(Ποίημα Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Καλλινίκου Νικολετάκη, του Κρητός) 1
Αι γενεαί πάσαι μακαρίζομέν σας τους μάρτυρας Κυρίου.
Αξίως ευφημούμεν μάρτυρας τους θείους τους εκ της Ρεθύμνης.
Υπέστησαν βασάνους ούτοι παρά τυράννου αρνήσασθαι την πίστιν.
Πατρώαν τε και θείαν Χριστού τε του Κυρίου του πάντων Βασιλέως.
•
Ουδόλως υπακούουν αλλά στερρώς πιστεύουν θρησκείαν τε την θείαν
Ου βάσανα, ουδ’ αλλά φόβητρα τυραννίας τους Μάρτυρας φοβούσι.
Στερρώς υπέρ Κυρίου θάνατον εξαιτούνται οι μάρτυρες οι θείοι.
Ατίμως θανατώνουν τους μάρτυρας Κυρίου τύραννοι οι ομώται.
•
Στεφάνους μαρτυρίου αξίως τε λαμβάνουν παρά Χριστού Κυρίου.
Συν τοις χοροίς Μαρτύρων αγάλλονται και ούτοι οι Μάρτυρες Κυρίου.
Αγάλλεται η Κρήτη σήμερον εν τη μνήμη τεσσάρων τε μαρτύρων.
Η Ρέθυμνα δε αύθις μαρτύρων μνήμην άγει σήμερον γηθοσύνως.
•
Οι κάτοικοι δε ταύτης ευσεβώς δοξάζουν Μάρτυρας τε τους θείους.
Ω Μάρτυρες Κυρίου πρεσβεύετε Κυρίω υπέρ των Ρεθυμνίων.
Πρεσβεύετε Κυρίω υπέρ του Καλλινίκου Ρεθύμνης αρχιθύτου.
Αι κάραι των Μαρτύρων την Ρέθυμναν πλουτίζουν δια πολλών θαυμάτων.
•
Οι τάφοι των Μαρτύρων εν κώμη Περβολίων υπάρχουσι και κείνται.
Τα τέκνα των Μαρτύρων αθροίζοντ’ εν Ρεθύμνη, δοξάζοντες Κυρίω.
•
Μετά των Ρεθυμνίων την εορτή ποιούσι μηνί τω Οκτωβρίω.
Πρεσβέυετε Κυρίω τετράριθμοι Μαρτύρων υπέρ των ευφημούντων.
•
Τρισήλιε Θεέ μου, πυρός εκ της γεέννης ρύσαι ημάς σούς δούλους.
Πανάχραντε Παρθένε, υπέρ ημών μη παύσης πρεσβεύειν τω Υιώ σου.
1 Σημ. Συντ. Το ποίημα τούτο (μεγαλυνάρια) αναδημοσιεύεται εδώ από την σελ. 86 εκδόσεως της Ακολουθίας
των Τεσσάρων Μαρτύρων του 1865 .
Και η μεταφορά του, η ανάπτυξη του στον πεζό λόγο:
Οι Τέσσερις Μάρτυρες- ένας- ένας- μπροστά στο μεγάλο, το φοβερό
κίνδυνο που αντιλαμβάνονται πως διατρέχουν, προσπαθούν να
αυτοεμψυχωθούν και να παληκαρέψουν, κραυγάζοντας πως έχουν γερά
νεύρα, νεύρα ατσάλινα. Και πως αυτοί είναι καθεαυτά θηρία, αληθινά ,σωστά
θηρία.
Συναισθάνονται όμως και σταθμίζουν τη μεγάλη συμφορά, την αληθινή
φωτιά που τους περιμένει, αυτή στην οποίαν τους ήταν γραφτό ξαφνικά να
πέσουν.
Διατυμπανίζουν μ’ όλον τούτο ότι δεν νοιώθουν κανένα φόβο, τον
παραμικρό φόβο. Ότι η Πίστη των είναι τόσο μεγάλη όσον είναι ένα βουνό και
σκληρή και ακλόνητη όπως είναι ο βράχος.
Και ότι μ’ αυτά τα δεδομένα ας το βγάλη πια ο νούς των διωχτών των,
των Τούρκων, ότι είναι ποτέ δυνατόν αυτοί να ξεστρατίσουν από τη στράτα,
από τη γραμμή που αυτοί έχουν χαράξει έως τώρα.
Αλλά και προσπαθώντας να υποτιμήσουν το κακό που τους περιμένει
φωνάζουν ότι στο κάτω της γραφής τι μπορούν, τι πρόκειται να τους πάρουν
οι κακούργοι; Τα κορμιά των; τη ζωή των;
– Ας τα πάρουν λοιπόν! Ας αρχίσουν να τους αποκεφαλίζουν! Την ψυχή
των όμως δεν πρόκειται, δεν θα μπορέσουν να εγκαρδιωθούν.
Και, καθώς πλησιάζει το τέλος των προσπαθούν να κάμουν καρδιά.
Ξεφωνίζουν: << καρδιά! Καρδιά!>>, για να μπορέσουν να εγκαρδιωθούν.
Ζητούν όμως ταυτόχρονα και περιμένουν να ιδούν ένα << φώς>>. Δηλαδή ένα
σημείον, ένα σήμα ουράνιας συμπάθειας, συμπαραστάσεως στη δοκιμασία
των από το υπερπέραν. Θέλουν βοήθεια. Αναφέρουν και παρακαλούν τον
Σωτήρα Χριστόν να τους βοηθήση. Να τους σώση.
Επικαλούνται επίσης και την Πατρίδα μας ακόμη, για πρόσθετη ηθική βοήθεια
των και σταθερότητα, ώστε να μπορέσουν να υπομείνουν αγόγγυστα το
φοβερό μαρτύριό των.
Σπύρος Τ. Λίτινας