Η παραδοσιακή θεωρία του Διεθνούς Δικαίου ανεγνώριζε μόνο τα κράτη ως υποκείμενά του. Άμεση συνέπεια της θέσης αυτής ήταν ότι μόνο το κράτος δικαιούτο να απαιτήσει από άλλο κράτος αποζημίωση επί τη βάσει του άρθ. 3 της IV Σύμβασης της Χάγης, οπότε ήταν κατόπιν εσωτερικό θέμα του κράτους η διανομή της χρηματικής αποζημίωσης ή των σε είδος επανορθώσεων στους υπηκόους του, που βλάφτηκαν εξαιτίας του πολέμου. Ωστόσο, τη Μεταπολεμική Εποχή η κατάσταση άλλαξε ριζικά. Μια σειρά διεθνών νομικών κειμένων, δεσμευτικών ως προς όλα τα κράτη, ανεγνώρισαν δικαιώματα και επέβαλαν υποχρεώσεις στους ιδιώτες, με αποτέλεσμα το φυσικό πρόσωπο να έχει ήδη καθολικά αναγνωριστεί ως υποκείμενο του Διεθνούς Δικαίου. Έτσι, καταρχήν καθιερώθηκε:
α) η ποινική ευθύνη του ατόμου κατά το Διεθνές Δίκαιο, εξέλιξη που επιτεύχθηκε ήδη το 1945 με την υπογραφή του Καταστατικού Χάρτη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, του οποίου οι διατάξεις θεωρήθηκαν jus cogens και απετέλεσαν τη βάση των «Αρχών της Νυρεμβέργης»,
β) Ακολούθησε, το έτος 1948, η Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στα πλαίσια του ΟΗΕ η οποία ανεγνώρισε ένα ευρύ φάσμα ατομικών δικαιωμάτων αστικής φύσεως, καθώς και πολιτικών ελευθεριών, κοινών σε όλους τους ανθρώπους, τα οποία πρέπει να γίνονται σεβαστά από όλα τα κράτη, μάλιστα, τα άρθ. 8 και 10 ανεγνώρισαν σε όλα τα πρόσωπα τη δυνατότητα ελεύθερης προσφυγής ενώπιον του αρμοδίου εθνικού Δικαστηρίου λόγω παραβίασης οποιουδήποτε δικαιώματός των, το ένδικο δε αυτό βοήθημα πρέπει να κριθεί από ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο Δικαστήριο, με πλήρη ισότητα μεταξύ των διαδίκων, στα πλαίσια μιας δίκαιης και δημόσιας δίκης.
Ακολούθως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ρώμη, 1950) προχώρησε ακόμη περισσότερο: όχι μόνο ανεγνώρισε (άρθ. 6) τις ίδιες εγγυήσεις για τη δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων σε εθνικό επίπεδο, αλλά επιπλέον θέσπισε δύο νέα όργανα – την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων – με τη δικαιοδοσία να εκδικάζουν, σε υπερεθνικό επίπεδο, καταγγελίες κατά κρατών-μελών της Σύμβασης λόγω παραβίασης των διατάξεών της και, μάλιστα, δικαίωμα προσφυγής αναγνωρίστηκε όχι μόνο στα κράτη (άρθ. 24), αλλά και στους ιδιώτες (άρθ. 25).
Ήταν η πρώτη φορά που το φυσικό πρόσωπο «εξοπλιζόταν» κατά των αυθαιρεσιών του κράτους με ένδικο βοήθημα ενώπιον διεθνούς Δικαστηρίου, γεγονός που σηματοδοτούσε μια τεράστια πρόοδο στο πεδίο του Διεθνούς Δικαίου.
