσης του νομού Ρεθύμνης από τον Χάρη Στρατιδάκη, που είναι μια σημαντική εργασία και δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Η δική μου συνεισφορά είναι η ανάδειξη της ιστορίας της μονής του Αγίου Πνεύματος, ενός από τα μεγαλύτερα εκπαιδευτήρια στην Κρήτη του 19ου αιώνα, τον αιώνα που ήταν οι μεγάλες επαναστάσεις και η ελευθερία της Κρήτης. Στα κενά αυτών των αγώνων, βρισκόταν ευκαιρία για να παρέχουνε εκπαίδευση στα ελληνόπουλα και στα κρητικόπουλα ειδικότερα που είναι πολύ σημαντική ιστορία».
Συγκινημένη και η κ. Ασημομύτη – Εκκεκάκη, παραλαμβάνοντας την τιμητική πλακέτα, ευχαρίστησε όλους όσους παρευρέθηκαν στην τιμητική εκδήλωση και μεταξύ άλλων είπε: «Μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη το τηλεφώνημα προ ημερών του Προέδρου του Σχολικού Μουσείου κ. Μίνωος Αλεφαντινού που μου ανήγγειλε την απόφασή του Σχολικού Μουσείου Ρεθύμνου να με βραβεύσει για την προσφορά μου στην Έρευνα της Ιστορίας της Εκπαίδευσης για τα δύο βιβλία που έχω δημοσιεύσει. Το Πρώτο βιβλίο που συνειδητά το ονομάσαμε «Από την ιστορία του 1ου Γυμνασίου και του 1ου Λυκείου Ρεθύμνου» το είχαμε εντάξει με το συνάδελφό μου κ. Νίκο Δρανδάκη σε πρόγραμμα Π.Ε. και το επεξεργαστήκαμε με τις Μ.Κ. των ετών 1995-1996 και 1996-1997. Για την έκδοσή του, ευχαριστώ τον τότε Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων με πρόεδρο την κ. Μαρία Αρχοντάκη. Το ίδιο ευχαριστώ και τα προηγούμενα Δ.Σ. των Συλλόγων με τους προέδρους τους κ. Σταύρο Σπανδάγο, Βαρβάρα Αναστασάκη και Ανδρέα Φεσσά, καθώς και τις Μ.Κ. όλων των ετών και των τεσσάρων Σχολείων που διηύθυνα και οι οποίοι συνέδραμαν τους συναδέλφους μου και εμένα στο έργο μας για να αναδείξουμε τα Σχολεία μας.
Το 2ο βιβλίο για την Ελληνο-Γαλλική Σχολή Καλογραιών Χαλέπας Χανίων ήταν ένα χρέος που οφείλαμε στις αείμνηστες Αδελφές, στους άξιους Καθηγητές μας, στις χιλιάδες Απόφοιτες των 131 χρόνων που λειτούργησε η Σχολή μας. Δεν θα αναφερθώ αναλυτικά στο περιεχόμενο του βιβλίου γιατί το έχουν κάνει πριν από μένα διαπρεπείς Επιστήμονες που έχουν εκφρασθεί για την εργασία αυτή προφορικά και γραπτά, σε Χανιά, Πάτρα και Ρέθυμνο. Θα πω μόνο ότι η εργασία μου αυτή έδωσε έναυσμα στην δημιουργία ενός Συλλόγου Αποφοίτων που δραστηριοποιείται ενεργά από το 2003 και προσφέρει Πολιτισμό σε Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο με ένα Συμβούλιο ζηλευτό και μια Πρόεδρο την κ. Καίτη Γωνιωτάκη-Κουτρουμπά που ο Θεός να της δίνει δύναμη να συνεχίζει. Ευχαριστώ και πάλι από καρδιάς τον Πρόεδρο του Σχολικού Μουσείου κ. Μίνωα Αλεφαντινό, τον Πρωτεργάτη της δημιουργίας του Σχολικού Μουσείου Ρεθύμνου κ. Χάρη Στρατιδάκη, τον συντονιστή της εκδήλωσης κ. Βασίλη Βαμβακά και όλο το Δ.Σ. για την Τιμή που μου έκαναν. Ευχαριστώ όλες τις απόφοιτες της Σχολής μας από Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Χανιά που με βοήθησαν στην υλοποίηση του στόχου μου και ήρθαν να με τιμήσουν. Επίσης οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στις Εφημερίδες «Κρητική Επιθεώρηση», «Ρεθεμνιώτικα Νέα», «Ρέθεμνος» και «Χανιώτικα Νέα» που φιλοξένησαν τα άρθρα των συντακτών των σχολίων των εργασιών μου. Ξεχωριστά όμως ευχαριστώ Αυτόν που βρίσκεται Ψηλά και μας παρακολουθεί γιατί Αυτός με προέτρεψε και με βοήθησε να γράψω για τη Γαλλική Σχολή αφενός, γιατί έβλεπε το κενό που υπήρχε στην Τοπική Ιστορία των Χανίων, αλλά και γιατί ήξερε πόσο άσχημα θα ένιωθα με τη συνταξιοδότησή μου μετά από 37 χρόνια».