ΟΜΙΛΙΑ ΔΗΜΑΡΧΟΥ
Πανοσιολογιώτατε
Κύριε Υπουργέ
Κυρίες και Κύριοι
Σας παρακαλώ, θεωρήσετε ότι οι λίγες λέξεις που θα ακουστούν παρακάτω για τον Κώστα Ξεξάκη αποτελούν ένα μικρό μέρος από τον οφειλόμενο φόρο τιμής ενός μαθητή προς τον δάσκαλό του.
Ευτύχησα να έχω τον Κώστα Ξεξάκη καθηγητή και σήμερα, έχοντας συμπληρώσει ο ίδιος 35 χρόνια διδακτικού έργου, κατανοώ περισσότερο από ποτέ άλλοτε γιατί ο άθρωπος αυτός ενέπνεε σε όλους τους μαθητές του σεβασμό, παραδοχή και εκτίμηση. Ο Κώστας Ξεξάκης είχε όλα τα φυσικά και επίκτητα στοιχεία που συνθέτουν μια διδασκαλική προσωπικότητα υψηλού επιπέδου. Πρώτα απ’ όλα κατείχε το γνωστικό του αντικείμενο σε βάθος, κυριαρχούσε στην ύλη του, και η βαθειά αυτή επιστημονική γνώση πλαισιονόταν από ένα απόεραντο πλούτο εγκυκλοπαιδικών γνώσεων υψηλής ποιότητας, γνώσεων τεχνικών, ιστορικών, γλωσσικών, φιλολογικών και κάθε άλλης κατηγορίας, ώστε να συναπαρτίζεται μια εδραία κατάρτιση, όπου είναι το απολύτως αναγκαίο υπόβαθρο κάθε σοβαρού διδακτικού έργου.
Κοντά σ’ αυτό υπήρχε ο σταθερός έρωτάς του προς τη νεότητα, η πανίσχυρη έφεσή του να μεταλαμπαδεύσει τη γνώση του, να παιδεύσει του απαίδευτους, να μυήσει του αμύητους, να εξημερώσει τους ανήμερους, που η ψυχή τους είχε δοκιμαστεί από τις αγριότητες της γερμανικής κατοχής και τις δεινές συνθήκες ζωής που ακολούθησαν. Μ’ ένα σοφό κράμα αυστηρότητας και αγάπης, επιπληξης και συμβουλής, τιμωρίας και βοήθειας, χειριζόταν όλες τις επι μέρους περιπτώσεις των μαθητών του και κατακτούσε τον ανυπόκριτο σεβασμό και την αδιαμφισβήτητη αναγνώρισή μας.
Συγχωρήσετέ μου σας παρακαλώ, τον προσωπικό τόνο αυτών των παρατηρήσεων, όμως αντλούνται από τα άμεσα βιώματά μου, τα οποία ανακαλώ από τη μαθητική μου ζωή με την εύλογη νοσταλγία του ασπρομάλλη και μοιράζομαι μαζί σας με συγκίνηση και λύπη, γιατί ο άνθρωπος γιατί ο άνθρωπος που μας ενέπνευσε αυτά τα αισθήματα και μας πλούτισε μ’ αυτά τα βιώματα, υποκύπτωντας στον αμείλικτο νόμο της ζωής, δεν βρίσκεται πια μαζί μας. Ξέρομε όμως όλοι, πως ο Κώστας Ξεξάκης υπήρξε πάνω απ’ όλα Δάσκαλος, «σπορεύς αγαθός», που η σπορά του παρήγαγε πλούσιο άμητο σε γνώσεις και αξίες.
Μ’ αυτή τη δομή και την ψυχοπνευματική συγκρότηση, συνεπής προς τον ίδιο τον εαυτό του, ο Κώστας Ξεξάκης δεν ήταν δυνατόν να μην είναι και καλός Ελληνας και σωστό και παραγωγικό στέλεχος του κοινωνικού συνόλου. Η βαθειά συναίσθηση του χρέους προς την Πατρίδα τον οδήγησε σε έντονη αντιστασιακή δράση κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, με αποτέλεσμα να συλληφθεί από τους κατακητές και εν μέσω των οικτρών περιπετειών και βασανισμών να καταλήξει εις το κολαστήριο του Μαουτχάουζεν την Γερμανίας.
Σήμερα έχοντας ακούσει προσωπικές αφηγήσεις, και έχοντας διαβάσει πλείστες επίσημες ιστορικές περιγραφές, μπορούμε ίσως να συνδέσομε ένα μέρος από τη φρίκη του στρατοπέδου εκείνου, ένα μικρό μέρος μόνο ασφαλώς, γιατί η φαντασία του σημερινού ζεστά ντυμένου, χορτάτου και ασφαλούς ανθρώπου δεν είναι δυνατόν να συλλάβει σ’ όλη της την έκταση την παγωνιά της απλής φόρμας μέσα στον γερμανικό χειμώνα, την ανελέητη πείνα της νερόσουπας ή τον τρόμο της πλήρους απαξίωσης όλων των ανθρώπινων αξιών και της μαζικής εκμηδένισης της ανθρώπινης ζωής.