Κατόπιν των εξελίξεων αυτών, κατέστη καθολικά αποδεκτή η άποψη ότι το φυσικό πρόσωπο είναι – κατά το άρθ. 3 της Σύμβασης του 1907 – φορέας ενός αυτοτελούς δικαιώματος αποζημίωσης των ζημιών που υπέστη λόγω παραβιάσεων του Δικαίου του Πολέμου από όργανα του εναγόμενου κράτους, ανεξάρτητα από την υπογραφή ή όχι συνθήκης ειρήνης, υπό μόνη την προϋπόθεση της μη υπάρξεως, στο εσωτερικό δίκαιο του κράτους ιθαγενείας του ζημιωθέντος ή στο Διεθνές Δίκαιο, κάποιας διάταξης καταλυτικής (ή περί αναβλητικού κωλύματος) των «ιδιωτικών» αξιώσεων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, οδηγούν σε ένα ακόμα συμπέρασμα: το σύγχρονο δίκαιο δεν αναγνωρίζει πλέον την -κατά το παλαιό Διεθνές Δίκαιο- συνέπεια της αστικής «ασυλίας» των κρατών λόγω υπογραφής συνθήκης ειρήνης, εκτός αν υπάρχει αντίθετη ρητή πρόβλεψη σε μια συγκεκριμένη συνθήκη έτσι, ακόμη και το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Karlsruhe έκανε δεκτό ότι οι Γερμανοί ή οι αλλοδαποί υπήκοοι, που εξαναγκάστηκαν σε παροχή εργασίας υπέρ του Dritte Reich, έχουν αυτοτελές δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση από τη σημερινή BRD, εκ παραλλήλου όμως τα αλλοδαπά κράτη ιθαγενείας των παραπάνω προσώπων νομιμοποιούνται ενεργητικά να ασκήσουν, υπέρ των πολιτών τους, τα ίδια δικαιώματα.
Ωστόσο, πέρα από το Διεθνές Δίκαιο, από τη δεκαετία του ’50 η «Γηραιά Ήπειρος» παρακολουθεί την ανάπτυξη μιας νέας διεθνούς/περιφερειακής έννομης τάξης, η οποία αποδείχτηκε τόσο «διεισδυτική» και αποτελεσματική, ώστε σήμερα να επηρεάζει κάθε τομέα του εσωτερικού δικαίου των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα και το ποινικό δίκαιο.
Στους τομείς της προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και της Πολιτικής Δικονομίας, το άρθ. 220 της Συνθήκης της Ρώμης (1957) περί της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (με τη Συνθήκη του Maastricht ο όρος απλουστεύτηκε σε «Οικονομική Κοινότητα») επιτάσσει:
«Τα Κράτη μέλη… διεξάγουν μεταξύ τους διαπραγματεύσεις, για να εξασφαλίσουν προς όφελος των υπηκόων τους: την προστασία των δικαιωμάτων υπό τους όρους που αναγνωρίζει κάθε κράτος στους υπηκόους του… την απλούστευση των διατυπώσεων για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών και διαιτητικών αποφάσεων».
Η τύχη των γερμανικών επανορθώσεων στον 1ο και στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο
Η Γερμανία, παρά την ήττα της και στους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, κατάφερε να δώσει μόνο ψιχία έναντι των οφειλών της από πολεμικές επανορθώσεις.
α) Η έννοια των πολεμικών επανορθώσεων-αποζημιώσεων:
Πολεμική επανόρθωση ή αποζημίωση είναι η υποχρέωση του ηττημένου στον πόλεμο κράτους να πληρώσει στο κράτος που νίκησε σ’ αυτόν τον πόλεμο ένα καθοριζόμενο χρηματικό ποσό, το οποίο να καλύπτει (1) τις δαπάνες διεξαγωγής του πολέμου και (2) τις ζημίες που υπέστη αυτό και οι πολίτες του από τον πόλεμο.
Με τον ορισμό αυτόν, ο νικητής διεκδικεί από τον ηττημένο:
• Τα έξοδα που πραγματοποίησε για τη διεξαγωγή του πολέμου,
• Τις ζημίες που ως κράτος υπέστη από τον πόλεμο,
• Και τις ζημίες που υπέστησαν οι πολίτες του κράτους που νίκησε, από την διεξαγωγή του πολέμου.
