ΒΗΜΑ
Παρασκευή 16 Σεμπτεμβρίου 1960
Είναι μέρες που επίμονα γύριζε στη σκέψη μου το «και οι λίθοι κεκράξοντια». Ήταν τούτη η φράση μια ελπίδα μου. Έλεγα. Κι αν οι άνθρωποι σωπάσουν, οι πέτρες θα φωνάζουν. Φοβώμουν τόσο πολύ τη σιωπή, την παγωμένη σιωπή των ανθρώπων. Κι εύρισκα διέξοδο στην ελπίδα πως αν οι πέτρες σ΄ ώρες και στιγμές βρίσκουν φωνή και διαλαλούν την αλήθεια, όσο πετρωμένες κι αν ήταν των ανθρώπων οι καρδιές, θα λύγιζαν, θα συγκινούνταν θα ένοιωθαν το χρέος των.
Μάταιες ελπίδες. Άνθρωποι δεν μίλησαν. Οι άνθρωποι έμειναν ψυχροί κι ανάλγητοι σαν όπως θαμεναν κι οι πέτρες. Δεν άκουσα μια λέξη, δεν διάβασα μια γραμμή. Κι όμως ήταν πραγματικότης, και μάλιστα γνωστή πραγματικότης η αναχώρηση του Πραμματευτάκη.
Κανείς ούτε αυτοί που από την θέση τους είχαν την δύναμη ούτε εκείνοι που από τις γνώσεις τους είχαν την ειδικότητα δεν είχαν μια σκέψη, δεν εκδήλωσαν ένα αίσθημα, για τον άνθρωπο τούτο που τόσα χρόνια προσφέρθηκε και τώρα απογειώνονταν για κάποιο ουρανοδρόμημα. Δεν έγινε τίποτα όσο ακόμη ήταν καιρός για εκδηλώσεις αγάπης.
Έτσι προχθές πειά έφυγε ο δικός μας άνθρωπος που είχε την δύναμη και την τόλμη ν΄ ανεβή πειό ψηλά από τα συνηθισμένα μέτρα τα δικά μας.
΄ Έφυγε εκείνος που συνόδεψε με τους μουσικούς του θρήνους τους νεκρούς μας, που λάμπρυνε με τις συνθέσεις του τους επιτάφιους και τις λιτανείες μας, αυτός που μας κράτησε συντροφιά με την ορχήστρα του στις ώρες του γλεντιού μας κι έδωκε ένταση πατριωτική στις εθνικές μας γιορτές με τα εμβατήρια και τους παιάνες του, αυτός που πρόσφερε ανώτερη μουσική απόλαυση τόσες φορές σ΄ εμάς και έθρεψε κι ανάθρεψε μουσικά τα παιδιά μας.
Έφυγε και κανείς από μας δεν του είπε έτσι επίσημα και θαρρετά μια λέξη.
Χάθηκαν οι αίθουσες και οι οργανώσεις για να γίνη μια τιμητική γι΄ αυτόν (τι λέω; για μας τους ίδιους ) βραδυά; γι΄ αυτόν που τόσες φορές αξιοποίησε τις αίθουσες αυτές με δικές του ξένες αθάνατες μελωδίες. Τον αγνόησαν οι οργανώσεις που δεν ήταν λίγες οι προσφορές του σ΄ αυτές;
Χάθηκαν οι λογοτεχνάδες για να του κάμουν μια προσφώνηση και να του πουν μια ευχή για μια καλή επιτυχία; Μια τέτοια ευχή δεν είναι στα πλαίσια τ΄ ανθρωπισμού και της αισθητικά καλλιεργημένης ψυχής.
Δεν βρέθηκε τέλος πάντων μια θερμή εκδήλωση τούτης της πόλης, της πόλης που τόσα χρόνια υπηρέτησε, για να του ζεσταίνη στην ανάμνησή της τις μακρυές νύκτες του παγωμένου Βορρά; Εκτός αν ληφθή θερμή η αναιμική εκείνη αγγελία ανεχώρησεν κ.λ.π. Όσο φιλική κι΄ αν ήταν, ήταν πολύ λίγο.
Δεν χρειαζόνταν τις ευχές μας για να πετύχη. Έχει τόση δύναμη στη φύση του που είναι εξασφαλισμένη η λαμπρή πορεία του. Κι όσο είναι βέβαιο πως τώρα πειά είναι αργά, για κάθε τι εκ μέρους μας, άλλο τόσο είναι βέβαιο πως ποτέ δεν θα έχωμε την ευκαιρία να του φερθούμε καλά. Τα φτερά του άνοιξαν πειά κι΄ άνοιξαν τόσο πολύ κι΄ είναι τόσο μεγάλα και γερά που δεν θα τα χωρέση το Ρέθυμνον. Δεν θα τα χωρέσουν οι στενές καρδιές μας.
Στους φωτεινούς του δρόμους δεν θα θυμάται παρά μόνο τους βουβούς θρήνους εκείνων που όντας δικοί του τον ένοιωσαν, κι΄ ένοιωθαν πόσο θα λείψη από κοντά τους. Όσο όμως κι΄ αν ήταν θερμή τούτη η προσφορά δεν ήταν τόσο μικρό το χρέος μας σ΄ αυτόν.
Είναι αλήθεια δεν μίλησαν οι άνθρωποι γι΄ αυτόν. Όμως μίλησαν οι πέτρες. Ήταν στιγμή που είδα μια πέτρα να κλαίη. Ένας εικοσάχρονος μαθητής. Άφθαστος κι΄ ακαλλιέργητος χωρίς γνώσεις και τίτλους έκλαιγε για τον δάσκαλο που έχανε. Ήταν η πέτρα που ο δάσκαλος με σίγουρο χέρι λάξεψε τόσο καιρό. Δεν ξέρω αν ο δάσκαλος τον είδε. Αν τον έβλεπε η πίκρα του θαταν λιγώτερη. Ένας μαθητής είκοσι χρονώ άντρας έκλαιγε γιατί έχασε το δάσκαλο. Αυτό μπορώ να το πω.
Παρ΄ όλα αυτά είμαι βέβαιος πως ο Χ. Πραμματευτάκης στις αυριανές του δόξες θα λέει πως γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και πως αγάπησε εμάς τους ανθρώπους του έστω κι αν δεν ήταν άψογη η απάντησή μας στην δική του προσφορά.
Ίσως ίσως εξ άλου ακολουθή κι΄ αυτός την μοίρα όλων των μεγάλων μουσικών.
Ευχαριστώ
ΑΝΚΗΣ