Σήμερα ξέρουμε καλά, πως μέσα σ’αυτό το χάος, όπου όλες οι σταθερές παραμέτροι , στις οποίες κάτω από ομαλές συνθήκες εδράζεται η ζωή έχουν καταρεύσει, όπου η υλική υπόσταση του ανθρώπου λειώνει και ο θάνατος μοιάζει πια σαν ελκυστική λύτρωση, ξέρουμε πως μόνο ένα στοιχείο μπορεί να ανασυντάξει την ύλη, να της δώσει συνοχή και αντοχή και να κρατήσει όρθιο το σώμα, ανυπάκουο και απείθαρχο στο επιτακτικό κάλεσμα της γής, και το στοιχείο αυτό είναι η ψυχή.
Μόνο η ψυχή, η δυνατή Ψυχή, μπορεί να υπερβεί τα υλικά δεδομένα, να ανατρέψει τις επιταγές της φύσης και να κρατήσει άσβυστη τη φλόγα, έστω τη σπίθα, της ζωής. Είχα την καλή τύχη να γνωρίσω προσωπικά δύο απ’ αυτούς τους ανθρώπους με τη δυνατή ψυχή, που νίκησαν το Μαουτχάουζεν και το Νταχάου,τον Κώστα Ξεξάκη και Νίκο Ανδρουλιδάκη, από τις ιστορικές μορφές κι αυτός του Ρεθύμνου, που έφυγαν.
Αλλά, εκτός από το χρέος προς την Πατρίδα, ο Κώστα Ξεξάκης είχε βαθειά συναίσθηση και του χρέους προς το κοινωνικό σύνολο. Όταν ο βραχνάς του πολέμου πέρασε, η ζωή ξαναβρήκε τον ρυθμό της και πλάι στο αίτημα της βελτίωσης των υλικών όρων της τέθηκε επιτακτικά και το αίτημα της πολιτιστικής ανάπτυξης του τόπου μας. Τότε ο Κώστας Ξεξάκης έδωσε ένα πλούσιο παρόν, συμμετέχωντας ενεργά, με όλη την επιστημοσύνη, τη γνώση και την μεθοδικότητά του σε κάθε δραστηριότητα που είχε ως στόχο την προαγωγή της έρευνας και μελέτης της τοπικής ιστορίας, της Λαογραφίας και γενικότερα του πολιτισμού.
Οι πολυάριθμες δημοσιεύσεις του σχετικά με τα θέματα αυτά αποτελούν ανεκτίμητο πνευματικό πλούτο του τόπου μας και σπουδαία παρακαταθήκη για κάθε μελλοντικό ερευνητή.
Κυρίες και Κύριοι
Επιτρέψετέ μου να κλείσω τη συντομη αυτή βιωματική αναφορά στον Κώστα Ξεξάκη με ένα σχετικό πρόσφατο περιστατικό. Εκαναν συχνά παρέα και συζητούσαν, συνήθως περπατώντας στην γειτονιά μας, με τον Φυσικό και Λυκειάρχη, αείμνηστο Ρεθεμνιώτη Μανώλη Βογιατζάκη, άλλη ωραία μορφή που έφυγε. Τι συζητούσαν;
Να ένα δειγμα: Μια μέρα συναντηθήκαμε, μου πρόσφεραν δύο ρόγδια από αυτά που κρατούσαν, προσωπική παραγωγή Βογιατζάκη, και με ρώτησαν: – Εσείς κ. Δήμαρχε ως φιλόλογος, μπορείτε ίσως να μας βοηθήσετε. Από πού παράγετε η λέξη «λιγόρτινο»;
Εγώ ήξερα ότι «λιγόρτινο» λέγεται το Ρόγδι που έχει πολύ σάρκα και μικρό κουκούτσι, αλλά με την ετυμολογία της λέξης δεν είχα ασχοληθεί ποτέ. Ετσι με λύπη μου ομολόγησα ότι πρέπει να το ψάξω.
Μετά από λίγο καιρό με ξαναρώτησαν.
– Μήπως κ. Δήμαρχε σας έτυχε ποτέ να ασχοληθείτε με τη λέξη «σταβάρι»; Από πού παράγεται;
Αυτή τη φορά δεν τους απογοήτευσα. Είχα συναντήσει στον Ησίοδο τη λέξη «ιστοβεύς» , το μακρύ στέλεχος του αλετρίου, στο οποίο δενόταν ο ζυγός και ήξερα ότι το βυζαντινό υποκοριστικό του «ιστοβοάριον» είχε εξελιχθεί στο κρητικό «σταβάρι» και τους το είπα. Η χαρά τους ήταν μεγάλη και αντέμειψαν αμέσως με την ετυμολογία του « λιγόρτινου», που είχαν εν τω μεταξύ ανιχνεύσει. Παράγεται, μου είπαν , από το «ολίγον γίγαρτον» , που είναι το κουκούτσι. Ετσι οι Φυσικοί φόρεσαν γυαλιά στον Φιλόλογο.
Τελειώνοντας, θα ήθελα μόνο να προσθέσω ότι όταν οι μορφές , όπως ο Κώστας Ξεξάκης και οι άνθρωποι αυτής της κατηγορίας φεύγουν, ο τόπος μας γίνεται αμετάκλητα φτωχότερος. Αυτό που μένει είναι η πνευματική τους παρακαταθήκη και το παράδειγμά τους.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Ρέθυμνο 3 Σεπτεμβρίου 1999
ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ζ. ΑΡΧΟΝΤΑΚΗΣ
ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΡΕΘΥΜΝΗΣ