Του ΣΤΑΥΡΟΥ Δ. ΚΑΤΖΟΥΡΑΚΗ
Καθυστερημένο μα θα τη ζωγραφίσω όσο μπορώ καλά
αυτή την εικόνα, της αλήθειας.
Με κολλημένο στο τζάμι του παραθύρου το σεβάσμιο
πρόσωπό της η κυρία Ανδρομάχη, μ’ ένα λευκό κερί
αναμμένο στο πλάι της, μισή ώρα πριν την Ανάσταση
του Θεανθρώπου, ανίχνευε και έλεγχε το δρόμο μ’
εκείνα τα θλιμμένα της μάθια μήπως φανεί με τη
φαμελιά του ο μονογενής υιός της. Γειτόνισσά μου και
πατριώτισσά μου από τη Σητεία ήτανε, εσήκωσα το χέρι
μου, απόσπασα την προσοχή της, τη χαιρέτησα, μ’
αντιχαιρέτισε με τρεμάμενη την παλάμη της και
προσπέρασα.
Στο γυρισμό την ήβρα στην ίδια θέση και με την ίδια
απαντοχή. Της έγνεψα μου άνοιξε κουτσά – κουτσά, της
έδωσα το άγιο φως και την εκάλεσα στο σπίτι μου
απέναντι να φάμε το βραστό και τη σούπα αβγολέμονο.
– Δεν πρέπει να μείνεις μοναχή. Θα κακοφανεί του
αναστημένου Χριστού μας. Πρέπει να δείξεις την
αγαλλίασή σου, ξεχνώντας ούλα τ’ άλλα.
– Σ’ ευχαριστώ, μα θα μείνω εδώ, ετοίμασα τα
πρεπούμενα. Θα πιω και μια στην υγειά του. Και
των παιδιών του και της γυναίκας του. Κι ας με
ξεχάσανε.
– Στην Αθήνα μείνανε;
– Δεν ξέρω, ήρθε τις προάλλες επήρε τη σύνταξή
μου, του την έδωσα δηλαδή, κι έφυγε. Θέλω να
πιστεύω πως λείπει αλάργο. Γιατί αν μάθω πως
είναι εδώ θα φαρμακωθώ διπλά… Ξέρω τη μοίρα
μου. Δεν ουρανοβατώ. Αλλά έχω το παράπονο. Ο
άντρας μου θεός κι εγώ μια θεούλα. Ο γιος μου
καπετάνιος κι εγώ πράμα, ένα τίποτα. Κι έτσι είναι.
Δυο πισινοί στον ίδιο θρόνο δε χωρούνε. Μα για τη
μάνα, για μια χήρα μάνα, που έδωσε το αίμα της,
που’ δωσε το κορμί της στο παιδί, που το
γλυκονανούριζε, που το γλυκοφιλούσε, είναι
πρεπό να υπάρχει μια θέση, θεσούσα τόση δα,
στην καρδιά και στο σπίτι της. Όχι να μου λένε
κατάμουτρα πως η θέση μου είναι στο γηροκομείο,
η θέση του γέροντα, γιατί τραυματίζουνται τα
παιδιά τους θωρώντας έναν παππού, μια γιαγιά να
μυρίζουνε ούρα και θάνατο… Να μην ανοίγουνε
τέτοιες πόρτες! Δε πρέπει. Γιατί στην ίδια πόρτα θα
ανημένει κι εκείνους η απονιά, η ασπλαχνία. Με
την ίδια κουβέρτα θα τυλίξει κι εκείνους. Να
θυμούνται, να θυμούνται τα χρέη τους. Γιατί ο
Θεός τιμωρά.
Είχε δίκιο η κυρία Ανδρομάχη. Εξέχασες; Εξέπεσες.
Σήμερο, πέντε του Μάη, έφυγεν από τη ζωή
ξαφνικά, από καρδιά. Θα πάω για να αποθέσω την
εκτίμησή μου στον τάφο της. Κι αν δω το γιο της να
σουρομαδιέται θα του πω: <<Ντροπή σου μωρέ:
Θεατρίνε! Την έδιωξες από τη ζωή, με την πίκρα
στα χείλια. Ντροπή σου>>. Του Σοφοκλέους τη
ρήση, τη ρίξαμε στα τάρταρα της λησμοσύνης…
Εκεί, για να μη μας ενοχλεί και να μη μας δικάζει.
Αθήνα, Μάης του ‘97
Ρεθεμνιώτικα Νέα 6 Μαΐου 1997