Αν αυτά ισχύουν γενικώς για τα κράτη που είχαν συμμετοχή σε ένα πόλεμο πολύ περισσότερο ισχύουν για εκείνα τα κράτη που βρέθηκαν στο στρατόπεδο των νικητών, αλλά τα οποία κατά τον πόλεμο διετέλεσαν υπό την κατοχή του τελικού ηττηθέντος κράτους.
Στον 2ο Παγκόσμιο, πολλά ευρωπαϊκά κράτη βρέθηκαν υπό την κατοχή της Γερμανίας, αλλά υπήρξαν και κράτη από το στρατόπεδο των νικητών (λ.χ. Αγγλία, Η.Π.Α, κ.ά.) τα οποία δεν πέρασαν αυτή τη δοκιμασία.
Στην περίπτωση των κρατών που τελικά νίκησαν, αλλά πέρασαν από την εχθρική κατοχή του ηττημένου κράτους, τα δικαιώματα είναι προσαυξημένα και οι πολεμικές επανορθώσεις προβάλλουν ως δικαιότερες και πιο αναγκαίες, αφού οι ζημίες που υπέστησαν τα ίδια και οι πολίτες τους από τον πόλεμο ήταν πολύ μεγαλύτερες.
β) Πώς η Γερμανία ξέφυγε από την καταβολή των πολεμικών επανορθώσεων του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου.
Με τη λήξη του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου (1919) ή πρόθεση των νικητών ήταν να επιβληθούν σκληρά μέτρα κατά της Γερμανίας -κυρίως- με τη μορφή των πολεμικών επανορθώσεων, ώστε να δεχθεί ένα καλό μάθημα και να μην ξαναεπιχειρήσει αιματοκύλισμα της Ευρώπης.
Στη συνθήκη των Βερσαλλιών (28-6-1919) περιελήφθη όρος σύμφωνα με τον οποίο η Γερμανία αναλάμβανε την υποχρέωση να αποζημιώσει τον άμαχο πληθυσμό των Συμμάχων για ό,τι είχε υποστεί στη διάρκεια του πολέμου.
Το 1921 η Επιτροπή Επανορθώσεων καθόρισε το ύψος της αποζημίωσης που όφειλε συνολικά να πληρώσει η Γερμανία σε 132 δισεκ. Μάρκα (31,5 δισεκ. δολάρια Η.Π.Α). Τον ίδιο χρόνο η Γερμανία κατέβαλλε την πρώτη δόση της οφειλής της, δηλ. 1 δισεκ. Μάρκα.
Κατά την Επιτροπή Επανορθώσεων η Ελλάς έπρεπε να πάρει ποσοστό 0,40% των συνολικών γερμανικών αποζημιώσεων, δηλ. 528 εκατομ. χρυσά μάρκα. Στο τέλος πήρε μόνο ένα ασήμαντο ποσό.
Το 1924 συνήλθε η Διάσκεψη του Λονδίνου καρπός της οποίας ήταν το Σχέδιο Ντωζ για τις γερμανικές επανορθώσεις, που όμως αγνοήθηκε.
Στα 1929, δέκα χρόνια από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, είχαν δημιουργηθεί τέτοιες διεθνείς συνθήκες, που εκμηδένιζαν κάθε εξαναγκασμό της Γερμανίας για πληρωμή των επανορθώσεων.
Εκπονήθηκε νέο σχέδιο (Σχέδιο Γιούγκ – 1929) με πολύ ευεργετικούς όρους για τη Γερμανία: καταργήθηκε η διαδικασία ελέγχου, αδρανοποιήθηκε η Επιτροπή Επανορθώσεων και ορίσθηκε από 17-5-1930 να χρησιμοποιηθεί ένα νέο σύστημα πληρωμών.
Για την ιστορία και για το φαιδρό του πράγματος σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με το Σχέδιο Γιούγκ, η Ελλάς θα έπρεπε να πάρει συνολικό ποσό από τις γερμανικές επανορθώσεις 102.000.000 μάρκα από τις γερμανικές επανορθώσεις όπως συμφωνήθηκαν και σε συγκεκριμένες χρονολογίες από τότε έως το 1980.
