Ένας ακόμη της παλαιάς φρουράς του σώματος των
διδασκάλων έφυγε. Έφυγε πλήρης ημερών ο συνταξιούχος
διδάσκαλος Εμμανουήλ Πλυμάκης. Η κοινωνία της πόλεως
τον κατευόδωσε με αρκετήν συγκίνησιν δια την τελευταίαν
του κατοικίαν. Η κοινωνία αυτή των ηλικιωμένων τώρα
Ρεθυμνίων, υπήρξε κάποτε μια μικρή κοινωνία μαθητών που
είχε σαν οδηγό και καθοδηγητήν της τον αείμνηστον κύριον
Μανωλάκη τον διδάσκαλον της.
Και είχε αυτός την ικανότητα, την δοσμένη από την φύσιν,
να φέρνη κοντά του και να δημιουργή αυριανούς άξιους
πολίτες πιστούς στα ιδανικά της πατρίδος και της θρησκείας,
που γι’ αυτόν υπήρξαν η αρχή και το τέλος ολοκλήρου της
ζωής του.
Γόνος της ηρωϊκής οικογενείας των Πλυμάκιδων, που τόσο
αίμα πρόσφεραν στις επαναστάσεις της Κρήτης κατά του
Τούρκου κατακτηού, δεν ήτο δυνατόν παρά να γίνη
πρότυπον γνησίου Έλλην διδασκάλου που θα
μεταλαμπάδευε την φλόγα του αυτή στους μικρούς μαθητές
του που πέρασαν κοντά του στα 45 χρόνια της διδασκαλικής
ζωής του. Δεν υπήρξε όμως μόνον γνήσιος στρατιώτης αλλά
και ευσεβής Χριστιανός πέρα για πέρα. Και δεν ήτο δυνατόν
να γίνη αλλιώτικα, αφού ανετράφη μέσα εις την οικογένειαν
ενός λαμπρού Λευϊτου της εκκλησίας, του πρωθιερέως
Μάρκου Πλυμάκη.
Με τα εφόδια αυτά και της κληρονομικές προδιαθέσεις του
δεν ήτο δυνατόν παρά να επιτύχη εις το έργον τούτο
διδασκαλικόν, δια το οποίον πολλά προσόντα απαιτούνται,
αλλά κυρίως ήθος και χαρακτήρ που ερμηνεύονται πίστις και
αφοσίωσις εις τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη.
Υπηρέτησε πιστώς και ευσυνειδήτως και τον ναόν της
Παιδείας και τον ναόν του Θεού. Βαθύς γνώστης των
πορισμάτων της Παιδαγωγικής και Διδακτικής επιστήμης,
ελάμπρυνε την διδασκαλικήν έδραν και απέδωσε εις την
κοινωνίαν πολίτας οι οποίοι διέπρεψαν εις τας επιστήμας
τας τέχνας και τα επαγγέλματα.
Η υπηρεσία και η πολιτεία τον ετίμησαν ιδιαιτέρως.
Βαθμούς του απένειμαν και αξιώματα ως του Δ)ντού του
1ου Δημ. Σχολείου και Αναπληρωτού Επιθεωρητού Α’
Περιφερείας και μάλιστα εις καιρούς ζοφερούς κατά τους
οποίους το έργον του ήτο βαού και ακανθώδες. Θα
ενθυμούμαι πάντοντε τους θερμούς λόγους τούς οποίους
μου απηύθυνε την ημέραν κατά την οποίαν με ώρκιζε εις το
γραφείον του την 14ην Μαρτίου 1947 << Φίλε συνάδελφε,
μου είπε τότε: πρόσεξε ώστε η όλη σου πολιτεία ώς
διδασκάλου να περιστρέφεται πάντοντε προς δύο πόλους,
της πατρίδος και της θρησκείας και έσο βέβαιος ότι θα
επιτύχης>>.
Αλλά και την εκκλησίαν ελάμπρυνε κατά καιρούς, παράσχων
τας υπηρεσίας του ως ιεροψάλτης και μάλιστα ανιδιοτελώς.
Δεν είχε στεντορείαν φωνήν αυτό όμως δεν τον ημπόδιζε
από το να αποδίδη ορθώς και καλλιεπώς τους
εκκλησιαστικούς ύμνους και να τέρπη τα εκκλησιάσματα
του.
Ευτυχήσας να συνδεθή δια βίου μετά της συναδέλφου του
Αναστασίας Μαλανδράκη εδημιούργησε άριστην
οικογένειαν και υπήρξε πρότυπον συζύγου και πατρός δια
τον μονογενή υιόν του και φίλτατον δικηγόρον Μάρκον
Πλυμάκην.
Δόλος, κτκία, μίσος ή άλλο ελάττωμα ποτέ δεν εκυρίευσε την
ψυχήν του, ειμή μόνον αγάπη, συναντίληψη και συμπάθεια
προς τον πλησίον του. Πάντοτε χαρούμενος, γελαστός και
ευθυντενής ως ήτο, εγοήτευε τον συνομιλητήν του, τον
συνεργάτην του, τον συνοδοιπόρον του εις τον αγώνα της
ζωής.
Το προς την πατρίδα χρέος του εξετέλεσε υπέρ το δέον.
Ηναγκάσθη να εγκαταλείψη την διδασκαλικήν έδραν και να
υπηρετήση την πατρίδα ως στρατιώτης της πλέον, κατά τους
Βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτον Παγκόσμιον
πόλεμον.
Δια τον αείμνηστον Εμμανουήλ Πλυμάκην ίσχυε πάντοτε το
αρχαίον απόφθεγμα << Πόσον χαρίεις ο άνθρωπος όταν
άνθρωπος ή>>. Με αυτό κατά νούν, έζησε και έφυγε από
κοντά μας με την βεβαιότητα ότι μόνον φίλους εγκατέλειψε
και ουδένα εχθρόν.
Ημείς οι νεώτεροι συνάδελφοι του οι οποίοι εδιδάχθημεν εκ
του παραδείγματος του εις το έργον και τον βίο ντου, δεν
έχομεν να προσθέσωμεν άλλο τι παρά την συνήθη ευχήν, να
είναι ελαφρά η γη που τον δέχτηκε, διότι η μνήμη του θα
παραμένη οπωσδήποτε αιωνία εις τας καρδίας μας.
Ιδιαίτερα δε ευχόμεθα πολλήν παρηγορίαν εις την
πενθούσαν οικογένειαν του.
Ν. Ι. ΣΚΑΝΤΖΙΔΑΚΗΣ