Ήρθε, όμως, η παγκόσμια οικονομική κρίση των ετών 1929-1932 που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στις οικονομίες των περισσοτέρων χωρών -και ιδιαίτερα της Γερμανίας- και η καταβολή των επανορθώσεων εμφανίσθηκε σχεδόν αδύνατη.
Η Γερμανία ζητούσε με κάθε τρόπο την επιβολή χρεοστασίου. Στο αίτημα αυτό οι πιστώτριες της χώρες ζητούσαν να συμψηφιστούν οι απαιτήσεις τους με οφειλές που είχαν προς τις Η.Π.Α. και αντιστοιχούσαν σε χρέη που δημιούργησαν κατά τον πόλεμο.
Αμερικανοί επιχειρηματίες που είχαν δημιουργήσει οικονομικά συμφέροντα στη Γερμανία, πίεσαν τον τότε πρόεδρο των Η.Π.Α. Χούβερ, ο οποίος με διάγγελμά του (1931) πρότεινε τη γενική αναστολή των πληρωμών για ένα έτος. Με μόνη αντίδραση αυτή της Γαλλίας, η πρόταση έγινε δεκτή και όλα έδειχναν ότι το θέμα της καταβολής των γερμανικών επανορθώσεων από τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο μάλλον οδηγούνταν σε ενταφιασμό.
Πράγματι, ο ενταφιασμός έγινε στη διάσκεψη της Λωζάνης το 1932. Η Γερμανία δήλωσε ότι δεν μπορεί να καταβάλλει επανορθώσεις, ούτε για τότε ούτε στο μέλλον, αν δεν σημειωνόταν γενική οικονομική ανάκαμψη. Η θρασεία αυτή δήλωση, εντούτοις, υποστηρίχθηκε από την Βρετανία, τις Η.Π.Α. και την Ιταλία.
Την ταφόπετρα έβαλε ο Χίτλερ, ο οποίος κατήγγειλε ανεμπόδιστα και αυταρχικά τη Συνθήκη των Βερσαλλιών στο σύνολό της και επομένως και τον όρο εκείνο που αφορούσε στην καταβολή πολεμικών επανορθώσεων στους πύρρειους νικητές συμμάχους.
Έτσι η Γερμανία ξέφυγε από την πληρωμή αποζημιώσεων και ευφυώς πράττουσα διέθεσε τα κεφάλαια που θα δίνονταν στους δικαιούχους, στην πολεμική της προπαρασκευή για τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο! (…)
Συμπεράσματα
Αν και έως σήμερα η Ελλάδα δεν έχει ζητήσει αυτοτελώς την καταβολή αποζημιώσεων, δεν έχει αιτηθεί την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου από τη Γερμανία και δεν έχει επιτρέψει την εκτέλεση της απόφασης του Πρωτοδικείου Λειβαδιάς για το Δίστομο, προφανώς για λόγους ηθικούς ή πολιτικούς, το ελληνικό Δημόσιο συμμετείχε πρόσφατα στη διαδικασία της δίκης της Χάγης αναφορικά με τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις και κυρίως το ζήτημα της ετεροδικίας ενός κράτους σε αντίστοιχες περιπτώσεις.
Η Ελλάδα δεν έκανε ποτέ καμία ουσιαστική κίνηση για τις γερμανικές επανορθώσεις. Αν προχωρήσει στο επόμενο βήμα της νομικής διεκδίκησης δεν θα είναι αδιάφορη η Γερμανία πιστεύω.
Διακρίνομε την αλαζονική στάση της Γερμανίας για το παραπάνω θέμα, η οποία δεν αντιμετωπίζει σοβαρά τις ελληνικές αξιώσεις, αφού η Ελλάδα μέχρι σήμερα δεν έκανε ποτέ καμία ουσιαστική κίνηση. Πρέπει να εκφραστεί η πολιτική βούληση της κυβέρνησης αλλά και η άμεση συμπαράσταση της αντιπολίτευσης για το ως άνω θέμα. Όλοι οι θεσμικοί παράγοντες και φορείς της χώρας μας πρέπει και μπορούν μάλλον υποχρεούνται, αφού συζητήσουν όλα όσα δικαιούται το ελληνικό κράτος και οι Έλληνες πολίτες να καταλήξουν στα επιμέρους αιτούμενα ποσά και να τα αξιώσουν από το Γερμανικό Δημόσιο.
Οι οφειλές του Γερμανικού Δημοσίου προς την Ελλάδα αφορούν:
α) Τα ποσά που επεδίκασε η Διεθνής Διάσκεψη των Παρισίων για τις καταστροφές που προξένησαν στη χώρα τα κατοχικά στρατεύματα,
β) Την εξόφληση του κατοχικού δανείου, το οποίο είδη αναγνωρίζεται από το Γερμανικό Δημόσιο ως αναγκαστικό δάνειο,
γ) Την καταβολή αποζημιώσεων στα θύματα θηριωδιών,
δ) Την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών που άρπαξαν τα γερμανικά στρατεύματα από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας.
ε) Την καταβολή των οφειλών της Γερμανίας από τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο που επεδίκασαν διεθνείς συμβάσεις.
Οι απαντήσεις του Γερμανικού Δημοσίου δεν είναι πειστικές, αφού με την σύμβαση του 1960 κατέβαλε μεν ένα συγκεκριμένο ποσόν στο Βασίλειο της Ελλάδος υπέρ των θιγέντων Ελλήνων υπηκόων, δεν ρυθμίστηκαν όμως οριστικά όλα τα θέματα που αποτελούν τις αξιώσεις της Ελληνικής πολιτείας και του συνόλου των Ελλήνων πολιτών.
Άλλωστε ο πρεσβευτής της Ελλάδος στη Βόννη την ίδια χρονολογία με τη σύμβαση του 1960 απέστειλε επιστολή προς τον Γερμανό υφυπουργό εξωτερικών και του επισημαίνει ότι η Ελλάδα επιφυλάσσεται για νέες απαιτήσεις οι οποίες προέρχονται από τις διώξεις και τις καταστροφές κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής.
Το ότι πρέπει να βρεθεί λύση στο ζήτημα των Γερμανικών Επανορθώσεων προς τη χώρα μας συζητούν ήδη τόσο η κοινή γνώμη όσο και φορείς της Γερμανίας με αποκορύφωμα το δημοσίευμα του περιοδικού Spiegel, όπου αναφέρεται η φράση «Ληστεία από τους Ναζί» και αφορά τη ληστεία που διέπραξαν στην Τράπεζα της Ελλάδος και όχι μόνο εκείνη την περίοδο της Κατοχής.
Έχω την εντύπωση ότι τα γερμανικά φιλοδωρήματα στην παρούσα ιστορική στιγμή δεν αφορούν για τις πολεμικές επανορθώσεις και το κατοχικό δάνειο αλλά τις επιδιώξεις της Γερμανίας, όπως τις εκφράζει η κυρία Καγκελάριος, η οποία ευελπιστεί να επιβληθεί η Γερμανία σε όλη την Ευρώπη και όχι όλη η Ευρώπη στην Γερμανία…
Πηγές για το ως άνω κείμενο:
α) Εγκλήματα πολέμου και αποζημιώσεις του Γεωργίου Μίντση.
β) Η τύχη των γερμανικών επανορθώσεων στον α’ και β’ παγκόσμιο πόλεμο του Ιωάννη Χολέβα.
γ) Απόψεις του καθηγητού Διεθνούς Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Στυλιανού Περράκη.
δ) Κείμενο από το διαδίκτυο που αφορά τις γερμανικές αποζημιώσεις και συγκεκριμένα τι ζητούμε και τι απαντούν.
Μάρκος Μαρινάκης δικηγόρος, μέλος Δ.Σ. Ρεθύμνου